Του Αββά Κρονίου
α’. Ένας αδελφός είπε στον Αββά Κρόνιο: «Πες μου κάτι ωφέλιμο». Και του λέγει, ότι, σαν ήλθε ο ’Ελισαίος στη Σωμανίτιδα, τη βρήκε να μη συνδέεται με κανέναν. Συνέλαβε λοιπόν και γέννησε μόνο με την παρουσία του Ελισαίου. Και του λέγει ο αδελφός: «Τί νόημα έχει αυτό;». Και του αποκρίνεται ο γέρων: «Η ψυχή, αν ανανήψη και μαζευθή στον εαυτό της από τον περισπασμό και παρατήση το δικό της θέλημα, τότε δέχεται την επίσκεψη του Πνεύματος του Θεού. Μπορεί λοιπόν, έτσι, να γέννηση, επειδή στείρα είναι».
β'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Χρόνιο: «Τί να κάμω με τη λήθη, οπού αιχμαλωτίζει τον νου μου και δεν με αφήνει να αισθάνωμαι, ωσότου με φέρη στην ίδια την αμαρτία;». Και λέγει ο γέρων: Όταν οι αλλόφυλοι κυρίευσαν την κιβωτό εξ αιτίας της κακής πράξεως των παιδιών του Ηλί, την έσυραν ώσπου την έφεραν στον ναό του θεού τους Δαγών». Και τότε έπεσε με το πρόσωπο στη γη. Και λέγει ο αδελφός: «Τί σημαίνει αυτό;». Ο δε γέρων είπε: «Ότι, αν φθάση ο άνθρωπος στο να αιχμαλωτίση τον νου μες από τις ίδιες του τις αφορμές, έτσι τον σέρνουν κατάχαμα, έως ότου τον φέρουν πάνω από το αόρατο πάθος. Σ’ εκείνο λοιπόν τον τόπο, αν στραφή ο νους και ζητήση τον Θεό και αναλογισθή την αιώνια κρίση, ευθύς το πάθος πέφτει και άφαντο γίνεται. Γιατί, καθώς είναι γραμμένο, όταν αποστραφής και στενάξης, τότε θα σωθής και θα γνωρίσης που βρισκόσουν».
γ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Κρόνιο: «Με ποιό τρόπο φθάνει ο άνθρωπος στην ταπεινοφροσύνη;». Του απαντά ο γέρων: «Με τον φόβο του Θεού». Του λέγει ο αδελφός: «Και πώς φθάνει στον φόβο του Θεού;». Του λέγει ο γέρων: «Κατά τη γνώμη μου, αν συμμαζεύση τον εαυτό του από το κάθε τί και παραδοχή σε κόπο σωματικό και αναλογισθή με όλη τη δύναμή του την έξοδο από το σώμα και την κρίση του Θεού».
δ'. Είπε ο Αββάς Κρόνιος, ότι, αν δεν έφερνε ο Μωυσής τα πρόβατα κάτω από το όρος Σινά, δεν θα έβλεπε τη φωτιά στη βάτο. Ρώτησε ο αδελφός τον γέροντα: «Τί νόημα έχει η βάτος;». Και του λέγει: «Η βάτος αναφέρεται στη σωματική πράξη. Γιατί είναι γραμμένο, ότι ομοιάζει η βασιλεία των ουρανών με θησαυρό κρυμμένο σε αγρό». Λέγει ο αδελφός στον γέροντα: «Λοιπόν, χωρίς σωματικό κάματο, δεν αξιώνεται ο άνθρωπος κάποια τιμή;». Του λέγει ο γέρων: «Λέγει η Γραφή: Αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν, ος αντί της προκειμένης αυτώ χαράς υπέμεινε σταυρόν. Και πάλι ο Δαυίδ λέγει: Ει δώσω ύπνον τοίς οφθαλμοίς μου και τοίς βλεφάροις μου νυσταγμόν, και τα εξής».
ε’. Είπε ο Αββάς Κρόνιος, ότι μας διηγήθηκε ο Αββάς Ιωσήφ του Πηλουσίου: «Ενώ έμενα στο Σινά, ήταν εκεί ένας αδελφός καλός και ασκητής, αλλά και κατά το σώμα ευπαρουσίαστος. Και ερχόταν στην εκκλησία, κατά τη σύναξη, φορώντας ρούχο χιλιομπαλωμένο και μικρό μαφόρι παλιό. Και βλέποντάς τον έτσι να έρχεται πάντα στη σύναξη, του λέγω: Αδελφέ, δεν βλέπεις τους άλλους μοναχούς, πώς είναι σαν ’Άγγελοι, κατά τη λατρεία, στην εκκλησία; Πώς συ έρχεσαι πάντα εδώ φορώντας παλιά; Και εκείνος αποκρίθηκε: Συγχώρησέ με, Αββά, αλλά δεν έχω αλλά. Τον πήρα λοιπόν στο κελλί μου και του έδωσα ράσο και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Από εκεί και πέρα λοιπόν η περιβολή του ήταν σαν και των λοιπών αδελφών και τον έβλεπες και έλεγες ότι ήταν Άγγελος. Κάποτε δε, χρειάστηκε στους πατέρες να στείλουν δέκα αδελφούς στον βασιλέα για κάποια ανάγκη. Και διάλεξαν και αυτόν μαζί μ’ εκείνους όπου θα πήγαιναν. Αλλά μόλις το άκουσε, έβαλε μετάνοια στους πατέρες, λέγοντας: Για όνομα του Κυρίου, συγχωρήστε με, είμαι δούλος ενός από τους εκεί άρχοντες. Και αν με αναγνωρίση, θα με αποσχηματίση και θα με ξανακάμη δούλο του. Αφού λοιπόν έπεισε τους πατέρες και τον άφησαν, έμαθα ύστερα, από κάποιον όπου τον γνώριζε πολύ καλά, ότι, όταν ήταν στον κόσμο, είχε μεγάλο πολιτικό αξίωμα. Και για να μη αναγνωρισθή και τον ενοχλήσουν οι άνθρωποι, τούτο προφασίστηκε. Τόσο μεγάλη φροντίδα είχαν οι πατέρες να αποφεύγουν τη δόξα και τις ανέσεις Του κόσμου τούτου».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)