Του Αββά Ιωάννη του Θηβαίου
Έλεγαν για τον μικρό Ιωάννη τον Θηβαίο, τον μαθητή του Αββά Αμμώη, ότι δώδεκα έτη έκαμε υπηρετώντας τον γέροντα όταν ασθενούσε. Και μαζί του ήταν, καθήμενος στο στρωσίδι. Και ο γέρων αδιαφορούσε γι’ αυτόν. Και ενώ εκείνος κόπιασε πολύ μαζί του, ποτέ δεν τον άκουσε να του πη: «Είθε να σωθής». Και όταν έμελλε να τελευτήση και κάθονταν οι γέροντες γύρω του, του έπιασε το χέρι και του λέγει τρεις φορές: «Είθε να σωθής». Και τον παρέδωσε στους γέροντες, λέγοντας: «Αυτός Άγγελος είναι και όχι άνθρωπος».
Του Αββά Ιωάννη, μαθητή Του Αββά Παύλου
Έλεγαν για το Αββά Ιωάννη, τον μαθητή του Αββά Παύλου, ότι είχε μεγάλη υπακοή. Ήταν δε σ’ ένα τόπο μνήματα και μια ύαινα κατοικούσε εκεί. Είδε λοιπόν ο γέρων γύρω εκεί σβουνιές βοδιών. Και λέγει στον Ιωάννη να πάη και να του τις φέρη. Και εκείνος του είπε: «Και τί να κάμω, Αββά, με την ύαινα;». Ο δε γέρων, αστειευόμενος, είπε: Αν έλθη κατεπάνω σου, δέσε τη και φέρε την εδώ». Πήγε λοιπόν ο αδελφός εκεί, καθώς έπεφτε το βράδι. Και να, ήλθε η ύαινα κατεπάνω του. Αλλά αυτός, σύμφωνα με τα λόγια του γέροντος, ώρμησε να την πιάση. Και έφυγε η ύαινα. Και κυνηγώντας την, έλεγε: «Μείνε, ο Αββάς μου είπε να σε δέσω». Και την έπιασε και την έδεσε, θλιβόταν δε ο γέρων και καθόταν περιμένοντάς τον. Και νάτος, έρχεται, έχοντας την ύαινα δεμένη. Βλέποντας ο γέρων, θαύμασε. Αλλά θέλοντας να τον ταπείνωση, τον χτύπησε, λέγοντας: Ανόητε, σκυλί ανόητο μου έφερες εδώ;». Την έλυσε δε ευθύς ο γέρων και την άφησε να φύγη.
Του Αββά Ισαάκ του Θηβαίου
α΄. Πήγε κάποτε ο Αββάς Ισαάκ ο Θηβαίος σε Κοινόβιο και είδε κάποιον αδελφό οπού είχε πέσει σε σφάλμα και τον κατέκρινε. Αλλά μόλις βγήκε στην έρημο, ήλθε ο Άγγελος Κυρίου και στάθηκε μπροστά στη θύρα του κελλιού του, λέγοντας: «Δεν σου επιτρέπω να εισέλθης». Εκείνος δε παρακαλούσε, λέγοντας: «Τί σημαίνει αυτό;». Και αποκρίνεται ο ’Άγγελος και του λέγει: «Ο θεός με έστειλε, λέγοντας: Πες του, που προστάζεις να βάλω τον σφαλμένο αδελφό, όπου έκρινες;». Και ευθύς μετενόησε, λέγοντας: «Αμάρτησα, συγχώρησέ με». Και είπε ο ’Άγγελος: «Σήκω, σε συγχώρησε ο θεός. Και φυλάξου από εδώ και πέρα, να μη κρίνης κανέναν πριν ο Θεός τον κρίνη».
β΄. Έλεγαν για τον Αββά Απολλώ, ότι είχε ένα μαθητή, ονόματι Ισαάκ, καταρτισμένο σε κάθε έργο αγαθό. Και απόχτησε την ησυχία, οπού πηγάζει από τη θεία Ευχαριστία. Και όταν πήγαινε στην εκκλησία, δεν άφηνε να έλθη κανείς κοντά του. Γιατί έλεγε, ότι όλα είναι καλά στον καιρό τους, καιρός τω παντί πράγματι. Και όταν γινόταν απόλυση, έτρεχε να πάη στο κελλί του, σαν να τον έπαιρναν από πίσω φλόγες. Πολλές φορές δε, δινόταν στους αδελφούς παξιμάδι και ένα ποτήρι κρασί, μετά την τέλεση της λατρείας. Αυτός όμως δεν το έπαιρνε. Όχι γιατί αποποιόταν την ευλογία των αδελφών, αλλά για να κρατά την ειρήνη, οπού του χάριζε η λατρεία. Συνέβη δε κάποτε να πέση άρρωστος. Και μαθαίνοντάς το οι αδελφοί, ήλθαν να τον επισκεφθούν. Καθισμένοι λοιπόν, τον ρώτησαν οι αδελφοί, λέγοντας: «Αββά Ισαάκ, γιατί μετά τη σύναξη αποφεύγεις τους αδελφούς;». Και τους είπε: Τους αδελφούς δεν αποφεύγω, αλλά των δαιμόνων την κακοτεχνία. Αν τινάς κρατά κερί αναμμένο και μείνη για πολύ μέσα στον αέρα, αυτός του το σβήνει. Έτσι και εμείς, παίρνοντας το φως από τη θεία Λειτουργία, αν καθυστερήσουμε έξω από το κελλί, ο νους μας σκοτεινιάζει». Αυτή ήταν η συμπεριφορά του οσίου Αββά Ισαάκ.
Του Αββά Ιωσήφ του Θηβαίου
Είπε ο Αββάς Ιωσήφ ο Θηβαίος: «Τρία πράγματα αξίζουν πολύ ενώπιον του Κυρίου. Πρώτον, όταν τινάς ασθενή και του προσθέτωνται πειρασμοί και με ευχαριστία τους δέχεται. Δεύτερον, όταν τινάς κάνη όλα τα έργα του καθαρά ενώπιον του Θεού, χωρίς να έχουν τίποτε το ανθρώπινο. Και τρίτον, όταν τινάς ζη με υποταγή στον πνευματικό του πατέρα, απαρνούμενος κάθε δικό του θέλημα. Έχει δε αυτός ένα στέφανο επί πλέον. "Όσο για μένα, την ασθένεια διάλεξα".
Του Αββά Ιλαρίωνος
Πήγε ο Αββάς Ιλαρίων από την Παλαιστίνη στο όρος, στον Αββά Αντώνιο. Και του λέγει ο Αββάς Αντώνιος: «Καλώς ήλθες, ο αυγερινός οπού το πρωί ανατέλλει». Και είπε ο Αββάς Ιλαρίων: «Ειρήνη σε σένα, ο στύλος του φωτός οπού την οικουμένη φωτίζει».
Του Αββά Ισχυρίωνος
Οι άγιοι πατέρες της Σκήτης προφήτευσαν για την εσχάτη γενεά. «Τί εργασθήκαμε εμείς;», λέγει. Και αποκρίθηκε ένας απ’ αυτούς μέγας, ο Αββάς Ισχυρίων, και είπε: Εμείς τις εντολές του Θεού κάμαμε». Και του αποκρίθηκαν και του είπαν: «Και οι υστέρα από μας, άρα τί κάνουν;». Και είπε: «Μέλλουν να έλθουν στα μισά του δικού μας έργου». Και είπαν: «Οι δε μετ’ αυτούς, τί;». Είπε: «Οι της γενεάς εκείνης δεν έχουν καθόλου έργο. Μέλλει δε να έλθη σ’ αυτούς πειρασμός. Και όσοι αποδειχθούν εκείνο τον καιρό δόκιμοι, θα αποβούν μεγαλύτεροι και από μας και από τους πατέρες μας».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)