Το θαυματουργό φάρμακο
Ο γνωστός ομολογητής Ρώσος ιερέας π. Δημήτριος Ντούντκο ( γεννήθηκε το 1922), καταγράφει τη διήγηση μιας μητέρας, για τη θαυματουργική θεραπεία του γιού της με τη θεία Κοινωνία. Να, τί λέει η ίδια:
‘‘Μέχρι 14 χρόνων πήγαινα το γιό μου στην εκκλησία και κοινωνούσε. Ύστερα δεν ήθελε πιά. Ήταν δύσκολο να τον πηγαίνω στην εκκλησία με το ζόρι. Από τότε όμως άρχισε να πηδάει απ’ το κρεβάτι του τη νύχτα, να φωνάζει, να προσπαθεί ν’ αρπάξει κάτι σε κατάσταση μεγάλης ταραχής. Συμβουλεύθηκα πολλές φορές το γιατρό. Το απέδωσε στην άχαρη ηλικία του και έλεγε ότι θα περάσει. Του έγραψε και κάτι σκονάκια, που όμως δεν τον βοήθησαν καθόλου. Οι νυχτερινές κρίσεις επαναλαμβάνονταν όλο και πιο συχνά. Ύστερα είπαν πως είναι σεληνιασμός και πως δεν μπορούν να τον βοηθήσουν.
’’Ωστόσο είχε θαυμάσια υγεία και ήταν πολύ δυνατός. Οι σπουδές του πήγαιναν πολύ καλά, ιδίως στα μαθηματικά και στη φυσική. Ακόμα κι οι καθηγητές του έμεναν κατάπληκτοι από την επίδοση του. Μπήκε στο Ινστιτούτο φυσικών μηχανικών της Μόσχας, αλλά οι νυκτερινές του κρίσεις τον ταλαιπωρούσαν όλο και περισσότερο, ενώ τη μέρα δεν του συνέβαινε τίποτα. Βασανιζόταν έτσι οκτώ χρόνια και βρισκόταν στο τρίτο έτος των σπουδών του. Οι κρίσεις του τώρα επαναλαμβάνονταν σχεδόν τρεις φορές κάθε νύχτα και η κατάσταση του χειροτέρευε.
’’Η γιαγιά του, δηλαδή η μητέρα μου, διηγήθηκε την ιστορία μας σε μια μοναχή στην εκκλησία. Εκείνη ρώτησε αν είχε πολύ καιρό να κοινωνήσει. Τότε θυμηθήκαμε ότι αυτές οι κρίσεις άρχισαν ακριβώς από τότε που σταμάτησε να μεταλαμβάνει. Η μοναχή τον συμβούλεψε να κοινωνήσει με πίστη. Εκείνος δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα. Ζούσαμε σε μια ντάτσα ( αγροτική έπαυλη) στα μισά του δρόμου για το Ζαγκόρσκ.
’’Η αδελφή μου και η μητέρα μου ήρθαν να μας επισκεφθούν, για να προσπαθήσουν να τον πείσουν να πάει στην εκκλησία, αλλά εκείνος αρνιόταν πεισματικά και δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει. Η γιαγιά του και η αδερφή μου ξέσπασαν σε λυγμούς και παραπονιούνταν ότι δεν τις σέβεται καθόλου. Τελικά πείστηκε να βάλει ένα καθαρό πουκάμισο και να ετοιμαστεί. Ήταν Κυριακή πρωί. Μόλις που προλάβαμε το τραίνο. Φτάσαμε στο Ζαγκόρσκ. Βρήκαμε εκεί πολλούς νέους και νέες. Έκανε ό,τι του ζητήσαμε, προσευχήθηκε μ’ όλη του την ψυχή, με θέρμη. Αλλά κι η δική μας προσευχή ήταν το ίδιο καυτή. Εξομολογήθηκε σ’ έναν νεαρό ιερέα, κοινώνησε κι έμεινε ως το τέλος της λειτουργίας. Ύστερα επιστρέψαμε στο σπίτι. Η μητέρα μου και η αδελφή μου γύρισαν στη Μόσχα κι εμείς παραμείναμε στη ντάτσα.
’’Φαντασθείτε τη χαρά μας! Από τη μέρα εκείνη δεν ξανακούνησε ούτε το κεφάλι του σ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Οι κρίσεις εξαφανίστηκαν. Και όμως, πριν κοινωνήσει, πάθαινε τρεις κρίσεις κάθε βράδυ και δεν περνούσε ούτε μια νύχτα χωρίς κρίση. Κι εγώ ακόμα, η μητέρα του, φοβόμουν να τον αντικρύσω όταν βρισκόταν σε παροξυσμό. Τώρα όμως, - δοξασμένο το όνομα του Θεού- είναι παντρεμένος, με δύο παιδιά, κι όλα αυτά πέρασαν οριστικά’’.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.145-147)