Του Αββά Ιωάννη του Πέρση
α'. Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για τον Αββά Ιωάννη τον Πέρση, ότι ήταν τόσο χαριτωμένος από τον Θεό, ώστε έφθασε σε πολύ μεγάλη ακακία. Και αυτός έμενε στην Αραβία της Αιγύπτου. Δανείστηκε κάποτε από αδελφό ένα χρυσό νόμισμα και αγόρασε λινάρια για να εργασθή. Και έρχεται ένας αδελφός, παρακαλώντας τον και λέγοντας: «Χάρισέ μου, Αββά, λίγα λινάρια, να πλέξω ρούχο για τον εαυτό μου». Και του έδωσε μετά χαράς. Πάλι, άλλος έρχεται, παρακαλώντας και αυτός: «Δός μου λίγα λινάρια, να φτιάξω ποδιά για τον εαυτό μου». Και του έδωσε και αυτού όμοια. Αλλά και άλλοι του ζήτησαν και τους έδινε πρόθυμα και μετά χαράς. Ύστερα έρχεται ο κύριος του νομίσματος, θέλοντάς το. Του λέγει ο γέρων: «Πηγαίνω να σου το φέρω». Και μη έχοντας από που να επιστρέψη το δάνειο, σηκώθηκε να πάη στον Αββά Ιάκωβο της διακονίας, για να τον παρακαλέση να του δώση το νόμισμα και να το επιστρέψη στον αδελφό. Πηγαίνοντας δε, βρήκε χρυσό νόμισμα κατά γης, αλλά δεν το άγγιξε. Και κάνοντας προσευχή, γύρισε στο κελλί του. Και ήλθε ο αδελφός πάλι, ενοχλώντας τον για το νόμισμα. Και του λέγει ο γέρων: «Εγώ πάντως φροντίζω». Και φεύγοντας πάλι, βρήκε το νόμισμα κατά γης, εκεί οπού ήταν και την άλλη φορά. Και κάνοντας πάλι προσευχή, γύρισε στο κελλί του. Και να, έρχεται και τώρα ο αδελφός, οπού τον ενωχλούσε. Και του λέγει ο γέρων: Αυτή τη φορά, θα σου το φέρω». Σηκώνεται λοιπόν πάλι και περνά από εκείνο τον τόπο, οπού βρήκε ξανά το φλουρί, στη θέση του. Κάνοντας δε προσευχή, το πήρε. Και ήλθε στον Αββά Ιάκωβο και του λέγει: «Αββά, καθώς ερχόμουν εδώ, βρήκα στον δρόμο αυτό το νόμισμα. Κάμε μου λοιπόν τη χάρη και κήρυξε στην περιοχή, μήπως τινάς το έχασε. Και αν βρεθή ο κάτοχός του, δος το του». Πήγε λοιπόν ο γέρων και επί τρεις μέρες κήρυξε. Και κάνεις δεν βρέθηκε οπού να είχε το νόμισμα. Τότε λέγει ο γέρων στον Αββά Ιάκωβο: «Αφού λοιπόν κανείς δεν το έχασε, δος το σ’ εκείνον τον αδελφό. Γιατί του χρωστώ. Και καθώς ερχόμουν να πάρω από σένα αγάπη, το βρήκα». Και θαύμασε ο γέρων, πώς, ενώ χρωστούσε και το βρήκε, δεν το πήρε ευθύς να το δώση. Αλλά και τούτο ήταν σ’ αυτόν το θαυμαστό, ότι, αν ερχόταν κανείς να του δανειστή τίποτε, δεν το έδινε από μόνος του, αλλά έλεγε στον αδελφό: «Πήγαινε, σήκωσε μόνος σου ό,τι χρειάζεσαι». Και αν του έφερνε το δάνειο, του έλεγε: Άσε το πάλι στη θέση του». Και αν δεν του το γύριζε πίσω, τίποτε δεν του έλεγε.
β Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη τον Πέρση, ότι, σαν εμφανίσθηκαν στο κελλί του μερικοί κακοποιοί, έφερε μπροστά τους λεκάνη και τους ζητούσε επίμονα να τους πλύνη τα πόδια. Και εκείνοι, νοιώθοντας ντροπή, άρχισαν να μετανοούν.
γ'. Είπε κάποιος στον Αββά Ιωάννη τον Πέρση: «Τόσο κόπο κάμαμε για τη βασιλεία των ουρανών. Άρα πρόκειται να την κληρονομήσουμε;». Και είπε ο γέρων: Εγώ πιστεύω ότι θα κληρονομήσω την άνω Ιερουσαλήμ, την απογραμμένη στους ουρανούς. Γιατί αξιόπιστος είναι Αυτός οπού υποσχέθηκε. Και γιατί να απιστήσω; Φιλόξενος σαν τον Αβραάμ έγινα, πράος σαν τον Μωυσή, άγιος σαν τον Ααρών, υπομονετικός σαν τον Ιώβ, ταπεινόφρων σαν τον Δαυίδ, ερημίτης σαν τον Τίμιο Πρόδρομο, πενθικός σαν τον Ιερεμία, διδάσκαλος σαν τον Παύλο, πιστός σαν τον Πέτρο , σοφός σαν τον Σολομώντα. Και πιστεύω σαν τον ληστή, ότι Εκείνος οπού μου τα χάρισε αυτά από τη δική του αγαθότητα, και τη βασιλεία θα μου παράσχη».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)