Ο γότθος Τζαλλάς
Υπήρχε κάποιος γότθος ονομαζόμενος Τζαλλάς, που ανήκε στην άθεη κακοδοξία των Αρειανών. Αυτός ο άνθρωπος, στα χρόνια του βασιλιά των γότθων Τοτίλα έπνεε μένεα κατά των σπουδαίων ανδρών της Εκκλησίας. Έτσι, όταν τύχαινε και συναντούσε κάποιον κληρικό ή μοναχό, ευθύς έπεφτε πάνω του και τον σκότωνε με το σπαθί του.
Μια μέρα συνάντησε κάποιο χωρικό κι άρχισε να τον βασανίζη σκληρά. Ο φτωχός άνθρωπος, μη υποφέροντας τα βασανιστήρια κι ενώ ο βάρβαρος και ωμότατος Τζαλλάς του ζητούσε χρήματα για να τον αφήση, του είπε, πως τα είχε εμπιστευθή στον όσιο Βενέδικτο.
Τότε ο Τζαλλάς σταμάτησε να τον βασανίζη, του έδεσε με λουριά σφιχτά τα χέρια στα πλευρά κι άρχισε, έχοντας τον μπροστά στο άλογο του, να τον σπρώχνη για να τον πάη στον άγιο.
Έτσι, με δεμένα χέρια, ο χωρικός ωδήγησε τον αλαζόνα Τζαλλά στο μοναστήρι του οσίου. Εκεί βρήκαν τον μακάριο καθισμένο μπροστά στο κελλί του να διαβάζη. Γύρισε λοιπόν ο χωρικός στον Τζαλλά που ακολουθούσε, και του λέει:
- Αυτός είναι ο Βενέδικτος, που σου είπα.
Ο γότθος κοίταξε με άγριο μάτι τον άγιο και πιστεύοντας πως μόνο με το παρουσιαστικό του θα τον φόβιζε, του φώναξε:
- Σήκω αμέσως και δώσε πίσω τα χρήματα αυτού του χωριάτη.
Τότε εκείνος σήκωσε τα μάτια από το διάβασμα και κοίταξε μια τον άγριο γότθο και μια τον χωρικό που στεκόταν μπροστά του δεμένος. Και ω του θαύματος! Μόλις έπεσε η θεοφώτιστη ματιά του στον τελευταίο, ευθύς τα λουριά λύθηκαν.
Βλέποντας ο Τζαλλάς λυμένο τον χωρικό έτσι ξαφνικά, τον έπιασε τρόμος και φόβος, έπεσε κατάχαμα και σκύβοντας τον υπερήφανο τράχηλο του στα τίμια πόδια του οσίου ζήτησε την ευχή του.
Ο άγιος δεν σηκώθηκε καθόλου από το διάβασμα, αλλά κάλεσε τους αδελφούς και τους πρόσταξε να τον ωδηγήσουν μέσα και να του βάλουν να φάη. Κι εκείνος, έχοντας ανανήψει, δέχθηκε τη νουθεσία του οσίου και έφυγε από το μοναστήρι, χωρίς πλέον να ζητήση τίποτε από τον χωρικό, που ο άνθρωπος του Θεού όχι με τα χέρια, αλλά με τη ματιά του μόνο έλυσε.
(Βίος οσίου Βενεδίκτου)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ.126-128)