12. Επιτρέπονται η ανάγνωση και η μετάφραση τον αρχέτυπου κειμένου της αγίας Γραφής;
Σε αντίθεση με το στενό κληρικοκρατικό πνευμα της Λατινικής Εκκλησίας στην ιστορία της οποίας μπορεί να ανιχνεύσει κανείς απαγορεύσεις τόσο στην ελεύθερη ανάγνωση της Γραφής από το λαό, όσο και στη μετάφραση του επίσημου λατινικού κειμένου της, στην Ορθόδοξη Εκκλησία στην οποία εναρμονίζεται η ελεύθερη θεολογική έρευνα προς το πνεύμα πειθαρχίας στην εκκλησιαστική αυθεντία, πράγμα σαφώς δημοκρατικό και βρισκόμενο στο μέσο μεταξύ της απολυταρχικής αυθεντίας της Εκκλησίας της Ρώμης και της ασυδοσίας του προτεσταντικού φιλελευθερισμού, η ανάγνωση των Γραφών και η μετάφρασή τους όχι μόνο δεν απαγορεύονται, αλλά και πολυειδώς επιτρέπονται και ενθαρρύνονται.
Το πράγμα δεν μπορούσε να είναι διαφορετικό. Η Γραφή, όπως ήδη σημειώσαμε, είναι ο θεόπνευστος λόγος του Θεού («πάσα γραφή θεόπνευστος», Β' Τιμ. 3,16). Ο δε Κύριος, η πηγή της θείας αλήθειας, συστήνει την έρευνα των Γραφών, στην οποία υπάρχει ζωή πνευματική: «Ερευνάτε τας γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αύταίς ζωήν αιώνιον έχειν» (’Ιωάν. 5,39). Ο ορθόδοξος πιστός έχει πρωταρχικό χρέος να μελετά την Γραφή με σεβασμό και αγάπη, για να μαθαίνει τη θεία αλήθεια, να καλλιεργείται πνευματικά και να ετοιμάζεται για την αιώνια ζωή. Ένα τόσο σημαντικό έργο δεν μπορεί να το απαγορεύσει η Εκκλησία, γιατί έτσι έρχεται σε αντίφαση προς την πνευματικότητα και την αποστολή της. Με μία όμως επιφύλαξη: Η ανάγνωση της Γραφής, επειδή οι αλήθειες και τα νοήματά της δεν είναι πάντοτε διαυγή, πρέπει να γίνεται μέσα στο παραδοσιακό πνεύμα της Εκκλησίας, η οποία είναι ο πιστός φύλακας και ο αλάθητος ερμηνευτής της. Η μελέτη της Γραφής πρέπει να γίνεται με τη χειραγωγία της Εκκλησίας (ερμηνευτικά υπομνήματα, σχολιασμοί, εξηγήσεις κ.ά.), γιατί σε εναντία περίπτωση υπάρχει κίνδυνος παρεκδοχής των ιερών νοημάτων και δημιουργίας αιρέσεων, όπως αυτό συμβαίνει στα πλαίσια του φιλελευθέρου Προτεσταντισμού. Μέσα στο πνεύμα αυτό πρέπει να γίνει νοητή και η θέση της ‘Ομολογίας του Δοσιθέου, ότι η Εκκλησία δεν θεωρεί πάντοτε θεμιτή την ανάγνωση της θείας Γραφής.
Το ίδιο ισχύει και για τη μετάφραση της αγίας Γραφής. Και ως προς τη μετάφραση των Έβδομήκοντα (Ο') αυτή απολαμβάνει μεγάλου κύρους στην ’Ορθόδοξη Εκκλησία, στην οποία η μετάφραση βρίσκεται σε λειτουργική χρήση, ως έργο της θείας πρόνοιας για την προετοιμασία των εθνών να δεχτούν τη χριστιανική αλήθεια. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι η μετάφραση αυτή είναι και θεόπνευστη, γιατί θεοπνευστία σε μετάφραση δεν έχει νόημα. Ως προς τις άλλες μεταφράσεις της αγίας Γραφής, το φιλελεύθερο πνεύμα της Ανατολικής Εκκλησίας ανενδοίαστα τις επιτρέπει, οι δε μη έλληνόφωνες ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν η κάθε μία μετάφραση της Γραφής στη δική της εθνική γλώσσα. Τέλος, ως προς τη μετάφραση της Γραφής στο ελληνικό γλωσσικό Ιδίωμα, είναι περιττό να σημειώσουμε ότι πρέπει να γίνεται με σεβασμό προς την ιεροπρέπεια του κειμένου, αποφευγομένων όλων των λεκτικών εκκεντρικοτήτων και της φραστικής χυδαιότητας, που μπορούν να βλάψουν το κύρος των Γραφών και να ζημιώσουν τη σωτήρια επίδρασή τους. ’Εννοούμε μεταφράσεις απλές και ζωντανές που μπορούν να μιλήσουν ευεργετικά στη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 25-26)