11. Τί φρονούν περί εκκλησιαστικού κριτηρίου οι Διαμαρτυρόμενοι;
Τίποτε δε φρονούν, απλούστατα γιατί τέτοιο κριτήριο δεν έχουν. Αυτό συμφωνεί προς τη βασική τους αρχή να απορρίπτουν τον ιστορικό χαρακτήρα της ορατής Εκκλησίας, αποδεχόμενοι μόνο πνευματική και αόρατη Εκκλησία. Είναι φανερό ότι μια τέτοια αόριστη και ομιχλώδης Εκκλησία δεν μπορεί να έχει εξωτερικό αυθεντικό κριτήριο και σε πολλά μεν αλλά ζητήματα, αλλά κυρίως στον καθορισμό του κανόνος της αγίας Γραφής, τον οποίο εντούτοις παρέλαβαν από την Παράδοση της Εκκλησίας (!).
Κατά τη βασική τους αρχή η Γραφή είναι αυτάρκης και σαφής για όλα τα ζητήματα τα αφορώντα στη σωτηρία και συνεπώς δεν έχει ανάγκη άλλου εξωτερικού αυθεντικού βεβαιωτικού κριτηρίου. Στο ζήτημα όμως του καθορισμού του κανόνος της αγίας Γραφής, δηλαδή στη διακρίβωση ποιά είναι τα γνήσια και κανονικά της βιβλία, εμπλέκονται σε μεγάλη δυσκολία, απλούστατα γιατί η ίδια η Γραφή δεν μπορεί ν’ αποφανθεί για κάτι το οποίο διαμορφώθηκε χρονικά ύστερα από τη συγγραφή των Ιερών βιβλίων της. Η αμηχανία των Διαμαρτυρομένων είναι εν προκειμένω εμφανής. Για να οικονομήσουν δε τα πράγματα διατυπώνουν περίεργες θεωρίες· ότι περί του κανόνος της Γραφής μαρτυρεί εσωτερικά το Πνεύμα του Θεού (το ίδιο Πνεύμα δημιουργεί και την πνευματική Εκκλησία) και ότι κανονικά βιβλία είναι όσα δια της ιστορικής κριτικής έρευνας αποδεικνύονται ως συνταχθέντα υπό των Αποστόλων και των Προφητών, στα οποία δεν περιέχονται αλλόκοτα και παράλογα πράγματα.
Οι αντιλήψεις αυτές δεν είναι σωστές. Η μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές των πιστών δεν είναι κάτι το σταθερό και συγκεκριμένο, ώστε ν’ αποτελέσει κριτήριο της γνησιότητας των πηγών της πίστεως. Είναι κάτι το υποκειμενικό που δεν μπορεί σαφώς να καθορίσει τα πράγματα, αλλά αντίθετα μπορεί να διαμορφώσει πολλές και ποικίλλουσες αντιλήψεις, κάτι που μπορεί να άρει το αυθεντικό κύρος της Γραφής και να οδηγήσει σε ορθολογιστική εκτίμηση του ιερού κανόνα της. Παράλληλα η δια της ιστορικής έρευνας προσέγγιση του ζητήματος είναι πολύ επισφαλής, καθόσον ανοίγει ελεύθερο πεδίο στην έρευνα, με κίνδυνο ν’ αμφισβητηθεί η γνησιότητα βιβλίων της αγίας Γραφής.
Ως προς την ερμηνεία της Γραφής, βασική προτεσταντική αρχή είναι ότι αυτή ερμηνεύεται δι’ εαυτής, χωρίς να έχει ανάγκη άλλου αυθεντικού εξωτερικού ερμηνευτικού κριτηρίου («Sancta Scriptura est sui ipsius legitimus interpres», δηλ. η αγία Γραφή είναι ο νόμιμος ερμηνευτής του εαυτού της). Τα σκοτεινά και ασαφή χωρία πρέπει να ερμηνεύονται κατά την αναλογία της πίστεως, δηλαδή μέσα στο σύνολο της δογματικής διδασκαλίας που συνάγεται από τα εναργή χωρία. Κατά την ίδια αντίληψη στην ορθή κατανόηση της Γραφής συμβάλλεται σημαντικά και το Πνεύμα του Θεού, φωτίζοντας τη φύση του ανθρώπου και εισάγοντας στο αληθές νόημα της Γραφής, το οποίο δεν μπορεί να κάνει κάθε άλλη γραμματική και ιστορική μέθοδος ερμηνείας. Βέβαια καμιά αμφιβολία δεν υπάρχει ότι ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος είναι απαραίτητος, ώστε ο ερμηνευτής να φθάσει στα ορθά ερμηνευτικά συμπεράσματα και αυτό ορθώς διδάσκεται από τους Διαμαρτυρομένους.
Παρά ταύτα σε αρκετές περιπτώσεις, όπως σε συγκρούσεις ερμηνευτικές (έριδες Λουθήρου και Ζβιγγλίου), η απουσία αυθεντικού ερμηνευτικού κριτηρίου της Γραφής γίνεται εξόχως αισθητή. Έτσι προς κατοχύρωση των απόψεων τους άλλοι προσφεύγουν στα συμβολικά ομολογιακά μνημεία της Διαμαρτυρήσεως, πράγμα όμως άχαρο, δεδομένου ότι τα κείμενα αυτά στον Προτεσταντισμό δεν θεωρούνται αυθεντικά ενώ άλλοι καταφεύγουν στη γνώμη ευσεβών κριτικών ως αυθεντική (πράγμα ομοίως άχαρο) και άλλοι ομιλούν περί δώρου ερμηνείας (interpretationis), ο δε Καλβίνος έφθασε σε σημείο να ποθεί την ανασύσταση των οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες αποφαίνονται εν Αγίω Πνεύματι(!).
Δεν είναι περίεργο γιατί σε μια τέτοια δίνη ερμηνευτικών αρχών ο Προτεσταντισμός είναι δυνατό να καταλήξει είτε στη φασμαγωγία των Κουακέρων, κατά την οποία η μόρφωση και η γλωσσική σπουδή είναι κάτι το περιττό και ένας ολιγογράμματος μπορεί να έρμηνευσει τη Γραφή καλύτερα από τους μορφωμένους, διότι αυτό που έχει πρωταρχική σημασία είναι ο εσωτερικός φωτισμός και η μαρτυρία του 'Αγίου Πνεύματος είτε στην ορθολογιστική μεταχείριση της Γραφής από τους Σωκινιανούς και Άρμινιανούς οι οποίοι, αν και δέχονται τη θεοπνευστία της Γραφής, εντούτοις την υποτάσσουν στον ορθό λόγο, υποστηρίζοντας ότι τα ερμηνευτικά πορίσματα δεν πρέπει να περιέχουν πράγματα Αντίθετα προς τα διδάγματα του ορθού λόγου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 22-25)