Ένας διάκονος στη λαύρα του αγίου Γερασίμου, στην Παλαιστίνη, άρχισε να φέρεται ψυχρά σε κάποιο μοναχό, αδελφικό του φίλο. Εκείνος, μόλις το διαπίστωσε, έσπευσε να τον ρωτήση τί συνέβαινε. Ο διάκονος του απάντησε ότι του είχε κάνει μεγάλο κακό.
Ο αδελφός διαμαρτυρήθηκε και τον διαβεβαίωνε ότι δεν του έκανε κανένα κακό. Μια μέρα μάλιστα, καθώς τον είδε να κρατά το δισκοπότηρο και να κοινωνή τους αδελφούς της λαύρας, τον πλησίασε και του ορκίστηκε ότι ένιωθε τη συνείδηση του καθαρή απ’ αυτό που τον κατηγορούσε. Ο διάκονος όμως δεν ήθελε να πειστή.
Τότε ο μοναχός, ακολουθώντας τα λόγια των αγίων πατέρων, άρχισε να σκέπτεται:
-Ο διάκονος με αγαπά και από την πολλή του αγάπη είχε το θάρρος να μου φανερώση τί έκρυβε μέσα του για μένα. Το έκανε αυτό για να προσέχω στο μέλλον και να μην επαναλάβω αυτό το κακό. Όμως , άθλια ψυχή μου, εσύ που αρνείσαι ότι το έκανες, σκέψου ότι έχεις κάνει μυριάδες άλλα και τα λησμόνησες! Πού είναι οι αμαρτίες που έκανες χθες ή προ δέκα ημερών; Τις θυμάσαι; Όχι βέβαια. Άρα μπορεί να έχης κάνει και αυτό το κακό, και να το λησμόνησες, όπως και τα προηγούμενα.
Έτσι ο ταπεινός μοναχός διευθέτησε την καρδιά του σαν να είχε πραγματικά αδικήσει τον διάκονο και να ξέχασε την αδικία. Άρχισε μάλιστα να ευχαριστή τον Θεό και τον αδελφό του, γιατί αξιώθηκε να έρθη σε επίγνωση του σφάλματος του και σε μετάνοια.
Μετά τη συναίσθηση αυτή, σηκώθηκε και πήγε να ζητήση συγνώμη από τον διάκονο και να τον ευχαριστήση. Αλλά μόλις χτύπησε την πόρτα του κελλιού του, του άνοιξε εκείνος και του έβαλε πρώτος μετάνοια λέγοντας:
-Συγχώρησε με, αδελφέ μου, γιατί χλευάστηκα από τον διάβολο και σε υποπτεύθηκα άδικα. Με πληροφόρησε όμως ο Θεός ότι δεν έχεις καμμιά ευθύνη.
( Αββάς Ζωσιμάς)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι.Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.247-248)