Του Αββά Κασσιανού
α'. Διηγήθηκε ο Αββάς Κασσιανός: «Πήγαμε κάποτε εγώ και ο άγιος Γερμανός στην Αίγυπτο, σ’ ένα γέροντα. Μας φιλοξένησε και τον ρωτήσαμε: Για ποιο λόγο, τον καιρό της υποδοχής των ξένων αδελφών, τον κανόνα της νηστείας μας, όπως τον παρελάβαμε στην Παλαιστίνη, δεν τον τηρείτε; Και αποκρίθηκε, λέγοντας: Η νηστεία πάντα μαζί μου είναι. Ενώ σάς, να κρατώ πάντα μαζί μου, δεν μπορώ. Και η μεν νηστεία είναι και χρήσιμο πράγμα και αναγκαίο, αλλά εξαρτάται από τη δική μας προαίρεση. Την εκπλήρωση όμως της αγάπης την απαιτεί αναγκαστικά ο νόμος του Θεού. Δεχόμενος λοιπόν, στα πρόσωπά σας, τον Χριστό, οφείλω να υπηρετήσω με κάθε φροντίδα. Όταν όμως σας ξεπροβοδίσω, μπορώ να ξαναπάρω τον κανόνα της νηστείας. Γιατί δεν μπορούν — καθώς λέγει η Γραφή,— οι υιοί του νυμφώνος να νηστεύουν, όσον καιρό ο νυμφίος είναι μαζί τους. Όταν όμως λείψη ο νυμφίος, τότε νόμιμα θα νηστεύσουν».
β’. Ο ίδιος είπε, ότι ήταν κάποιος γέρων και τον υπηρετούσε άγια παρθένος. Και οι άνθρωποι έλεγαν: «Δεν είναι καθαροί». Και το άκουσε ο γέρων. Όταν δε βρισκόταν στα στερνά του, είπε στους πατέρες: Όταν τελευτήσω, φυτέψετε το ραβδί μου σε τάφο. Και αν βλαστήση και κάμη καρπό, μάθετε ότι καθαρός είμαι απέναντί της. Και αν δεν βλαστήση, θα γνωρίζετε ότι έπεσα μαζί της». Και φυτεύτηκε το ραβδί και την τρίτη μέρα βλάστησε και έκαμε καρπό. Και όλοι δόξασαν τον Θεό.
γ'. Είπε πάλι: «Πήγαμε σε κάποιον άλλο γέροντα. Και μας έβαλε να φάμε. Ενώ δε είχαμε χορτάσει, μας προέτρεπε να φάμε και άλλο. Εγώ του είπα ότι δεν μπορούσα πλέον και μου αποκρίθηκε: Εγώ, έξη φορές αφού ήλθαν αδελφοί, έβαλα τραπέζι και προτρέποντας τον καθένα, έτρωγα και εγώ μαζί και ακόμη πεινώ. Και συ, μια φορά αφού έφαγες, τόσο χόρτασες, ώστε να μη μπορής να φας παραπάνω;».
δ'. Διηγήθηκε πάλι ο ίδιος, ότι πήγε ο Αββάς Ιωάννης, άνθρωπος όπου ηγουμένευε σε μεγάλο Κοινόβιο, στον Αββά Παΐσιο, όπου ζούσε σε πολύ μακρυνή έρημο σαράντα χρόνια. Και έχοντας του πολλή αγάπη και άρα και θάρρος, του είπε: «Τι κατώρθωσες με το να είσαι τέτοιος αναχωρητής τόσο καιρό και να μη σε ενοχλή εύκολα άνθρωπος;». Και εκείνος αποκρίθηκε: «Αφ’ ότου εμόνασα, ποτέ δεν με είδε ο ήλιος να τρώγω». Είπε δε και ο Αββάς Ιωίννης: «Ούτε εμένα να οργίζωμαι».
ε'. Ενώ ο ίδιος ο Αββάς Ιωάννης τελείωνε τον επίγειο βίο του και εκδημούσε πρόθυμα και ιλαρώς στον Θεό, τον κύκλωσαν οι αδελφοί, ζητώντας του επίμονα κάποιο λόγο σύντομο και σωτήριο να τους αφήση σαν παρακαταθήκη, με τον όποιο θα μπορούσαν να κατορθώσουν την εν Χριστό τελειότητα. Και εκείνος, στενάζοντας, είπε: «Ποτέ δεν έκαμα το δικό μου θέλημα. Και ούτε δίδαξα κανέναν κάτι οπού πριν δεν το έκαμα».
στ'. Διηγήθηκε πάλι για άλλο γέροντα, οπού έμενε στην έρημο. Ότι ζήτησε από τον Θεό το χάρισμα, ποτέ να μη νυστάξη σαν γινόταν ομιλία πνευματική. Αν δε τινάς προσθέση λόγια καταλαλιάς η αργολογία, ευθύς να τον παίρνη ο ύπνος, για να μη γεύεται τέτοιο φαρμάκι η ακοή του. Και ο ίδιος έλεγε ότι ο διάβολος φροντίζει πολύ για την αργολογία, ενώ εχυρεύεται κάθε διδασκαλία πνευματική. Χρησιμοποίησε δε το έξης παράδειγμα: «Κάποτε — λέγει — μιλούσα για ωφέλεια σε μερικούς αδελφούς και σε τόσο βαθύ ύπνο έπεσαν, ώστε να μη μπορούν να κινήσουν ούτε τα βλέφαρά τους. Εγώ λοιπόν, θέλοντας να δείξω την ενέργεια του δαίμονος, έκαμα να παρεισφρύση η αργολογία. Τότε, χάρηκαν και ευθύς ξύπνησαν. Στέναξα λοιπόν και τους είπα: Έως τώρα, για ουράνια πράγματα μιλούσαμε και όλων σας τα μάτια έκλειναν από τον ύπνο. Μόλις όμως μπήκε στη μέση λόγος αργός, όλοι με προθυμία σηκωθήκατε. Έτσι, αδελφοί, σας παρακαλώ, λάβετε επίγνωση της ενεργείας του πονηρού δαίμονος και προσέχετε τον εαυτό σας, φυλάγοντάς τον από τον νυσταγμό, όταν κάνετε η ακούτε κάτι το πνευματικό».
ζ'. Είπε πάλι: Ένας συγκλητικός έκαμε αποταγή και μοιράζοντας στους φτωχούς τα υπάρχοντά του, κράτησε μερικά για τον εαυτό του, μη θέλοντας να δεχθή την ταπεινοφροσύνη, οπού πηγάζει από την τελεία αποταγή, ούτε να ακολουθήση τη γνησία υποταγή, οπού ορίζει ο κοινοβιακός κανών. Σ’ αυτόν, ο άγιος Βασίλειος είπε τα έξης: Και τον συγκλητικό έχασες και μοναχό δεν έκαμες».
η'. Είπε πάλι, ότι υπήρχε κάποιος μοναχός οπού κατοικούσε σε σπήλαιο, στην έρημο. Και τον πληροφόρησαν οι κατά σάρκα συγγενείς του ότι ο πατέρας του είναι βαρειά άρρωστος, πρόκειται να τελευτήση και θα έπρεπε να γυρίση στο σπίτι για να τον κληρονομήση. Αλλά αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ πριν από εκείνον πέθανα για τον κόσμο. Νεκρός ζωντανόν δεν κληρονομεί».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)