ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Στίχ. 1-10. Η θεραπεία του δούλου του εκατόνταρχου.
7.1 (1)᾽Επεί(2) ἐπλήρωσε(3) πάντα τὰ ῥήματα αὐτοῦ εἰς(4) τὰς ἀκοὰς(5) τοῦ λαοῦ, εἰσῆλθεν εἰς Καπερναούμ.
1 Όταν τελείωσε ο Ιησούς τη διδασκαλία του προς το λαό, πήγε στην Καπερναούμ.
(1) Η διαίρεση του κεφαλαίου είναι άστοχη, διότι ο στίχος αυτός αποτελεί το συμπέρασμα όσων λέχθηκαν προηγουμένως, όπως συνηθίζει να κάνει πάντα ο Λουκάς. Δες δ 30,37,44,ε 11,16,26,στ 11 κλπ (p).
(2) Υπάρχει και η γραφή «επειδή» που με σημασία χρονική μόνο εδώ στην Κ.Δ. υπάρχει.
(3) Επλήρωσε=έκανε πλήρη, αφού τελείωσε (δ), ώστε δεν απέμενε πλέον τίποτα να λεχθεί (p).
(4) Η πρόθεση «εις» φανερώνει την διεύθυνση αυτών που ειπώθηκαν (p).
(5) Δηλαδή στα όργανα της ακοής (δ). Η λέξη ακοαί με την έννοια των αυτιών χρησιμοποιείται συχνά από τους γιατρούς (Hobart).
7.2 (1)Ἑκατοντάρχου(2) δέ τινος δοῦλος κακῶς ἔχων ἤμελλεν τελευτᾶν(3), ὃς ἦν αὐτῷ ἔντιμος(4).
2 Εκεί ο δούλος κάποιου εκατόνταρχου ήταν βαριά άρρωστος, ετοιμοθάνατος. Ο εκατόνταρχος, που αγαπούσε πολύ το δούλο του,
(1) Δες και Ματθ. η 5-13 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Δέχονται γενικώς ότι ο εκατόνταρχος ήταν στην υπηρεσία του Ηρώδη Αντίπα. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση πώς συνέβαινε να είναι εθνικός; Θα μπορούσε κάποιος μάλλον να υποθέσει, ότι ήταν ρωμαίος εκατόνταρχος, επιτετραμμένος στην Καπερναούμ μαζί με κάποιο απόσπασμα. Ο Αντίπας δεν θα μπορούσε να αντισταθεί σε αυτό. Εξάλλου εκτός από τα στρατιωτικά έργα οι εκατόνταρχοι απασχολούνταν και με άλλες αποστολές, όπως η εκμετάλλευση των μεταλλείων (L). Ο εκατόνταρχος εθνικός εκ γενετής, είχε σε κάποιο βαθμό προσελκυστεί στον Ιουδαϊσμό (p).
(3) Σύμφωνα με την περιγραφή του Ματθαίου θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει, ότι ο δούλος αυτός έπασχε από ρευματισμούς οξύτατης μορφής, οι οποίοι όταν προσβάλλουν την καρδιά, μπορούν να επιφέρουν και θάνατο (g).
(4) Δηλαδή τον είχε σε τιμή και σε υπόληψη για την πίστη και υπακοή του (δ). Αυτό εξηγεί το τόσο σοβαρό διάβημα, που έγινε διαμέσου των πρεσβυτέρων προς τον Ιησού (g). Ήταν προς έπαινο αυτού του δούλου, ότι με την επιμέλεια και πιστότητά του και το ειλικρινές ενδιαφέρον υπέρ των υποθέσεων του κυρίου του, είχε προσελκύσει την εκτίμηση και την αγάπη του. Οι υπηρέτες οφείλουν με τη συμπεριφορά τους να κάνουν τους εαυτούς τους αγαπητούς στους κυρίους τους. Αλλά επίσης ήταν προς έπαινο του κυρίου, ότι εκτίμησε τον καλό δούλο και έλαβε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτόν. Πολλοί αγέρωχοι κύριοι νομίζουν ότι είναι αρκετό να μην κακομεταχειρίζονται ούτε να βρίζουν ούτε να δείχνουν σκληρότητα προς τους καλούς δούλους. Δεν είναι όμως αυτό αρκετό. Οφείλουν και να δείχνουν στοργή προς αυτούς και να λαμβάνουν ιδιαίτερη φροντίδα για την υγεία και την ανάπαυσή τους.
7.3 ἀκούσας(1) δὲ περὶ τοῦ ᾽Ιησοῦ ἀπέστειλεν πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους(2) τῶν ᾽Ιουδαίων, ἐρωτῶν(3) αὐτὸν ὅπως ἐλθὼν διασώσῃ(4) τὸν δοῦλον αὐτοῦ.
3 όταν άκουσε για τον Ιησού, έστειλε Ιουδαίους πρεσβυτέρους να τον παρακαλέσουν να έρθει να σώσει το δούλο του.
(1) Δεν είχε δει ακόμη τον Ιησού (b).
(2) Μέλη διακεκριμένα της κοινωνίας, οι οποίοι δεν φαίνεται να ανήκουν στην τάξη των γραμματέων ή των αρχισυναγώγων (L). Αυτοί, παρόλο που δεν στερούνταν πίστης (δες σ. 4), είχαν λιγότερη πίστη από αυτήν του εκατόνταρχου, από τον οποίο και στάλθηκαν. Παρ’ όλα αυτά δεν μεσίτευσαν μάταια στον Ιησού. Συχνά εκείνοι οι οποίοι έχουν λίγη παρρησία προς το Θεό, έχουν μεγαλύτερη δύναμη και αρμοδιότητα να προσφέρουν υπηρεσίες προς άλλους, πολύ καλύτερους από αυτούς, τις οποίες αδυνατούν να προσφέρουν στους εαυτούς τους (b). Υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στην αφήγηση του Ματθαίου και του Λουκά. Ο Ματθαίος δηλαδή λέει, ότι ο εκατόνταρχος ήλθε αυτοπροσώπως, ενώ εδώ λέγεται, ότι μέσω άλλων παρακάλεσε τον Ιησού. Κατά κανόνα όμως λέγεται, ότι κάνουμε εμείς εκείνο, το οποίο κατ’ εντολήν μας γίνεται από άλλους. Είναι όμως πιθανόν, ότι τελικά ήλθε και ο ίδιος ο εκατόνταρχος στον Ιησού.
(3) «Με την έννοια του «παρακαλούσε»» (Ζ).
(4) Το σύνθετο διασώζω (=κάνω κάποιον σώο μέσω κάποιου) σχεδόν είναι στην Κ.Δ. λέξη αποκλειστική του Λουκά. Δες Πράξ. κγ 24,κζ 43,44,κη 1,4,Ματθ. ιδ 36,Α Πετρ. γ 20 (p).
7.4 οἱ δὲ παραγενόμενοι πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν παρεκάλουν αὐτὸν σπουδαίως(1), λέγοντες ὅτι ῎Αξιός(2) ἐστιν ᾧ παρέξει(3) τοῦτο(4),
4 Εκείνοι πήγαν στον Ιησού και τον θερμοπαρακαλούσαν: «Αξίζει να τον βοηθήσεις», του έλεγαν,
(1) Παρακαλούσαν με ζήλο, με επιμονή (δ).
(2) Ο ίδιος ο εκατόνταρχος φρονούσε διαφορετικά για τον εαυτό του· «ούτε θεώρησα άξιο τον εαυτό μου να έλθω σε σένα», διαβιβάζει μετά από λίγο στον Ιησού (b).
(3) Αυθεντική γραφή παρέξη, δηλαδή σε μέση διάθεση, σε β ενικό. Έτσι όμως χρησιμοποιεί ο Λουκάς το ρήμα μία ακόμη φορά (Πράξ. ιθ 24). Ενώ σε ενεργητική διάθεση χρησιμοποιεί αυτό συχνότατα (δ).
(4) «Αυτό. Ποιο; Το να έλθει και να σώσει τον δούλο του» (Ζ).
7.5 ἀγαπᾷ(1) γὰρ(2) τὸ ἔθνος ἡμῶν καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς(3) ᾠκοδόμησεν(4) ἡμῖν.
5 «γιατί αγαπάει το έθνος μας, και τη συναγωγή αυτός μας την έχτισε».
(1) Αίσθημα πολύ σπάνιο σε Ρωμαίο στρατιώτη (b). Αλλά και γενικώς πολλοί λίγοι από τους εθνικούς συμπαθούσαν τους Ισραηλίτες. Πιθανώς ο εκατόνταρχος είχε διαβάσει την Π.Δ. και από εκεί οδηγήθηκε σε εκτίμηση και του λαού τον οποίο ο Θεός είχε διαλέξει ως δικό του. Σημείωσε ότι και οι κατακτητές και αυτοί που βρίσκονται σε υπεροχή και εξουσία, οφείλουν με συμπάθεια και στοργή να συμπεριφέρονται προς αυτούς που κατέκτησαν και είναι κάτω από την εξουσία τους.
(2) Ο λόγος για τον οποίο ήταν ο εκατόνταρχος άξιος, προστίθεται αιτιολογικά στον στίχο αυτόν.
(3) Μόνος, χωρίς τη βοήθεια άλλου, με δικά του μέσα (δ). Με την ανοικοδόμηση της συναγωγής απέδειξε τον σεβασμό του προς τον Θεό του Ισραήλ και την πίστη του ότι αυτός ήταν ο μόνος αληθινός και ζωντανός Θεός.
(4) Η οικοδόμηση της συναγωγής ήταν κάτι μεγαλύτερο και σπανιότερο από την απλή αγάπη και συμπάθεια στο έθνος. Ο εθνικός εκατόνταρχος όχι μόνο δεν βεβήλωσε, όπως άλλοι, την συναγωγή, αλλά από ευλάβεια οικοδόμησε αυτήν (b). Εάν το Τελ-Χουμ είναι η παλαιά Καπερναούμ και εάν τα ερείπια της συναγωγής που βρέθηκαν εκεί προέρχονται από οικοδόμημα της εποχής αυτής, δείχνουν με πόση γενναιοδωρία ο εκατόνταρχος αυτός συντέλεσε το ευσεβές αυτό έργο του. Είναι όμως αμφίβολο, ότι τα ερείπια αυτά ανάγονται σε οικοδόμημα του πρώτου χριστιανικού αιώνα (p).
7.6 ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς ἐπορεύετο σὺν αὐτοῖς. ἤδη δὲ αὐτοῦ οὐ μακρὰν ἀπέχοντος ἀπὸ τῆς οἰκίας(1) ὁ ἑκατόνταρχος φίλους(2) λέγων αὐτῷ, Κύριε, μὴ σκύλλου(3), οὐ γὰρ ἱκανός(4) εἰμι ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς·
6 Όταν όμως ο Ιησούς προχωρώντας μαζί τους είχε κιόλας φτάσει κοντά στο σπίτι, ο εκατόνταρχος έστειλε φίλους και του είπε: «Κύριε, μην κάνεις τον κόπο· δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου·
(1) Το νέο αυτό διάβημα του εκατόνταρχου δεν δημιουργεί αντίφαση με το αίτημα του διαβήματος των πρεσβυτέρων. Στο μεταξύ σημειώθηκε στον εκατόνταρχο πρόοδος ταπεινοφροσύνης και πίστης, από τα οποία υπαγορεύτηκε σε αυτόν αυτό. Ίσως ο εκατόνταρχος να πήρε αφορμή από την συνήθη ιουδαϊκή ιδέα, σύμφωνα με την οποία ο Ιουδαίος δεν ήταν δυνατόν να μην μολυνθεί μπαίνοντας σε σπίτι εθνικού (g).
(2) Το ότι έστειλε φίλους και όχι δούλους, δείχνει τον μεγάλο και βαθύ σεβασμό, τον οποίο έτρεφε στον Ιησού (ο).
(3) Για την έννοια του ρήματος δες Μάρκ. ε 35. «Μην περισπάσαι, μην κόπτεσαι» (Ζ), μην ενοχλείσαι.
(4) Το ικανός έχει την έννοια του ηθικά άξιος, όπως στο Λουκ. γ 16 και αλλού (g). Τα λόγια αυτά του εκατόνταρχου μαρτυρούν από τη μία την ταπείνωσή του, από την άλλη την πίστη του. Παρόλο που είχε περίβλεπτο αξίωμα, θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο να δεχτεί στο σπίτι του τον Χριστό. Παρά την κατά κόσμο ασημότητα του Κυρίου, έχει για αυτόν ο εκατόνταρχος πολύ μεγάλη ιδέα και γνωρίζει πώς να τιμήσει τον προφήτη του Θεού, τον οποίο πολλοί απέρριπταν και περιφρονούσαν. Αλλά εκδήλωναν τα λόγια αυτά και την πίστη του εκατόνταρχου. Μη μπαίνεις στον κόπο, Κύριε. Δεν υπάρχει ανάγκη να έλθεις μέχρι το σπίτι μου. Έχεις τη δύναμη και με απλό λόγο να θεραπεύσεις από μακριά τον δούλο μου.
7.7 διὸ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἠξίωσα(1) πρὸς σὲ ἐλθεῖν· ἀλλὰ εἰπὲ λόγῳ(2), καὶ ἰαθήσεται(3) ὁ παῖς μου.
7 γι’ αυτό και δε θεώρησα τον εαυτό μου άξιο να σ’ επισκεφθεί. Ένα λόγο πες μόνο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου.
(1) Δεν θεώρησα τον εαυτό μου άξιο να έλθω σε σένα (δ). Για την διαφορά που παρουσιάζεται ανάμεσα στην αφήγηση του Ματθαίου και αυτήν του Λουκά, δες Ματθ. η 5. Αξιοσημείωτα και τα επόμενα: Η παράδοση διέσωσε κατά γράμμα τα χαρακτηριστικά λόγια του εκατόνταρχου (σ. 8) και την γεμάτη θαυμασμό αναφώνηση του Κυρίου (σ. 9). Ως προς το ιστορικό πλαίσιο, η προφορική παράδοση και κατήχηση το απέδιδε με μεγαλύτερη ελευθερία (g). Ενώ ο εκατόνταρχος δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο να επισκεφτεί τον Χριστό, αντιθέτως ο Χριστός έκρινε τον εκατόνταρχο άξιο της επίσκεψής του, διότι αυτοί που ταπεινώνουν τους εαυτούς τους θα υψωθούν.
(2) Αλλά πες με λόγο. Ο λόγος θα είναι το μέσο με το οποίο θα συντελεστεί η ίαση, αντί του να έλθει αυτοπροσώπως ο Ιησούς. Δες Πράξ. β 40 και Γαλ. στ 11 (p).
(3) Υπάρχει και η γραφή ιαθήτω, που μαρτυρείται από κάποιους μόνο μεγαλογράμματους κώδικες, αλλά προτιμάται από τους κριτικούς του κειμένου.
7.8 καὶ γὰρ(1) ἐγὼ ἄνθρωπός(2) εἰμι(3) ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος(4), ἔχων ὑπ᾽ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, Πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ῎Ερχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, Ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ(5).
8 Εγώ ξέρω από εξουσία· είμαι άνθρωπος κάτω από εξουσία κι έχω και στρατιώτες στη διοίκησή μου. Στον ένα λέω “πήγαινε” και πηγαίνει, στον άλλο λέω “έλα” κι έρχεται, και στο δούλο μου “κάνε αυτό” και το κάνει».
(1) Το «και γαρ» συνδέει τον σ. 8 με τον προηγούμενο=Διότι γνωρίζω τι σημαίνει μία διαταγή, αφού είμαι συνηθισμένος να δίνω τέτοιες (L).
(2) Συνηθισμένος και κοινός άνθρωπος. Ίσως η λέξη υπαινίσσεται, ότι ο Ιησούς είναι κάποιος υπεράνθρωπος (p).
(3) Το ειμί δεν θα συνδεθεί με το τασσόμενος, ώστε να δημιουργηθεί αναλυμένος ενεστώτας, αλλά το τασσόμενος έχει θέση κατηγορουμένου (p).
(4) =μπαίνω, τοποθετούμαι κάτω από τις διαταγές του αμέσως προϊσταμένου μου (δ)· έχοντας θέση εξαρτημένη (g).
(5) Η έννοια του όλου στίχου: Γνωρίζω από προσωπική πείρα τι μπορεί να κάνει ένας λόγος από άνθρωπο που έχει εξουσία. Ένας λόγος από τους ανωτέρους μου εκτελείται με υπακοή από εμένα· και ένας λόγος από εμένα εκτελείται αμέσως από τους υφισταμένους μου. Εσύ, ο οποίος δεν είσαι κάτω από την εξουσία κανενός και έχεις εξουσία πάνω στις αόρατες δυνάμεις, πολύ περισσότερο με έναν λόγο σου, θα θεραπεύσεις την ασθένεια (p).
7.9 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ ᾽Ιησοῦς ἐθαύμασεν αὐτόν, καὶ στραφεὶς τῷ ἀκολουθοῦντι αὐτῷ ὄχλῳ εἶπεν, Λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ ᾽Ισραὴλ(1) τοσαύτην πίστιν(2) εὗρον.
9 Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο Ιησούς, τον θαύμασε· και γυρίζοντας προς το πλήθος που τον ακολουθούσε είπε: «Σας βεβαιώνω πως τέτοια πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δε βρήκα!»
(1) Αυτό δείχνει ότι ο εκατόνταρχος ήταν ακόμη εθνικός (p).
(2) Το «τόσο μεγάλη πίστη» αναφέρεται στο αίτημα του εκατόνταρχου να συντελεστεί το θαύμα με μόνο λόγο και χωρίς τη σωματική παρουσία του Κυρίου (g). Ο σ. ταυτίζεται σχεδόν με το Ματθ. η 10.
7.10 καὶ ὑποστρέψαντες εἰς τὸν οἶκον οἱ πεμφθέντες εὗρον τὸν δοῦλον ὑγιαίνοντα(1).
10 Όταν οι φίλοι του εκατόνταρχου γύρισαν στο σπίτι, βρήκαν τον άρρωστο δούλο θεραπευμένο.
(1) Το υγιαίνοντα είναι πιο έντονο από το ιάθη, το οποίο έχει ο Ματθαίος. Ο δούλος δεν θεραπεύτηκε απλώς, αλλά βρέθηκε και με καλή υγεία (p). Όχι απλώς σώο και υγιή, αλλά και να χρησιμοποιεί την υγεία που του δόθηκε (b). Ο Λουκάς (με εξαίρεση το Γ΄Ιω. 2) είναι ο μόνος στην Κ.Δ. συγγραφέας, που χρησιμοποιεί το ρήμα υγιαίνω με την αρχική του έννοια, δηλαδή του ότι βρίσκεται κάποιος σε πλήρη υγεία. Η έννοια αυτή του ρήματος είναι συνηθισμένη στους ιατρούς συγγραφείς (Hobart).
Στίχ. 11-17. Η ανάσταση του γιού της χήρας στη Ναΐν.
7.11 Καὶ(1) ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς(2) ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν(3), καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ικανοί(4) καὶ ὄχλος πολύς.
11 Ύστερα πήγε ο Ιησούς σε μια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος.
(1) Το γεγονός που εξιστορείται εδώ αποκαλύπτει όσο ελάχιστα, την τρυφερότητα της καρδιάς του Κυρίου και την ζωηρή απήχηση, την οποία είχαν σε αυτήν οι θλίψεις των ανθρώπων. Η νεότερη κριτική ορμώμενη από το ότι μόνος ο Λουκάς αναφέρει αυτό, ζήτησε να αμφισβητήσει την αυθεντικότητά του. Αλλά η ζωή του Κυρίου παρουσίαζε τόσο πλούτο γεγονότων υπερφυσικών, ώστε κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε, ότι ήταν δυνατόν να τα εξιστορήσει εξ’ ολοκλήρου. Ο Ιησούς (στο Λουκ. ι 13) αναφέρει θαύματα που έγιναν στη Χοραζείν και Βηθσαϊδά, από τα οποία κανένα σχεδόν δεν αναφέρεται από τα ευαγγέλιά μας. Δες και Ιω. κ 30 και κα 25 (g).
(2) Εξυπακούεται: [στον εξής] χρόνο. Υπάρχει και η γραφή: εν τη εξής (ημέρα). Η εδώ όμως σειρά των γεγονότων απαιτεί λιγότερο καθορισμένο χρόνο (b).
(3) Η πόλη δεν αναφέρεται αλλού στην Γραφή· ενώ η από τον Ιώσηπο (Ιουδ. Πολ. VI,9.4) αναφερόμενη Ναΐν, βρισκόταν πέρα από τον Ιορδάνη, στο δυτικό τμήμα της Περαίας και δεν μπορεί να είναι αυτή για την οποία γίνεται λόγος εδώ (p). Ο Ρόβινσων βρήκε ένα χωριό ΝΑ της Ναζαρέτ, δύο μίλια νότια από το Θαβώρ, κοντά στην πόλη Αενδώρ και όχι μακριά από την Καπερναούμ, ΝΔ αυτής και κοντά στις πηγές του Κισών. Και οι Ευσέβιος και Ιερώνυμος στο μέρος αυτό τοποθετούν την Ναΐν (δ.g). Γύρω στα 10 λεπτά στο δρόμο προς Αενδώρ βρίσκεται κοιμητήριο που χρησιμοποιείται και σήμερα και υπάρχουν εκεί πολλοί τάφοι σκαλισμένοι σε βράχο (p).
(4) Αρκετοί σε πλήθος. Πρόκειται λοιπόν για μαθητές με την ευρύτερη έννοια της λέξης. Οι μάρτυρες λοιπόν αυτού του θαύματος υπήρξαν πολλοί. Ήταν αρκετοί σε αριθμό μαθητές και μαζί τους όχλος πολύς και επιπλέον και πλήθος συγγενών και γειτόνων που παρακολουθούσαν την κηδεία του πεθαμένου νέου. Έτσι ήταν παρών μεγάλος αριθμός αυτοπτών, ώστε να μαρτυρήσουν για την αλήθεια αυτού του θαύματος, το οποίο ήταν απόδειξη της θείας εξουσίας του Ιησού, μεγαλύτερης από εκείνη, η οποία παρεχόταν από τις υπερφυσικές θεραπείες του, διότι διαπιστωνόταν με αυτό και η κυριαρχία του Ιησού πάνω στο θάνατο.
7.12 ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ(1) τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο(2) τεθνηκὼς μονογενὴς υἱὸς τῇ μητρὶ(3) αὐτοῦ, καὶ αὐτὴ ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ(4).
12 Την ώρα που πλησίαζαν στην πύλη της πόλης, έβγαζαν ένα νεκρό, το μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. Κόσμος πολύς από την πόλη τη συνόδευε.
(1) Μικρό χωριό ήταν δυνατόν να έχει μία και μόνη πύλη, αρκετή, έτσι ώστε μέσω αυτής να γίνεται
η επικοινωνία όσων ήταν έξω από τα τείχη με αυτό (L).
(2) Είναι σωστό οι νεκροί να οδηγούνται για ταφή έξω, σε τόπους που οπωσδήποτε είναι απομακρυσμένοι από την διαμονή των ζωντανών (b). Το και ιδού εξεκομίζετο, δείχνει εδώ κάτι το απροσδόκητο και συγκινητικό στη συνάντηση των δύο αυτών συνοδειών· της μίας που συνόδευε το θύμα του θανάτου και της άλλης που ακολουθούσε τον κύριο της ζωής (g). Ο νεκρός ήταν, φαίνεται, νέος, που θερίστηκε από τον θάνατο στην αρχή των ημερών του. Συνηθισμένη περίπτωση που επαληθεύει τον θείο λόγο: Ο άνθρωπος, είναι σαν χορτάρι οι ημέρες του. Ότι βεβαίως ήταν πράγματι μικρός, μαρτυρούνταν από όλους όσους τον κήδευαν. Αποκλειόταν όμως και κάθε από πριν συνεννόηση, διότι ο Ιησούς μόλις τώρα έμπαινε στην πόλη και δεν είχε δει πιο πριν τον νεκρό, παρά μόνο τώρα που μεταφερόταν για ταφή.
(3) Η δοτική μητρί εκφράζει όλη την τρυφερότητα του δεσμού, ο οποίος με τον θάνατο εκείνον διασπάστηκε (g).
(4) «Πονούσαν δηλαδή μαζί της, διότι δεν έχασε τον άνδρα μόνο, αλλά τώρα και τον γιο, και αυτόν μονογενή» (Ζ). Πόσο πολυάριθμες, πόσο ποικίλες, πόσο καταστρεπτικές είναι οι θλίψεις αυτών που θλίβονται στον κόσμο αυτόν! Τι κοιλάδα δακρύων και στεναγμών είναι αυτή! Μπορούμε να φανταστούμε ποια θα ήταν η θλίψη της φτωχής αυτής γυναίκας για τον μονογενή γιο της. Στο πρώτο πλήγμα, το οποίο την κατέστησε χήρα, προστέθηκε τώρα και το δεύτερο, πιο επώδυνο και περισσότερο απαρηγόρητο από το πρώτο.
7.13 καὶ ἰδὼν αὐτὴν(1) ὁ κύριος(2) ἐσπλαγχνίσθη(3) ἐπ᾽ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ, Μὴ κλαῖε(4).
13 Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαις».
(1) Επικεφαλής της πομπής βάδιζαν οι θρηνωδοί και αυλητές και μετά από αυτούς ακολουθούσαν οι συγγενείς του νεκρού, μετά από τους οποίους ακολουθούσε το φέρετρο χωρίς σκέπασμα που το κουβαλούσαν τέσσερεις. Μέσα σε αυτό βρισκόταν ο νεκρός τυλιγμένος με σεντόνι, αλλά με το πρόσωπο ακάλυπτο. Μετά από αυτό ακολουθούσαν οι φίλοι και γείτονες (g). Ο Κύριος ένιωσε συμπάθεια «βλέποντάς την να κλαίει απαρηγόρητα. Διότι αν ο όχλος την σπλαχνιζόταν, πολύ περισσότερο αυτός, η πηγή της ευσπλαχνίας» (Ζ).
(2) Η λέξη ο Κύριος εισάγεται με ειδικό τονισμό εδώ. Είναι ο Κύριος της ζωής, που αντιμετωπίζει την λύπη και τον θάνατο (p).
(3) Όλα τα χαρακτηριστικά που απαριθμήθηκαν στο στίχο 12, γιος, μονογενής, μητέρα χήρα, όχλος αρκετός που συμπενθούσε, δίνουν να καταλάβουμε, τι συγκινεί τόσο βαθιά την καρδιά του Ιησού (g). Δες πόσο τρυφερός και συμπαθής είναι ο Κύριος προς αυτούς που θλίβονται. Καμία ικεσία δεν απευθύνθηκε προς αυτόν στην προκειμένη περίπτωση. Αφού αυθόρμητα παρακινήθηκε από την καλοσύνη και αγαθότητά του, πλησιάζει την χήρα και την παρηγορεί. Οι φτωχές χήρες ας ενισχυθούν και ας γεμίσουν ελπίδα. Ο Χριστός σπλαχνίζεται αυτές και γνωρίζει τις στενοχώριες και τις θλίψεις τους. Εάν άλλοι αδιαφορούν για την δοκιμασία και τις δυσκολίες τους, αυτός δεν θα αδιαφορήσει ποτέ.
(4) Ο Ιησούς φαίνεται σαν κατά κάποιο τρόπο να μην μπορεί να αντισταθεί στην σιωπηλή εκείνη ικεσία, η οποία από τη θλιβερή συνοδεία τού απευθύνεται. Οι λυγμοί και οδυρμοί της μητέρας τον συγκινούν ακόμη βαθύτερα. Και για αυτό οι λέξεις «μην κλαις» που απευθύνθηκαν προς αυτήν (g). Το μην κλαις φανερώνει ότι ο Ιησούς ήταν απολύτως βέβαιος για εκείνο το οποίο μετά από λίγο θα ακολουθούσε. Διαφορετικά η σαν παράγγελμα προτροπή αυτή θα ήταν άκαιρη και αφύσικη. Διότι ποιος θα απαγόρευε σε μητέρα να κλαίει κατά την κηδεία μονογενούς; (p). Μην κλαις διότι μετά από λίγο ο γιος σου θα ξαναζήσει. Ο λόγος αυτός, για τον οποίο η χήρα της Ναΐν έπρεπε να παύσει να κλαίει, ήταν ειδικός για την περίπτωση εκείνη. Ισχύει όμως και γενικότερα για όλους όσους θρηνούν υπερβολικά στους τάφους αγαπημένων προσώπων. Οι αγαπημένοι τους αυτοί θα αναστηθούν και θα ξαναπάρουν το σώμα τους που είναι στον τάφο. Θα αναστηθούν με δόξα. Και για αυτό και δεν πρέπει να λυπόμαστε για το θάνατό τους, όπως και οι υπόλοιποι, που δεν έχουν ελπίδα (Α Θεσ. δ 13). Βεβαίως η λύπη από μόνη της δεν είναι αμαρτία. Μόνο η υπερβολή της λύπης είναι αμαρτωλή. Και η λύπη τότε είναι υπερβολική, όταν μας παραλύει και μας κάνει ανίκανους να επιτελούμε τα καθήκοντα της αποστολής μας ή μας ωθεί σε ολιγοπιστία και γογγυσμό ή δυσπιστία προς την πρόνοια του Θεού. Όταν ο Θεός παίρνει τον φίλο μας από την αγκαλιά μας ή το παιδί μας από τους στοργικούς κόλπους μας, δεν έχει την αξίωση από εμάς να χαιρόμαστε, αλλά μας ζητά με τα δάκρυα στα μάτια να υποτασσόμαστε στο θέλημά του και στις αποφάσεις της πρόνοιάς του, πείθοντας τους εαυτούς μας με τον φωτισμό της πίστης, ότι αυτό, το οποίο τώρα η καρδιά μας με τόσο πόνο αντικρύζει, ήταν το καλύτερο που έπρεπε να γίνει.
7.14 καὶ προσελθὼν(1) ἥψατο(2) τῆς σοροῦ(3), οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπεν, Νεανίσκε, σοὶ λέγω(4), ἐγέρθητι.
14 Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και αφού στο μεταξύ αυτοί που βαστούσαν το φέρετρο σταμάτησαν, είπε «Νεαρέ, σε διατάζω να σηκωθείς».
(1) Σε κάθε άλλη περίπτωση ο Κύριος θα απέφευγε την τόσο δημόσια και μπροστά στα μάτια των κατοίκων ολόκληρης πόλης επιτέλεση της νεκρανάστασης, όπως φαίνεται και από την περίπτωση της κόρης του Ιαείρου. Αλλά η ευσπλαχνία του προς την χήρα εκείνη εξουδετέρωσε κάθε επιφύλαξη. Και αφού πλησίασε άγγιξε την σορό,
(2) δίνοντας το σύνθημα σε αυτούς που κουβαλούσαν το φέρετρο να σταματήσουν (g,δ). Αξιοσημείωτη και η επόμενη παρατήρηση: Εμφανίστηκε ο Χριστός γεμάτος δύναμη (b)· «για να μάθεις, ότι το άγιο σώμα του Χριστού λειτουργεί ενεργητικά για τη σωτηρία του ανθρώπου· διότι είναι σώμα ζωής… Όπως ακριβώς δηλαδή το σίδερο ερχόμενο σε επαφή με τη φωτιά, ενεργεί όσα ενεργεί η φωτιά, και εκπληρώνει τη χρήση της φωτιάς, έτσι, επειδή ακριβώς έγινε δική του η σάρκα του Λόγου, ο οποίος δίνει ζωή στα πάντα, εξαιτίας αυτού λοιπόν δίνει και αυτή ζωή… Δεν αρκέστηκε λοιπόν μόνο να προστάξει, παρόλο που συνήθιζε με λόγο να κατορθώνει όσα ήθελε, αλλά άπλωσε στη σορό και τα χέρια, δείχνοντας ότι και το σώμα του έχει την ενέργεια που δίνει ζωή» (Κ). Άγγιξε την σορό. Διότι αυτός από τίποτα δεν μολυνόταν. Και καμία ακαθαρσία δεν γινόταν σε αυτόν από την επαφή νεκρού, τον οποία μετά από κάποιες στιγμές θα ανάσταινε. Με την επαφή λοιπόν αυτή υποδήλωνε σε αυτούς που μετέφεραν το φέρετρο, ότι έπρεπε να σταματήσουν, διότι είχε κάτι να πει στο νεκρό.
(3) Σορός λέγεται (είναι η ίδια, όπως φαίνεται, λέξη με την σωρός) το αγγείο στο οποίο έμπαιναν τα οστά του πεθαμένου· και έπειτα και το κιβώτιο, το ανοιχτό ξύλινο κρεβάτι, στο οποίο έβαζαν τους νεκρούς (δ).
(4) Με ιδιαίτερη έμφαση που προδίδει απόλυτη βεβαιότητα για το αποτέλεσμα που θα ακολουθήσει. Για την χρήση του λέγω με την έννοια σχεδόν του προστάζω, δες ια 9,ιβ 4,ιστ 9 (p,g). Ο Alford σημειώνει τα λόγια της δύναμης και εξουσίας, με την οποία συντελέστηκαν και οι 3 νεκραναστάσεις που εξιστορούν οι ευαγγελιστές: «Κορίτσι, σήκω» «νέε, σήκω» «Λάζαρε έλα έξω». Όλες αυτές οι μορφές της προσταγής εκφράζουν τη δύναμη και εξουσία του Κυρίου απέναντι και σε αυτόν τον θάνατο και αντιτίθενται ισχυρά με τις νεκραναστάσεις που συντελέστηκαν από τον Ηλία και τον Ελισαίο (Γ΄Βασ. ιζ 20,Δ΄ Βασ. δ 33), κατά τις οποίες και έντονη προσευχή προηγήθηκε, αλλά και έγινε χρήση φυσικής επαφής, για να χυθεί η ζωτική δύναμη μέσα στα νεκρά σώματα (ο).
7.15 καὶ ἀνεκάθισεν(1) ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν(2), καὶ ἔδωκεν(3) αὐτὸν τῇ μητρὶ(4) αὐτοῦ.
15 Ο νεκρός ανακάθισε κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του.
(1) Ανακάθισε, δηλαδή κάθισε πάνω, πάνω στα οπίσθια, έχοντας το πάνω μέρος του σώματος όρθιο (δ). Το ρήμα συναντιέται μόνο εδώ και στο Πράξ. θ 40, και στις δύο περιπτώσεις για πρόσωπα που ξανάζησαν. Πουθενά στους Ο΄ δεν βρίσκεται η λέξη. Στην αμετάβατη αυτή διάθεση είναι σπάνιο, και μόνο στους γιατρούς συγγραφείς συναντιέται για πρόσωπα άρρωστα που κάθονται στο κρεβάτι (p).
(2) Κάποιοι ορθολογιστές πρόβαλαν την εξήγηση, ότι ο νέος δεν ήταν νεκρός, αλλά βυθισμένος σε ληθαργική κατάσταση. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση το θαύμα της δύναμης εκτοπίζεται για να αντικατασταθεί από το όχι λιγότερο ακατανόητο θαύμα από την επιστήμη. Πώς ο Χριστός αντιλήφθηκε ότι ο νομιζόμενος νεκρός ζούσε ακόμη και ότι η στιγμή της ανάνηψης και αφύπνισής του είχε φτάσει; Έπειτα για να δεχτούμε την εκδοχή αυτή, πρέπει να υποθέσουμε, ότι κατά τον σύντομο χρόνο της ευαγγελικής και αποστολικής ιστορίας συνέπεσαν οι ληθαργικές αυτές καταστάσεις 5 φορές (3 στα ευαγγέλια και 2 στις Πράξεις) και ότι επιπλέον πέρασαν αυτές εντελώς απαρατήρητες από όλους όσους περιστοίχιζαν τον νεκρό και τον φρόντισαν και κατά τις τελευταίες ώρες του και στο θάνατο και υποχώρησαν απότομα με το πρόσταγμα θείου απεσταλμένου, έτσι ώστε να πιστευτεί ότι επρόκειτο για πραγματικές αναστάσεις (g).
(3) Εφόσον ο Κύριος αποκατέστησε αυτόν ζωντανό, μπορούσε να αξιώσει αυτόν ως δικό του. Αλλά η συμπάθεια προς την θλίψη της χήρας εκδηλώνεται και πάλι (p).
(4) Ο νεκρός είχε παύσει πλέον να ανήκει στη μητέρα του. Αλλά ο Ιησούς τής τον ξαναδίνει (b). Δεν αξιώνει να τον ακολουθήσει, για να τον υπηρετεί και πολύ λιγότερο για να δείχνεται ως τρόπαιο της δύναμής του και της εξουσίας του εναντίον του θανάτου, αλλά τον παρέδωσε στη μητέρα του, για να υπάρχει στήριγμα και παρηγοριά της.
7.16 ἔλαβεν δὲ φόβος(1) πάντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν θεὸν λέγοντες ὅτι(2) Προφήτης μέγας(3) εγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ᾽Επεσκέψατο(4) ὁ θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
16 Όλους τους κυρίεψε δέος και δόξαζαν το Θεό: «Μεγάλος προφήτης», έλεγαν, «εμφανίστηκε ανάμεσά μας!» και: «Ο Θεός ήρθε να σώσει το λαό του!»
(1) Ήταν φυσικό τέτοιο συναίσθημα να προκληθεί στο λαό αμέσως με το που είδαν πτώμα να ξαναζεί. Ένας συγγραφέας επινοητής και μυθοπλάστης, θα μας παρουσίαζε μάλλον την εξωφρενική χαρά της μητέρας και αυτών που της έδειχναν τη συμπάθειά τους (p). Φοβήθηκαν το θείο μεγαλείο που ενήργησε την ανάσταση, συγχρόνως όμως δόξασαν την θεία αγαθότητα, που με τόση συμπάθεια εκδηλώθηκε προς την χήρα που δοκιμάστηκε σκληρά.
(2) Και τα δύο «ότι» είναι ειδικά και όχι αιτιολογικά (δ).
(3) «Διότι και παλαιότερα μεν, ο προφήτης Ηλίας ανέστησε τον γιο της Σαρεφθίας, αλλά με θρήνους προς το Θεό και αφού τον ικέτευσε. Και ο προφήτης Ελισαίος τον γιο της Σωμανίτιδας, αλλά ερχόμενος σε επαφή με αυτόν με όλο του το σώμα. Ενώ ο Χριστός αφού άγγιξε μόνο και διέταξε, αμέσως ανέστησε. Και για αυτό λοιπόν έλεγαν ότι προφήτης μεγάλος…» (Ζ). «Όχι μόνο ως προς την θεότητα μεγάλος, αλλά και» ως προς την ανθρώπινη φύση. «Διότι όπως ακριβώς είναι Θεός μέγας και Κύριος μέγας και βασιλιάς μέγας ως προς τη θεότητα, έτσι πάλι» και ως προς την ανθρώπινη φύση είναι «και ιερέας μέγας και προφήτης μέγας» (Χ).
(4) Το ρήμα ειδικά χρησιμοποιείται για επισκέψεις ιατρικές. Με την έννοια επίσκεψης με καταδίκη ή τιμωρία δεν χρησιμοποιείται ποτέ στην Κ.Δ., σπανιότατα όμως στους Ο΄. Λέγεται λοιπόν με καλή έννοια. Πράγματι, μετά τους μακρούς αιώνες, κατά τους οποίους κανείς προφήτης δεν είχε αναφανεί, αποτελούσε απόδειξη επίσκεψης του Θεού στο λαό του, το ότι πρόσωπο ανώτερο από κάθε άλλον προφήτη, είχε εμφανιστεί τώρα ανάμεσά τους (p).
7.17 καὶ ἐξῆλθεν ὁ λόγος οὗτος(1) ἐν ὅλῃ τῇ ᾽Ιουδαίᾳ(2) περὶ αὐτοῦ καὶ πάσῃ τῇ περιχώρῳ(3).
17 Έτσι διαδόθηκε αυτή η φήμη για τον Ιησού σ’ ολόκληρη την Ιουδαία και στα περίχωρα.
(1) «Ο λόγος του θαύματος ή ότι προφήτης μεγάλος έχει εμφανιστεί» (Ζ). Ο λόγος ότι ο Θεός επισκέφτηκε το λαό του με την αποστολή μεγάλου προφήτη (p).
(2) Ιουδαία εδώ πιθανώς σημαίνει την Παλαιστίνη. Δες Λουκά δ 43 και κγ 5. Αλλά και αν πάρουμε την Ιουδαία με στενότερη έννοια, που δηλώνει την επαρχία που διακρίνεται από την Γαλιλαία, Σαμάρεια και Περαία, ο Λουκάς δεν πέφτει σε γεωγραφική ανακρίβεια (p).
(3) Δηλαδή στη Συρία, Φοινίκη κλπ. (δ), προ παντός όμως στην Περαία. Διότι εκεί βρισκόταν φυλακισμένος ο Ιωάννης και ο Λουκάς σημειώνει το «και σε όλη την περίχωρο» σαν εισαγωγή και μετάβαση στην αφήγηση που αμέσως ακολουθεί (g). Πολλοί άκουσαν αυτό που έγινε και θαύμασαν για αυτό, λίγοι όμως πίστεψαν σε αυτόν και εγκολπώθηκαν οριστικά το ευαγγέλιό του. Και σήμερα σε πολλών τα αυτιά φθάνει ο ήχος του ευαγγελίου της δόξας, λίγοι όμως δοκιμάζουν την ευωδία και γλυκύτητά του με το βάθος των καρδιών τους.
Στίχ. 18-30. Ερώτηση των μαθητών του Προδρόμου και εγκώμια του Κυρίου γι’ αυτόν.
7.18 Καὶ ἀπήγγειλαν ᾽Ιωάννῃ(1) οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ πάντων τούτων(2).
18 Οι μαθητές του Ιωάννη του Βαπτιστή τον πληροφόρησαν για όλα όσα συνέβησαν.
(1) Δες και Ματθ. ια 2-30 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Ότι ο Ιωάννης ήταν ήδη στη φυλακή το ανέφερε ο ευαγγελιστής στο γ 20 (p).
(2) Δηλαδή για την ίαση του δούλου του εκατόνταρχου και την ανάσταση του γιου της χήρας (δ).
7.19 καὶ προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ὁ ᾽Ιωάννης
ἔπεμψεν πρὸς τὸν Ιησούν λέγων, Σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος(1) ἢ έτερον προσδοκῶμεν(2);
19 Τότε ο Ιωάννης φώναξε δύο από τους μαθητές του και τους έστειλε να ρωτήσουν τον Ιησού: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας που είναι να έρθει ή να περιμένουμε κανέναν άλλο;»
(1) Το ερχόμενος ή είναι δανεισμένο από το Μαλ. γ 1 «να έρχεται, λέει ο Κύριος ο παντοκράτωρ» (g), ή πιο σωστά, ο Ιωάννης παραπέμπει στα προηγούμενα στην έρημο κηρύγματά του (Λουκ. γ 16) κατά τα οποία ο Πρόδρομος φωτισμένος άνωθεν προανήγγειλε ως βέβαιη και επικείμενη την έλευση του Μεσσία (L). Ο ερχόμενος=εκείνος του οποίου η έλευση είναι βεβαιότατη (p).
(2) Στο παράλληλο χωρίο το Ματθαίου εκτίθενται οι 3 κύριες εκδοχές, που προβλήθηκαν για εξήγηση της ερώτησης αυτής του Βαπτιστή. Αξιοσημείωτη και η επόμενη: Ο Ιωάννης θέτοντας από την φυλακή το ερώτημά του αυτό, ζητά να πληροφορηθεί, μήπως το μεσσιακό έργο πρόκειται να συντελεστεί από δύο διαφορετικά πρόσωπα. Δηλαδή από ένα που θεμελιώνει την βασιλεία του Θεού στις καρδιές με τα λόγια της χάρης και τα έργα της αγάπης· και ακολούθως, από άλλο που έχει την αποστολή να επιβάλλει την θεοκρατική δικαιοσύνη και να υψώσει με πράξεις δύναμης το εθνικό και κοινωνικό οικοδόμημα της βασιλείας του Θεού πάνω στη γη. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι αναμένονταν περισσότεροι θείοι απεσταλμένοι, οι οποίοι θα συνέβαλαν στη μεγάλη μεσσιακή επανάσταση. Προ παντός γινόταν λόγος για πρόσωπο που ονομαζόταν «ο προφήτης», τον οποίο άλλοι μεν διέκριναν από τον Χριστό (Λουκ. θ 19,Ιω. α 20-21,25), ενώ άλλοι ταύτιζαν με αυτόν (Ιω. στ 14,15)(g). Αλλά και η πίστη των μαθητών του Βαπτιστή υπήρχε ανάγκη να στηριχτεί. Διότι ο Ιησούς δεν είχε ακόμη διακηρύξει τον εαυτό του δημόσια ως τον Χριστό, τον ερχόμενο και ο οποίος προκηρύχτηκε από τους προφήτες. Αλλά ούτε και οι μαθητές του Ιησού είχαν διακηρύξει έως τότε, ποιος ήταν ο διδάσκαλός τους. Από την άλλη και οι επίσημοι στο Ισραήλ δεν είχαν αναγνωρίσει αυτόν και ούτε είχαν εκδηλώσει κάποιο ενδιαφέρον για αυτόν ως νόμιμο διάδοχο και κληρονόμο των βασιλικών δικαιωμάτων του Δαβίδ. Τίποτα από το μεγαλείο εκείνο, με το οποίο ανέμεναν να εμφανιστεί ο Μεσσίας, δεν περιέβαλλε μέχρι τη στιγμή εκείνη τον Ιησού. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο, εάν τίθεται στον Ιησού το ερώτημα: Εσύ είσαι αυτός που έρχεται ή να προσδοκούμε κάποιον άλλον;
7.20 παραγενόμενοι δὲ πρὸς αὐτὸν οἱ ἄνδρες εἶπαν, ᾽Ιωάννης ὁ βαπτιστὴς ἀπέσταλκεν(1) ἡμᾶς πρὸς σὲ λέγων, Σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ έτερον(2) προσδοκῶμεν;
20 Αυτοί πήγαν στον Ιησού και του είπαν: «Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μάς έστειλε σ’ εσένα και ρωτάει αν εσύ είσαι ο Μεσσίας που πρόκειται να έρθει ή να περιμένουμε άλλον».
(1) Υπάρχει και η γραφή απέστειλε.
(2) Και η γραφή «ή άλλον» και εδώ και στον προηγ. στίχο. Και το μεν έτερον=ή πρέπει να περιμένουμε άλλον διαφορετικό από εσένα, άλλου είδους Μεσσία· ενώ το άλλον=άλλον όμοιο με σένα· Μεσσία του ίδιου είδους με εσένα (p.L)
7.21 ἐν αυτή δε τῇ ὥρᾳ ἐθεράπευσεν πολλοὺς ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων(1) καὶ πνευμάτων πονηρῶν, καὶ τυφλοῖς πολλοῖς ἐχαρίσατο(2) το βλέπειν.
21 Εκείνη την ώρα ο Ιησούς είχε γιατρέψει πολλούς αρρώστους, βαριά ασθενείς και δαιμονισμένους, και χάρισε το φως σε πολλούς τυφλούς.
(1) «Μάστιγες πρέπει να θεωρήσουμε τους πόνους. Διότι υπάρχουν κάποιες ασθένειες χωρίς πόνους, όπως η τύφλωση και η κώφωση και η αφωνία και πολλές τέτοιες» (Ζ). Μάστιγες=βασανιστικές ασθένειες. Δες Μάρκ. γ 10,ε 29,34. Στους Ο΄ χρησιμοποιείται η λέξη για κάθε θλιβερή δοκιμασία και όχι ειδικά για ασθένεια (Ψαλμ. λδ 15,πη 32,Β Μακ. ζ 37). Στη λέξη κρύβεται η ιδέα, ότι οι στενοχώριες και θλίψεις είναι τιμωρίες που έρχονται από το Θεό (p).
(2) Έδωσε ως χάρη· έδωσε δώρο σε αυτούς (p). Μεγαλοπρεπής λέξη (b).
7.22 καὶ ἀποκριθεὶς ο Ιησούς εἶπεν αὐτοῖς(1), Πορευθέντες ἀπαγγείλατε ᾽Ιωάννῃ ἃ εἴδετε καὶ ἠκούσατε(2)· τυφλοὶ ἀναβλέπουσιν και χωλοὶ περιπατοῦσιν, λεπροὶ καθαρίζονται, κωφοὶ ἀκούουσιν, νεκροὶ ἐγείρονται(3), πτωχοὶ εὐαγγελίζονται(4)·
22 Έτσι γύρισε και τους είπε: «Να πάτε να πείτε στον Ιωάννη αυτά που είδατε κι ακούσατε: Τυφλοί ξαναβλέπουν, κουτσοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται, κουφοί ακούν, νεκροί ανασταίνονται, φτωχοί ακούνε το χαρμόσυνο άγγελμα.
(1) «Δες εδώ, σε παρακαλώ, την τέχνη του σχεδίου του Σωτήρα· διότι δεν είπε απλώς «Εγώ είμαι», αλλά τους μεταφέρει μάλλον στην απόδειξη από τα ίδια τα πράγματα, έτσι ώστε, αφού με καλή αιτιολογία δεχτούν την πίστη σε αυτόν, να επιστρέψουν σε αυτόν που τους έστειλε» (Κ). Τα θαύματα λοιπόν είναι η μεγάλη σφραγίδα του ουρανού, που επιβεβαιώνει, ότι και η διδασκαλία του Ιησού από εκεί έχει την προέλευσή της. Διότι ουδέποτε θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί, ότι τέτοια σφραγίδα θα έμπαινε κάτω από ένα ψέμα. Αληθινά θαύματα βεβαιώνουν και αληθινή αποστολή. Τόσο λοιπόν η διδασκαλία του Ιησού όσο και η αποστολή του επιβεβαιώνονταν από τα θαύματά του, χωρίς να μένει χώρος για αμφισβήτηση του ότι ο Ιησούς ήταν απεσταλμένος από το Θεό.
(2) «Παραθέτει σαν σε κατάλογο τα έργα των θαυμάτων, τα οποία και από τους προφήτες αναγγέλθηκαν. Διότι τα «τυφλοί ξαναβλέπουν» και «κουτσοί περπατούν» και «φτωχοί ευαγγελίζονται», αυτά είναι του Ησαΐου» (Θφ). Η αποδεικτική δύναμη της απάντησης του Ιησού έγκειται καταρχάς σε αυτά τα ίδια τα θαύματα που προβάλλονται, προ παντός όμως στη σχέση που έχουν αυτά τα υπερφυσικά γεγονότα με την μέσω αυτών δημόσια φανέρωση του Μεσσία, όπως αυτή σκιαγραφείται στην Π.Δ.. Δες Ησ. λε 4-6,ξα 1 και εξής. Για αυτό και ο Ιησούς δεν αναφέρει ανάμεσα στα απαριθμούμενα θαύματα και την θεραπεία των δαιμονισμένων, πιθανότατα διότι για αυτήν δεν γίνεται λόγος στις προφητείες της Π.Δ. (g). Οι υπερφυσικές αυτές θεραπείες, τις οποίες είδαν οι μαθητές του Ιωάννη δεν ήταν μόνο επιβεβαιώσεις της θείας αποστολής του Ιησού, αλλά και επεξηγήσεις αυτής. Ο Μεσσίας έπρεπε να έλθει για να θεραπεύσει τον άρρωστο κόσμο και για να χαρίσει το φως σε αυτούς που κάθονταν στο σκοτάδι και στη χώρα του θανάτου και για να κατανικήσει και περιορίσει τα πονηρά πνεύματα. Ήταν αισθητό στα μάτια των μαθητών του Ιωάννη, ότι τις θεραπείες αυτές ενεργούσε πάνω στα σώματα των ανθρώπων, και έπρεπε από αυτά να συμπεράνουν αυτοί, ότι ανάλογες και αντίστοιχες θεραπείες θα γίνονταν και στις ψυχές του λαού. Για αυτό ο Κύριος προσθέτει εδώ στα θαύματά του πάνω στο βασίλειο της φύσης («τυφλοί ξαναβλέπουν… νεκροί ανασταίνονται») και τα αντίστοιχα πάνω στο βασίλειο της χάρης («φτωχοί ακούνε το ευαγγέλιο»).
(3) Είναι σαφές ότι και ο Λουκάς και ο Ματθαίος σωστά θεωρούν ότι ο Ιησούς αναφέρεται σε σωματικές και όχι σε πνευματικές θεραπείες (p). Το «αυτά που είδατε και ακούσατε» που προηγήθηκε, δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε θεραπείες και αναστάσεις σωματικές. Ακόμα και το «πτωχοί ευαγγελίζονται» αναφέρεται σε γεγονός εξωτερικό και αισθητό, όπως και όλα τα απαριθμημένα θαύματα (g).
(4) Μπαίνει αυτό τελευταίο, διότι είναι το κύριο χαρακτηριστικό του μεσσιακού έργου και ο Κύριος υπενθυμίζει με αυτό την προφητεία του Ησαΐου (ξα 1), όπου το χαρακτηριστικό αυτό εξαίρεται στην εικόνα του μεσσιακού έργου (g). Ήταν πρωτοφανές οι φτωχοί, τους οποίους οι Έλληνες περιφρονούσαν και οι Ρωμαίοι καταπατούσαν και οι ιερείς και οι λευΐτες παραμέριζαν, να ακούνε το ευαγγέλιο καλούμενοι στη βασιλεία του Θεού (p). Οι γεμάτες χάρη και δωρεές συγκαταβάσεις και συμπάθειες του Χριστού προς τους φτωχούς, αποτελούν απόδειξη ότι αυτός είναι εκείνος, ο οποίος θα έφερνε στον κόσμο τα ελέη του Θεού μας.
7.23 καὶ μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν μὴ σκανδαλισθῇ(1) ἐν ἐμοί(2).
23 Και μακάριος είναι όποιος δε χάσει την εμπιστοσύνη του σ’ εμένα».
(1) Και με τα λόγια αυτά υπενθυμίζει ο Κύριος στους ακροατές, άλλο λόγο του Ησαΐα (η 14) «Ο Κύριος δεν θα γίνει για σας στο δρόμο σας πέτρα που θα σκοντάψετε, ούτε πέτρα που θα πέσετε» (g). «Σχεδόν λέει το εξής σε αυτούς· Και εσείς είστε μακάριοι, εάν δεν σκανδαλίζεστε με μένα» (Θφ). Και αν ακόμη υποθέσουμε ότι ο λόγος αυτός του Κυρίου δεν απευθύνεται προς μόνους τους ακροατές, αλλά διαβιβάζεται και στον Ιωάννη, τίποτα δεν μας αναγκάζει να δεχτούμε ότι ο Κύριος αριθμεί αυτόν μεταξύ αυτών που σκανδαλίστηκαν ή που θα σκανδαλιστούν. Όπως σωστά παρατηρεί ο L., το «εάν δεν σκανδαλιστεί» δεν αναφέρεται σε συντελεσμένο γεγονός, αλλά σε ενδεχόμενο, μάλλον απίθανο, διότι ο τονισμός είναι κυρίως στο «μακάριος». Ακριβώς αυτό λοιπόν έχει υπ’ όψη του ο Κύριος για τον Ιωάννη και για αυτό και πλέκει το εγκώμιό του.
(2) Υπάρχουν πολλά στο Χριστό, τα οποία σε όσους πάσχουν από αγνωσία μπορούν να γίνουν πέτρα σκανδάλου. Βρισκόμαστε εδώ σε κατάσταση δοκιμασίας. Και στην κατάσταση αυτή επόμενο είναι, όπως υπάρχουν επαρκή τεκμήρια που να επιβεβαιώνουν την αλήθεια στους ευθείς και ειλικρινείς αναζητητές της αλήθειας, έτσι να υπάρχουν και εμπόδια που συγκαλύπτουν την αλήθεια στους σαρκικούς ανθρώπους που τους γαργαλάνε τα αυτιά τα ψεύδη του κόσμου. Τέτοια είναι η εκπαίδευση του Ιησού στη Ναζαρέτ («από τη Ναζαρέτ μπορεί να είναι κάτι καλό»), η παραμονή του στη Γαλιλαία («από την Γαλιλαία δεν έχει αναδειχτεί προφήτης»), η αφάνεια και ασημότητα της οικογένειάς του, η φτώχια του και η έλλειψη μόρφωσης των ακολούθων του. Αυτά και τα παρόμοια με αυτά ήταν πέτρα σκανδάλου για πολλούς, τους οποίους δεν έπειθαν ούτε τα θαύματα τα οποία ενεργούσε ο Ιησούς. Αυτός που δεν καταβάλλεται από τα εμπόδια και τις προκαταλήψεις, αλλά παρόλα αυτά πιστεύει στην αποστολή του Ιησού είναι μακάριος, διότι, επειδή έχει ταπεινή, ειλικρινή και αγαθή την διάθεση, έχει ευλογηθεί από τον Θεό. Πράγματι προπαντός και μάλιστα με τη χάρη του Θεού υπερνικήθηκαν τα εμπόδια αυτά και εάν ο Θεός δεν παρείχε τη χάρη του αυτήν σε αυτόν, θα σκόνταφτε και αυτός στην ίδια πέτρα του σκανδάλου.
7.24 ᾽Απελθόντων δὲ τῶν μαθητών(1) ᾽Ιωάννου ἤρξατο λέγειν πρὸς τοὺς ὄχλους περὶ ᾽Ιωάννου, Τί ἐξεληλύθατε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενον(2);
24 Όταν έφυγαν οι μαθητές του Ιωάννη, ο Ιησούς άρχισε να μιλάει στον κόσμο για τον Ιωάννη: «Τι βγήκατε να δείτε στην έρημο; Ένα καλάμι που το πάει πέρα δώθε ο άνεμος;
(1) Υπάρχει και η γραφή αγγέλων= «αυτών που έφεραν την αγγελία, το μήνυμα» (Ζ).
(2) «Μήπως δηλαδή είναι καλάμι (ο Ιωάννης), ώστε να γέρνει άλλοτε εδώ και άλλοτε εκεί, και άλλοτε μεν να δίνει μαρτυρία για μένα, άλλοτε πάλι να με αγνοεί; Διότι αν ήταν τέτοιος, για ποιο λόγο τότε βγήκατε στην έρημο να τον δείτε;» (Θφ). Και η κατά γράμμα έννοια, αποδίδει καλή σημασία=Βγήκατε στην έρημο να δείτε κάτι, το οποίο δεν θα έλκυε το ενδιαφέρον σας; Ή βγήκατε να δείτε κάτι που αναμφίβολα θα προκαλούσε θερμό το ενδιαφέρον σας; Καλή όμως έννοια αποδίδεται και εάν ερμηνεύσουμε= Ήταν ο Ιωάννης ασθενές και άστατο πρόσωπο; Ασφαλώς δεν θα υποβαλλόσασταν σε τόσο κόπο για να πάτε στην έρημο και να τον δείτε εκεί (p). «Νομίζεται ότι ο Ιωάννης μεταφέρεται εδώ και εκεί, σαν να κουνιέται από ανέμους, ώστε άλλοτε μεν να δίνει μαρτυρία ότι είμαι ο ίδιος ο Χριστός, ενώ άλλοτε να ρωτά αν είμαι εγώ ο ίδιος…; Γιατί λοιπόν βγήκατε στην έρημο η οποία δεν έχει τίποτα ευχάριστο;… Είναι φανερό λοιπόν ότι, για κανένα άλλο λόγο δεν εγκαταλείψατε τις πόλεις και ήρθατε στην έρημο, παρά μόνο διότι επιζητούσατε τον άνδρα και το αξίωμα» (Τίτος Βοστρών). Ο Ιωάννης ήταν σταθερός και αποφασιστικός άνδρας και όχι όμοιος με καλάμι σαλευόμενο εδώ και εκεί σύμφωνα με τα φυσήματα των ανέμων. Και όταν ο άνεμος των λαϊκών επευφημιών έπνευσε θελκτικός και ευχάριστος, αλλά και όταν η θύελλα της λύσσας του Ηρώδη ξεσηκώθηκε άγρια, ο Ιωάννης παρέμεινε πάντοτε ο ίδιος, αμετακίνητος σε όλους τους καιρούς. Η μαρτυρία την οποία έδωσε για τον Χριστό δεν ήταν μαρτυρία ανθρώπου ανεμοδείκτη, που άλλα δείχνει τώρα και άλλα μετά από λίγο. Εάν υπέκυπτε σαν καλάμι στον Ηρώδη και συναναμιγνυόταν με την αυλή του, ασφαλώς δεν θα ριχνόταν στην φυλακή, αλλά θα γινόταν ευνοούμενός του. Και εάν επηρεαζόταν από τις επιδοκιμασίες του πλήθους, δεν θα μαρτυρούσε, ότι «δεν είμαι ο Χριστός· αλλά στέκεται ανάμεσά σας, αυτός που εσείς δεν ξέρετε, του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το κορδόνι των υποδημάτων του».
7.25 ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις ἠμφιεσμένον(1); ἰδοὺ οἱ ἐν ἱματισμῷ(2) ἐνδόξῳ(3) καὶ τρυφῇ(4) ὑπάρχοντες ἐν τοῖς βασιλείοις(5) εἰσίν.
25 Ή μήπως βγήκατε να δείτε κανέναν ντυμένο με πολυτελή ρούχα; Όσοι φοράνε λαμπρά ρούχα και ζουν με απολαύσεις βρίσκονται στ’ ανάκτορα.
(1) Τέτοιο πρόσωπο ντυμένο με τέτοια ρούχα, δεν θα βρισκόταν ποτέ στην έρημο (p). Υπήρξε ο Ιωάννης και άνθρωπος απαράμιλλης αυταπάρνησης, μέγα παράδειγμα απονέκρωσης και περιφρόνησης του κόσμου. Αντί να στολίζει και να περιποιείται το σώμα του, δουλαγώγησε αυτό και το τήρησε πάντοτε στην υποταγή του πνεύματος. Η διατροφή του και το ρούχο του έδειχναν ότι ήταν νεκρός προς όλες τις ματαιότητες του κόσμου και τις απολαύσεις των αισθήσεων. Το ρούχο του ανταποκρινόταν στην έρημο στην οποία ζούσε. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να σκεφτεί κάποιος για αυτόν, ο οποίος υπήρξε τόσο ξένος με την απόλαυση του κόσμου και την ζωή των ανθρώπων, οι οποίοι ζουν στις αυλές των βασιλιάδων, ότι θα άλλαζε φρονήματα και πεποιθήσεις δειλιάζοντας από τα φόβητρα της φυλακής.
(2) Το ιματισμός είναι λέξη μεταγενέστερη, που χρησιμοποιείται σπάνια, κυρίως για πολυτελή ενδυμασία (Λουκ. θ 29,Πράξ. κ 33,Ιω. ιθ 24,Α΄Τιμ. β 9,Γεν. κδ 53,Εξ. γ 22,ιβ 35,Γ Βασ. ι 5) (p).
(3) Δηλαδή πολυτελή και που αποσπά την προσοχή και εκτίμηση των ανθρώπων (δ).
(4) Η λέξη υπάρχει εδώ μόνο και στο Β΄Πέτρ. β 13. Από το θρύπτομαι. Σημαίνει αποχαυνωτικό τρόπο ζωής (p).
(5) Αντί να πει: στα σπίτια των βασιλιάδων (δ)
7.26 ἀλλὰ τί ἐξήλθατε ἰδεῖν; προφήτην(1); ναί, λέγω ὑμῖν, καὶ περισσότερον(2) προφήτου(3).
26 Τι βγήκατε λοιπόν να δείτε; Έναν προφήτη, δεν είν’ έτσι; Ναι, σας βεβαιώνω μάλιστα πως αυτός είναι περισσότερο από προφήτης.
(1) Ο Ιωάννης ήταν προφήτης και είχε λάβει εντολές και εξουσιοδότηση άμεσα από το Θεό και όχι από άνθρωπο ή μέσω κάποιου ανθρώπου. Ήταν ιερέας από καταγωγή και από γέννηση. Δεν γίνεται όμως κάποια αναφορά σε αυτό. Διότι η δόξα του ως προφήτη επισκίαζε την τιμή της ιερατικής του καταγωγής.
(2) Μεταγενέστερη λέξη που έχει την ίδια σημασία με το «πλέον». Μπορεί να είναι ή αρσενικό ή ουδέτερο. Πιθανώς όμως είναι ουδέτερο, όπως το πλείον στο Λουκ. ια 32 (p).
(3) Δημιουργείται έτσι κλιμακωτό σχήμα: καλάμι, άνθρωπο, προφήτη, περισσότερο από προφήτη (p). Γιατί περισσότερο από προφήτη; Όχι μόνο διότι «οι μεν άλλοι προείπαν μόνο για τον Χριστό, ενώ αυτός και τον είδε και τον έδειξε λέγοντας· Να ο αμνός του Θεού» (Θφ). Αλλά και διότι ο Ιωάννης δεν προφήτευσε μόνο αλλά και προφητεύτηκε. Είναι προσωπικότητα που προβλέφτηκε και προφητεύτηκε, όπως εξηγεί αμέσως ο Κύριος (g). «Διότι είναι μεγαλύτερος από προφήτη, αυτός που μαρτυρείται από το Θεό, ότι όντας αγγελιοφόρος του, στέλνεται μπροστά από το Χριστό να κατασκευάσει τον δρόμο του… Επειδή, ενώ προφητεύτηκε ο Χριστός ότι θα έλθει, προφητεύτηκε και αυτός μαζί του, ως αγγελιοφόρος του που θα έλθει πριν από αυτόν» (Κ).
7.27 οὗτός ἐστιν περὶ οὗ γέγραπται, ᾽Ιδοὺ εγώ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν(1) μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου(2).
27 Είναι αυτός για τον οποίο λέει η Γραφή: Εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από σένα, για να προετοιμάσει το δρόμο σου.
(1) «Ονομάζει τον Ιωάννη άγγελο, όχι επειδή ήταν άγγελος, διότι ήταν άνθρωπος στη φύση του, αλλά επειδή έκανε έργο αγγέλου, φέρνοντας την αγγελία της παρουσίας του Χριστού» (Κ).
(2) Η παράθεση αυτή από τον Μαλαχία (γ 1) βρίσκεται στον Μάρκο στην αρχή του ευαγγελίου του και συνδυασμένη με το «Φωνή βοώντος κλπ.» αποδίδεται ολόκληρη στον Ησαΐα. Ούτε το Εβραϊκό κείμενο ούτε οι Ο΄ γράφουν το «προ προσώπου σου», το οποίο και οι 3 συνοπτικοί προσθέτουν. Επιπλέον και οι 3 έχουν αποστέλλω και κατασκευάσει, αντί για το εξαποστέλλω και επιβλέψεται, τα οποία γράφουν οι Ο΄. Το χωρίο ήταν ένα από τις γενικής χρήσης προφητείες σχετικά με τον Μεσσία, και είχε αποκτήσει στην προφορική παράδοση στερεότυπη μορφή πριν ακόμη οι ευαγγελιστές χρησιμοποιήσουν αυτό (p).
7.28 λέγω γαρ ὑμῖν, μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν προφήτης(1) ᾽Ιωάννου του βαπτιστού οὐδείς ἐστιν(2)· ὁ δὲ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ θεοῦ μείζων αὐτοῦ ἐστιν(3).
28 Σας βεβαιώνω πως μάνα δε γέννησε ως τώρα προφήτη πιο μεγάλο από τον Ιωάννη το Βαπτιστή· ο πιο μικρός όμως στη βασιλεία του Θεού είναι μεγαλύτερός του».
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν τη λέξη προφήτης, ακολουθώντας τον Ματθαίο, επειδή εκεί μεν ανακηρύσσεται απόλυτα μεταξύ όλων των ανθρώπων το μεγαλείο του Βαπτιστή, ενώ εδώ μεταξύ των προφητών. Αλλά καταλήγει πάλι στο ίδιο. Διότι οι προφήτες μπροστά στο Θεό είναι οι ανώτεροι των ανθρώπων και κατ’ επέκταση ο μέγιστος αυτών είναι μέγιστος σε όλους, όπως ο μεγαλύτερος στρατηγός από τους στρατηγούς είναι και ο μεγαλύτερος στρατηγός των ανθρώπων (δ).
(2) Δεν πρόκειται εδώ για την προσωπική αγιότητα του Βαπτιστή, αλλά για την ιστορική θέση του. Ανήκει στο νόμο όπως οι άλλοι. Υπερτερεί από αυτούς, διότι όχι μόνο προφητεύει, αλλά και αναγγέλλει τη νέα τάξη (L). Η υπεροχή του έναντι όλων των άλλων προφητών, συνίσταται στο ρόλο του και στην αποστολή του. Η εσωτερική ζωή του υπερέχει λοιπόν από αυτήν του Αβραάμ, του Ηλία κλπ.; Και είναι ο Ιωάννης και ηθικά ανώτερος από εκείνους; Ο Κύριος δεν μιλά για αυτό. Η θέση του όμως είναι ανώτερη και υψηλότερη από τη δική τους (g).
(3) «Ο μεν μακάριος Ιωάννης μαζί με τους άλλους όσοι προηγήθηκαν από αυτόν, είναι γεννημένος από γυναίκα. Αυτοί όμως που ενώθηκαν με την πίστη, είναι όχι πλέον γεννημένοι από γυναίκα, αλλά υιοί Θεού». «Αυτός λοιπόν που έχει τιμηθεί με την αναγέννηση του Πνεύματος, είναι επομένως ανώτερος από καθέναν γεννημένο από γυναίκα· διότι εκείνοι ονομάζονται ακόμα παιδιά της σάρκας, ενώ αυτοί τιτλοφορούν πατέρα τον Θεό των όλων και δεν είναι πλέον γεννημένοι από γυναίκες όπως ο Ιωάννης και οι πριν από αυτόν, αλλά γεννήθηκαν από το Θεό και έγιναν κοινωνοί θείας φύσης» (Κ). Ο ελάχιστος διάκονος του ευαγγελίου, που έτυχε του ελέους του Κυρίου και καταξιώθηκε να εργάζεται πιστά και σωστά το έργο του· ο πιο άσημος από τους Αποστόλους, αλλά που κηρύττει το ευαγγέλιο και χρησιμοποιήθηκε στη Νέα και ασυγκρίτως ανώτερη από την Π.Δ., έχουν αξίωμα και έργο πολύ πιο τιμητικό από το έργο του Ιωάννη. Οι πιο αφανείς από εκείνους, που ακολουθούν το αρνίον, υπερέχουν ασύγκριτα από τους μεγαλύτερους οι οποίοι ήλθαν πριν το αρνίον. Ο Ιωάννης κήρυξε τον Χριστό ότι έρχεται· αυτοί κήρυξαν το Χριστό σταυρωμένο και δοξασμένο. Ο Ιωάννης ήλθε κατά την ανατολή της ημέρας του ευαγγελίου και για αυτό είναι μεγαλύτερος από τους υπόλοιπους προφήτες, έφυγε όμως από τον κόσμο αυτόν προτού η ημέρα αυτή λάμψει πλήρως και πριν ακόμη φύγει το χώρισμα, πριν να σταυρωθεί και αναστηθεί ο Χριστός και πριν να χυθεί το Πνεύμα του Θεού στην Εκκλησία. Οι λειτουργοί του ευαγγελίου υπερέχουν, διότι και η διακονία τους είναι ανώτερη και περισσότερο ένδοξη. Δες Β΄Κορ. γ 6 και εξής. Για να αντιληφθούμε σαφέστερα πώς ο μικρότερος στη βασιλεία των ουρανών είναι ανώτερος του Ιωάννη, ας εξετάσουμε, ποιο ήταν το πνευματικό μεγαλείο των προφητών. Ήταν αυτοί θεόπνευστοι άνδρες και λάμβαναν τον υπερφυσικό φωτισμό του Πνεύματος, ο οποίος αποκάλυπτε σε αυτούς τις αιώνιες αλήθειες και τις αρχές της δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις οποίες ο Θεός κυβερνά τον κόσμο. Αλλά η γνώση την οποία κάθε χριστιανός έχει για τα ιδιώματα του Θεού, είναι πολύ ευρύτερη από αυτή των προφητών. Αν μη τι άλλο, γνωρίζει κάθε χριστιανός τη ζωή του Ιησού Χριστού, την φανέρωση του Θεού με σάρκα, την οποία οι προφήτες αμυδρά μόνο και από μακριά είδαν. Οι προφήτες ακόμη διακρίθηκαν για τον αγιασμό τους. Αλλά όσοι ζουν εν Χριστώ, έχουν και το Πνεύμα της αναγέννησης και υιοθεσίας, το οποίο υπήρχε στο Χριστό. Μπορούμε να προκόψουμε σε αγιότητα υψηλότερη και μεγαλύτερη από εκείνη, για την οποία διακρίθηκαν οι άγιο της Π.Δ. Το μεγαλείο των προφητών συνίστατο ακόμη στις στενές τους σχέσεις με το Θεό, για τις οποίες μερικοί από αυτούς ονομάστηκαν φίλοι του Θεού. Αλλά οι Χριστιανοί κατάγονται από τον δεύτερο Αδάμ, που ήλθε από τους ουρανούς, ενώ οι προφήτες κατάγονταν από τον χωματένιο Αδάμ. Όποιος είναι ο χωμάτινος τέτοιοι και οι χωμάτινοι, και όποιος ο επουράνιος, τέτοιοι και οι επουράνιοι.
7.29 Καὶ(1) πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας(2) καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν(3) τὸν θεόν, βαπτισθέντες τὸ βάπτισμα ᾽Ιωάννου·
29 Όλος ο κόσμος, που άκουσε το κήρυγμα του Ιωάννη, ακόμη και οι τελώνες, βαφτίστηκαν απ’ αυτόν, γιατί πίστεψαν πως τον είχε στείλει ο Θεός.
(1) Πολλοί υπέθεσαν ότι οι σ. 29-30 είναι παρενθετική παρατήρηση ή σχόλιο του ευαγγελιστή. Αλλά σχόλιο που παρεμβλήθηκε ανάμεσα στα λόγια του Χριστού και μάλιστα χωρίς κάποια ένδειξη, δεν έχει το παράλληλό του και είναι πάρα πολύ απίθανο (p). Τα λόγια αυτά αρμόζουν εδώ, μόνο ως λόγια του Σωτήρα (δ) ως μετάβαση από τη μαρτυρία του Ιησού για τον Ιωάννη, στην ακόλουθη εφαρμογή προς τους παρόντες (g).
(2) Εξυπακούεται: τον Ιωάννη και το κήρυγμά του (g). Ή «ευχαρίστησαν το Θεό που τους έστειλε τον Βαπτιστή για φροντίδα της σωτηρίας τους» (Ζ)· «τίμησαν το Θεό διότι δέχτηκαν τον προφήτη του» (Θφ). Ή, πιο σωστά, απέδειξαν ορθή και δίκαιη την απόφαση του Θεού να σταλεί ο Βαπτιστής, με το να τον αποδεχτούν αφού βαπτίστηκαν με το βάπτισμά του (δ)· αναγνώρισαν και διακήρυξαν στα λόγια και στην πράξη πόσο έξοχοι είναι οι δρόμοι του για τη σωτηρία των ανθρώπων (g). Ο λαός, για τον οποίο οι γραμματείς και Φαρισαίοι έλεγαν: Ο λαός αυτός που δεν ξέρει τον νόμο, είναι καταραμένοι (Ιω. ζ 49) , και οι τελώνες, άνθρωποι κακής φήμης, αυτοί βαπτίστηκαν με το βάπτισμα του Ιωάννη και έγιναν μαθητές του. Μέσω της μετάνοιάς τους λοιπόν και της διόρθωσης του βίου τους, αφού έγιναν ένδοξα μνημεία της θείας χάρης, δικαίωσαν το Θεό αποδεικνύοντας έμπρακτα και με την διόρθωσή τους, ότι σοφά οικονόμησε ο Θεός την αποστολή τέτοιου προδρόμου πριν την έλευση του Μεσσία. Έκαναν αυτοί εμφανές, ότι ήταν όντως σοφή οδός για σωτηρία, πριν τον Μεσσία να σταλεί ο πρόδρομός του που θα προετοίμαζε τον δρόμο του, διότι μέσω αυτής αυτοί οδηγήθηκαν σε σωτηρία, οσοδήποτε και αν για άλλους υπήρξε αυτή η οδός ανώφελη. Οι άλλοι αυτοί υπήρξαν οι Φαρισαίοι και οι νομικοί. Περίφημοι και ξακουσμένοι οι πρώτοι για την αφοσίωσή τους προς τη θρησκεία και την ευλάβειά τους στις παραδόσεις· έγκυροι γνώστες και ερμηνευτές του νόμου οι δεύτεροι, ειδικοί στη Γραφή. Και όμως και οι δύο ματαίωσαν την απόφαση του Θεού. Ο Θεός στέλνοντας τον Ιωάννη ανάμεσά τους, είχε ένα σχέδιο αγαθό και θέλημα ευεργετικό για αυτούς· απέβλεπε στη σωτηρία τους. Αυτοί όμως το απέρριψαν και το κατέστησαν μάταιο για αυτούς.
7.30 οἱ δὲ Φαρισαῖοι καὶ οἱ νομικοὶ(1) τὴν βουλὴν τοῦ θεοῦ(2) ἠθέτησαν(3) εἰς ἑαυτούς(4), μὴ βαπτισθέντες ὑπ᾽ αὐτοῦ.
30 Αντίθετα, οι Φαρισαίοι και οι νομοδιδάσκαλοι, με το να μη βαφτιστούν από τον Ιωάννη, αρνήθηκαν αυτό που ήθελε ο Θεός γι’ αυτούς.
(1) Συχνά ο Λουκάς χρησιμοποιεί τη λέξη αυτήν αντί για την «οι γραμματείς», η οποία ίσως δεν θα κατανοούνταν εύκολα από τους εθνικούς. Δες Λουκ. ι 25,ια 45,46,52,ιδ 3. Αλλού στην Κ.Δ, συναντιέται η λέξη μόνο στα Ματθ. κβ 35 και Τίτ. γ 9,13 (p).
(2) Ή, «βουλή λέει το βάπτισμα, επειδή γινόταν με εντολή του Θεού» (Ζ). Ή, το θείο σχέδιο (L), το οποίο προνοούσε για τη σωτηρία τους.
(3) Ματαίωσαν (δ), το κατέστησαν άθετο, χωρίς θέση, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα (p).
(4) Ή, όσο αφορούσε τους εαυτούς τους, τη σωτηρία τους, ματαίωσαν το σχέδιο του Θεού, διότι εξ’ ολοκλήρου το σχέδιο αυτό δεν ήταν δυνατόν να ματαιωθεί (L), ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, σε σχέση με αυτούς, όσο εξαρτιόταν από αυτούς (δ).
Στίχ. 31-35. Η απιστία της σύγχρονης γενιάς του Χριστού.
7.31 Τίνι(1) οὖν(2) ὁμοιώσω τοὺς ἀνθρώπους τῆς γενεᾶς ταύτης(3), καὶ τίνι εἰσὶν ὅμοιοι;
31 «Με τι, λοιπόν, να παρομοιάσω τη σημερινή γενιά των ανθρώπων; Με τι μοιάζουν;
(1) Η ερώτηση ανήκει εξ’ ολοκλήρου στο ύφος των ραββίνων, οι οποίοι με ερώτηση συνήθως εισήγαγαν κάποια παραβολή ή παρομοίωση (L).
(2) Το «λοιπόν» δεν θα μπορούσε να κατανοηθεί, εάν οι σ. 29-30 αποσιωπούνταν ή έμπαιναν σε παρένθεση. Αλλά αμέσως μετά τον σ. 30 έχει πλήρως τη θέση του.=Βλέποντας ότι οι Φαρισαίοι και οι νομικοί απέρριψαν την πρόσκληση που απευθύνθηκε σε αυτούς από τον Ιωάννη και ότι ακολουθείτε αυτούς αρνούμενοι να ακολουθήσετε εμένα, με ποιον λοιπόν να εξομοιώσω τους ανθρώπους αυτής της γενιάς; (p).
(3) Της γενιάς αυτής, η οποία περιλάμβανε τον Βαπτιστή και τον Σωτήρα (p).
7.32 ὅμοιοί εἰσιν(1) παιδίοις τοῖς ἐν ἀγορᾷ καθημένοις(2) καὶ προσφωνοῦσιν ἀλλήλοις και λέγουσιν, Ηὐλήσαμεν ὑμῖν καὶ οὐκ ὠρχήσασθε· ἐθρηνήσαμεν ὑμῖν καὶ οὐκ ἐκλαύσατε.
32 Μοιάζουν με τα παιδιά που κάθονται στην αγορά, και η μια ομάδα φωνάζει στην άλλη και λέει: “σας παίξαμε με τη φλογέρα χαρούμενα τραγούδια, μα εσείς δε χορέψατε· σας τραγουδήσαμε μοιρολόγια, μα εσείς δεν κλάψατε”.
(1) Ο στίχος αυτός ερμηνεύτηκε σύμφωνα με 2 κύριες εκδοχές, για τις οποίες δες τις ερμην. παρατηρήσεις στο Ματθ. ια 17. Η εκδοχή που έγινε δεκτή από τους Πατέρες έχει ως εξής: «Υπήρχε ίσως ένας τρόπος παιχνιδιού στα παιδιά των Ιουδαίων που είχε ως εξής· Ένα πλήθος παιδιών μοιραζόταν στα δύο, και τα μεν διακωμωδούσαν την ταραχή της ζωής και το ανώμαλο των πραγμάτων σε αυτήν, και τα άλλα την φοβερή και άμεση μεταβολή στα άλλα· και τα μεν έπαιζαν αυλό, ενώ τα άλλα θρηνούσαν. Αλλά ούτε αυτά που έκλαιγαν χαίρονταν μαζί με αυτά που έπαιζαν τον αυλό, ούτε όμως και αυτά που είχαν τον αυλό συμμετείχαν στο κλάμα των άλλων. Έπειτα κατηγορούσαν κατά κάποιο τρόπο τα μεν τα δε για την έλλειψη συμπάθειας ή την έλλειψη χαρούμενης διάθεσης. Ο Χριστός λοιπόν ισχυριζόταν ότι κάτι τέτοιο είχαν πάθει τα πλήθη των Ιουδαίων μαζί με τους άρχοντες» (Κ). «Ούτε δηλαδή πένθησαν μαζί με τον Ιωάννη ή τον μιμήθηκαν, που ζούσε έναν τρόπο ζωής που ήταν πένθιμος και προσκαλούσε σε μετάνοια, ούτε στον Ιησού πίστεψαν ή πήγαν μαζί του, ο οποίος παρουσίαζε έναν τρόπο ζωής χαρούμενο· αλλά και τους δύο τους απώθησαν και ούτε με τον Ιωάννη που θρηνούσε θρηνούσαν μαζί, ούτε με τον Ιησού που έπαιζε τον αυλό τραγούδησαν μαζί» (Θφ).
(2) Παρομοιάζει αυτούς με παιδιά που κάθονταν στην αγορά, των οποίων η διάνοια τίποτα σοβαρό δεν σκέφτεται, αλλά ενδιαφέρονται μόνο για να παίζουν. Η αγορά όπου τα παιδιά αυτά κάθονται, είναι για άλλους μεν τόπος που κάθονται χωρίς εργασία, ενώ για άλλους τόπος εμπορίου, για όλους όμως τόπος θορύβου και διάχυσης και διάσπασης του νου. Επομένως αν θα ρωτούσατε, γιατί οι άνθρωποι αυτοί αξιοποιούν τόσο λίγο τα μέσα της χάρης, θα έχετε την απάντηση, διότι είναι ράθυμοι και νωθροί και δεν αρέσκονται στον κόπο και στην εντατική εργασία· ή διότι τα κεφάλια τους και τα χέρια και οι καρδιές τους είναι γεμάτες από τις φροντίδες του κόσμου, οι οποίες πνίγουν τον λόγο, και γενικώς διότι προσπαθούν να διασκορπίζουν τις σκέψεις τους από καθετί που είναι σπουδαίο και πνευματικό.
7.33 ἐλήλυθεν γὰρ ᾽Ιωάννης ὁ βαπτιστὴς μὴτε ἄρτον(1) ἐσθίων(2) μήτε πίνων οἶνον, καὶ λέγετε, Δαιμόνιον ἔχει(3)·
33 Το ίδιο κάνετε κι εσείς: Ήρθε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής που δεν έτρωγε φαΐ και δεν έπινε κρασί, και τον βγάλατε δαιμονισμένο.
(1) Χωρίς να τρώει ψωμί και να πίνει κρασί. Λέγεται αυτό όπως τα αντιλαμβάνονταν αυτοί που κατηγορούσαν τον Ιωάννη και σημαίνει ουσιαστικά: ο Ιωάννης δεν έπαιρνε την συνηθισμένη τροφή, την οποία έπαιρναν όλοι οι άνθρωποι (p). Για ετοιμασία ψωμιού παρεμβαίνει η τέχνη. Αλλά ο Ιωάννης χρησιμοποιούσε ως τροφή ό,τι εύρισκε στο δρόμο του, χωρίς να υποβάλλεται σε ειδικές φροντίδες για αυτήν (b).
(2) Υπάρχει και η γραφή έσθων. Το έσθω είναι τύπος ποιητικός.
(3) «Έλεγαν ότι έχει δαιμόνιο αυτός που νέκρωνε τελείως με την αφαγία τον νόμο της αμαρτίας, ο οποίος φωλιάζει στα μέλη της σάρκας και πάει αντίθετα με το νόμο του νου μας. Ο μακάριος βαπτιστής ήταν οδός της ευσέβειας στο Χριστό» (Κ). Απέδιδαν την αυστηρότητα αυτή και εγκράτεια στη διατροφή σε μελαγχολία και σε ένα είδος ή βαθμό δαιμονοληψίας. Γιατί να ακούσουμε αυτόν; Είναι ένας άθλιος υποχονδριακός, φαντασιόπληκτος και η φαντασία του εξάπτεται κάτω από το κράτος ονειροπολήσεων.
7.34 ἐλήλυθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων(1), καὶ λέγετε, ᾽Ιδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν(2).
34 Ήρθε ο Υιός του Ανθρώπου, που τρώει και πίνει, και λέτε “φαγάς και οινοπότης είν’ αυτός, που κάνει παρέα με τελώνες και αμαρτωλούς”.
(1) «Δεν ήταν στην έρημο ο Χριστός, αλλά στις πόλεις περισσότερο ζούσε μαζί με τους αγίους αποστόλους. Και η διατροφή του επίσης δεν είχε τέτοια σκληραγωγία, όπως ήταν αυτή του αγίου βαπτιστή» (Κ).
(2) «Έτρωγε μαζί με τελώνες, όντας ο ίδιος τελείως ελεύθερος από αμαρτία… Διότι δεν ήλθε να καλέσεις δίκαιους, αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια. Δεν μολύνεται ο ήλιος φωτίζοντας όλη τη γη και ερχόμενος σε επαφή με πολλά ακάθαρτα σώματα. Ούτε ο ήλιος της δικαιοσύνης θα μπορούσε να βλαφτεί με κανένα τρόπο, συναναστρεφόμενος με πονηρούς ανθρώπους» (Κ). Φαγάς και κρασοπότης· δεν υπάρχει τίποτα ψευδέστερο και ανακριβέστερο από αυτό. Διότι ο Χριστός «δεν άρεσε στον εαυτό του» (Ρωμ. ιε 3), ούτε υπήρξε ποτέ άνθρωπος που να έζησε τέτοια ζωή αυταπάρνησης και περιφρόνησης του κόσμου, σαν αυτή που έζησε ο Χριστός. Αυτός λοιπόν, ο οποίος υπήρξε χωρισμένος από τους αμαρτωλούς, ως ακηλίδωτος και πεντακάθαρος, παρουσιάζεται ότι σχετίζεται μαζί τους και μολύνεται από αυτούς. Μάθε από αυτό, ότι η πιο ακηλίδωτη αθωότητα και η πιο απαράμιλλη εξοχότητα δεν αποτελούν πάντοτε φραγμό εναντίον της κατηγορίας των κακών γλωσσών. Είναι αλήθεια, ότι από μία άποψη ο Χριστός υπήρξε φίλος των τελωνών και αμαρτωλών, διότι ήλθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς, και μάλιστα τους μεγάλους και τους πρώτους αμαρτωλούς. Αυτό όμως είναι η αιώνια δόξα του Λυτρωτή μας, και αυτοί, εκείνο για το οποίο θα έπρεπε να τον τιμούν, το στρέφουν για κατηγορία του.
7.35 καὶ(1) ἐδικαιώθη ἡ σοφία(2) ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς(3) πάντων!
35 Και όμως, η σοφία του Θεού δικαιώθηκε στο πρόσωπο όλων των απεσταλμένων της!»
(1) Και=και όμως (p).
(2) Το μεν εδικαιώθη σχετίζεται με το εδικαίωσαν του σ. 29, ενώ το σοφία με το «την βουλήν του Θεού» του σ. 30. Παρόλο που οι Ιουδαίοι ως έθνος απέρριψαν και τις δύο μεθόδους και τους τρόπους της ζωής και του Ιωάννη και του Χριστού, υπήρξαν όμως μερικοί, οι οποίοι πίστεψαν ότι και με τις δύο αυτές μεθόδους η θεία σοφία ενεργούσε ορθά και σοφά (p).
(3) Είναι εσφαλμένη η εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η «από» υπονοεί προστασία ή υπεράσπιση= από τος προσβολές και επιθέσεις όλων των παιδιών της, δηλαδή από τους Ιουδαίους. Τα παιδιά της σοφίας είναι η μειονότητα που πίστεψε και υποδέχτηκε και τον Βαπτιστή και τον Χριστό και όχι η άπιστη πλειονότητα που απέρριψε αυτούς (p). Ο Χριστός είναι η σοφία. Σε αυτόν υπάρχουν οι θησαυροί της σοφίας απόκρυφοι. Οι άγιοι επίσης είναι τα παιδιά τα οποία έδωσε σε αυτόν ο Θεός (Εβρ. β 13). Το ευαγγέλιο είναι η άνωθεν σοφία και οι αληθινοί πιστοί έχουν γεννηθεί μέσω αυτού από ψηλά. Είναι τέκνα σοφίας, σοφά παιδιά, σοφά για τα ίδια και για τα αληθινά συμφέροντά τους. Όχι όμοια με τα ανόητα παιδιά τα οποία κάθονται στις αγορές. Τα παιδιά αυτά της σοφίας δικαιώνουν την σοφία. Συμμορφώνονται με τις βουλές και τα σχέδια της χάρης του Χριστού, ανταποκρίνονται στις προθέσεις της και θαυμάζουν αλλά και δέχονται την σωτήρια επίδραση των ποικίλων μεθόδων στις οποίες εκδηλώνεται η σοφία του Χριστού. Μόνο όμως τα παιδιά της σοφίας μπορούν να δικαιώσουν αυτήν. Πράγματι, πόσο λίγοι μπορούν να διαβάσουν το βιβλίο της φύσης! Τι μυστήρια παρουσιάζει μπροστά μας η θεία Πρόνοια! Πόσο ανεξερεύνητο είναι το μυστήριο της ενέργειας της θείας χάρης στο να σώζει τον αμαρτωλό! Πόσο ξένη με την πραγματικότητα παρουσιάζεται η εσωτερική ζωή κάποιου πνευματικού ανθρώπου σε οποιονδήποτε, ο οποίος δεν δοκίμασε την μεταμόρφωση και αναγέννηση την οποία δημιουργεί το Πνεύμα. Για αυτό κάθε διάνοια στη φυσική της κατάσταση, πάντοτε παραγνωρίζει τον Θεό και πάντοτε πλανιέται στις κρίσεις της για τα λόγια και τις ενέργειες του Θεού. Στο μεγάλο σπίτι του σύμπαντος τα πάντα είναι ή δούλοι ή παιδιά του Θεού. Τα πάντα δουλεύουν σε αυτόν. Αλλά μερικοί από τους δούλους του τον υπηρετούν ως παιδιά του. Και εδώ είναι η διαφορά. Ο δούλος αγνοεί τι κάνει ο Κύριός του. Ο γιος και ο φίλος το γνωρίζει. Η σοφία λοιπόν δικαιώνεται, τιμάται, κατανοείται, αγαπιέται από όλα τα παιδιά της.
Στίχ. 36-50. Το μύρο της αμαρτωλής.
7.36 ᾽Ηρώτα δέ(1) τις αὐτὸν τῶν Φαρισαίων(2) ἵνα φάγῃ μετ᾽ αὐτοῦ(3)· καὶ εἰσελθὼν εἰς την οικίαν τοῦ Φαρισαίου ανεκλίθη(4).
36 Κάποιος Φαρισαίος προσκάλεσε τον Ιησού σε γεύμα. Ο Ιησούς μπήκε στο σπίτι του Φαρισαίου και κάθισε στο τραπέζι.
(1) Η αφήγηση αυτή φαίνεται ότι τοποθετήθηκε εδώ ως παράδειγμα της δικαίωσης της σοφίας από ό λ α τα παιδιά της. Ή, και με αφορμή την μομφή εναντίον του Χριστού, ότι ήταν φίλος των αμαρτωλών, για να δειχτεί καθαρά, ότι αγαπούσε αυτούς για το καλό τους, για να τους οδηγήσει σε μετάνοια και ότι εκείνοι, τους οποίους δεχόταν να τον πλησιάσουν, μεταβάλλονταν και ανορθώνονταν.
(2) «Κλήθηκε ο Κύριος από έναν από τους Φαρισαίους. Επειδή λοιπόν είναι αγαθός και φιλάνθρωπος και θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν… αποδέχτηκε το αίτημα και αφού μπήκε στο σπίτι κάθισε για φαγητό» (Κ). Είμαστε ακόμη στη μεταβατική περίοδο, κατά την οποία η ρήξη ανάμεσα στον Κύριο και τους Φαρισαίους, αν και αρκετά προχωρημένη, δεν είχε όμως πλήρως συντελεστεί. Ήταν λοιπόν δυνατόν κάποιος Φαρισαίος να προσκαλέσει χωρίς κάποια δυσκολία τον Ιησού. Στην πρόσκληση αυτή αποδόθηκε από κάποιους ερμηνευτές διάθεση εχθρική. Από τον στίχο 39 μπορούμε να συμπεράνουμε μάλλον, ότι ο Φαρισαίος αυτός κυμαινόταν ανάμεσα στην ευλαβική εντύπωση, την οποία είχε προκαλέσει σε αυτόν ο Ιησούς και στην αντιπάθεια, την οποία η μερίδα των Φαρισαίων έτρεφε εναντίον του. Στο στίχο 40 άλλωστε ο Κύριος απευθύνεται προς αυτόν με τόνο φιλικό (g).
(3) «Ως προφήτη λοιπόν τον καλούσε για γεύμα» (Ζ), αν και, όπως είπαμε ο Φαρισαίος αυτός δεν είναι απαλλαγμένος από αμφιβολίες ως προς το αν ο Κύριος ήταν πράγματι προφήτης.
(4) Υπάρχει και η γραφή κατεκλίθη. Το μεν ανεκλίθη=ξάπλωσε στο ανάκλιντρο· ενώ το κατεκλίθη λέγεται σε σχέση με την όρθια στάση του σώματος=κάθισε, ξάπλωσε κάτω (δ). Ο Κύριος δέχτηκε την πρόσκληση του Φαρισαίου και έδειξε την ίδια ελευθερία συναναστροφής και οικειότητας με τον Φαρισαίο, την οποία έδειχνε και με τους τελώνες και αμαρτωλούς, διότι απέβλεπε στο να ωφελήσει και να σώσει τους πάντες.
7.37 καὶ ἰδοὺ(1) γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν(2) ἁμαρτωλός(3), καὶ ἐπιγνοῦσα(4) ὅτι ανάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου(5)
37 Στην πόλη ήταν κάποια αμαρτωλή γυναίκα· όταν άκουσε ότι ο Ιησούς γευματίζει στο σπίτι του Φαρισαίου, έφερε ένα αλαβάστρινο δοχείο με μύρο,
(1) Υποδηλώνει αυτό έκπληξη που δημιουργήθηκε από την παρουσία της γυναίκας εκείνης (p). Η είσοδος της αμαρτωλής αυτής σε τέτοια συνάντηση και συνάθροιση, ήταν πράξη μεγάλου θάρρους, διότι αυτή αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο του να διωχτεί με περιφρόνηση (g).
(2) Υπάρχει και η γραφή: γυνή ήτις ην εν τη πόλει αμαρτωλός=γυναίκα, η οποία ήταν γνωστή στην πόλη ως αμαρτωλή. Μπορεί όμως=γυναίκα η οποία ήταν στην πόλη, αμαρτωλή. Η πόλη ήταν πιθανώς η Καπερναούμ (p).
(3) Αναφέρεται στο αμάρτημα, το οποίο περισσότερο από τα άλλα εξευτελίζει μία γυναίκα (b). Για το ότι αυτή δεν ταυτίζεται με αυτήν που αναφέρεται στους άλλους δύο συνοπτικούς και στον Ιωάννη, δες ερμην. σημειώσεις στα Ματθ. κστ 7 και Μάρκ. ιδ 3.
(4) Αφού γνώρισε καλά, πληροφορήθηκε (δ). Υποδηλώνεται, ότι η καρδιά της γυναίκας αυτής είχε ήδη αγγιχτεί από κάποια προηγούμενη συνάντηση ή πληροφορία για τον Κύριο. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από το ότι ήταν ήδη ετοιμασμένη για την χρίση των ποδιών του Ιησού, αμέσως μόλις έμαθε ότι βρισκόταν ο Κύριος στο σπίτι του Φαρισαίου (ο). «Αυτή η γυναίκα, αφού άλλα μεν από τα θαύματα του Ιησού τα είδε και άλλα τα έμαθε από αυτούς που τα είδαν, πίστεψε σε αυτόν. Για αυτό και πλησιάζει ελπίζοντας να πάρει άφεση των αμαρτιών της» (Ζ).
(5) Δες Ματθ. κστ 7 και Μάρκ. ιδ 3.
7.38 καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ(1) κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσιν(2) καὶ ταῖς θριξὶν τῆς κεφαλῆς(3) αὐτῆς ἐξέμασσεν, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας(4) αὐτοῦ καὶ ἤλειφεν τῷ μύρῳ(5).
38 στάθηκε πίσω κοντά στα πόδια του και κλαίγοντας τα έβρεχε με τα δάκρυά της και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της· τα φιλούσε και τα άλειφε με το μύρο.
(1) Αυτοί που κάθονταν στο τρίκλινο είχαν το σώμα στο ανάκλιντρο, ενώ τα πόδια τα άπλωναν γυμνά προς τα πίσω (δ). «Δες την πολλή της ευλάβεια! Διότι στάθηκε στα τελευταία μέρη του σώματός του, σαν τελευταία· και από πίσω, σαν κάποια που δεν έχει θάρρος» (Ζ). Δεν τολμά να αντικρύσει τον Χριστό κατά πρόσωπο, αλλά έρχεται πίσω του και παίρνει τη θέση δούλης, της οποίας έργο ήταν να πλύνει τα πόδια των καλεσμένων (Α΄Βασ. κε 41).
(2) Αυτό δεν περιλαμβανόταν στο αρχικό της σχέδιο. Ήλθε για να αλείψει τα πόδια του με μύρο, αλλά νικήθηκε από τα αισθήματά της (p). Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να χύσει το μύρο στα πόδια του, ξέσπασε σε κλάματα αφού θυμήθηκε τις αμαρτίες της. Τα δάκρυά της ρέουν στα πόδια του Ιησού και μη έχοντας κάποια πετσέτα για να τα καθαρίσει, χρησιμοποιεί πρόχειρα αντί για πετσέτα τις τρίχες του κεφαλιού της (g). Το απρομελέτητο «έβρεχε» οδήγησε αυτήν στο επίσης απρομελέτητο «σκούπισε» (p).
(3) Για να εκτιμήσει κάποιος την πράξη αυτή, πρέπει να έχει υπ’ όψιν, ότι στους Ιουδαίους αποτελούσε μία από τις μεγαλύτερες ταπεινώσεις για μια γυναίκα το να εμφανιστεί αυτή δημόσια με λυτά μαλλιά (g). Και η γυναίκα αυτή κάνει την θυσία αυτή του να λύσει τα μαλλιά της χωρίς κάποια δυσκολία (p).
(4) Ο Παρατατικός δείχνει αυτό που γινόταν με συνέχεια. Το να φιλά κάποιος τα πόδια, ήταν γενικό σημάδι βαθιού σεβασμού, ειδικά σε εξέχοντες ραββίνους. Δες και Ξενοφ. Κύρ. VII 5,32,Πολύβ. XV 1.7. Αριστοφ. 608 (p). Το βάθος της αγάπης και συντριβής που εκδηλώνεται εδώ, μπορούν να το εκτιμήσουν μόνο εκείνοι, οι οποίοι έχουν αισθανθεί το βάρος της αμαρτίας και την άφεση των αμαρτιών και την ειρήνη που διαδέχεται αυτό με την μετάνοια και την πίστη στον Σωτήρα που μας απολυτρώνει. «Έκλαιγε, από τη μία, για τις αμαρτίες της· έβρεχε, από την άλλη, τα πόδια του με τα δάκρυα, διότι είχε σκύψει πάνω τους. Και τα σκούπιζε αφού μούσκεψαν. Ο Χριστός όμως, γνωρίζοντας την αιτία ανεχόταν, για να φανεί και η πίστη της και η θερμότητα της μετάνοιας και για να πάρει, όπως άξιζε για αυτά, αυτό που ζητούσε» (Ζ).
(5) «Πρόσεξε όμως ότι, με αυτά που πριν κυνηγούσε την απώλειά της, με αυτά τώρα κυνήγησε την σωτηρία. Διότι με δάκρυα ερωτικά και μαλλιά εξεζητημένα φτιαγμένα και με μύρο γοήτευε τους ακόλαστους· και τα πριν όργανα της αμαρτίας, τα έκανε τώρα όργανα αρετής» (Ζ).
7.39 ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων(1), Οὗτος(2) εἰ ἦν προφήτης(3), ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ(4) ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστιν(5).
39 Όταν το είδε αυτό ο Φαρισαίος που τον είχε προσκαλέσει, είπε από μέσα του: «Αν ο άνθρωπος αυτός ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τι είδους γυναίκα είναι αυτή που τον αγγίζει· γιατί είναι αμαρτωλή».
(1) Προκαλείται και εδώ δυσαρέσκεια από την παρουσία της γυναίκας και το χύσιμο του μύρου, όπως και στη χρίση της Βηθανίας, αλλά όχι για τη δαπάνη που πληρώθηκε για το μύρο, ούτε ειδικά για την χρίση (L). «Ούτε ο Ιούδας εδώ γόγγυξε, ούτε όμως οι άλλοι μαθητές· διότι αυτός μεν δεν είχε ακόμη κυριευτεί από την ασθένεια της φιλαργυρίας· οι άλλοι, από την άλλη, δεν είχαν ακόμα μέσα τους γερά βαλμένα τα λόγια υπέρ των φτωχών» (Ζ).
(2) Το «αυτός» κρύβει μέσα του κάτι το περιφρονητικό (p).
(3) Η Γραφή δεν έλεγε ότι ο προφήτης ήξερε τα πάντα, τουλάχιστον όμως γνώριζε επαρκώς την ηθική ποιότητα και αξία των προσώπων που έρχονταν προς αυτόν, όπως ο Ελισαιέ αποκάλυψε τον Γιεζί (Δ΄Βασ. ε 24,Δες και Γ΄Βασ. ιγ 20)(L).
(4) Ποια είναι, ποιο το όνομά της, και τι είδους=ποια είναι από ηθικής άποψης (δ). Ποια και ποιος ο χαρακτήρας της και η διαγωγή της. Αλλά και εσύ, Σίμων, εάν γνώριζες ποια ήταν τώρα η γυναίκα αυτή, αλλιώς θα έκρινες (b). Ο Σίμων κρίνει έχοντας μέτρο τον εαυτό του. Εάν άγγιζε αυτόν η γυναίκα, με την αγέρωχη υπερηφάνειά του θα την σταματούσε λέγοντας: «Μακριά από μένα. Μην με αγγίξεις, διότι είμαι καθαρός» (Ησ. ξε 5). Σκέφτεται λοιπόν ότι και ο Χριστός έτσι έπρεπε να μιλήσει στη γυναίκα εκείνη.
(5) Ο Φαρισαίος πλανιέται α) ως προς τον Ιησού. Νόμιζε ότι ο Κύριος αγνοούσε την γυναίκα και δεν είχε το διορατικό χάρισμα των προφητών. Υποτιμούσε λοιπόν αυτόν. Επιπλέον φανταζόταν, ότι ο Ιησούς δεν ήταν σε θέση και δεν γνώριζε να προφυλαχτεί από τους αμαρτωλούς. Πλανιόταν β) ως προς την γυναίκα, θεωρώντας, ότι ως αμαρτωλή έπρεπε να περιφρονείται και μη μπορώντας να δει, ότι στην καρδιά της είχε μπει ήδη μία νέα ουράνια ζωή. Πλανιόταν γ) ως προς τον εαυτό του. Δεν γνώριζε καλά την καρδιά του και δεν μπορούσε να δει, ότι καταδικάζοντας την γυναίκα εκείνη όχι μόνο καταδίκαζε και τον εαυτό του, αλλά και απέρριπτε την σωτηρία που φέρνει ο Χριστός.
7.40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν πρὸς αὐτόν, Σίμων(1), ἔχω σοί τι εἰπεῖν(2). ὁ δέ φησίν, Διδάσκαλε, εἰπέ.
40 Ο Ιησούς απάντησε σ’ αυτές τις σκέψεις του και του είπε: «Σίμων, έχω κάτι να σου πω». «Πες μου Διδάσκαλε», είπε εκείνος.
(1) «Κανείς να μην νομίζει ότι, επειδή και αυτός ο Φαρισαίους που κάλεσε τον Ιησού λέγεται Σίμων, ότι είναι ο ίδιος με τον Σίμωνα τον λεπρό», στο σπίτι του οποίου στη Βηθανία έγινε δείπνο στον Κύριο λίγο πριν το πάθος, όπως εξιστορεί ο Ιωάννης. «Διότι φαίνεται εκείνος ότι θεραπεύτηκε από τον Ιησού και σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης ξεπλήρωσε κατά κάποιο τρόπο σε αυτόν, με το να τον υποδεχτεί στο σπίτι. Διότι δεν θα έτρωγε ο Ιησούς σε αυτόν, αν δεν είχε θεραπευτεί» (Σχ.). Το όνομα Σίμων ήταν από τα συνηθέστερα ονόματα. Υπάρχουν 10 ή 11 Σίμωνες στην Κ.Δ. και γύρω στους 20 στον Ιώσηπο. Η ταύτιση λοιπόν του ονόματος του Φαρισαίου και του λεπρού στη Βηθανία δεν αποδεικνύει τίποτα (p).
(2) «Ο μεν Φαρισαίος σκανδαλίστηκε μέσα του με τον Ιησού, επειδή δέχτηκε την πόρνη και δεν προγνώρισε ότι είναι αμαρτωλή. Αυτός όμως (ο Ιησούς) γνωρίζοντας την σκέψη του, κάνει κάτι ανώτερο από προφήτη, αποκαλύπτοντας σε αυτόν τον απόρρητο λογισμό του. Και επομένως αποδεικνύει με παράδειγμα, ότι και ξέρει αυτήν, και δίκαια την δέχεται λόγω της πολλής αγάπης της σε αυτόν, η οποία προερχόταν από πίστη και μετάνοια» (Ζ).
7.41 δύο χρεοφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι· ὁ εἷς ὤφειλεν δηνάρια πεντακόσια(1), ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα(2).
41 «Δύο άνθρωποι χρωστούσαν λεφτά σε κάποιον δανειστή· ο ένας πεντακόσια δηνάρια κι ο άλλος πενήντα.
(1) Ως βάρος ασημιού το δηνάριο είχε άξία περίπου μίας χρυσής δραχμ. Ως αγοραστική όμως αξία υπερέβαινε τις 2 χρυσές δραχ. εφόσον εξισωνόταν με το ημερομίσθιο του εργάτη (Ματθ. κ 2) και του ρωμαίου στρατιώτη. Συνεπώς τα δύο χρέη ήταν περίπου 50 χρυσές λίρες το μεγαλύτερο και 5 χρυσές λίρες το μικρότερο (p).
(2) Ο Κύριος ρωτώντας τον Φαρισαίο με παραβολές και φέρνοντας στο προσκήνιο δύο χρεωφειλέτες, εμμέσως λέει ότι και αυτός είναι χρεωφειλέτης, που φαίνεται μεν ότι χρωστάει λιγότερα, αλλά χρωστάει λοιπόν» (Θφ). «Ούτε εσύ είσαι αναμάρτητος. Διότι αν χρωστάς λιγότερα, αλλά όμως δεν είσαι απαλλαγμένος αμαρτημάτων. Και πολλές μεν φορές συμβαίνει αυτός που έφταιξε σε πολλά, με εξομολόγηση να απαλλαχτεί από τα αμαρτήματα· ενώ αυτός που αμάρτησε λίγα, λόγω υπερηφάνειας να μην έρθει στο φάρμακο της εξομολόγησης και να είναι υπεύθυνος τιμωρίας» (Σχ.). Παρόλο που κλήθηκε για φιλοξενία από τον Σίμωνα, δεν παραλείπει ο Κύριος και τώρα και μετά από λίγο να ελέγξει αυτόν υποδεικνύοντας σε αυτόν και την ενοχή του, αλλά και τις παραλείψεις, τις οποίες απέναντί του ως φιλοξενουμένου διέπραξε ο Σίμων.
7.42 μὴ ἐχόντων αὐτῶν ἀποδοῦναι(1) ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο(2). τίς οὖν αὐτῶν, ειπέ, πλεῖον αὐτόν ἀγαπήσει(3);
42 Επειδή όμως δεν είχαν να τα επιστρέψουν, τα χάρισε και στους δυο. Πες μας λοιπόν, ποιος από τους δυο θα του χρωστάει μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη;»
(1) Η αμαρτία είναι χρέος και οι αμαρτωλοί είναι χρεωφειλέτες προς τον Θεό. Ως δημιουργήματά του οφείλουμε υπακοή στα παραγγέλματα του νόμου του και εφόσον δεν πληρώνουμε το χρέος αυτό, γινόμαστε χρεωφειλέτες απέναντί του. Ανάλογα λοιπόν με τις παραβάσεις μας και την παράλειψη των καθηκόντων μας, γινόμαστε περισσότερο ή λιγότερο χρεώστες μπροστά στη δικαιοσύνη του. Ο Φαρισαίος εδώ ήταν αυτός που χρωστούσε λιγότερα, ενώ η γυναίκα, που έγινε σκανδαλώδης και δημόσια παραβάτης, ήταν η περισσότερο χρεωφειλέτης. Αυτοί που αμαρτάνουν σε περιστάσεις περισσότερο αδικαιολόγητες και βαριές και παρασύρονται σε σοβαρότερες παραβάσεις, είναι και αυτοί που χρωστάνε περισσότερα. Είτε όμως μικρά είτε μεγάλα χρέη έχουμε μπροστά στη θεία δικαιοσύνη, από μόνοι μας αδυνατούμε να εξοφλήσουμε αυτά. Με χρυσό και ασήμι ή άλλη πολύτιμη ύλη δεν εξοφλούνται τα χρέη αυτά ενώπιον της θείας δικαιοσύνης. Μόνο η ευσπλαχνία και το έλεος του Θεού δέχεται την μετάνοιά μας και χαρίζει σε μας την οφειλή.
(2) Τους χάρισε το χρέος και δεν ζήτησε με τα μέτρα που καθόριζε ο νόμος να εισπράξει αυτό. Δεν ζήτησε δηλαδή να πουληθούν ως δούλοι αυτοί και τα παιδιά τους, ώστε από το ποσό που θα εισπραχθεί να εξοφληθεί το χρέος σε αυτόν. Ούτε παρέδωσε τους οφειλέτες στους βασανιστές, για να αναγκαστούν αυτοί από τις τιμωρίες που θα επιβάλλονταν να εξοικονομήσουν οπωσδήποτε τα οφειλόμενα. Ο Θεός είναι έτοιμος να μας συγχωρεί, με κάθε ελευθερία να συγχωρεί ταλαίπωρους αμαρτωλούς. Εάν μετανοούμε και πιστεύουμε στο Χριστό, οι παραβάσεις μας δεν θα μας οδηγήσουν στον όλεθρο ούτε θα καταλογιστούν σε μας, αλλά θα εξαλειφθούν ολότελα, αρκεί η μετάνοιά μας να είναι ειλικρινής.
(3) «Ούτε λοιπόν εσύ, Σίμων, που χρωστάς λιγότερα, μπορείς να πληρώσεις το χρέος… ούτε η γυναίκα. Και στους δύο λοιπόν θα αφεθεί. Και ποιος θα αγαπήσει περισσότερο;» (Θφ). Το «ποιος θα αγαπήσει περισσότερο» αποτελεί τον σκοπό της παραβολής, το κέντρο και το κύριο σημείο της. Η αγάπη και ευγνωμοσύνη εκείνων, στους οποίους χαρίστηκαν χρέη, εξαρτάται από την εκτίμησή τους για το ποσό το οποίο χαρίστηκε σε αυτούς (p). Εκείνοι των οποίων συγχωρούνται οι αμαρτίες, είναι υποχρεωμένοι να αγαπούν αυτόν, ο οποίος τους συγχώρεσε. Και όσες περισσότερες παραβάσεις τους συγχώρεσε, τόσο περισσότερο πρέπει να τον αγαπούν. Οι πριν την επιστροφή τους μεγάλοι αμαρτωλοί πρέπει μετά από αυτήν να αναδειχτούν μεγάλοι άγιοι. Όταν ο διώκτης Σαύλος έγινε κήρυκας Παύλος, κοπίασε περισσότερο από τους υπόλοιπους Αποστόλους.
7.43 ἀποκριθεὶς δε ο Σίμων εἶπεν, ῾Υπολαμβάνω ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ, ᾽Ορθῶς ἔκρινας(1).
43 Ο Σίμων αποκρίθηκε: «Νομίζω εκείνος στον οποίο χάρισε τα περισσότερα». «Ορθά έκρινες», του είπε ο Ιησούς·
(1) Έκρινες σωστά και κρίνοντας τόσο σωστά, καταδίκασες εσύ τον εαυτό σου. Είναι το «πάρα πολύ σωστά» του Σωκράτη, όταν έπιανε στα δίχτυα του τον συνομιλητή του. Αλλά ό,τι δημιουργεί ανάμεσα στον Ιησού και στον Έλληνα φιλόσοφο απόσταση αμέτρητη, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Ιησούς ταυτίζει τον εαυτό του με τον προσβεβλημένο Θεό, ο οποίος συγχωρεί και ο οποίος στο πρόσωπο του Ιησού γίνεται το αντικείμενο της ευγνώμονης αγάπης του αμαρτωλού (g). «Έδωσε από εδώ να καταλάβει, ότι όπως ακριβώς είναι το παράδειγμα, έτσι επομένως, εσύ μεν, Σίμων, επειδή είσαι χρεώστης σε λίγες τιμωρίες, λίγο με αγάπησες· ενώ αυτή, επειδή ήταν σε πολλές, πολύ, για να συγχωρεθεί σε αυτήν πολύ· για αυτό και επειδή πολύ αγάπησε, την δέχτηκα, για να συγχωρέσω πολύ» (Ζ).
7.44 καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα(1) τῷ Σίμωνι ἔφη, Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου(2) εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ πόδας(3) μου(4) οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ(5) τοῖς δάκρυσιν(6) ἔβρεξέν μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶν της κεφαλής αὐτῆς(7) ἐξέμαξεν.
44 και ρίχνοντας τη ματιά του στη γυναίκα τού είπε: «Βλέπεις ετούτη τη γυναίκα; Όταν μπήκα στο σπίτι σου, δε μου έπλυνες με νερό τα πόδια. Αυτή, αντίθετα, με δάκρυα μου έπλυνε τα πόδια και μου τα σκούπισε με τα μαλλιά της.
(1) Ήταν αυτή πίσω του. Το να στραφεί λοιπόν προς αυτήν, την ώρα που μιλούσε στον Σίμωνα, ισοδυναμούσε στο μισό με μάλωμα στον Σίμωνα (p).
(2) Το «σου» μπαίνοντας μπροστά από το «στο σπίτι σου» κρύβει μέσα του έναν τόνο μομφής (p). Εσύ βλέπεις αυτήν με περιφρόνηση. Παρατήρησε όμως πόσο θετικότερα από σένα με υποδέχεται αυτή η γυναίκα. Αφού δέχτηκα τη δική σου ψυχρότερη υποδοχή, πώς να μην δεχτώ τη θερμότερη δική της;
(3) Δες Γεν. ιη 4,Κριτ. ιθ 21,Α Βασ. κε 41,Ιω. ιγ 5,Α΄Τιμ. ε 10 από τα οποία φαίνεται ότι όπως έπλεναν τα χέρια πριν το δείπνο, έτσι και τα πόδια. Ότι όμως δεν ήταν αυτή και γενική συνήθεια, βλέπουμε από την εδώ πράξη του Φαρισαίου (δ).
(4) Υπάρχει και η γραφή: ύδωρ μοι επί πόδας ουκ έδωκας. Από αυτήν πιο σωστή βρίσκει ο p. την «ύδωρ μου επί τους πόδας».
(5) Την οποία εσύ ως αμαρτωλή περιφρονείς (δ).
(6) «Εσύ δεν χρησιμοποίησες αυτά που σου ήταν έτοιμα· διότι δεν έδωσες νερό για τα πόδια μου· ενώ είναι εύκολη η χρήση του νερού. Αυτή όμως άδειασε αυτά που δεν τα είχε έτοιμα, βρέχοντας τα πόδια μου με τα δάκρυά της. Διότι δεν είναι εύκολο το χύσιμο των δακρύων» (Σχ.).
(7) «Και με τις τρίχες σκούπισε, έτσι ώστε με αυτές που έπιασε στα δίχτυα της αμαρτίας τους νέους, με αυτές να συλλάβει την αγιοσύνη» (Σχ.).
7.45 φίλημά(1) μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ᾽ ἣς εἰσῆλθεν(2) οὐ διέλιπε(3) καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας(4).
45 Ένα φίλημα δε μου ’δωσες· ενώ αυτή, από τη στιγμή που μπήκε, δεν έπαψε να μου φιλάει τα πόδια.
(1) Όταν μπήκα στο σπίτι σου (Τωβίτ ια 8) δεν μου έδωσες φιλί αγάπης (δ). Δες και Γεν. λγ 4,Εξ. ιη 7,Β Βασ. ιε 5,ιθ 39,κ 9. Το ότι ο προδότης διάλεξε το φιλί ως σημάδι, μαρτυρεί ότι αυτό ήταν συνηθισμένο την εποχή εκείνη (p).
(2) Γραφή που μαρτυρείται από πολλά μεγαλογράμματα χειρόγραφα «εισήλθον». Το εισήλθε μολονότι μαρτυρείται από ένα μόνο μεγαλογράμματο κώδικα και την κοπτική μετάφραση έχει υπέρ του την πιθανότητα εξαιτίας εσωτερικών λόγων. Διότι η γραφή «εισήλθον» προϋποθέτει, ότι ο Κύριος βρήκε τη γυναίκα μέσα στην αίθουσα, πράγμα απίθανο. Εάν παρ’ όλα αυτά δεχτούμε την γραφή εισήλθον, πρέπει να δεχτούμε ότι η γυναίκα είχε ακολουθήσει από πριν τόσο κοντά τον Ιησού, ώστε μπήκε σχεδόν μαζί του στο σπίτι του Φαρισαίου (g).
(3) =Δεν έπαυσε (δ).
(4) Το σύνθετο οὐ διέλιπε καταφιλοῦσα κάνει την αντίθεση με το «φίλημα» πιο έντονη. Και ακόμη μεγαλύτερο τονισμό προσδίδει το ακόλουθο «τα πόδια». Το φίλημα δινόταν στο μάγουλο, ή ίσως, εάν ο Σίμων ήθελε να εκδηλώσει μεγαλύτερο σεβασμό, στο χέρι. Η γυναίκα φιλούσε τα πόδια (p), εκδηλώνοντας έτσι ταπεινή συγχρόνως και θερμή αγάπη.
7.46 ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας(1)· αὕτη δὲ μύρῳ(2) ἤλειψεν τοὺς πόδας μου.
46 Το κεφάλι μου δεν μου το άλειψες με λάδι, ενώ αυτή μου άλειψε με μύρο τα πόδια.
(1) Ήταν συνηθισμένο στα συμπόσια το να αλείφουν το κεφάλι με λάδι. Δες Δευτ. κη 40,Β Βασ. ιδ 2,Ψαλμ. κβ 5, Ψαλμ 91,10, Ψαλμ. ργ 15,Μιχ. στ 15 (δ).
(2) Το λάδι ήταν πολύ φθηνό στην Παλαιστίνη, όπου οι ελιές φύτρωναν πάρα πολύ. Το μύρο από την άλλη ήταν πολύ ακριβό. Δες Ιω. ιβ 3,5 (p). Με το πολύτιμο μύρο δεν άλειψε το κεφάλι μου, αλλά τα πόδια μου (δ).
7.47 οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι(1) αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησεν πολύ(2)· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται(3), ὀλίγον ἀγαπᾷ(4).
47 Γι’ αυτό, λοιπόν, σε βεβαιώνω πως οι πολλές της αμαρτίες συγχωρήθηκαν, όπως δείχνει η πολλή ευγνωμοσύνη της. Σ’ όποιον συγχωρούνται λίγες αμαρτίες, αυτός δείχνει λίγη ευγνωμοσύνη».
(1) Οι αμαρτίες της. Όχι μόνο οι φανερές και σκανδαλώδεις, αλλά όλες, όσες ποτέ διαπράχθηκαν από αυτήν. Ο Χριστός ποτέ δεν συγχωρεί μέρος μόνο των αμαρτιών του αμαρτωλού που μετανοεί. Η συγχώρηση την οποία παρέχει ο Χριστός, είναι ευρεία και καλύπτει την όλη ζωή του μετανοημένου. Η εκφορά του αμαρτίες με το άρθρο, υποδηλώνει τις αμαρτίες εκείνες, τις οποίες υπαινίσσεται ο σ. 39, σαν να είχε γραφτεί εδώ: Οι πολλές αυτές αμαρτίες, για τις οποίες εσύ κατέκρινες αυτήν μέσα σου ως ένοχη, όλες συγχωρήθηκαν (ο).
(2) Δύο ερμηνείες προτάθηκαν: Σύμφωνα με τη μία το «σου λέω» πρέπει να εννοηθεί σαν μέσα σε παρένθεση. Και θα ερμηνεύσουμε: Εξαιτίας του οποίου, ή για αυτό (σου λέω και μάθε το) έχουν συγχωρεθεί οι αμαρτίες της οι πολλές, διότι με τα έργα έδειξε μεγάλη αγάπη προς εμένα (δ). Οι πολλές της αμαρτίες συγχωρέθηκαν λοιπόν για την πολλή αγάπη της ή η αγάπη της κέρδισε την συγχώρηση. Το οὗ χάριν προλαβαίνει το ακόλουθο «ότι» και το «σου λέω» είναι παρενθετικό (p). Εναντίον της εκδοχής αυτής αντιλέγουν πολλοί από τους νεότερους και ιδιαίτερα προτεστάντες, αφενός διότι αποδίδει την άφεση στην αγάπη και όχι στην πίστη, όπως άλλωστε διακηρύττεται και στο σ. 50 («η πίστη σου σε έχει σώσει»). Ο λόγος αυτός δεν είναι ισχυρός διότι η σύμφωνα με τον Παύλο πίστη που δικαιώνει είναι ενεργή μέσω της αγάπης. Και επιπλέον σύμφωνα με το Α΄ Πέτρ. δ 8 «η αγάπη καλύπτει πλήθος αμαρτιών» (L). Αφετέρου η παραπάνω εκδοχή δεν συμφωνεί με την παραβολή που προηγήθηκε, διότι ο Ιησούς θα έπρεπε στο σ. 42 να ρωτήσει: ποιος από τους δύο τον αγαπούσε περισσότερο, ώστε με την αγάπη του να γίνει άξιος της άφεσης του χρέους του; Επιπλέον θα έπρεπε ο Κύριος στο δεύτερο μέρος του σ 47 να πει όχι «σε αυτόν όμως που λίγο αφήνεται, λίγο αγαπά» αλλά: σε εκείνον ο οποίος λίγο αγαπά, λίγο αφήνεται (g). Για τους λόγους αυτούς προτάθηκε και δεύτερη ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία το «σου λέω» δεν είναι παρενθετικό, αλλά αποτελεί την κύρια πρόταση (p) και θα ερμηνεύσουμε: Σου διακηρύττω, Σίμων, ότι οι αμαρτίες της έχουν συγχωρεθεί και αυτό πρέπει να το συμπεράνεις από το ότι αγάπησε πολύ (g). Ή, για αυτόν τον λόγο σου λέω, ότι οι πολλές της αμαρτίες συγχωρέθηκαν και λέω αυτό σε σένα, διότι αγάπησε πολύ και είσαι μάρτυρας αυτού. Ο Σίμων γνώριζε την μεγάλη αμαρτωλότητα της γυναίκας, ήταν επίσης και μάρτυρας της αγάπης της και της ευλάβειάς της, αλλά και είχε παραδεχτεί την αρχή, ότι η άφεση πολλού χρέους προκαλεί μεγάλη αγάπη. Φυσικό λοιπόν ήταν ο Κύριος απευθυνόμενος προς τον Σίμωνα να μιλήσει σε αυτόν έτσι (p).
(3) Αυτός που έχει την ιδέα, ότι διέπραξε λίγα άξια συγχώρησης και συνεπώς για λίγα δόθηκε σε αυτόν η άφεση, λίγο αγαπά. Αυτό λέγεται σε αναφορά με αυτόν τον ίδιο τον Σίμωνα (p). Ω Φαρισαίε· λίγο αγαπάς, διότι λίγο υποθέτεις ότι σου συγχωρέθηκε. Όχι διότι για λίγα δίνεται η συγχώρεση, αλλά διότι εσύ νομίζεις ότι είναι λίγο αυτό το οποίο συγχωρείται (Αυγουστίνος, Sermo 99).
(4) «Το είπε αυτό ελέγχοντας τον Σίμωνα» (Ζ). «Επειδή είπες, Σίμων, ότι δεν είμαι προφήτης αφού δεν κατάλαβα ότι αυτή ήταν αμαρτωλή, να, αποκαλύπτω όσα είναι στην καρδιά σου, για να μάθεις, ότι όπως ακριβώς ξέρω τα δικά σου τα οποία κρύβεις, πολύ περισσότερο τα δικά της, τα οποία και πολλοί άλλοι τα ξέρουν» (Θφ).
7.48 εἶπεν δὲ αὐτῇ, ᾽Αφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι(1).
48 Και στη γυναίκα είπε: «Οι αμαρτίες σου συγχωρήθηκαν».
(1) «Είπε σε αυτήν αυτό, για να πληροφορηθεί» (Ζ), αναγγέλλοντας σε αυτήν ως τετελεσμένο ήδη γεγονός την άφεση. Αφέωνται=είναι συγχωρεμένες (δ). Ο Παρακείμενος φανερώνει ότι οι αμαρτίες της είναι συγχωρεμένες και παραμένουν συγχωρεμένες. Δες Λουκ. ε 20. Δεν σημαίνει ότι οι αμαρτίες είχαν ήδη συγχωρεθεί πριν και ότι ο Ιησούς τώρα επιβεβαιώνει το γεγονός αυτό (L) αλλά ότι κατά τη στιγμή αυτή έχουν πλέον συγχωρεθεί. Και στο τραπέζι ακόμη, την ώρα του φαγητού ο Σωτήρας χρησιμοποιεί την εξουσία της άφεσης, για να επιβεβαιώνεται ότι και οι μεγαλύτεροι αμαρτωλοί συχνά μεταβάλλονται σε πάρα πολύ ευρύχωρα αγγεία χάριτος και ελέους (b).
7.49 καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, Τίς οὗτός ἐστιν(1) ὃς καὶ(2) ἁμαρτίας ἀφίησιν(3);
49 Όσοι κάθονταν μαζί με τον Ιησού στο τραπέζι άρχισαν να λένε μεταξύ τους: «Ποιος είναι αυτός που ακόμη και αμαρτίες συγχωρεί;»
(1) Απάντηση: Είναι ο υιός του ανθρώπου (b).
(2) Το και=Ακόμη και αμαρτίες (p)· ο οποίος προχωρεί τόσο πολύ στις αξιώσεις του, ώστε ακόμη και αμαρτίες να συγχωρεί.
(3) «Αυτό το είπαν και άλλοι, όταν θεράπευσε τον παραλυτικό» (Ζ). Αλλά εδώ η έκπληξη και ο σκανδαλισμός των παρισταμένων ήταν δυνατόν να είναι μεγαλύτερος. Διότι ο Ιησούς δεν διεκδικεί μόνο την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες, αλλά θεωρεί την σε αυτόν και στο πρόσωπό του εκδηλούμενη ευλάβεια της γυναίκας, σαν να απευθύνεται προς τον Θεό (L)
7.50 εἶπεν δὲ(1) πρὸς τὴν γυναῖκα, ῾Η πίστις σου(2) σέσωκέν σε· πορεύου εἰς εἰρήνην(3).
50 Μετά ο Ιησούς είπε στη γυναίκα: «Η πίστη σου σ’ έσωσε· πήγαινε στο καλό».
(1) Το δε (αντιθετικό=αλλά) υποδηλώνει ότι ο Ιησούς μπήκε στις σκέψεις εκείνων, αλλά δεν έκρινε άξιο να συζητήσει μαζί τους, όπως συζήτησε μαζί με τον Σίμωνα (L). Με αυτό όμως που λέει στη γυναίκα, απαντά έμμεσα και προς αυτούς βεβαιώνοντας ότι η πίστη της την απάλλαξε από τις αμαρτίες της (p). «Δεν είπε· Γυναίκα, εγώ σε σώζω… αλλά η πίστη σου» (Θφ).
(2) Η πίστη ότι ο Ιησούς μπορούσε και είχε την εξουσία να δώσει σε αυτήν την άφεση (L).
(3) Πήγαινε σε διαρκή κατάσταση ειρήνης (p), ειρηνεύοντας τώρα και απολαμβάνοντας αυτήν (g). «Αυτό όμως σημαίνει και το «μην αμαρτάνεις πλέον»» (Σχ.), εφόσον με την επιστροφή στην αμαρτία χάνεται η ειρήνη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Στίχ. 1-3.Οι γυναίκες που διακονούσαν τον Κύριο.
8.1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ καθεξῆς(1) καὶ αὐτὸς διώδευεν(2) κατὰ πόλιν καὶ κώμην(3) κηρύσσων(4) καὶ εὐαγγελιζόμενος(5) τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ(6), καὶ οἱ δώδεκα σὺν αὐτῷ(7),
1 Λίγον καιρό αργότερα ο Ιησούς περιόδευε από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό, κηρύττοντας και φέρνοντας το χαρμόσυνο άγγελμα της βασιλείας του Θεού. Μαζί του ήταν και οι δώδεκα μαθητές του,
(1) Εξυπακούεται: χρόνο.
(2) Διώδευε=διερχόταν· λέξη του μεταγενέστερου ελληνισμού που συναντιέται και στους Ο΄(δ). Σημαίνει τρόπο ταξιδιού αργό και συνεχή (g). Ο Κύριος είχε καταστήσει διαρκές και κύριο έργο του το κήρυγμα. Και ασκούσε το έργο αυτό ακαταπόνητα, μη περιοριζόμενος σε έναν τόπο, αλλά περιοδεύοντας και ξεχύνοντας έτσι παντού τις ζωογόνες ακτίνες της φωτεινής διδασκαλίας του.
(3) =μία προς μία, κάθε πόλη και χωριό της Γαλιλαίας (δ). Δεν αρκούνταν να κηρύττει στις περισσότερο ή λιγότερο πολυάνθρωπες πόλεις, αλλά επισκεπτόταν και τα χωριά διδάσκοντας εκεί και τους κατοίκους της υπαίθρου, που ήταν περισσότερο απλοί και άπλαστοι από αυτούς που ζούσαν στις πόλεις.
(4) Το κηρύσσω και διδάσκω είναι το γενικό, ενώ το ευαγγελίζομαι το ειδικό με τη χριστιανική έννοια (δ).
(5) Αναγγέλλοντας την αγαθή είδηση της βασιλείας. Το ευαγγελίζομαι προσθέτει στο κηρύσσω την ιδέα της διακήρυξης της χάρης ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό των διδασκαλιών του Κυρίου (g). Το να διακηρύττει στους ανθρώπους ότι έφτασε ο καιρός να συμφιλιωθούν με το Θεό και ότι τώρα με την επιστροφή τους στο Θεό θα τύχαιναν της ιδιαίτερης προστασίας του Θεού και θα γίνονταν παιδιά του, ήταν μήνυμα εξόχως χαρμόσυνο.
(6) Το «την βασιλεία του Θεού» σημαίνει την στον κόσμο σύσταση της εκκλησίας του, η οποία είναι επέκταση της βασιλείας του Θεού (δ).
(7) «Τον συνόδευαν και οι δώδεκα μαθητές που δεν δίδασκαν ούτε κήρυτταν, αλλά μαθήτευαν κοντά του και διδάσκονταν από όσα και έκανε και από όσα έλεγε» (Θφ).
8.2 καὶ γυναῖκές τινες αἳ ἦσαν τεθεραπευμέναι ἀπὸ πνευμάτων πονηρῶν καὶ ἀσθενειῶν(1), Μαρία ἡ καλουμένη Μαγδαληνή(2), ἀφ᾽ ἣς δαιμόνια ἑπτὰ(3) ἐξεληλύθει,
2 καθώς και μερικές γυναίκες, που είχαν θεραπευτεί από αρρώστιες και βάσανα, από δαιμονικά πνεύματα και ασθένειες. Αυτές ήταν η Μαρία, που ονομαζόταν Μαγδαληνή, απ’ την οποία ο Ιησούς είχε βγάλει εφτά δαιμόνια,
(1) Δεν μπορούμε να πούμε πόσες από τις γυναίκες αυτές είχαν απαλλαχτεί από δαιμόνια. Ίσως μόνο η Μαρία η Μαγδαληνή, ενώ οι άλλες είχαν θεραπευτεί από ασθένειες (p). «Επειδή δηλαδή ευεργετήθηκαν οι γυναίκες αυτές, δεν απομακρύνθηκαν από αυτόν» (Ζ).
(2) Μαγδαληνή πιθανώς επειδή καταγόταν από τα Μάγδαλα, χωριό που δεν ονομάζεται στην Κ.Δ., διότι η ορθή γραφή στο Ματθ. ιε 39 είναι σύμφωνα με τους νεότερους Μαγαδάν (p).
(3) «Το «δαιμόνια επτά» κάποιοι το ερμήνευσαν αντί για το «πολλά». Διότι συνήθιζαν οι Εβραίοι να λένε επτά τα πολλά» (Ζ). Το γεγονός αυτό αναφέρεται και στο Μάρκ. ιστ 9. Τίποτα ενδεικτικό δεν υπάρχει, ότι οι δαιμονισμένοι γενικά ή η Μαρία ιδιαιτέρως, είχαν ζήσει βίο ειδικά ανήθικο ή αμαρτωλό. Και το γεγονός ότι κανένα όνομα δεν δίνεται στην αμαρτωλή του προηγούμενου κεφαλαίου, ενώ εδώ η Μαγδαληνή εισάγεται ως τελείως νέο πρόσωπο, είναι εναντίον της ταύτισης της αμαρτωλής γυναίκας και της Μαγδαληνής, όπως αναφέρει μεταγενέστερη παράδοση της ρωμαϊκής εκκλησίας. Επιπλέον τέτοια δοκιμασία και μάστιγα, όπως η βίαιη δαιμονοληψία, είναι σχεδόν ασυμβίβαστη με το άθλιο επάγγελμα της πόρνης. Εάν ο Λουκάς ήθελε να σημάνει ότι η αμαρτωλή ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, θα το έπραττε σαφέστερα. Εάν πάλι ήθελε να αποκρύψει το γεγονός αυτό, δεν θα παρέθετε τόσο κοντά τις δύο αυτές περικοπές. Η αμαρτωλή, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία της Βηθανίας είναι τρία διαφορετικά πρόσωπα που διακρίνονται μεταξύ τους (p).
8.3 καὶ ᾽Ιωάννα(1) γυνὴ Χουζᾶ(2) ἐπιτρόπου(3) ῾Ηρῴδου(4) καὶ Σουσάννα(5) καὶ ἕτεραι πολλαί, αἵτινες διηκόνουν(6) αὐτοῖς ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς(7).
3 η Ιωάννα η γυναίκα του Χουζά, αξιωματούχου του Ηρώδη, η Σουσάννα και άλλες πολλές, που χρησιμοποιούσαν τα υπάρχοντά τους για να υπηρετούν τον Ιησού.
(1) Η Ιωάννα ή σύμφωνα με άλλη γραφή Ιωάνα αναφέρεται πάλι μαζί με την Μαρία Μαγδαληνή στο Λουκ. κδ 10. Όλα όσα γνωρίζουμε για αυτήν περιλαμβάνονται στα 2 αυτά χωρία (p). Όνομα σπάνιο τόσο, όσο συνηθισμένο ήταν το Ιωάννης. Δεν συναντιέται στον Ιώσηπο (L).
(2) Χουζά είναι όνομα αραμαϊκό, που συναντιέται στις επιγραφές των Ναυατέων (L).
(3) «Επίτροπο του Ηρώδη να εννοήσεις τον φροντιστή και οικονόμο των πραγμάτων του» (Ζ).
(4) Πιθανώς του Ηρώδη του Αντίπα (p). Μήπως ήταν ο βασιλικός, του οποίου ο Ιησούς είχε θεραπεύσει τον γιο (Ιω. δ) και ο οποίος είχε πιστέψει με όλο το σπίτι του; (g). Εάν δεχτούμε αυτό, ήταν πλέον φυσικό ο βασιλικός να επέτρεπε στη σύζυγό του, να ακολουθεί τον Χριστό (p).
(5) Για την Σουσάννα τίποτα άλλο δεν ξέρουμε από την Κ.Δ., ούτε για τις άλλες γυναίκες, εκτός από το ότι οι στο Μάρκ. ιε 40 αναφερόμενες Μαρία, η μητέρα Ιακώβου και Ιωσή, και η Σαλώμη περιλαμβάνονταν μεταξύ τους (p).
(6) Διακονώ εδώ σημαίνει: υπηρετώ με χρηματική εισφορά, όπως στο Ρωμ. ιε 25, αλλά και με προσωπική υπηρεσία και φροντίδα, σαν αυτή που είχε ανάγκη ο περιοδεύων αυτός όμιλος (g).
(7) «Υπηρετούσαν τον Κύριο από τα υπάρχοντά τους και όχι από ξένα χρήματα και αδικίες όπως πολλοί» (Θφ). Εξαρτούσε τον εαυτό του για τη συντήρησή του και των μαθητών του από την καθημερινή γενναιοδωρία των ευσεβών αυτών γυναικών, την ώρα που κατείχε δύναμη δημιουργική, με την οποία πολλαπλασίασε τους 5 άρτους και τα 2 ψάρια, ώστε να χορτάσει με αυτά τους πέντε χιλιάδες. Εκείνος ο οποίος συντηρούσε την πνευματική ζωή του λαού του, δεν απαξίωνε να συντηρείται από αυτόν σωματικά. Δεν δοκίμαζε ντροπή για να συγκαταβαίνει σε τόσο βαθιά φτώχεια, ώστε να ζει από τις ελεημοσύνες της αγάπης. Μόνο τους άλλους έτρεφε με θαύματα. Αυτός συντηρούνταν και ζούσε από την αγάπη του λαού του (ο). Πρόσφεραν για την συντήρηση του Σωτήρα και των μαθητών του, οι οποίοι επιβίωναν έτσι από το έλεος των ευσεβών και πιστών, για να έχουν ελεύθερο χρόνο για το έργο του κηρύγματος και τη σωτηρία των ανθρώπων (δ). Παρόλο που ο Κύριος ήταν πλούσιος, πτώχευσε για μας μέχρι σημείου ώστε να επιζεί με ελεημοσύνες. Η περίπτωση αυτή μαρτυρεί, πόσο άσημη υπήρξε η θέση και κατάσταση, την οποία ο Κύριος αποδέχτηκε και πόσο μεγάλη υπήρξε η συγκατάβαση και ταπείνωσή του, ώστε να δέχεται για συντήρηση αυτού και των Αποστόλων ελεημοσύνες από γυναίκες. Είναι αξιοσημείωτο παρ’ όλα αυτά, ότι ο Κύριος προτιμά να συντηρείται με τις εισφορές φίλων και γνωστών παρά να γίνεται βάρος στους άγνωστους των πόλεων και χωριών, τα οποία περιόδευε κηρύττοντας. Αυτό εννοείται, δεν μειώνει την υποχρέωση εκείνων, οι οποίοι διδάσκονται τον λόγο του Θεού, από το να εισφέρουν για συντήρηση των διδασκάλων τους.
Στίχ. 4-15. Η παραβολή του σπορέως.
8.4 Συνιόντος δὲ ὄχλου πολλοῦ(1) καὶ τῶν κατὰ πόλιν ἐπιπορευομένων πρὸς αὐτὸν(2) εἶπεν διὰ παραβολῆς(3)
4 Όταν συγκεντρώθηκε κοντά στον Ιησού πολύς κόσμος, που έρχονταν από διάφορες πόλεις, εκείνος τους είπε μια παραβολή:
(1) =Επειδή μαζευόταν όχλος πολύς (δ). Ή, είναι χρονική μετοχή=Και ενώ μαζευόταν.
(2) Από πού μαζευόταν ο πολύς όχλος; Αυτό το εξηγεί η δεύτερη μετοχή επιπορευομένων= και επειδή από κάθε πόλη πορεύονταν, έρχονταν προς αυτόν πάντοτε νέοι ακροατές (δ).
(3) «Οι παραβολές είναι κάτι σαν εικόνες πραγμάτων όχι ορατών, αλλά νοερών μάλλον και πνευματικών. Αυτό δηλαδή που δεν μπορεί να το δει κάποιος με τα σωματικά μάτια, αυτό το δείχνει η παραβολή με τα διανοητικά μάτια, και με τα πράγματα που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις και κατά κάποιο τρόπο είναι απτά, απεικονίζει καλά τα νοητά που δεν φαίνονται καλά» (Κ). Παρέθεσε ήδη ο Λουκάς παραδείγματα διάφορα διδασκαλίας με παραβολές (ε 36-39,στ 39, 41-44,47-49,ζ 41,42), αλλά αυτές είναι σύντομες και λέγονται επεισοδιακά. Οι παραβολές τώρα γίνονται συνηθέστερες και περισσότερο επεξεργασμένες στη διδασκαλία του Σωτήρα. Αυτό γίνεται ευνόητο, όταν λάβουμε υπ’ όψη τα χαρακτηριστικά των παραβολών. Έχουν την διπλή ιδιότητα να αποκαλύπτουν, αλλά και να αποκρύπτουν. Αποσαφηνίζουν την αλήθεια σε αυτούς που είναι δεκτικοί αυτής, δεν διδάσκουν όμως, παρόλο που είναι δυνατόν να τους προκαλούν κάποια εντύπωση, τους αμελείς και απρόθυμους. Όσο λοιπόν η εχθρότητα προς την διδασκαλία του αύξανε, ο Ιησούς προτιμούσε την χρήση παραβολών, με τις οποίες δίδασκε τους μαθητές, χωρίς να δίνει λαβή ή ευκαιρίες στους εχθρούς του (p).
8.5 ᾽Εξῆλθεν(1) ὁ σπείρων(2) τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον(3) αὐτοῦ(4) καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν(5) ὃ μὲν ἔπεσεν παρὰ τὴν ὁδόν(6), καὶ κατεπατήθη(7) καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό.
5 «Βγήκε ο σποριάς για να σπείρει το σπόρο του· καθώς έσπερνε, μερικοί σπόροι έπεσαν στο δρόμο, όπου καταπατήθηκαν και τους έφαγαν τα πουλιά.
(1) Δες Ματθ. ιγ 1-9 και Μάρκ. δ 1-9 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Αξιοσημείωτη: «Αυτός που σπέρνει. Αυτός που πάντα σπέρνει. Διότι δεν παύει ο υιός του Θεού να σπέρνει πάντοτε στις ψυχές μας. Διότι όχι μόνο όταν διδάσκει, αλλά και με την ίδια την Δημιουργία, και με αυτά που κάθε μέρα γίνονται σε μας, σπέρνει τις ψυχές μας τα αγαθά σπέρματα» (Θφ).
(3) Αυτό προσθέτει ο Λουκάς, για να ορίσει πιο κάτω αυτόν στην εξήγηση, ως τον θείο λόγο. Δες πιο κάτω στίχο 11 (δ).
(4) Αξιοσημείωτα τα επόμενα: «Διότι ο λόγος της διδασκαλίας ήταν δικός του και όχι ξένος. Διότι οι μεν προφήτες, όσα έλεγαν δεν τα έλεγαν ως δικά τους, αλλά ήταν του πνεύματος. Για αυτό έλεγαν, Αυτά λέει ο Κύριος. Ενώ ο Χριστός είχε δικό του τον σπόρο. Για αυτό δεν έλεγε, όταν δίδασκε, ότι Αυτά λέει ο Κύριος, αλλά Εγώ σας λέω» (Θφ). «Διότι δεν δανείζεται λόγο, αφού είναι από τη φύση του ο Λόγος του Θεού. Δεν ήταν πλέον προσωπικός σπόρος του Παύλου ούτε του Ιωάννη ούτε κάποιου άλλου από τους Αποστόλους ή τους Προφήτες, αλλά ήταν μεν σπόρος, αλλά δεν ήταν δικός τους, αλλά τον έχουν επειδή τον πήραν. Ο Χριστός όμως έχει δικό του σπόρο, αφού προσφέρει την διδασκαλία από τη δική του φύση» (Τίτος Βόστρων).
(5) Το «Αυτόν» αναφέρεται στον σποριά και όχι στον σπόρο, ο οποίος ξαναεμφανίζεται με το ουδέτερο «ο» όπως στο Μάρκο (L).
(6) Όχι κατά μήκος του δρόμου, αλλά κοντά στο δρόμο· παράπλευρα στο δρόμο. Έπεσε στον αγρό, αλλά τόσο κοντά στο δρόμο, ώστε πατήθηκε από τους περαστικούς (p).
(7) Στο στίχο αυτό ο Λουκάς έχει 3 χαρακτηριστικά που λείπουν από τους άλλους δύο συνοπτικούς· δηλαδή τον σπόρο, και κατεπατήθη, του ουρανού (p). Σε αυτό λοιπόν το πρώτο έδαφος, δύο αιτίες εξωτερικές, από τις οποίες η μία συμπληρώνει το καταστρεπτικό έργο της άλλης, καταστρέφουν τον σπόρο (g). Αυτοί που καταπατούν τον σπόρο είναι η μία και τα πετεινά του ουρανού, που κατατρώνε τον σπόρο, είναι η άλλη.
8.6 καὶ ἕτερον κατέπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν(1), καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα(2).
6 Άλλοι έπεσαν στις πέτρες και, όταν φύτρωσαν, ξεράθηκαν, γιατί δεν είχε υγρασία.
(1) Ονομάζει έτσι, ό,τι ο μεν Μάρκος ονόμασε το πετρώδες, ενώ ο Ματθαίος τα πετρώδη (p).
(2) Ικμάδα, δηλαδή υγρασία (δ). Η λέξη στην παραβολή είναι χαρακτηριστική του Λουκά (L). Στο δεύτερο έδαφος την καταστροφή συντελεί μία αιτία εξωτερική (ο ήλιος) και μία εσωτερική (η έλλειψη υγρασίας) (g).
8.7 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν(1), καὶ συμφυεῖσαι(2) αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό.
7 Άλλοι σπόροι έπεσαν ανάμεσα σε αγκάθια και, όταν αυτά φύτρωσαν μαζί τους, τους έπνιξαν.
(1) Ή, ανάμεσα στα αγκάθια που είχαν φυτρώσει ήδη και ήταν ορατά, οπότε θα εξηγήσουμε το συμφυεῖσαι: αυξήθηκαν μαζί (L). Ή, πιο σωστά, ανάμεσα σε έδαφος που είχε σπέρματα αγκαθιών.
(2) Λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ. Στους Ο΄ υπάρχει μόνο στο Σοφ. Σολομ. ιγ 13. Στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη είναι μεταβατικό=προκαλώ το να φυτρώσουν μαζί. Στο συμφυεῖσαι αντιστοιχεί το ανέβησαν αι άκανθαι του Ματθαίου και του Μάρκου, και η φράση αυτή σχεδόν υπονοεί, ότι όταν έπεσε ο σπόρος, τα αγκάθια δεν ήταν ακόμη ορατά, αλλά φύτρωσαν μαζί με τον σπόρο (p). Στο τρίτο αυτό έδαφος την καταστροφή του σπόρου επέφερε μία και μόνη αιτία καθαρά εσωτερική (g).
8.8 καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν(1) τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησεν καρπὸν ἑκατονταπλασίονα(2). ταῦτα λέγων ἐφώνει(3). ῾Ο ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω(4).
8 Άλλοι όμως έπεσαν στο γόνιμο έδαφος, φύτρωσαν κι έδωσαν καρπό εκατό φορές περισσότερο». Αφού τα είπε όλα αυτά, πρόσθεσε με έμφαση: «Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει ας τα ακούει».
(1) Όχι απλώς στη γη, αλλά μέσα στο έδαφος (p).
(2) Ο Λουκάς αποσιωπά το τριάκοντα και εξήκοντα, το οποίο αναφέρουν οι άλλοι δύο συνοπτικοί και αρκείται στο μέγιστο της καρποφορίας (L).
(3) Φώναζε δυνατά. Σημαίνει ότι ύψωνε τη φωνή και τόνιζε τα ακόλουθα λόγια, με σκοπό να αφυπνίσει στους ακροατές την αίσθηση των θείων πραγμάτων, χωρίς την οποία η διδασκαλία του Κυρίου θα παρέμενε σε αυτούς άκαρπη (g).
(4) «Είναι δηλαδή φανερό, ότι μερικοί έχουν αυτιά καλύτερα, που μπορούν να ακούνε τα λόγια του Θεού. Σε αυτούς όμως που δεν έχουν εκείνα τα αυτιά, τι λέει: Όσοι είστε κουφοί, ακούστε, και οι τυφλοί, ξαναδείτε» (Β).
8.9 ᾽Επηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη(1) ἡ παραβολή αὕτη.
9 Οι μαθητές του τότε τον ρωτούσαν: «Τι σημαίνει η παραβολή αυτή;»
(1) Ποια είναι η παραβολή στην έννοιά της (p). Την ερώτηση αυτή προβάλλουν οι μαθητές δηλαδή ένας κύκλος ευρύτερος από τους 12 (L) που ζητούν να μάθουν «ποιος άραγε είναι ο σκοπός της παραβολής και που τελικά αποβλέπει το βάθος της παραβολής» (Κ). Οφείλουμε με ζήλο να ερευνούμε για να γνωρίσουμε το αληθινό πνεύμα και ολόκληρο το βάθος του θείου λόγου, τον οποίο ακούμε ή διαβάζουμε, ώστε να μην είμαστε ελλιπείς στη γνώση μας και πολύ περισσότερο να μην παραγνωρίζουμε και παρανοούμε την αλήθεια.
8.10 ὁ δὲ εἶπεν, ῾Υμῖν(1) δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς(2) ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσιν καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν(3).
10 Εκείνος τους απάντησε: «Σ’ εσάς έδωσε ο Θεός να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του, ενώ στους υπολοίπους αυτά δίνονται με παραβολές, ώστε να κοιτάζουν αλλά να μη βλέπουν και ν’ ακούνε αλλά να μην καταλαβαίνουν».
(1) «Σε εσάς που ζητάτε να μάθετε» (Θφ) και έχετε το ενδιαφέρον για αυτό.
(2) Στους άλλους οι οποίοι είναι έξω από τον κύκλο των μαθητών του Χριστού (p)· «σε αυτούς που δεν είναι άξιοι των μυστηρίων» (Θφ).
(3) Η απάντηση του Κυρίου περιέχεται εκτενέστερα στον Ματθαίο, ο οποίος παραθέτει και την προφητεία του Ησαΐου στο κεφ. στ, την οποία ο Λουκάς απλώς υπαινίσσεται. Ομοίως και ο Μάρκος εισάγει την προφητεία συνυφασμένη με τα λόγια του Ιησού. Σχεδόν όλοι οι νεότεροι ερμηνευτές βρίσκουν διαφορά έννοιας ανάμεσα στη διατύπωση του Ματθαίου από τη μία και στη διατύπωση των Μάρκου και Λουκά από την άλλη. Οι δύο αυτοί συνοπτικοί παρουσιάζουν τον Κύριο να μιλά με παραβολές με σκοπό να σκληρυνθεί ο λαός· ενώ σύμφωνα με τον Ματθαίο χρησιμοποιεί ο Κύριος τις παραβολές, επειδή ο λαός είναι ήδη σαρκικός και σκληρός. Είναι παρ’ όλα αυτά αμφίβολο εάν η διαφορά αυτή είναι πραγματική. Διότι και σύμφωνα με τον Ματθαίο ο Κύριος χρησιμοποιεί την με παραβολές διδασκαλία, διότι ο Ησαΐας προφήτευσε την σκλήρυνση των Ιουδαίων και πρέπει η προφητεία αυτή να εκπληρωθεί. Χρησιμοποιεί λοιπόν την παραβολή, για να συντελεστεί η σκλήρυνση του λαού. Ακριβώς όμως το ίδιο λένε και οι Μάρκος και Λουκάς (g). Δεν έχουν οι Ιουδαίοι διάνοια επιδεκτική της διδασκαλίας και για αυτό διδάσκονται με τρόπο που τους αποστερεί την γνώση της αλήθειας, παρόλο που ο τρόπος αυτός είναι διαφωτιστικός για εκείνους, οι οποίοι επιθυμούν να κατανοήσουν (p). Στην αποστέρηση όμως αυτή και απόκρυψη της διδασκαλίας από αυτούς τους ανεπίδεκτους, εκδηλώνεται και πάλι η θεία αγαθότητα. «Για να μην καταδικαστούν δηλαδή περισσότερο, επειδή, αφού πρώτα γνώρισαν τα μυστήρια, τα περιφρόνησαν, για αυτό το λόγο απέκρυψε ο Χριστός αυτά από αυτούς. Διότι αυτός που γνώρισε και έπειτα περιφρόνησε, είναι άξιος βαρύτερης τιμωρίας» (Θφ).
8.11 ῎Εστιν δὲ αὕτη ἡ παραβολή(1)· ῾Ο σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ θεοῦ(2).
11 «Η παραβολή αυτή σημαίνει το εξής: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού.
(1) Ή, η παραβολή=η έννοια, το νόημα της παραβολής, οπότε το ῎Εστι λέγεται με την κύρια έννοια, την συνδετική· ή, το ῎Εστι μπορούμε να το πάρουμε αντί για το «φανερώνει», και τότε η λέξη παραβολή έχει μπει με κυριολεκτική έννοια (δ).
(2) Την φράση ο λόγος του Θεού, που συναντιέται μία φορά στον Μάρκο (ζ 13) και στον Ιωάννη (ι 35), ο Λουκάς τη χρησιμοποιεί 4 φορές στο ευαγγέλιο και 12 στις Πράξεις. Σημαίνει άραγε ο λόγος, που προέρχεται από το Θεό, ή ο λόγος που μιλά για το Θεό; Πιο πιθανή η πρώτη εκδοχή (p). Οι καρδιές των ανθρώπων είναι το πνευματικό έδαφος και ο λόγος του Θεού είναι ο σπόρος. Οι καρδιές μας μπορούν να δεχτούν το λόγο και να παράγουν τους καρπούς του. Αλλά εάν ο λόγος δεν πέσει στις καρδιές μας, αυτές από μόνες τους δεν μπορούν να παράγουν κάποιο καρπό αξιόλογο. Η κύρια φροντίδα μας λοιπόν πρέπει να είναι να φέρουμε σε συνάντηση τον σπόρο και το έδαφος. Για ποιόν άλλο σκοπό έχουμε την αγία Γραφή, εάν όχι για να σπαρθεί; Και γιατί έχουμε το έδαφος στις καρδιές μας, εάν όχι για να καλλιεργηθεί αυτό με τη σπορά του λόγου; Ο λόγος του Θεού είναι μέρος της τροφής, την οποία ο ίδιος ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο, για να ζει με αυτήν. Είναι η πνευματική ενίσχυση, την οποία μας προμήθευσε για συντήρηση του μέσα μας πνευματικού συστατικού μας, της ψυχής, η οποία έχει ανάγκη να τρέφεται, όπως τρέφεται και το σώμα, με τροφή κατάλληλη και αρμόζουσα στη φύση μας. Μας δόθηκε ώστε μέσω αυτού να διδασκόμαστε τα σχετικά με το Θεό και τον πλησίον μας καθήκοντα, για να μας δείχνει από ποιο ύψος ξεπέσαμε με την αμαρτία και σε ποιο πάλι ύψος καλούμαστε να ανέβουμε με τα φτερά της πίστης και της αγάπης.
8.12 οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν(1) εἰσιν οἱ ἀκούσαντες(2), εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος(3) καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας(4) αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν(5).
12 Οι σπόροι που έπεσαν στο δρόμο, είναι εκείνοι που άκουσαν το λόγο του Θεού· έρχεται όμως ύστερα ο διάβολος και τον παίρνει απ’ τις καρδιές τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν.
(1) Η επιτυχία της σποράς εξαρτάται από τη φύση και την υγρότητα του εδάφους, από την διάθεση και ειλικρινή πρόθεση των καρδιών στο να δεχτούν το σπόρο. Ο λόγος του Θεού λοιπόν είναι για μας ό,τι και εμείς είμαστε για αυτόν. Είναι οσμή ζωής που φέρνει ζωή ή οσμή θανάτου που φέρνει θάνατο (Β Κορ. β 16).
(2) Το ακούσαντες αναφέρεται στο εξωτερικό όργανο της ακοής, όχι όμως και στην εσωτερική υποδοχή ή την πρόσληψη του λόγου από την καρδιά (ο).
(3) Ο Κύριος εδώ εξηγεί, τι σημαίνει η λέξη πετεινά, την οποία χρησιμοποιεί στην παραβολή ο Ματθαίος. Και αποτελεί αυτό ισχυρή απόδειξη για την ύπαρξη προσωπικού διαβόλου. Δεν λέει ο Κύριος, ότι τα πετεινά, που τρώνε τον σπόρο που έπεσε στο δρόμο είναι πειρασμοί απρόσωποι. Τονίζει ότι ο αντίπαλός μας είναι πρόσωπο (p).
(4) Έξω από την καρδιά τους· υπονοεί την μεγάλη δύναμη του διαβόλου (b). «Αλλά ας δούμε σαν ποια είναι η αιτία, για την οποία αρπάζονται αυτά που είναι στους δρόμους. Κάθε δρόμος είναι κάπως σκληρός και ακαλλιέργητος, επειδή πατιέται από τα πόδια όλων, και κανένα από τα σπέρματα δεν χώνεται μέσα σε αυτούς. Επομένως όσοι έχουν τον νου σκληρό, δεν μπαίνει μέσα τους κάποια θεία και ιερή νουθεσία, μέσω της οποία μπορούν να καρποφορούν τα καυχήματα της αρετής. Αυτοί έγιναν δρόμος πατημένος από τα ακάθαρτα πνεύματα και από τον ίδιο τον σατανά, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν ποτέ να παράγουν καρπούς άγιους, αφού έχουν στείρα και άγονη την καρδιά» (Κ). Η καρδιά σκληραίνει από τα αλλεπάλληλα πατήματα. Πολλή ανάμειξη και απρόσεκτη σχέση με τον κόσμο, πολλή οικειότητα με αυτόν καθιστούν απρόθυμη και ανεπίδεκτη την καρδιά στο να εγκολπωθεί στα βάθη της τον λόγο. Η καρδιά σκληραίνει όλο και περισσότερο, όσο εξακολουθεί να εμπνέεται από το πνεύμα του κόσμου και να παρασύρεται από τη ματαιότητα και τις επιθυμίες του.
(5) Σωζόμαστε από τον λόγο μέσω της πίστης (b). Ο λόγος του ευαγγελίου δεν θα είναι λόγος σωτήριος για μας παρά μόνο εάν είναι «αναμιγμένος με πίστη» (Εβρ. δ 2). Για αυτό ο σατανάς πράττει ό,τι μπορεί για να μας απομακρύνει από την πίστη είτε εμποδίζοντάς μας από το να κρύψουμε τον λόγο του Θεού στα βάθη των καρδιών μας, είτε εάν τον κρύψουμε προς το παρόν, συντελεί στο να τον ξεχάσουμε, είτε εάν τον θυμόμαστε, ενεργεί στο να δημιουργηθούν στη διάνοιά μας παρανοήσεις αυτού ή προκαταλήψεις που τον νοθεύουν, είτε τέλος αποσπά τη διάνοιά μας και κατευθύνει αυτήν προς κάτι άλλο. Όλα αυτά όμως ώστε να μην πιστέψουμε ποτέ και σωθούμε, για να μην πιστέψουμε ποτέ και χαρούμε την μόνιμη και ανέκφραστη χαρά του Πνεύματος, την ώρα που αυτός πιστεύει και φρίττει.
8.13 οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσιν μετὰ χαρᾶς δέχονται(1) τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ῥίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν(2) πιστεύουσιν καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται(3).
13 Οι σπόροι που έπεσαν στο πετρώδες έδαφος, είναι εκείνοι που, όταν ακούσουν το λόγο, τον δέχονται με χαρά, δεν έχουν όμως ρίζα· γι’ αυτό πιστεύουν για λίγο διάστημα και, όταν έρθει ο καιρός της δοκιμασίας, απομακρύνονται.
(1) Αυτό είναι η αρχή της πίστης (b).
(2) Η επανάληψη της λέξης καιρός προκαλεί εντύπωση. Επειδή κάθε ευκαιρία συνήθως διαρκεί μόνο για κάποιο σύντομο χρόνο, για αυτό το «καιρός» εδώ μπορεί να σημαίνει χρόνος σύντομης διάρκειας (p). Για λίγο διαρκεί ο ενθουσιασμός τους, μην αντέχοντας στην επίσης σύντομη διάρκεια του πειρασμού.
(3) «Πάλι υπάρχουν κάποιοι που έχουν την πίστη μέσα τους με αφέλεια, σαν να είναι απλά λόγια. Αυτοί έχουν την ευσέβεια χωρίς ρίζα. Διότι μπαίνοντας στις εκκλησίες χαίρονται μεν με το πλήθος των συγκεντρωμένων και με χαρά δέχονται τις ιερές τελετές· αλλά όχι μετά από εξέταση, αλλά από επιπόλαιη θέληση… Και αν μεν δεν περνούν δοκιμασίες τα πράγματα των Χριστιανών, διατηρούν εκείνοι την πίστη· όταν όμως θορυβηθούν από διωγμό, ο νους τους γίνεται φυγάς» (Κ). Οι πειρασμοί όμως μπορεί να προέρχονται όχι μόνο από τις δυσαρέσκειες του κόσμου, αλλά και από τα χαμόγελά του.
8.14 τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες(1), καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου(2) πορευόμενοι(3) συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσιν(4).
14 Αυτοί που έπεσαν στ’ αγκάθια, είναι εκείνοι που άκουσαν το λόγο, συμπορεύονται όμως με τις φροντίδες, με τον πλούτο και τις απολαύσεις της ζωής, πνίγονται απ’ αυτά και δεν καρποφορούν.
(1) Εάν η πρώτη τάξη, που εκπροσωπείται από τον σπόρο που έπεσε στο δρόμο, είναι οι κυριευμένοι από πλήρη θρησκευτική αναισθησία, που δεν αισθάνονται καμία λύπη για τις αμαρτίες τους και δεν φοβούνται την απειλητική καταδίκη· ενώ η δεύτερη είναι αυτοί που έχουν ελαφρές καρδιές, η τρίτη τάξη, την οποία εκπροσωπεί το τμήμα του σπόρου που έπεσε στα αγκάθια, είναι καρδιές σοβαρές, αλλά που περισπώνται και από τα εγκόσμια. Ζητούν την σωτηρία και αναγνωρίζουν την αξία του ευαγγελίου, αλλά θέλουν επίσης να απολαμβάνουν την γήινη καλοζωΐα και να εξασφαλίζουν στους εαυτούς τους βίο άνετο (g).
(2) Θα συνδέσουμε το ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου με το συμπνίγονται και όχι με το πορευόμενοι (p). Όχι «πορεύονται, δηλαδή ζουν με μέριμνες και πλούτο και ηδονές» (Ζ). Αλλά συμπνίγονται από τις μέριμνες και τον πλούτο και τις ηδονές του βίου, την ώρα που πορεύονται.
(3) Καθώς πορεύονται τον δρόμο της πίστης, καθώς αναπτύσσεται το σπέρμα το οποίο πήραν (δ). Η καταστροφή του σπόρου δεν έρχεται ούτε αιφνίδια, όπως στο πάτημά του στο δρόμο και στην αρπαγή του από τα πετεινά, ούτε ραγδαία όπως στην αποξήρανση του σπόρου που έπεσε στην πέτρα. Αλλά καταστρέφεται ο σπόρος την ώρα που οι άνθρωποι αυτής εδώ της κατηγορίας πορεύονται στο δρόμο της ζωής και πριν ακόμη φθάσουν στο τέλος της (p). Το σπέρμα το οποίο πήραν, αναπτύσσεται, αλλά δεν ωριμάζει (δ). Δεν σημειώνεται σε αυτούς κάποια αιφνίδια και ολοφάνερη αποστασία, αλλά γίνεται σε κάποιο βαθμό και πρόοδος (b). Ο σατανάς λοιπόν εργαζόμενος με ζήλο και επίμονα στο να εξουδετερώσει την επίδραση του λόγου στις καρδιές των ανθρώπων, συντελεί το έργο του σύμφωνα με την ποιότητα του εδάφους, στο οποίο θα πέσει ο λόγος αυτός. Προσπαθεί ευθύς εξ’ αρχής να εμποδίσει εξ’ ολοκλήρου την είσοδο του λόγου στην καρδιά των ακροατών. Όταν όμως δεν πετύχει αυτό, προσπαθεί να καταστήσει το έδαφος της καρδιάς ακατάλληλο για καρποφορία του λόγου. Επιτυγχάνει λοιπόν αυτό με την επιπολαιότητα, την οποία υποθάλπει στο εσωτερικό των ανθρώπων, ώστε να μην κατανοήσουν αυτοί επαρκώς και κατά βάθος την αλήθεια και με την δέουσα προσοχή να συγκρατήσουν αυτήν. Αφού πρόωρα φύτρωσε σε αυτούς ο σπόρος της αλήθειας, γρήγορα ξεραίνεται λόγω έλλειψης βαθιάς εκτίμησης των θείων. Αλλά μερικές φορές ο σατανάς αποτυγχάνει και στην προσπάθεια αυτή. Καταφεύγει τότε στα αγκάθια, στις μέριμνες, στην απάτη του πλούτου, στις ηδονές, τα οποία αυξάνουν μαζί με τον λόγο και τελικά τον συμπνίγουν. Αλίμονο! Τι ακούραστες προσπάθειες ο αδιάλλακτος αυτός εχθρός του Θεού και του ανθρώπου καταβάλλει για να απομακρύνει τους ανθρώπους από την αλήθεια και να καταστήσει αυτούς άθλιους και δυστυχείς αιωνίως! (ο).
(4) Δηλαδή δεν φέρνουν στο τέλος· δεν ωριμάζουν μέσα τους τον θείο λόγο (δ). Δεν φτάνει να φυτρώσει ο καρπός, αλλά πρέπει και να ωριμάσει πλήρως. Εάν δεν ωριμάσει, σχεδόν δεν διαφέρει καθόλου από αυτόν που δεν φύτρωσε. Για αυτό λοιπόν ακριβώς και οι άλλοι δύο συνοπτικοί χρησιμοποιούν προκειμένου και για τον σπόρο που έπεσε στα αγκάθια την φράση «άκαρπος γίνεται».
8.15 τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσιν(1) καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ(2).
15 Με το σπόρο που έπεσε στο γόνιμο έδαφος, εννοούνται όσοι άκουσαν το λόγο με καλή και αγαθή καρδιά, τον φυλάνε μέσα τους και καρποφορούν με υπομονή».
(1) Αφού άκουσαν τον λόγο, τον κατέχουν, τον φυλάνε με καρδιά καλή και αγαθή (δ). Το «ἐν καρδίᾳ» πρέπει να το συνδέσουμε μάλλον με το κατέχουσι παρά με το ακούσαντες (p). Αλλά και τα ακούσαντες και κατέχουσι πρέπει να τα πάρουμε ενωμένα διότι και τα δύο σημαίνουν το ίδιο πράγμα εδώ=το να ακούνε και να κατανοούν με τρόπο ώστε να κατέχουν αυτά που ακούνε και κατανοούνε, αποτελεί μία και την ίδια ενέργεια (g).
(2) Το «υπομονή» υπενθυμίζει τα πολυάριθμα εμπόδια, τα οποία έχει να υπερπηδήσει αυτός που κατέχει το σπόρο έως ότου αυτός φθάσει στην πλήρη ανάπτυξή του και καρποφορία (g). Σημείωσε 3 απλούς κανόνες σε σχέση με την ακρόαση του λόγου: α) Προσπάθεια διαρκής να ακούμε το κήρυγμα του ευαγγελίου με διάνοια ελεύθερη από προκατάληψη· β) Το κήρυγμα πρέπει να ακούγεται με πόθο να ωφεληθούμε από αυτό και γ) Το κήρυγμα πρέπει να ακούγεται με ταπεινή εξάρτηση από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο πρέπει να παρακαλούμε για να ανοίξει το νου μας για κατανόησή του και να κατανύξει τις καρδιές μας για υποδοχή του και πλούσια καρποφορία του. «Βλέπεις πώς είπε για αυτούς που σώζονται το «κατέχουν» και το «καρποφορούν» και το «με υπομονή» και με τα τρία αυτά διαχώρισε αυτούς από εκείνους οι οποίοι δεν κατέχουν, που είναι αυτοί στο δρόμο· από εκείνους που δεν καρποφορούν, που είναι αυτοί στα αγκάθια· από εκείνους που δεν υπομένουν έφοδο πειρασμού, που είναι αυτοί στην πέτρα» (Θφ). Κατέχουν αυτοί, όχι όπως εκείνοι στο δρόμο· καρποφορούν, όχι όπως εκείνοι στα αγκάθια· με υπομονή, όχι όπως εκείνοι στην πέτρα (b). Ο λόγος του Θεού πρέπει να ακούγεται με ειλικρίνεια, με ενδιαφέρον, με προσοχή, με πνεύμα ευλάβειας και προσευχής, και με απόφαση σταθερή να ζήσουμε σύμφωνα με αυτόν, οσοδήποτε και αν μας παρουσιάζεται να αντιτίθεται στις φυσικές κλίσεις της καρδιάς μας. Διαφορετικά όχι μόνο δεν φέρνει κανένα αγαθό αποτέλεσμα σε μας, αλλά γίνεται οσμή θανάτου που προκαλεί θάνατο (Β΄ Κορ. β 16)(ο).
Στίχ. 16-18. Το λυχνάρι και ο λυχνοστάτης.
8.16 Οὐδεὶς(1) δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει(2) ἢ ὑποκάτω κλίνης τίθησιν, ἀλλ᾽ ἐπὶ λυχνίας(3) επιτίθησιν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι βλέπωσιν τὸ φῶς(4).
16 «Κανένας όταν ανάβει το λυχνάρι δεν το καλύπτει με κάποιο σκεύος ούτε το βάζει κάτω απ’ το κρεβάτι. Το τοποθετεί πάνω στο λυχνοστάτη, για να βλέπουν το φως όσοι μπαίνουν στο σπίτι.
(1) Δες και Μάρκ. δ 21-25 και Ματθ. ε 14 και ι 26 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Η σύνδεση των σ. 16-18 με τα παραπάνω αναμφίβολα είναι η επόμενη: Αφού απάντησε ο Ιησούς στο ερώτημα των μαθητών (σ.9) και αφού εξήγησε σε αυτούς την παραβολή, άναψε φως σε αυτούς. Δεν πρέπει να κρύβουν αυτό, αλλά πρέπει να φροντίζουν ώστε με αυτό να φωτίζονται και οι άλλοι (p). Ο λόγος του Θεού είναι φως και το ότι αποκρύπτεται από τους πολλούς, είναι κάτι προσωρινό. Οι μαθητές λοιπόν, πρέπει να επωφεληθούν από το προνόμιό τους, διότι αλλιώς διατρέχουν τον κίνδυνο να ξεπέσουν από αυτό (L).
(2) Αντί για τη λέξη «σκεύει» στους άλλους δύο συνοπτικούς υπάρχει το πιο καθορισμένο «υπό τον μόδιον», το οποίο ο Λουκάς το έχει στο ια 33.
(3) Λυχνία ή λυχνίον ή λυχνείον, είναι ο λυχνοστάτης, πάνω στον οποίο τοποθετείται το αναμμένο λυχνάρι (p).
(4) Οι διάκονοι του λόγου, στους οποίους είναι εμπιστευμένο το ευαγγέλιο, αλλά και οι ακροατές, που ωφελήθηκαν από την ακρόαση του λόγου, όλοι αυτοί οι οποίοι καταρτίστηκαν για να ωφελούν και άλλους, πρέπει να θεωρούν τους εαυτούς τους ως λυχνάρια που άναψαν. Οι διάκονοι του λόγου κηρύττοντας επίσημα και με κύρος, οι απλοί άνθρωποι που ωφελήθηκαν από το λόγο με συζητήσεις φιλικές που διεξάγονται με αδελφική οικειότητα, οφείλουν να ξεχύνουν στο περιβάλλον τους το φως.
8.17 οὐ(1) γάρ ἐστιν κρυπτὸν ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται, οὐδὲ ἀπόκρυφον ὃ οὐ γνωσθήσεται καὶ εἰς φανερὸν ἔλθῃ(2).
17 Δεν υπάρχει τίποτε κρυφό που δε θα γίνει φανερό και τίποτε μυστικό που δε θα μαθευτεί και δε θα έρθει στο φως.
(1) Είναι αξιοσημείωτος ο ποιητικός ρυθμός και παραλληλισμός του σ. (p). Η έννοιά του: Η διδασκαλία του Ιησού δεν θα παραμείνει κρυμμένη και αγνοημένη. Δες και Λουκ. ιβ 3. Ό,τι ο Ιησούς λέει τώρα ανάμεσα στους τοίχους ενός δωματίου θα δημοσιευτεί μια μέρα από το ύψος των δωμάτων. Αλλά από ποιους άλλους, παρά από τους μαθητές; (g). Δες τις σημειώσεις στο Μάρκ. δ 22.
(2) «Λέγοντας αυτά, τούς οδηγεί να ζουν με ακρίβεια, διδάσκοντας να έχουν αγωνία διότι βρίσκονται κάτω από τα μάτια όλων και αγωνίζονται στη μέση του θεάτρου της οικουμένης. Μη δηλαδή δείτε αυτό, λέει, ότι τώρα καθόμαστε εδώ και είμαστε σε μια μικρή γωνιά· διότι θα γίνετε ολοφάνεροι σε όλους» (Χ). Ό,τι ο διδάσκαλος σάς εμπιστεύτηκε κατ’ ιδίαν, πρέπει να γίνει ολοφάνερο από σας. Διότι ο διδάσκαλος δεν σας έδωσε τα τάλαντα, για να τα θάψετε, αλλά για να τα πολλαπλασιάσετε. Ό,τι τώρα είναι κρυφό, ας γίνει φανερό από εσάς. Διότι ούτως ή άλλως αυτό θα φανερωθεί. Και εάν δεν φανερωθεί από εσάς, θα φανερωθεί εις βάρος σας, διότι θα γίνει συγχρόνως φανερός ο δόλος ή η νωθρότητά σας.
8.18 βλέπετε οὖν(1) πῶς ἀκούετε· ὃς γὰρ εάν ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῷ(2), καὶ ὃς εάν μὴ ἔχῃ(3), καὶ ὃ δοκεῖ(4) ἔχειν ἀρθήσεται(5) ἀπ᾽ αὐτοῦ(6).
18 Προσέξτε λοιπόν καλά αυτά που ακούτε, γιατί όποιος έχει θα του δοθεί, και όποιος δεν έχει, κι αυτό που νομίζει ότι έχει θα του αφαιρεθεί».
(1) Επειδή η διδασκαλία που πήρατε, πρέπει να παραδοθεί σε όλους και να γίνει γνωστή σε αυτούς, για αυτό λοιπόν (p), «να εξετάζετε πώς ακούτε· να προσέχετε πώς ακούτε όσα λέω. Διότι πρέπει να τα ακούτε με σπουδαιότητα και επιμέλεια… διότι είναι υψηλά και δεν λέγονται τυχαία» (Ζ). Για να μεταδώσει κάποιος καλά τέτοια διδασκαλία, όπως αυτή του Ιησού, πρέπει να την έχει ακούσει καλά, δηλαδή να την κάνει δική του όχι μόνο με τη διάνοια, αλλά και με την καρδιά και την συνείδηση. Σε αυτόν λοιπόν τον αληθινό τρόπο της ακρόασης, αναφέρεται τοι «πώς».
(2) Οποιοσδήποτε υποδέχεται με προθυμία και από καρδιάς τον λόγο, γίνεται άξιος και ικανός να πάρει περισσότερη γνώση και φωτισμό (p). «Εσείς λοιπόν, μαθητές μου, εάν έχετε προσοχή και ζήλο, θα σας δοθεί περισσότερη χάρη από το Θεό» (Θφ).
(3) Εκεί όπου δεν υπάρχει προθυμία για υποδοχή, προσοικείωση και αφομοίωση του λόγου, όχι μόνο ανακόπτεται η περαιτέρω πρόοδος, αλλά χάνει κάποιος ολοένα και περισσότερο εκείνο που είχε (g). «Αυτός όμως που δεν έχει ζήλο και προσοχή, και αυτό το χάρισμα που φαίνεται ότι έχει από το Θεό, με την αμέλειά του το σβήνει και το χάνει» (Θφ).
(4) Το ὃ δοκεῖ ἔχειν= εκείνο, που αυταπατώμενος νομίζει ότι έχει (p). Το χάρισμα, που χάνεται, ήταν φαινομενικό χάρισμα και ουδέποτε αυτός που το χάνει, το είχε πραγματικά. Και οι Χριστιανοί που δεν χρησιμοποιούν τον φωτισμό της θρησκείας του ευαγγελίου, δεν είναι και πραγματικοί τέτοιοι, οπότε είναι επόμενο να ξεπέσουν και να απομακρυνθούν από αυτήν. «Από μας βγήκαν, αλλά δεν ήταν από εμάς» (Α΄Ιω. β 19).
(5) Θα αφαιρεθεί από αυτόν. Η καταστροφή αυτή μπορεί να λάβει χώρα σε οποιονδήποτε χρόνο της παρούσας ζωής ή και μπορεί να αναβληθεί μέχρι και την ίδια την τελευταία στιγμή, κατά την οποία πρόκειται να επέλθει ο θάνατος. Με αλάνθαστη όμως βεβαιότητα μπορεί να λεχθεί, ότι η τρομερή αυτή απειλή πραγματοποιείται σε οποιονδήποτε, ο οποίος καταχράται το έλεος και τα προνόμια που του έδωσε ο Θεός, ώστε να τα χρησιμοποιήσει για σωτηρία του (ο).
(6) Θα αφαιρεθεί από αυτόν και θα κατανοήσει την πνευματική του γύμνωση, αφού θα αφαιρεθεί από τα ίδια τα πράγματα, η δόξα και η υπερηφάνειά του (δ). Τάλαντο που χώνεται και θάβεται, θα χαθεί. Παραμένει αχρησιμοποίητο και ανώφελο όχι μόνο για τους άλλους, αλλά και για αυτόν τον ίδιο, στον οποίο ο Θεός εμπιστεύτηκε αυτό.
Στίχ. 19-21. Μητέρα και αδελφοί του Κυρίου.
8.19 Παρεγένετο(1) δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠδύναντο συντυχεῖν(2) αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον(3).
19 Ήρθαν τότε να συναντήσουν τον Ιησού η μητέρα του και τ’ αδέρφια του, δεν μπορούσαν όμως να τον πλησιάσουν από τον πολύ κόσμο.
(1) Δες Ματθ. ιβ 46-50 και Μάρκ. γ 31-35 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Υπάρχει και η γραφή παρεγένετο (σε ενικό δηλ.)=Γράφοντας ο Λουκάς είχε στο νου κυρίως την μητέρα του Ιησού (p).
(2) Το συντυγχάνω σημαίνει πρώτον συναντώ και έπειτα και συνομιλώ· εδώ και τα δύο (δ).
(3) Η λέξη προκαλεί κάποια έκπληξη διότι τα προηγούμενα λέχθηκαν ιδιαιτέρως μαζί με τους μαθητές (L). Συμφωνεί όμως αυτό με την αφήγηση του Μάρκου, ο οποίος σε αυτήν την περίπτωση παρουσιάζει τον Κύριο σε σπίτι, όπου μαζεύτηκε τόσος όχλος, «ώστε να μην μπορούν ούτε ψωμί να φάνε» (Μάρκ. γ 20). Και αποδεικνύεται από αυτό, ότι ούτε οι Ματθαίος και Μάρκος που τοποθετούν το επεισόδιο πριν την παραβολή του σποριά, ούτε ο Λουκάς που τοποθετεί αυτό μετά από αυτήν, είχαν πρόθεση να καθορίσουν με ακρίβεια το χρόνο, κατά τον οποίο έγινε αυτό.
8.20 και ἀπηγγέλη δὲ αὐτῷ λεγόντων(1), ῾Η μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ἰδεῖν σε θέλοντές(2).
20 Τον ειδοποίησαν λοιπόν: «Η μητέρα σου και τ’ αδέρφια σου στέκονται έξω και θέλουν να σε δουν».
(1) «Έλεγαν αυτοί που έκαναν την αναγγελία» (Ζ).
(2) Θέλουν να σε δουν, για να σου μιλήσουν. «Από εδώ δείχνει, ότι δεν ήταν μαζί με τους σαρκικούς συγγενείς του ο Χριστός. Διότι αφού τους άφησε, περνούσε το χρόνο του με την πνευματική διδασκαλία, αλλά εκείνοι έρχονται προς αυτόν. Έτσι πρέπει λοιπόν και καθένας στον οποίο έχει ανατεθεί διακονία Θεού, τίποτα να μην βάζει προτιμότερο από αυτήν, αλλά και γονείς να απομακρύνει, αν βεβαίως πρόκειται να μας εμποδίζουν… στο έργο του Θεού. Όπως ακριβώς λοιπόν και τώρα κάνει ο Κύριος» (Θφ).
8.21 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν πρὸς αὐτούς, Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί(1) μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες(2) αυτόν.
21 Εκείνος τους αποκρίθηκε και τους είπε: «Μητέρα μου και αδέρφια μου είναι αυτοί εδώ που ακούνε το λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν».
(1) Χωρίς άρθρο τα «μητέρα μου και αδελφοί μου» σε όλους τους συνοπτικούς. Όχι λοιπόν: αυτοί είναι η μητέρα μου και οι αδελφοί μου, αλλά: μητέρα και αδελφοί σε μένα, δηλαδή ίσοι και το ίδιο αγαπητοί με μητέρα και αδελφούς (p). «Ανεβάζει σε μεγάλο ύψος την αγάπη του στους ανθρώπους, σε όσους τυχόν θα ήθελαν να πειστούν στους νόμους του· και θέλει να μας χρωστά τις ανώτατες τιμές, σαν σε μητέρες και αδελφούς. Διότι αν λέει ότι είναι μητέρα και αδέλφια του αυτοί που ακούνε τον λόγο του και τον εφαρμόζουν, πώς δεν είναι σε όλους φανερό, ότι σε αυτούς που τον ακολουθούν χαρίζει ξεχωριστή αγάπη που αξίζει να την πάρουν;» (Κ). «Δεν περιορίζει σε λίγους την αδελφική σχέση, ούτε αξιώνει να έχει αδέλφια του μόνο τα παιδιά του Ιωσήφ, αλλά επειδή ήλθε να σώσει όλο τον κόσμο και να τους κάνει όλους αδελφούς, λέει: Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί που ακούνε τον λόγο του Θεού» (Θφ).
(2) «Επειδή σκέτη η ακρόαση δεν σώζει κανέναν, αλλά μάλλον και καταδικάζει, λέει, «και εφαρμόζουν». Διότι μαζί με το να ακούνε, πρέπει και να εφαρμόζουν» (Θφ).
Στίχ. 22-25. Κατάπαυση της τρικυμίας.
8.22 Και εγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν(1) καὶ αὐτὸς ἐνέβη εἰς πλοῖον καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ(2), καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς, Διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν τῆς λίμνης(3)· καὶ ἀνήχθησαν(4).
22 Μια μέρα ο Ιησούς μπήκε μαζί με τους μαθητές του σ’ ένα πλοιάριο και τους είπε: «Ας πάμε στην απέναντι όχθη της λίμνης». Και τράβηξαν στ’ ανοιχτά.
(1) Δες Ματθ. η 23 και Μάρκ. δ 35 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Ο Λουκάς έχει την διήγηση αυτή σε άλλη σειρά σε σχέση με αυτήν του Ματθαίου. Με τη φράση όμως «μία από τις ημέρες» αφήνει αόριστη την εποχή αυτού του συμβάντος (δ).
(2) Όχι μόνο οι 12, αλλά απλώς αυτοί που τότε ήταν παρόντες εκεί στο παραθαλάσσιο μέρος (δ).
(3) Λίμνη Γεννησαρέτ, από την γη Γεννησαρέτ που ήταν δίπλα της (Ματθ. ιδ 34,Μάρκ. στ 53,Ιωσήπ. Ιουδ. Πολ. ΙΙΙ 10,8) ονομάζει μόνος ο Λουκάς (ε 1) αυτήν που οι άλλοι ευαγγελιστές ονομάζουν θάλασσα της Γαλιλαίας ή της Τιβεριάδος (δ).
(4) Ο ναυτικός όρος ανάγομαι χρησιμοποιείται συχνά από τον Λουκά και είναι αποκλειστικά δικός του (Πράξ. ιγ 13,ιστ 11,ιη 21,κ 3,13, κα 2,κζ 2,4,12,21,κη 10,11)(p). Ανήχθησαν=βγήκαν στα ανοιχτά (δ).
8.23 πλεόντων δὲ αὐτῶν ἀφύπνωσε(1). καὶ κατέβη(2) λαῖλαψ(3) ἀνέμου εἰς τὴν λίμνην, καὶ συνεπληροῦντο(4) καὶ ἐκινδύνευον(5).
23 Ενώ έπλεαν, εκείνος αποκοιμήθηκε. Ξαφνικά ξέσπασε στη λίμνη ανεμοθύελλα, άρχισαν να μπαίνουν νερά στο πλοιάριο, και κινδύνευαν.
(1) Λέγεται μοναδική φορά η λέξη. Το ρήμα σημαίνει ξυπνάω, σηκώνομαι από τον ύπνο. Οι Ο΄ μεταφράζουν αντίστοιχη εβραϊκή λέξη στο μεν Κριτών ε 27 με το εκοιμήθη ή αφύπνωσεν, ενώ στο Παροιμ. γ 24 με το καθεύδειν (δ). Με την τελευταία αυτή έννοια του καθεύδω, συναντιέται στη νεότερη ελληνική γραμματεία (Ηλιόδ. ΙΧ,12). Αυτό είναι το μόνο χωρίο, στο οποίο διαβάζουμε, ότι ο Ιησούς κοιμόταν (p).
(2) Από τα βουνά που υψώνονταν πάνω από τη λίμνη.
(3) «Ο βίαιος άνεμος που περιστρέφεται από κάτω προς τα πάνω» (Αριστοτέλης)· η βροχή μαζί με ανέμους και σκοτάδι (Σουΐδας). «Ξεσηκώθηκε εναντίον του σκάφους απροσδόκητη και άγρια κακοκαιρία και επειδή το κύμα υψωνόταν από τις επιθέσεις των ανέμων, έβαζε μέσα στους μαθητές τον φόβο του θανάτου. Διότι θορυβήθηκαν όχι λίγο, παρόλο που γνώριζαν να ταξιδεύουν στη θάλασσα και δεν ήταν άπειροι από φουρτούνες» (Κ).
(4) Ο παρατατικός σε αντίθεση με το κατέβη που προηγήθηκε. Η μεν καταιγίδα ήλθε ξαφνικά ολοκληρωτικά και από την αρχή βίαιη. Το γέμισμα όμως του πλοίου συνεχιζόταν, χωρίς να γίνει πλήρες (p). Σε πληθυντικό. Λέγεται αυτό που περιέχεται αντί για αυτό που περιέχει. Γέμιζαν αυτοί που ήταν στο πλοίο, αντί για το γέμιζε, το πλοίο=πλησίαζε στο να γίνει γεμάτο νερά από παντού (δ).
(5) Ενώ κινδύνευαν, ο Κύριος «κοιμάται, από συγκατάβαση» (Θφ). «Νομίζω ότι και αυτό έγινε πάρα πολύ σύμφωνα με θείο σχέδιο, έτσι ώστε να μην ζητήσουν την βοήθειά του, με το που άρχισε η θαλασσοταραχή να πέφτει πάνω στο σκάφος· αλλά αφού φτάσει σχεδόν στην κορύφωση το κακό, να γίνει εμφανέστερη η δύναμη της θεϊκής εξουσίας, η οποία ησύχασε την μανιασμένη θάλασσα και την μετέβαλλε σε γαλήνη μεγάλη, ώστε να μην παραμείνει ούτε ίχνος της ταραχής. Διότι αν συνέβαινε ενώ ήταν ξύπνιος, ή δεν θα φοβόντουσαν, ή δεν θα παρακαλούσαν, ή ούτε θα νόμιζαν ότι μπορεί αυτός να πει κάτι τέτοιο. Για αυτό κοιμάται, δίνοντας χρόνο να εκδηλωθεί η δειλία, ώστε να κάνει σε αυτούς πιο ξεκάθαρη την αίσθηση αυτών που γίνονταν» (Κ).
8.24 προσελθόντες δὲ διήγειραν αὐτὸν λέγοντες, ᾽Επιστάτα ἐπιστάτα(1), ἀπολλύμεθα(2)! ὁ δὲ εγερθεὶς ἐπετίμησεν τῷ ἀνέμῳ καὶ τῷ κλύδωνι(3) τοῦ ὕδατος· καὶ ἐπαύσαντο, καὶ ἐγένετο γαλήνη(4).
24 Τον πλησίασαν τότε οι μαθητές και τον ξύπνησαν λέγοντάς του: «Δάσκαλε, δάσκαλε, χανόμαστε!» Εκείνος τότε ξύπνησε κι επιτίμησε τον άνεμο και την τρικυμία· σταμάτησαν, κι έγινε γαλήνη.
(1) Λεκτικό σχήμα. Σχήμα με ένωση των λέξεων, η οποία ανταποκρίνεται στα συναισθήματα των μαθητών κατά τη στιγμή εκείνη (b). Επαναλαμβάνουν αυτό δύο φορές με ισχυρή και φοβισμένη φωνή, για να τον ξυπνήσουν γρηγορότερα (δ). Ο Ματθαίος λέει Κύριε· ενώ ο Μάρκος, Διδάσκαλε (p). Δεν υπάρχει ανάγκη να εξετάσουμε ποια από τις ονομασίες αυτές έγινε στην πραγματικότητα. Διότι αν είπαν κάποια από τις τρεις αυτές, ή κάποιες άλλες λέξεις, τις οποίες κανείς από τους ευαγγελιστές δεν ανέφερε, οι οποίες όμως εκφράζουν την ίδια έννοια, ποια σημασία μπορεί να έχει αυτό; Το πράγμα είναι αδιάφορο (Αυγουστίνου De Cons. Evang. ΙΙ,24,25).
(2) «Δες εδώ, σε παρακαλώ, πίστη μαζί με ολιγοπιστία· διότι από τη μία πιστεύουν ότι μπορεί να σώσει, από την άλλη, σαν ολιγόπιστοι, λένε «χανόμαστε». Διότι δεν ήταν δυνατόν να χαθούν ποτέ, εφόσον ήταν μαζί τους αυτός που τα μπορεί όλα» (Κ).
(3) Διέταξε αυστηρά και την αιτία (=τον άνεμο) και το αποτέλεσμα (=τα κύματα)(δ). Η λέξη κλύδων από το κλύζω εκφράζει έννοια γενικότερη από τη λέξη κύμα (p).
(4) Η απότομη γαλήνη έδειχνε φανερά το πραγματικό του θαύματος. Ο άνεμος μπορούσε να σταματήσει απότομα, αλλά τα ταραγμένα νερά της λίμνης θα εξακολουθούσαν να είναι στην ίδια κατάσταση για αρκετό ακόμη χρόνο (p). «Ας λεχθεί λοιπόν από εμάς, αυτό που γράφει το βιβλίο των Ψαλμών. Εσύ δεσπόζεις πάνω στην εξουσία της θάλασσας και τον σάλο των κυμάτων της εσύ τον καταπραΰνεις» (Κ). Επιπλέον γνωρίζουμε ότι στον δεύτερο Αδάμ δόθηκαν από τον Πατέρα όλα τα προνόμια, τα οποία ο πρώτος Αδάμ έχασε με την παράβασή του. Προνόμιο όμως, από το οποίο ο πρωτόπλαστος αποξενώθηκε, ήταν και η τέλεια κυριαρχία πάνω σε όλη την δημιουργία στη γη. Κάτω από το φως αυτής της αλήθειας η θύελλα αυτή παρουσιαζόταν ως επανάσταση εναντίον του κυρίαρχου της φύσης, για αυτό και ο Χριστός ως τέτοια την αντιμετωπίζει δείχνοντας την κυριαρχία την οποία και ως υιός του ανθρώπου είχε πάνω στη φύση. Έτσι εξηγείται και η βασιλική του προσταγή, την οποία υπονοεί η φράση «επιτίμησε τον άνεμο», αλλά και η υποταγή των στοιχείων που ακολούθησε το πρόσταγμα.
8.25 εἶπεν δὲ αὐτοῖς(1), Ποῦ ἡ πίστις ὑμῶν(2); φοβηθέντες(3) δὲ ἐθαύμασαν(4), λέγοντες πρὸς ἀλλήλους, Τίς ἄρα οὗτός ἐστιν(5) ὅτι καὶ τοῖς ἀνέμοις ἐπιτάσσει(6) καὶ τῷ ὕδατι, καὶ ὑπακούουσιν(7) αὐτῷ;
25 Είπε τότε στους μαθητές του: «Πού είναι η πίστη σας;» Εκείνοι φοβήθηκαν κι έλεγαν με κατάπληξη μεταξύ τους: «Ποιος λοιπόν είναι αυτός, που διατάζει ακόμη και τους ανέμους και τα κύματα και τον υπακούν;»
(1) «Μετά από την τρικυμία των νερών, διώχνει την τρικυμία της ψυχής τους, μαλώνοντας και διδάσκοντας συγχρόνως, ότι τον φόβο δεν τον προκαλεί ο ερχομός των πειρασμών, αλλά η ασθένεια της διάνοιας» (Κ).
(2) «Η πίστη ότι είμαι σωτήρας αυτών που κινδυνεύουν και ότι είναι αδύνατον να κινδυνεύσουν αυτοί που έχουν τον Σωτήρα» (Ζ).
(3) Φοβήθηκαν λόγω της παρουσίας και της ενέργειας θείας δύναμης (δ).
(4) Είχαν δει και πολλά άλλα θαύματα του Κυρίου. Θαύμασαν όμως τώρα και για άλλο λόγο, αλλά και διότι «δεν βλέπει κάποιος με όμοιο τρόπο, αυτά που γίνονται στα ξένα σώματα και αυτά που γίνονται στον εαυτό του. Επειδή λοιπόν είδαν όλους που ευεργετήθηκαν, ενώ τους εαυτούς τους να μην έχουν απολαύσει τίποτα, και ήταν νωθροί, έπρεπε όμως αυτοί με την δική τους αίσθηση να απολαύσουν τις ευεργεσίες, επιτρέπει την κακοκαιρία σαν άσκηση, και το ότι ταράχτηκαν έγινε για συμφέρον τους, ώστε να φανεί μεγαλύτερο το θαύμα και να έχουν παντοτινή την ανάμνηση του συμβάντος» (Κ).
(5) «Δεν το λένε αυτό με απορία, αλλά με θαυμασμό» (Θφ). «Διότι ήξεραν ότι ο Ιησούς ήταν Θεός και Υιός Θεού, αλλά μένοντας έκπληκτοι για την υπερβολή της δύναμης που είχε μέσα του και για την δόξα της θεότητας… λένε το· Ποιος είναι αυτός· με την έννοια του Πόσος και Ποιος και με πόση δύναμη και εξουσία, αφού διατάζει και αυτά τα νερά και τον άνεμο και τον υπακούνε;» (Κ).
(6) «Η πράξη του είναι επιτακτική, είναι δεσποτικό πρόσταγμα και όχι αξίωση δουλική» (Κ)
(7) Οι ιδέες τους για τον Χριστό και την δύναμή του, ήταν πολύ ατελείς· και αυτή ήταν πιθανώς η πρώτη φορά κατά την οποία είχαν δει αυτόν να κυριαρχεί πάνω στις δυνάμεις της φύσης. Η πείρα τους ως ψαράδων, τους πληροφορούσε πως ήταν φυσικώς αδύνατον μια τέτοια τρικυμία να σταματήσει απότομα και να ακολουθήσει αμέσως μεγάλη γαλήνη (p). Για αυτό λοιπόν και ρωτούν: «Ποιος είναι αυτός, αντί για το πόσος και πόσο μεγάλος και τι είδους και με πόση εξουσία και δύναμη κάνει αυτά;» (Θφ).
Στίχ. 26-39. Η θεραπεία του δαιμονισμένου των Γαδαρηνών.
8.26 Καὶ(1) κατέπλευσαν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνών(2), ἥτις ἐστὶν ἀντιπέρα(3) τῆς Γαλιλαίας.
26 Ο Ιησούς κατέπλευσε στην περιοχή των Γαδαρηνών, που βρίσκεται στην απέναντι όχθη από τη Γαλιλαία.
(1) Δες Ματθ. η 28-θ 1 και Μάρκ. ε 1-21 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Γερασηνών φαίνεται να είναι η αυθεντική γραφή και εδώ και στο Μάρκ. ε 1, ενώ η γραφή Γαδαρηνών μαρτυρείται περισσότερο για το Ματθ. η 28. Αλλά και στα τρία αυτά χωρία στα χειρόγραφα ποικίλλουν οι γραφές μεταξύ Γαδαρηνών, Γερασηνών και Γεργεσηνών. Οποιαδήποτε όμως γραφή και αν προτιμηθεί, δεν παρουσιάζεται μεγάλη δυσκολία ως προς την τοπογραφία, διότι η φράση «χώραν των Γ.» παρέχει μεγάλο πλάτος και μπορεί να περικλείει πολύ μεγαλύτερη έκταση από την περίχωρο που γειτόνευε άμεσα με την πόλη (p).
(3) Οι κλασικοί χρησιμοποιούν τον τύπο αντιπέρας και αντιπέραν. Μεταγενέστεροι τύποι είναι οι: αντίπερα ή αντιπέρα.
8.27 ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως(1) ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών· καὶ ἱμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν(2) ἀλλ᾽ ἐν τοῖς μνήμασιν(3).
27 Όταν βγήκε στην ξηρά, τον συνάντησε κάποιος άντρας από την πόλη, που είχε μέσα του δαιμόνια από πολύν καιρό. Ρούχο δεν ντυνόταν ούτε έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε στα μνήματα.
(1) Η φράση πρέπει να συνδεθεί όχι με το υπήντησεν, αλλά με το ανήρ (p). Δεν βγήκε τη στιγμή εκείνη από την πόλη για να συναντήσει τον Ιησού, αλλά άνδρας που καταγόταν από την πόλη, συνάντησε τον Ιησού.
(2) «Τον συνάντησε άνδρας, ο οποίος ήταν κατοικία πολλών και ακάθαρτων πνευμάτων, που είχε χάσει νου και μυαλό και σε τίποτα δεν διέφερε από αυτούς που ήταν ήδη πεθαμένοι και θαμμένοι στη γη· ή μάλλον ίσως ήταν και σε ακόμη χειρότερη κατάσταση· διότι γυμνός περιδιάβαινε τα μνήματα των πεθαμένων και ήταν απόδειξη της απανθρωπιάς των δαιμόνων» (Κ). Υπάρχει και η γραφή: και χρόνω ικανώ ουκ ενεδύσατο ιμάτιον=Ήταν προ πολλού γυμνός.
(3) Ο από τον νόμο χαρακτηρισμός των τάφων ως ακάθαρτων, την επαφή των οποίων για αυτό απέφευγαν οι Ιουδαίοι, εξασφάλιζε στον ταλαίπωρο αυτόν την απομόνωση (g). Σε ποια κατάσταση φέρνει ο σατανάς τον άνθρωπο! Αποβαίνει αυτός ακυβέρνητος και αποφεύγει συγγενείς και φίλους και διασπά κάθε συγγενικό και φιλικό δεσμό και γίνεται αδύνατον με οποιοδήποτε μέσο να κρατηθεί κοντά τους. Σπάζει και αυτά ακόμη τα σιδερένια δεσμά και τις αλυσίδες. Και αφού γίνει τρομερός και επίφοβος στους ομοίους του, αρέσκεται να διαμένει στους τόπους της φρίκης και του θανάτου. Τι διαφορά θα παρουσιάσει μετά από λίγο αυτός ο δαιμονισμένος! Αυτοί που βρίσκονται κάτω από την κυβέρνηση του Χριστού, οδηγούνται ήρεμα και με πραότητα κοντά στους όμοιούς τους και συνδέονται μαζί τους με τον αδιάσπαστο δεσμό της αγάπης, χωρίς να διώχνονται βίαια όπως αυτοί που κυβερνιούνται από τον δαίμονα.
8.28 ἰδὼν δὲ τὸν ᾽Ιησοῦν ἀνακράξας(1) προσέπεσεν(2) αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπεν, Τί ἐμοὶ(3) καὶ σοί(4), ᾽Ιησοῦ υἱὲ τοῦ θεοῦ τοῦ ὑψίστου(5); δέομαί σου, μή με βασανίσῃς(6).
28 Όταν είδε τον Ιησού, έβγαλε μια κραυγή, έπεσε στα πόδια του και του είπε με δυνατή φωνή: «Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμένα Ιησού, Υιέ του ύψιστου Θεού; Σε παρακαλώ μη με βασανίσεις».
(1) Ο Λουκάς διαχωρίζει την άναρθρη κραυγή, την οποία βγάζει ο δαιμονισμένος (ανακράξας), από τα λόγια τα οποία απευθύνει μετά από λίγο στον Ιησού (L).
(2) Ο Λουκάς δεν χρησιμοποιεί το ρήμα προσκυνώ αλλά το προσπίπτω, το οποίο εδώ είναι ακριβέστερο, διότι δεν συνυπονοεί και θρησκευτική διάθεση (g).
(3) Σε ενικό αριθμό= «Το πλήθος των δαιμονίων που έμεναν μέσα του, παρακαλούσε σαν ένα, λόγω της σχέσης [που είχαν μεταξύ τους], χρησιμοποιώντας το στόμα του ανθρώπου… ή και διότι ένας δαίμονας ήταν αρχηγός των άλλων, ο οποίος και παρακαλούσε και τον οποίο ο Χριστός διέταζε» (Ζ).
(4) «Δες εδώ, σε παρακαλώ, θράσος πολύ και αλαζονεία συνδυασμένη με δειλία· διότι, από τη μία, δείγμα διαβολικής αλαζονείας ήταν το να τολμήσει να λέει· Τι σχέση έχω εγώ με σένα, Υιέ του Θεού; Από την άλλη, δείχνει δειλία το ότι παρακαλά να μην βασανιστεί… Έπειτα, πώς αυτά που δεν είναι δικά σου, ή μάλλον τα δικά του, τα αρπάζεις; Μετά λες· Τι σχέση έχω εγώ με σένα; Και ποιος από τους βασιλιάδες της γης… Να λες τα λόγια που σου πρέπουν· αυτά λοιπόν είναι το «σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις»» (Κ). Οι δαίμονες ούτε να υπηρετήσουν το Χριστό είναι διατεθειμένοι αλλά ούτε και να λάβουν κάποια ευεργεσία από αυτόν περιμένουν. Τρέμουν όμως την δύναμη και την οργή του.
(5) Ο p υποστηρίζει, ότι από τον τίτλο Υιός του Θεού του Υψίστου, τον οποίο ο δαιμονισμένος αποδίδει στον Ιησού, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο άρρωστος αυτός δεν ήταν Ιουδαίος (δες Πράξ. ιστ 16). Αυτό είναι κάπως υπερβολικό, αλλά είναι από την άλλη αλήθεια, ότι ένας εθνικός μπορούσε να χρησιμοποιήσει το όνομα αυτό. Η φράση αυτή ήταν τόσο πολύ αναγνωρισμένη από τους ξένους για δήλωση του Θεού των Ιουδαίων, ώστε ο Υρκανός ο Β΄ χαρακτηρίστηκε από τον Αύγουστο αρχιερέας Θεού υψίστου (Ιωσήπου Αρχ. XVΙ,6,2) (L). Ο στίχος 39 όμως δείχνει μάλλον ότι ο άρρωστος ήταν Ιουδαίος (g).
(6) «Σαν να έλεγε, μη μας ξαποστείλεις στο σκοτάδι το εξώτερο το ετοιμασμένο για τον διάβολο και τους αγγέλους του. Επειδή λοιπόν γνωρίζουν, ότι κάποτε θα τους στείλει εκεί, ζητούν ελευθερία για λίγο καιρό, ομολογώντας δηλαδή σαφώς ότι, εάν διατάξει, θα πάνε. Επομένως ο Κύριος δεν επέτρεψε την διαταγή προς αυτούς, αλλά τους άφησε να είναι σε αυτήν τη γη για όσο και τον διάβολο, για δοκιμασία των ανθρώπων. Διότι η απουσία του αντιπάλου, αφαιρεί το στεφάνι του νικητή. Διότι αυτοί δείχνουν την πονηρία τους, αλλά ο αγωνοθέτης τοποθετεί στεφάνι μπροστά στους νικητές. Οι δαίμονες παρακαλούσαν τον Κύριο. Αν, σύμφωνα με τους αιρετικούς, υπήρχαν δύο εξουσίες, δεν θα παρακαλούσαν οι δαίμονες τον Κύριο, αν δεν ήταν δημιουργήματα του Θεού, που επειδή όμως αμάρτησαν, αποβλήθηκαν» (Τίτος Βοστρών). Δεν λέει στον Ιησού ο δαίμονας: Σώσε με, αλλά μη με βασανίσεις. Τρέμουν μπροστά στον άδη, επειδή είναι τόπος τιμωρίας και βασάνου, αλλά δεν επιθυμούν τον ουρανό, επειδή είναι τόπος αγιότητας και αγάπης.
8.29 παρήγγειλεν(1) γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ(2) χρόνοις συνηρπάκει(3) αὐτόν, καὶ ἐδεσμείτο(4) ἁλύσεσιν καὶ πέδαις φυλασσόμενος(5), καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος(6) εἰς τὰς ἐρήμους.
29 Αυτά τα είπε, γιατί ο Ιησούς είχε διατάξει το δαιμονικό πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο. Από πολλά χρόνια τον είχε στην εξουσία του, και για να τον συγκρατήσουν τον έδεναν με αλυσίδες και του έβαζαν στα πόδια σιδερένια δεσμά. Εκείνος όμως έσπαζε τα δεσμά, και το δαιμόνιο τον οδηγούσε στις ερημιές.
(1) Υπάρχει και η γραφή παρήγγελλε, παρατατικός που παριστάνει το ταυτόχρονο του λόγου του δαίμονα με την εμφάνιση του Σωτήρα. Ενώ ο αόριστος παρήγγειλεν, πρέπει να εξηγηθεί ως υπερσυντέλικος=είχε παραγγείλει (δ). Η κραυγή της απόγνωσης «μη με βασανίσεις», την οποία ο δαίμονας έβγαλε, προερχόταν ακριβώς από την δραστική πίεση, την οποία ασκούσε πάνω του το παράγγελμα του Ιησού (g).
(2) Του παράγγειλε να βγει, διότι για πολλά χρόνια τον βασάνιζε φοβερά (δ).
(3) Το συναρπάζω το οποίο αρχικά σημαίνει αρπάζω αιφνίδια και βίαια, σημαίνει και το αποτέλεσμα αυτού, δηλαδή κυριεύω, εξουσιάζω και με αυτήν την έννοια λέγεται εδώ (δ).
(4) Οι παρατατικοί εδεσμείτο και ηλαύνετο εκφράζουν αυτό που κάθε φορά συνέβαινε μετά, όσες φορές με ενέργεια του διαβόλου κυριευόταν από μανία (δ).
(5) Επειδή έτσι τον φύλαγαν με το δέσιμο των χεριών και των ποδιών, διότι πρόσεχαν να μην βλάψει κάποιον (δ).
(6) «Από τον δαίμονα που ήταν αρχηγός όσων ήταν μαζί του» (Ζ).
8.30 ἐπηρώτησεν δὲ αὐτὸν ὁ ᾽Ιησοῦς λέγων, Τί σοι ἐστιν ὄνομά(1); ὁ δὲ εἶπεν, Λεγεών(2), ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν.
30 Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Εκείνος απάντησε: «Λεγεών»· γιατί είχαν μπει μέσα του πολλά δαιμόνια.
(1) «Ρώτησε από συγκατάβαση, για να μάθουμε, ότι πολύ πλήθος δαιμόνων είχαν μοιραστεί μία ψυχή ανθρώπου. Επειδή δηλαδή ο Κύριος, ήξερε το πλήθος των ενοίκων δαιμόνων, αλλά αυτοί που έβλεπαν, έβλεπαν μεν έναν άνδρα και άκουγαν να προφέρεται μία φωνή, λέει· Πες, ποιο είναι το όνομά σου· έτσι ώστε, να μην απιστήσουν οι άνθρωποι στον Κύριο αν έλεγε ο ίδιος ότι «Είναι πολλοί», αλλά οι ίδιοι να ομολογήσουν ότι είναι πολλοί» (Κ).
(2) Λεγεών είναι λέξη ρωμαϊκή από το lego (αθροίζω) και σημαίνει μοίρα στρατού από 4200-6000 άνδρες, από δέκα λόχους, που περιλαμβάνει και 300 ιππείς. Γενικά όμως η λέξη σημαίνει και στράτευμα, στρατό ολόκληρο (δ).
8.31 καὶ παρεκάλει(1) αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον(2) ἀπελθεῖν(3).
31 Τα δαιμόνια, λοιπόν, τον παρακαλούσαν να μην τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο.
(1) Γραφή που υποστηρίζεται από πολλούς μεγαλογράμματους κώδικες: παρεκάλουν, την οποία ο p θεωρεί ως αναμφίβολα ορθότερη. Ω! τι παρηγοριά και ενίσχυση αποτελεί για το λαό του Θεού το γεγονός, ότι όλες οι δυνάμεις του σκότους είναι υποταγμένες στον έλεγχο και την εξουσία του Κυρίου Ιησού! Τις κρατά δεμένες σαν με αλυσίδα αδιάσπαστη. Μπορεί να τις στείλει, όταν του αρέσει, στον δικό τους τόπο της αβύσσου.
(2) Στους Ο΄ η λέξη χρησιμοποιείται για την θάλασσα και στο Ψαλμ. ο 20 και Δευτ. η 7 για το βάθος της γης και ίσως πουθενά για τον Άδη. Στην Κ.Δ. όμως σημαίνει τον Άδη (Ρωμ. ι 7) και ειδικά τον σε αυτόν τόπο των τιμωριών, ο οποίος είναι η κατοικία των δαιμόνων (Αποκ. θ 1-11,ια 7,ιζ 8,κ 1,3)(p).
(3) Αποστρέφονται την άβυσσο, διότι εκεί α) δεν λατρεύονται από κακούς ανθρώπους, β) δεν μπορούν να βλάπτουν ανθρώπους, γ) τροφοδοτούνται από την αθλιότητά τους και τρώγονται με την κακία τους (b). Η εξουσία των δαιμόνων του να κατοικούν και να ενεργούν στον κόσμο αυτόν, είναι για τα όντα αυτά, τα χωρισμένα από το Θεό, το μόνο μέσο κάποιας ανακούφισής τους από το κενό και την κακεντρέχεια, από τα οποία τυραννιούνται. Η στέρηση της απόλαυσης αυτής είναι για αυτούς, ό,τι για τον δέσμιο ο περιορισμός του στην φυλακή (g). «Ο Κύριος όμως, επιτρέπει σε αυτούς να είναι στη γη, έτσι ώστε, παλεύοντας με τους ανθρώπους, να τους κάνουν πιο άξιους. Διότι αν δεν υπήρχαν αντίπαλοι, δεν θα υπήρχαν αγώνες, και αν δεν υπήρχαν αγώνες, δεν θα υπήρχαν στεφάνια» (Θφ).
8.32 ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένη ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν(1) αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν(2) αὐτοῖς.
32 Εκεί κοντά ήταν ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους που έβοσκαν στο βουνό, και τα δαιμόνια παρακαλούσαν τον Ιησού να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, και τους το επέτρεψε.
(1) Ο παρατατικός δείχνει το επίμονο της παράκλησης (δ). Η εξουσία του Χριστού εκτείνεται στα ζώα, τους δαίμονες και την άβυσσο και οι δαίμονες αναγνώριζαν αυτό (b). «Ζήτησε, βεβαίως, η αγέλη των ακαθάρτων πνευμάτων, την ίση και όμοια με τον εαυτό της αγέλη των χοίρων… Ζητούν δηλαδή την εξουσία πάνω στους χοίρους, διότι, εννοείται, δεν την έχουν· αυτοί όμως που δεν έχουν εξουσία για τόσο μικρά και ασήμαντα, πώς θα μπορούσαν να κάνουν κακό σε κάποιον από αυτούς που σφραγίστηκαν από το Χριστό και έχουν κρεμάσει την ελπίδα τους σε αυτόν» (Κ). Δες την χαιρεκακία του σατανά και το μίσος του εναντίον του ανθρώπου. Σε ποια κατάσταση δυστυχίας και αθλιότητας είχε φέρει τον δαιμονισμένο. Και τώρα μη έχοντας την εξουσία να εξολοθρεύσει τους ανθρώπους, όπως θα ήθελε, ζητά να καταστρέψει τα αγαθά τους και να προκαλέσει σε αυτούς ζημιά, ικανή να τους βάλει σε πειρασμό, που θα τους απομάκρυνε από το Χριστό. Και ο Χριστός επιτρέπει στο σατανά να μπει στους χοίρους, ώστε μεταξύ των άλλων, να πείσει τους κατοίκους της χώρας εκείνης, ποιας βλάβης πρόξενος μπορεί να γίνει σε αυτούς ο σατανάς, εάν δέχονταν την κυριαρχία του.
(2) «Δέχτηκε λοιπόν ο Χριστός από συγκατάβαση, παρόλο που δεν αγνοούσε αυτό που θα έκαναν. Έδωσε δηλαδή σε αυτούς την εξουσία, έτσι ώστε και αυτό μαζί με τα άλλα, να γίνει σε μας αιτία ωφέλειας και ελπίδα ασφάλειας… Πλην όμως, μαζί με αυτά, μπορούμε και αυτό να μάθουμε, από αυτό που συνέβη στην αγέλη των χοίρων, ότι δηλαδή, οι αλιτήριοι δαίμονες είναι κακοί και θέλουν το κακό όσων εξουσιάζουν. Διότι αυτό θα μπορούσε να αποδείξει και με μεγάλη σαφήνεια, το ότι γκρέμισαν τους χοίρους και τους έπνιξαν στο νερό. Και για αυτό δέχτηκε το αίτημά τους ο Χριστός, ώστε από το συμβάν να μάθουμε εμείς, ποιο είναι το ποιόν τους, ότι είναι δηλαδή σκληροί και θηριώδεις» (Κ).
8.33 ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον(1) εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν(2) ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη.
33 Βγήκαν, λοιπόν, από τον άνθρωπο και μπήκαν στους χοίρους. Τότε το κοπάδι όρμησε προς τον γκρεμό και πνίγηκε στη λίμνη.
(1) Είναι δυνατόν όντα καθαρώς πνευματικά να μπουν σε όντα, τα οποία είναι εξ’ ολοκλήρου χωρίς λογικό; Η άγνοιά μας σε αυτήν την περίπτωση είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν είναι δυνατόν ούτε καν να ξέρουμε, εάν υπάρχει κάποια δυσκολία. Ποιος μπορεί να εξηγήσει πώς η διάνοια επιδρά πάνω στην ύλη ή η ύλη πάνω στη διάνοια; Και όμως είναι αυτό γεγονός. Τίποτα από την πείρα μας δεν αποκλείει το ότι τα πονηρά πνεύματα μπορούν να επιδράσουν στα χωρίς λογική ζώα. Και η επιστήμη παραδέχεται, ότι δεν έχει να προβάλλει εκ των προτέρων ένσταση σε μία τέτοια υπόθεση (p). Άλλωστε δεν πρόκειται εδώ για ηθική κατάληψη από τους δαίμονες. Είναι γνωστό, ότι πάρα πολλά είδη ζώων υπόκεινται σε επιδράσεις ομαδικές, ειδικά μάλιστα οι χοίροι γίνονται πανικόβλητοι (g).
(2) Το ταχύτερο και αμέσως μόλις μπήκαν τα δαιμόνια στους χοίρους, ήλθε η καταστροφή. Πράγματι· αποτελεί θαύμα ευσπλαχνίας του Θεού, το ότι εκείνοι, πάνω στους οποίους έτσι ή αλλιώς κυριαρχεί ο σατανάς, δεν ωθούνται από αυτόν στην καταστροφή. Αυτή και άλλες μαζί με αυτήν περιπτώσεις δείχνουν, ότι ο ωρυόμενος λέων και ο πύρινος δράκος ζητούν ποιον να καταπιούν.
8.34 ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον καὶ ἀπήγγειλαν(1) εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς(2).
34 Μόλις οι βοσκοί είδαν τι έγινε, έφυγαν και το είπαν στην πόλη και στην ύπαιθρο.
(1) Κυρίως την καταστροφή των χοίρων (p).
(2) Ανήγγειλαν το γεγονός τόσο σε αυτούς που ήταν στην πόλη, όσο και στους Γερασηνούς που έμεναν στους αγρούς.
8.35 ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς καὶ ἦλθον πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν, καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον ἀφ᾽ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾽Ιησοῦ(1), καὶ ἐφοβήθησαν(2).
35 Βγήκαν οι άνθρωποι να δουν τι έγινε και ήρθαν κοντά στον Ιησού. Βρήκαν τον άνθρωπο από τον οποίο βγήκαν τα δαιμόνια να κάθεται δίπλα στον Ιησού, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά, και φοβήθηκαν.
(1) «Εκείνος που θεραπεύτηκε δείχνει την απόδειξη της θεραπείας αναντίρρητη» (Θφ). Το «παρά τους πόδας» υπονοεί στάση ευγνωμοσύνης μάλλον, παρά το ότι ο θεραπευμένος έγινε μαθητής. Είναι αυτή η τελευταία από τις 4 μεταβολές, η οποία συνέβη στον άνθρωπο. Είναι τώρα αυτός καθισμένος, ενώ πριν συρόταν βίαια· είναι ντυμένος, ενώ πριν ήταν γυμνός· είναι λογικός, ενώ πριν βρισκόταν σε μανία· και κάθεται στα πόδια του Ιησού αυτός που έως τότε απέφευγε την ανθρώπινη κοινωνία (p).
(2) Φοβήθηκαν και αυτοί, όπως και ο Πέτρος (ε 8,10) και άλλοι πολλοί, για την αμαρτωλή τους κατάσταση. Η μόνη όμως μεταξύ τους διαφορά ήταν, ότι ο μεν Πέτρος, Ζαχαρίας κλπ. από πίστη φοβήθηκαν και ήθελαν πρώτα να μετανοήσουν και έτσι να έλθουν σε επαφή και σχέση με το θείο· ενώ αυτοί από δεισιδαιμονία φοβήθηκαν και για αυτό επιθυμούσαν να είναι σύμφωνα με το αρχαίο ρητό «μακριά από τον Δία και τους κεραυνούς» (δ).
8.36 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες(1) πῶς ἐσώθη(2) ὁ δαιμονισθείς.
36 Όσοι είχαν δει τι είχε γίνει, τους είπαν για το πώς ο δαιμονισμένος σώθηκε.
(1) Αυτοί που είδαν, δεν είναι οι βοσκοί των χοίρων. Διότι η θεραπεία συντελέστηκε σε κάποια απόσταση από τον τόπο, όπου έβοσκε η αγέλη (Ματθ. η 30). Αυτοί που είδαν είναι οι απόστολοι και οι άνθρωποι που διέπλευσαν μαζί τους τη λίμνη (Μάρκ. δ 36). Υπάρχει και η γραφή: κ α ι οι ιδόντες. Το «και» αυτό είναι αυθεντικό. Διότι η αφήγηση αυτή, αυτών που είδαν, συμπλήρωνε την αφήγηση των βοσκών, οι οποίοι κυρίως μίλαγαν για την καταστροφή των χοίρων (g).
(2) Από τη φοβερότατη νόσο και μάστιγα από την οποία έως τότε ήταν κυριευμένος.
8.37 καὶ ἠρώτησεν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος(1) τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνών ἀπελθεῖν ἀπ᾽ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς πλοῖον ὑπέστρεψεν(2).
37 Τότε όλο το πλήθος από την περιοχή των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από κοντά τους, γιατί τους είχε πιάσει μεγάλος φόβος. Εκείνος μπήκε στο πλοιάριο για να γυρίσει πίσω.
(1) Η επιθυμία του να φύγει ο Κύριος ήταν γενική και όλοι οι συνοπτικοί αναφέρουν αυτήν. «Διότι φοβήθηκαν, μήπως πάθουν και τίποτα άλλο επιζήμιο, όπως ακριβώς έχασαν και τους χοίρους» (Θφ). Και ο φόβος αυτός δεν περιορίστηκε στους κατοίκους της πόλης, αλλά μεταδόθηκε και σε όλους τους κατοίκους σε όλη την περιφέρεια εκείνη (p). Σκέφτηκαν περισσότερο την καταστροφή των χοίρων παρά την απελευθέρωση του ταλαίπωρου συμπολίτη τους και την απαλλαγή της χώρας τους από την τρομοκρατία, την οποία προκαλούσε ο θεραπευμένος δαιμονισμένος.
(2) Ο Κύριος συμφωνεί να αφήσει αυτούς, όχι όμως και χωρίς να αφήσει σε αυτούς μάρτυρα της χάρης του στο πρόσωπο εκείνου, ο οποίος απέβη το ζωντανό μνημείο της (g). Αυτοί που αγαπούν περισσότερο τους χοίρους τους, χάνουν τον Σωτήρα τους και στερούνται την ελπίδα προς αυτόν.
8.38 ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ(1) ἀφ᾽ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσεν δὲ αὐτὸν ο Ιησούς λέγων,
38 Ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια τον παρακαλούσε να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως του είπε να φύγει, με τα παρακάτω λόγια:
(1) Παρακαλούσε τον Σωτήρα να μένει διαρκώς μαζί του, από τη μία, λόγω ευγνωμοσύνης, για να τον βλέπει και να τον υπηρετεί, από την άλλη, για να ακούει την διδασκαλία του (δ). Επιπλέον όμως «φοβόταν μήπως, αν απομακρυνθεί από τον Ιησού, γίνει πάλι εύκολη λεία στους δαίμονες» (Θφ). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: φοβόταν τον πληθυσμό της χώρας εκείνης που είχε αρνητικές διαθέσεις απέναντί του (p).
8.39 ῾Υπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου(1), καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ θεός(2). καὶ ἀπῆλθεν καθ᾽ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς(3).
39 «Γύρισε στο σπίτι σου και διηγήσου όσα έκανε σ’ εσένα ο Θεός». Εκείνος έφυγε διαλαλώντας σ’ όλη την πόλη όσα έκανε σ’ αυτόν ο Ιησούς.
(1) Με αυτό δείχνει ο Σωτήρας, ότι το μόνο στο οποίο μπορούσε ο θεραπευμένος να γίνει χρήσιμος, ήταν η προετοιμασία των γνωστών και των συμπολιτών του στην πίστη. Σε αυτό μόνο μπορούσε να διακονήσει το ευαγγέλιο. Δεν είχε λοιπόν τα απαιτούμενα προσόντα για απόστολο και μαθητή, και για αυτό δεν τον πήρε (δ).
(2) Το «ο Θεός» μπαίνει στο τέλος με έμφαση. Ο Ιησούς δείχνει στον θεραπευμένο, ότι την θεραπεία του πρέπει να την αποδίδει στο Θεό (p).
(3) Και ο Λουκάς και ο Μάρκος διέσωσαν στην αφήγησή τους το εξόχως φυσικό και συγκινητικό χαρακτηριστικό, ότι σύμφωνα με την παραγγελία αυτή του Ιησού, ο άνθρωπος διακήρυττε όσα έκανε σε αυτόν ο Ιησούς. Και ξεπερνώντας την εκτέλεση της εντολής που του δόθηκε, όχι μόνο στο σπίτι του, αλλά και σε όλη την πόλη όχι μόνο διηγούνταν, αλλά και κήρυττε (p).
Στίχ. 40-56. Η θεραπεία της αιμορροούσης και η ανάσταση της κόρης του Ιαείρου
8.40 Εγένετο δε(1) εν τῷ ὑποστρέψαι τὸν ᾽Ιησοῦν ἀπεδέξατο(2) αὐτὸν ὁ ὄχλος, ἦσαν γὰρ πάντες προσδοκῶντες αὐτόν.
40 Όταν επέστρεψε ο Ιησούς, τον υποδέχτηκε το πλήθος, γιατί όλοι περίμεναν τον ερχομό του.
(1) Δες Ματθ. θ 18-26 και Μάρκ. ε 22-43 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Το ρήμα βρίσκεται αποκλειστικά στον Λουκά (θ 11,Πράξ. β 41,ιη 27,κα 17,κδ 3,κη 30). Σημαίνει δέχτηκαν αυτόν με αγαλλίαση· τον υποδέχτηκαν (p). Αποδέχτηκε αυτόν ο όχλος «ως ευεργέτη και σωτήρα» (Ζ). Οι Γαδαρηνοί τον διώχνουν και οι Γαλιλαίοι τον υποδέχονται. Εάν μερικοί δεν δέχονται τις χάριτες του Χριστού, υπάρχουν πολλοί άλλοι έτοιμοι με χαρά να τις δεχτούν. Εκείνοι λοιπόν, οι οποίοι φροντίζουν πάντοτε να πράξουν το καλό, δεν θα βρεθούν ποτέ στην ανάγκη να αναζητήσουν ευκαιρίες για αυτό. Και εάν εδώ παρεμβάλλονται σε αυτούς εμπόδια, εκεί μετά από λίγο θα παρουσιαστούν εύκολα οι ευκαιρίες.
8.41 καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα ᾽Ιάειρος(1), καὶ αυτός ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχεν, καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας(2) τοῦ ᾽Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν(3) εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ(4),
41 Τότε ήρθε κάποιος που τον έλεγαν Ιάειρο και ήταν άρχοντας της συναγωγής. Αυτός έπεσε στα πόδια του Ιησού και τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του,
(1) Εβραϊκό όνομα που μεταφράζεται στα ελληνικά με το: φωτισμένος, φωτεινός ή Φώτιος. Υπήρξε αυτό όνομα και τους γιου του Μανασσή, γιου του πατριάρχη Ιωσήφ (Αριθμ. λβ 41,Δευτ. γ 14), όπως και ενός Κριτή του Ισραήλ (Κριτών ι 3) και του πατέρα του Μαρδοχαίου (Εσθήρ β 5)(δ). «Το όνομα το αναφέρει για τους Ιουδαίους, που ήξεραν το γεγονός, για να γίνει το όνομα απόδειξη του θαύματος» (Τίτος Βοστρών).
(2) Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Κύριος δεν αρνείται την τιμή της προσκύνησης που του αποδίδεται, όπως αρνείται αυτήν ο Πέτρος (Πράξ. ι 26) και ο άγγελος στο Αποκ. ιθ 10)(p). Ο άρχοντας της συναγωγής πέφτει γονατιστός στα πόδια του Ιησού, αναγνωρίζοντας αυτόν άρχοντα υπέρτερο του εαυτού του.
(3) «Πέφτει αυτός στα πόδια του Ιησού επειδή παρουσιάστηκε ανάγκη. Παρόλο που έπρεπε αυτός, και χωρίς αυτή να τον αναγκάζει, να προσκυνήσει και να τον αναγνωρίσει ότι είναι Θεός, όμως μερικές φορές και η θλίψη αναγκάζει τους ανθρώπους στην επιλογή του καλύτερου» (Θφ).
(4) Δεν είχε την πίστη του εκατόνταρχου, ο οποίος αρκούνταν στο να πει από μακριά λόγο ο Ιησούς, βέβαιος ότι με αυτόν θα θεραπευόταν ο δούλος του. Αλλά ο Χριστός δέχτηκε και τον μικρότερο αυτόν βαθμό της πίστης. Η ισχυρή και μεγάλη πίστη εγκωμιάζεται από τον Κύριο, αλλά και η ασθενής πίστη δεν απορρίπτεται από αυτόν.
8.42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς(1) ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα καὶ αὐτὴ ἀπέθνῃσκεν(2). ᾽Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον(3) αὐτόν.
42 γιατί είχε μια μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, που ήταν ετοιμοθάνατη.
Την ώρα που ο Ιησούς βάδιζε προς το σπίτι, τα πλήθη τον περιέβαλλαν ασφυκτικά.
(1) Ήταν μονογενής όπως ο γιος της χήρας και ο δαιμονισμένος νέος (ζ 12,θ 38). Το ότι ήταν μονογενείς, προκάλεσε ακόμη περισσότερο την ευσπλαχνία του Ιησού (p). Αλλά συγχρόνως καθιστά περισσότερο αντιληπτή την συντριβή του Ιαείρου από τη συμφορά που του ήρθε. Η νεότερη κριτική δεν παρέλειψε να βγάλει συμπεράσματα εναντίον της αυθεντικότητας του γεγονότος, από το ότι το ίδιο χαρακτηριστικό (μονογενής) βρίσκεται ήδη και στο Λουκ. ζ 12. Σαν να μην ήταν δυνατόν να βρεθούν συγχρόνως στο Ισραήλ γιος μονογενής και κόρη μονογενής! (g).
(2) Ο Ματθαίος παρουσιάζει αυτήν από την αρχή νεκρή. Πάντοτε ο ευαγγελιστής αυτός αφηγείται τα γεγονότα περιληπτικά. Την ίδια μέθοδο όπως είδαμε, ακολουθεί και κατά την εξιστόρηση της θεραπείας του δούλου του εκατόνταρχου. Ό,τι κυρίως ενδιαφέρει αυτόν είναι το γεγονός του θαύματος και τα λόγια του Κυρίου που λέχθηκαν σε αυτό (g).
(3) «Τον πίεζαν συνωστιζόμενοι γύρω του» (Ζ).
8.43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος(1) ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα(2) ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν(3) υπ᾽ οὐδενὸς θεραπευθῆναι,
43 Κάποια γυναίκα, που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς κανένας να μπορέσει να την κάνει καλά,
(1) Το οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος είναι περίφραση του αιμορροούσα (δ)· βρισκόταν σε κατάσταση αιμορραγίας (p).
(2) Για την αρρώστια και τα βάσανά της κατανάλωσε για γιατρούς ή σε γιατρούς (δ).
(3) Δεν μπόρεσε να θεραπευτεί.
8.44 προσελθοῦσα ὄπισθεν(1) ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη(2) ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.
44 πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη του ρούχου του, κι αμέσως η αιμορραγία της σταμάτησε.
(1) Ώστε να μην την δει ο Κύριος. «Γιατί όμως δεν άγγιξε φανερά; Διότι ήξερε ότι είναι ακάθαρτη και φοβόταν να αγγίξει φανερά τον καθαρό, επειδή εμποδιζόταν από το νόμο… και ντρεπόταν να φανερώσει δημόσια αυτό που έπασχε· ταυτόχρονα όμως και υποπτευόταν, μήπως, αν τυχόν την καταλάβαιναν, διωχτεί από τον όχλο λόγω της ακαθαρσίας της» (Ζ).
(2) Είναι το μόνο χωρίο στην Κ.Δ., στο οποίο το ρήμα ίσταμαι χρησιμοποιείται με αυτήν την έννοια. Είναι σύμφωνα με τον Hobart η συνηθισμένη λέξη στους γιατρούς συγγραφείς για να δηλωθεί το σταμάτημα σωματικών εκροών και ειδικά όπως η περίπτωση που αναφέρεται εδώ (p).
8.45 καὶ εἶπεν ὁ ᾽Ιησοῦς, Τίς ὁ ἁψάμενός μου(1); ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος και οι συν αυτώ(2), ᾽Επιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι(3), και λέγεις τίς ο αψάμενός μου(4);
45 Τότε ο Ιησούς είπε: «Ποιος με άγγιξε;» Ενώ όλοι αρνιούνταν, ο Πέτρος και όσοι ήταν μαζί του έλεγαν: «Διδάσκαλε, οι όχλοι έχουν στριμωχτεί κοντά σου και σε πιέζουν κι εσύ λες ποιος με άγγιξε;»
(1) «Ρώτησε όχι επειδή αγνοούσε, αλλά με σκοπό, αφού αυτή καταλάβει ότι δεν διέφυγε της προσοχής, όπως ήλπιζε, ούτε έκλεψε την υγεία, αλλά την πήρε από αυτόν με την θέλησή του, να ομολογήσει τα σχετικά με αυτήν, και να γίνουν γνωστά σε όσους ακολουθούσαν αυτής μεν η πίστη, αυτού δε η δύναμη και το αλάθητο· και να μιμηθούν, από τη μία, πολλοί την πίστη της, να φοβηθούν, από την άλλη, το ότι είναι παντοδύναμος και επιβλέπει τα πάντα» (Ζ). «Διότι αποσκοπεί, σε κάθε περίπτωση, στο να ωφεληθούν όσοι καλούνται στην χάρη μέσω της πίστης· επομένως, αν δεν γινόταν γνωστό το θαύμα, θα ήταν αδικία για πολλούς, με το να γίνει όμως γνωστό, ωφέλησε όχι λίγο και πριν βεβαίως από τους άλλους, τον άρχοντα της συναγωγής. Διότι έβαλε μέσα του πιο ασφαλή την ελπίδα για αυτό που προσδοκούσε· και σε συσχετισμό, τον έκανε να έχει θάρρος ότι και το κορίτσι του θα το αρπάξει ο Χριστός από τα δεσμά του θανάτου» (Κ).
(2) Σε κάποια χειρόγραφα παραλείπεται το «και οι συν αυτώ».
(3) Συνέχουσί σε και αποθλίβουσιν, δηλαδή σε περικύκλωσαν και σε πιέζουν (δ). «Το οποίο ήταν μέγιστη απόδειξη ότι και σάρκα αληθινή είχε και πατούσε κάτω κάθε αλαζονεία· διότι δεν τον ακολουθούσαν από μακριά, αλλά τον περικύκλωναν από παντού» (Κ). Σημείωσε την διαφορά μεταξύ της γυναίκας αυτής και της επαφής του πλήθους. Το πλήθος αγγίζει τελείως εξωτερικά το σώμα του Ιησού· η γυναίκα χάρις στην πίστη της αγγίζει και εσωτερικά με την ψυχή και την καρδιά. Η επαφή του πλήθους είναι εξωτερική και είναι μία πίεση χωρίς κάποια εσωτερική έννοια· η επαφή της γυναίκας είναι ζωντανή ενέργεια πίστης και αγάπης. Το ανθρώπινο μάτι καμία διαφορά δεν θα διαπίστωνε μεταξύ των δύο αυτών επαφών. Το μάτι όμως του Χριστού διέκρινε την διαφορά με σαφήνεια.
(4) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το «και λέγεις τίς ο αψάμενός μου;». «Ο Πέτρος όπως ήταν τολμηρός, κάνοντάς του παρατήρηση λόγω της ερώτησης, λέει· Τόσοι σε συμπνίγουν και λες· Ποιος με άγγιξε; Δεν καταλάβαινε όμως τι ρωτούσε ο Κύριος. Διότι ο μεν Ιησούς ρωτούσε: Ποιος με άγγιξε με πίστη και όχι έτσι απλά. Διότι όπως ακριβώς έχει κάποιος αυτιά για να ακούει, ενώ άλλος έχει αυτιά και δεν ακούει, έτσι, άλλος μεν αγγίζει με πίστη, ενώ άλλος πλησιάζει μεν, αλλά η καρδιά του απέχει πάρα πολύ» (Θφ).
8.46 ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς εἶπεν, Ἤψατό μού τις(1), ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν(2) ἐξελθούσαν ἀπ᾽ ἐμοῦ(3).
46 Ο Ιησούς όμως είπε: «Κάποιος με άγγιξε, γιατί εγώ ένιωσα να βγαίνει από μένα δύναμη».
(1) «Επειδή δεν ομολόγησε ακόμα η γυναίκα, διότι φοβόταν οπωσδήποτε, αυτός επιμένει λέγοντας· Κάποιος με άγγιξε, έτσι ώστε βλέποντας αυτή την αντίδρασή του, από μόνη της να ομολογήσει το γεγονός και να διακηρύξει η ίδια το θαύμα» (Ζ).
(2) «Δύναμη θεραπευτική δηλαδή, την οποία προσέλκυσε η πίστη της γυναίκας» (Ζ). Έγνων=αισθάνθηκα στο πνεύμα μου (δ), «δύναμη που βγήκε από μένα, εύλογα. Διότι οι μεν προφήτες δεν είχαν δυνάμεις να βγαίνουν από αυτούς· διότι θαυματουργούσαν με τη χάρη του Θεού. Ο Ιησούς όμως που ήταν πηγή κάθε αγαθού και κάθε δύναμης, έχει και δυνάμεις που βγαίνουν από αυτόν» (Θφ). Δεν λέει αυτά ο Κύριος παραπονούμενος, λες και με την δύναμη που βγήκε από αυτόν να εξασθένησε ή να αδικήθηκε, αλλά μιλά με ικανοποίηση και ευαρέσκεια. Ήταν χαρά του το να βγαίνει δύναμη από αυτόν που ευεργετούσε όσους την έπαιρναν. Και δεν του στερούσε τίποτα αυτό, διότι ήταν πηγή δύναμης που υπερπλεόναζε και ξεχείλιζε, και ουδέποτε εξαντλούνταν ή ελαττωνόταν. Ήταν ευπρόσδεκτοι αυτοί που τον πλησίαζαν και έπαιρναν από αυτόν, όπως και αυτοί που πλησιάζουν στο φως και την θερμότητα του ήλιου, δεν αποκρούονται από αυτόν.
(3) «Απαντά με πιο γήινο τρόπο, προσαρμοζόμενος στην αντίληψη των ακροατών» (Κ). Υπάρχει και η γραφή εξεληλυθυίαν. Ο Κύριος σε πολλές περιπτώσεις, αφού ζητούσε πίστη εκ μέρους των προσώπων, τα οποία ζητούσαν την βοήθειά του, είτε άγγιζε με τα χέρια του αυτά, είτε έλεγε κάποια λόγια σε αυτά είτε άλειφε τα μάτια με πηλό ή με σάλιο είτε έκανε κάποια άλλη χειρονομία, πριν ακολουθήσει η θεραπεία. Οι δύο ενέργειες συνδυάζονταν, η εξωτερική με την εσωτερική. Δεν είναι λοιπόν δεισιδαιμονία να κάνει κάποιος χρήση και εξωτερικών σημαδιών και μέσων, ώστε μέσω αυτών να τύχει της αόρατης χάρης, η οποία θα τον θεραπεύσει από κάποια ασθένεια σωματική ή ψυχική. Με εξωτερικά σημεία και υλικά μέσα πολλές από τις δωρεές και χάριτες διαβιβάζονται στην εκκλησία στις ψυχές μας. Αγάπα τον Χριστό και δείχνε την αγάπη σου με την τήρηση των παραγγελμάτων του, μεταξύ των οποίων είναι και η μετάδοση της χάρης με ορατά σημάδια. Αλλά και εάν χρησιμοποιείς τα μέσα της χάρης, τα οποία αυτός όρισε, εφόσον τη χρήση αυτή των εξωτερικών μέσων και σημαδιών της χάρης δεν την συνδυάζεις με την πίστη και την αγάπη, διατρέχεις τον κίνδυνο όχι μόνο να μην αποκομίσεις ωφέλεια, αλλά και να σου αποβούν αυτά σε καταδίκη.
8.47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθεν(1) τρέμουσα(2) ἦλθεν καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾽ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ(3) ἀπήγγειλεν αυτώ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ(4) καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.
47 Μόλις η γυναίκα είδε ότι δεν ξέφυγε την προσοχή του, ήρθε τρέμοντας κι έπεσε στα πόδια του και μπροστά σ’ όλο τον κόσμο τού είπε για ποια αιτία τον άγγιξε κι ότι είχε γιατρευτεί αμέσως.
(1) Θα επιθυμούσε να διαφύγει την προσοχή του Ιησού (b).
(2) «Έτρεμε και λόγω της δύναμής του, αλλά και λόγω του νόμου, διότι, ενώ ήταν ακάθαρτη, άγγιξε τον καθαρό» (Ζ).
(3) «Η σύνταξη των λόγων γίνεται με υπερβατό σχήμα, οπότε έπρεπε να είναι: Αφού έπεσε στα πόδια του, ανήγγειλε σε αυτόν μπροστά σε όλο τον λαό, για ποιο λόγο άγγιξε αυτόν» (Ζ).
(4) Η πίστη απομακρύνει κάθε άκαιρη ντροπή (b). «Προηγουμένως μεν, δεν τολμούσε λόγω ευλάβειας, να τον συναντήσει κατά πρόσωπο και να ζητήσει θεραπεία, όταν όμως την αναζητά ο Χριστός, τον συναντάει όπως έπρεπε και έχει φόβο και ευλάβεια και προσφέρει τον σεβασμό που άρμοζε· και την ομολογία της θεραπείας την κάνει φανερή σε όλους, όχι σε αυτόν που ξέρει τα πάντα, αλλά σε αυτούς που αγνοούν, αφού κατάλαβε με τις αισθήσεις της ότι θεραπεύτηκε» (Ω).
8.48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ, θάρσει(1), θυγάτερ(2), ἡ πίστις(3) σου σέσωκέν σε· πορεύου εἰς εἰρήνην(4).
48 Εκείνος της είπε: «Θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε στο καλό».
(1) «Ηρεμεί τον τρόμο της ψυχής με το να πει· Έχε θάρρος, κόρη μου» (Θφ). «Μη φοβάσαι, ούτε εμένα, ούτε τον νόμο. Διότι άγγιξες από πίστη και όχι από περιφρόνηση» (Ζ).
(2) «Την αποκάλεσε κόρη… και με αυτήν την ονομασία διώχνει εντελώς τον φόβο της και της δείχνει οικειότητα» (Ζ).
(3) «Απέδωσε το παν στην πίστης της, ώστε και άλλοι να ελκυστούν στην πίστη» (Ζ).
(4) Πήγαινε ήσυχη, απαλλαγμένη από κάθε φροντίδα και μέριμνα, την οποία η ασθένεια φέρνει στον άνθρωπο (δ). Το όνομα Βερνίκη ή Βερονίκη, που αποδίδεται στη γυναίκα αυτή, εμφανίζεται για πρώτη φορά στις Πράξεις Πιλάτου και στο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου. Σύμφωνα με τον Ευσέβιο «έλεγαν ότι η αιμορροούσα γυναίκα καταγόταν από την Πανεάδα και δείχνεται το σπίτι της στην πόλη και παραμένουν θαυμαστά μνημεία της ευεργεσίας του Σωτήρα προς αυτήν. Πράγματι, κοντά στην πύλη του σπιτιού της, σε υψηλό βάθρο στέκεται χάλκινο άγαλμα γυναίκας το οποίο μοιάζει με κάποια που ικετεύει με το γόνατο σκυμμένο και τα χέρια απλωμένα προς τα εμπρός. Απέναντι από αυτό βρίσκεται άλλη μορφή από το ίδιο υλικό, όρθιου άνδρα αυτή, ντυμένου με πανωφόρι και ο οποίος απλώνει το χέρι προς τη γυναίκα, κοντά στα πόδια του οποίου πάνω στη στήλη φυτρώνει παράξενο είδος χορταριού, το οποίο ανεβαίνει μέχρι το κράσπεδο του χάλκινου πανωφοριού· αυτό θεωρείται ότι είναι φάρμακο θεραπευτικό ποικίλων νοσημάτων. Αυτός ο ανδριάντας έλεγαν ότι είχε εικόνα του Ιησού, τον οποίο ο Μαξιμίνος τον χρησιμοποίησε για τη δική του ασέβεια» (Δες και Εκκλ. Ιστ. 7,18). Ο Σωζόμενος (Εκκλ. Ιστ, 5,21) λέει ότι ο Ιουλιανός απομάκρυνε το άγαλμα του Χριστού και αντί για αυτό έστησε το δικό του, που συντρίφτηκε από κεραυνό. Ο Μαλάλας (Χρονογρ.Χ,306-308) παρουσιάζει την αίτηση, με την οποία η γυναίκα ζήτησε από τον Ηρώδη Αντίπα την άδεια της ανέγερσης του μνημείου (p).
8.49 ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου(1) λέγων αυτώ ὅτι τέθνηκεν(2) ἡ θυγάτηρ σου, μη σκύλλε(3) τὸν διδάσκαλον.
49 Ενώ ο Ιησούς ακόμα μιλούσε, ήρθε κάποιος από το σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και του λέει: «Η κόρη σου πέθανε· μην ενοχλείς πια το δάσκαλο».
(1) Κάποιο μέλος της οικογένειας του αρχισυναγώγου (p).
(2) Μπαίνει μπροστά με έμφαση.
(3) «Δηλαδή μην τον βάζεις σε κόπο» (Θφ), μην τον ενοχλείς, μην τον πειράζεις (δ).
8.50 ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων, Μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε(1), καὶ σωθήσεται.
50 Όταν το άκουσε ο Ιησούς, του είπε: «Εσύ μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα σωθεί».
(1) Υπάρχει και η γραφή Πίστευσον=στην εμφάνιση της νέας αυτής δυσκολίας, ας υπερισχύσει η πίστη σου (p). Να καταβάλεις την έσχατη προσπάθεια εναντίον του εμποδίου που εμφανίστηκε. Η γραφή «πίστευε» σημαίνει εμμονή στην πίστη (g). «Απαιτεί αυτό ο Σωτήρας, όχι επειδή χρειαζόταν τη βοήθεια άλλων· διότι αυτός είναι κύριος και χορηγός και της πίστης· αλλά για να μην φανεί ότι χαρίζεται σε πρόσωπα, αλλά ότι δείχνει την ευαρέσκειά του σε αυτούς που πιστεύουν και για να μην δεχτούν χωρίς πίστη τις ευεργεσίες και λόγω της απιστίας τις χάσουν. Διότι θέλει, όταν χαρίζει κάτι, να παραμένει η χάρη και όταν θεραπεύει να είναι μόνιμη η θεραπεία… Και όπως ακριβώς ένας γιατρός μπαίνοντας στους ασθενείς θα ρωτούσε πρώτα, αν θέλουν να θεραπευτούν, έτσι ώστε, ενώ αυτός φροντίζει και εκείνοι δεν θέλουν, να μην γίνει ανώφελη η θεραπεία, αφού θα εναντιώνονται οι άρρωστοι στην τέχνη του ιατρού· έτσι και ο Κύριος… χάριζε τη δωρεά σε αυτούς που πίστευαν, έτσι ώστε με την πίστη να μπορέσουν να κρατήσουν και τη χάρη· διότι γνώρισμα της προαίρεσης της ψυχής είναι η πίστη» (Α).
8.51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν ουδένα(1) εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾽Ιωάννην καὶ ᾽Ιάκωβον(2) καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα.
51 Φτάνοντας στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα μαζί του, εκτός από τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, καθώς και τον πατέρα και τη μητέρα του κοριτσιού.
(1) Ο Ιησούς απαγόρευσε να τον ακολουθήσουν στο δωμάτιο της νεκρής οι άνθρωποι, που βρίσκονταν στον προθάλαμο, οι συγγενείς, οι υπηρέτες, όσοι έπαιζαν τον αυλό, όσοι τραγουδούσαν τα μοιρολόγια κλπ., οι οποίοι ήταν περίεργοι να δουν τι θα γινόταν (g).
(2) Διάλεξε τους τρεις, οι οποίοι ήταν αρκετοί ως μάρτυρες του θαύματος, για να μαρτυρήσουν για αυτό και στους υπόλοιπους μαθητές, των οποίων θα ενισχυόταν η πίστη. Επιπλέον πιθανώς αυτοί ήταν περισσότερο από τους άλλους προετοιμασμένοι, για να ωφεληθούν από το θαύμα (p).
8.52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο(1) αὐτήν. ὁ δὲ εἶπεν, Μὴ κλαίετε, οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει(2).
52 Όλοι έκλαιγαν και τη θρηνολογούσαν. Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Μην κλαίτε· δεν πέθανε, αλλά κοιμάται».
(1) Θρηνούσαν με χτυπήματα στο κεφάλι και το στήθος, κραυγές και θρήνους (δ).
(2) «Ονομάζει τον θάνατο ύπνο, διότι επρόκειτο να αναστήσει την πεθαμένη σαν ακριβώς από ύπνο» (Θφ). «Απέδειξε πως είναι αλήθεια το ότι κοιμάται, με το να κάνει το θαύμα· το οποίο [το ότι κοιμάται] χωρίς την ανάσταση δεν θα ήταν αλήθεια» (Σχ.). Όμως ο λόγος αυτός εφαρμόζεται και σε όλους όσους πεθαίνουν με σχέση με τον Κύριο. Δεν πρέπει λοιπόν να θλιβόμαστε για το θάνατό τους, όπως θλίβονται οι υπόλοιποι που δεν έχουν ελπίδα, διότι ο θάνατος και για αυτούς είναι ύπνος, όχι μόνο διότι αναπαύει αυτούς από τους κόπους και τις δοκιμασίες της παρούσας ζωής, αλλά και διότι πρόκειται να επακολουθήσει σε αυτόν η ένδοξη ανάσταση, κατά την οποία αναστημένοι θα περπατούν μέσα στη δόξα των ημερών της αιωνιότητας.
8.53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες(1) ὅτι ἀπέθανεν.
53 Εκείνοι τον περιγελούσαν, βέβαιοι πως είχε πεθάνει.
(1) Ο Λουκάς μόνος από τους συνοπτικούς προσθέτει και το λόγο, για τον οποίο γελούσαν εις βάρος του. Διότι, λέει, γνώριζαν ότι πέθανε. Όλα δηλαδή τα εξωτερικά σημάδια του θανάτου εκδηλώθηκαν και όλοι είχαν βεβαιωθεί ότι είχε πεθάνει (δ). «Τόσο πολύ πέθανε, ώστε και τον κορόιδευαν επειδή έλεγε ότι δεν πέθανε» (Θφ). Ο παρηγορητικός αυτός λόγος του Κυρίου προκάλεσε τη χλεύη αυτών που έκλαιγαν. Τα μαργαριτάρια δηλαδή μπήκαν μπροστά στους χοίρους. Αγνοούσαν τις Γραφές, στις οποίες ο θάνατος ονομάζεται ύπνος και θεώρησαν ως πρωτάκουστη και παράλογη την έκφραση αυτή του Σωτήρα. Όμως και από το χλευασμό που προκλήθηκε, προήλθε κάτι καλό. Επιβεβαιώθηκε δηλαδή η αλήθεια του θαύματος. Διότι από όλους μαρτυρήθηκε ότι η κόρη του Ιαείρου ήταν πράγματι νεκρή.
8.54 αὐτὸς δὲ εκβαλών έξω πάντας και(1) κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς(2) ἐφώνησεν λέγων, η παῖς, εγείρου.
54 Ο Ιησούς, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το κορίτσι από το χέρι και του είπε δυνατά: «Κορίτσι, σήκω!»
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν τη φράση «αυτός δε εκβαλών έξω πάντας και».
(2) Και οι 3 συνοπτικοί αναφέρουν ότι την κράτησε, παρόλο που το άγγιγμα νεκρού σώματος έκανε αυτόν που άγγιζε τελετουργικά ακάθαρτο. Παρόμοια άγγιξε και τον λεπρό (ε 13)(p)
8.55 καὶ ἐπέστρεψεν τὸ πνεῦμα αὐτῆς(1), καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν(2).
55 Το πνεύμα της επέστρεψε κι αυτή αμέσως σηκώθηκε. Ο Ιησούς τότε διέταξε να της δώσουν να φάει.
(1) «Δεν έφερε μέσα στο σώμα άλλη ψυχή, αλλά εκείνην που πέταξε μακριά από το σώμα, αυτήν την έκανε να επιστρέψει σε αυτό» (Θφ). Αυτό το «επέστρεψε» ανατρέπει από τη ρίζα τους, τις παρερμηνείες των ορθολογιστών. Διότι η επιστροφή του πνεύματος στο σώμα, αναγκαστικά προϋποθέτει τον χωρισμό και την έξοδο από αυτό, το οποίο είναι ο πλήρης και τέλειος θάνατος. Δεν επρόκειτο λοιπόν για νεκροφάνεια, κατά την οποία δεν επέρχεται διάλυση των δεσμών του πνεύματος και του σώματος και έξοδος του πρώτου (δ). Ως προς την τελευταία αυτή εκδοχή θα μπορούσε να προστεθεί και η παρατήρηση, ότι ο Ιησούς δεν είχε εξετάσει το σφυγμό της νεκρής, όταν είπε το «δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Είπε τα λόγια αυτά πριν ακόμη μπει καν στο δωμάτιο, όπου βρισκόταν αυτή. Ας διαλέξουν λοιπόν οι ορθολογιστές ανάμεσα στο θαύμα της δύναμης και στο θαύμα της γνώσης (g). Αποδεικνύεται από εδώ, ότι η ψυχή είναι κάτι αυθυπόστατο, που υφίσταται και ενεργεί και όταν είναι χωρισμένη από το σώμα. Δεν είναι αυτή μία κράση του σώματος ή κάτι που πεθαίνει μαζί του, αλλά ουσία που μπορεί να κληθεί πίσω από τον κύριο της ζωής και του θανάτου και να ζωοποιήσει πάλι το νεκρωμένο σώμα.
(2) Η φροντίδα αυτή του Ιησού που εκδηλώθηκε με την παραγγελία, μετά από τη μακρά εξάντληση από την ασθένεια, να δοθεί τροφή στην αναστημένη, επόμενο ήταν να προκαλέσει ειδικότερα το ενδιαφέρον του Λουκά. Στον ενθουσιασμό της χαράς τους, οι γονείς και οι συγγενείς ήταν δυνατόν να λησμονήσουν αυτό. Μετά την ανάσταση η φύση ξανάπιασε τη συνηθισμένη της λειτουργία (p).
8.56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός(1).
56 Οι γονείς της έμειναν κατάπληκτοι. Εκείνος όμως τους είπε να μην πουν σε κανέναν τι είχε γίνει.
(1) «Διότι δεν ήθελε, πριν τον κατάλληλο καιρό, να αποκαλυφθεί στους πολλούς, για αυτό και έκρυβε τα περισσότερα από τα έργα του ίσως λόγω του φθόνου των Ιουδαίων» (Θφ). Δες και Λουκ. ε 14.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Στίχ.1-6. Η εξουσία και η αποστολή των δώδεκα.
9.1 (1)Συγκαλεσάμενος(2) δὲ τοὺς δώδεκα μαθητάς αυτού ἔδωκεν(3) αὐτοῖς δύναμιν καὶ ἐξουσίαν(4) ἐπὶ πάντα(5) τὰ δαιμόνια καὶ νόσους θεραπεύειν(6),
1 Ο Ιησούς κάλεσε τους δώδεκα μαθητές και τους έδωσε εξουσία πάνω σ’ όλα τα δαιμόνια, καθώς και δύναμη να θεραπεύουν ασθένειες.
(1) Δες Ματθ. ι 1-15 και Μάρκ. στ 7 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Και οι 3 συνοπτικοί αναφέρουν την εδώ ειδική πρόσκληση του Ιησού. Ο Ματθαίος όμως και ο Μάρκος χρησιμοποιούν το συνηθισμένο ρήμα προσκαλώ, αντί για το οποίο ο Λουκάς μεταχειρίζεται το συγκαλούμαι που χρησιμοποιεί συνηθέστερα στο ευαγγέλιό του. Δες Λουκ. θ 1,ιε 6,9,κγ 13 (p). Σημαίνει το ρήμα εδώ ειδική και επίσημη συνέλευση (g).
(3) «Δες πάλι τον Λόγο του Θεού που έγινε άνθρωπος, να ξεπερνά το μέτρο της ανθρώπινης φύσης και να διαπρέπει στο αξίωμα της θεότητας· διότι ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα το να δίνει σε όποιους θέλει την εξουσία εναντίον των ακάθαρτων πνευμάτων, και βεβαίως μόνο στο Θεό ανήκει το να μπορεί να ελευθερώνει από ασθένειες, όσους έπεσαν σε αυτές» (Κ). «Από εδώ φαίνεται η υπεροχή της θεότητας του Ιησού. Διότι δεν θαυματουργούσε μόνο ο ίδιος, αλλά έδινε αυτό και στους μαθητές του» (Θφ).
(4) Δύναμη=ισχύ να βγάζουν τα δαιμόνια και εξουσία στο να χρησιμοποιούν αυτήν την ισχύ, αντίθετα με τους Ιουδαίους εξορκιστές, οι οποίοι μη έχοντας ούτε τη δύναμη, ούτε την εξουσία, κατέφευγαν σε κοπιαστικές προσπάθειες για εκδίωξη των δαιμονίων, οι οποίες συνήθως κατέληγαν σε αποτυχία (p).
(5) Σε κάθε είδος, το οποίο θα συναντούσαν (b). Ο Χριστός είχε έλθει για να ανατρέψει και να ερειπώσει το βασίλειο του σκότους, για αυτό και έδωσε στους μαθητές του δύναμη και εξουσία πάνω σε όλα τα δαιμόνια.
(6) Το θεραπεύειν μπορεί να εξαρτάται συντακτικά και από το «δύναμιν και εξουσίαν», καλύτερα όμως να συνδέσουμε αυτό με το έδωκε (g). «Ο Κύριος όπλιζε τους μαθητές του με θεϊκές δυνάμεις, ώστε πρώτα να γκρεμίζουν τα δαιμονικά στίφη και τις εχθρικές και πολέμιες στους ανθρώπους παρατάξεις· έπειτα να θεραπεύουν τους πονεμένους από ασθένειες και κάθε είδους πάθη· και παρέχει σε όλους τους ανθρώπους τη δυνατότητα να βλέπουν γνωρίσματα της κηρυττόμενης βασιλείας. Διότι έπρεπε, επειδή κήρυτταν παράδοξο κήρυγμα, έπρεπε να παρέχουν στους μαθητές φανερά σημάδια παράδοξων και νέων αγαθών» (Ε).
9.2 καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς κηρύσσειν(1) τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ(2) καὶ ἰᾶσθαι(3) τοὺς ασθενούντας,
2 Μετά τους έστειλε να κηρύττουν τη βασιλεία του Θεού και να γιατρεύουν τους αρρώστους.
(1) «Αφού τους έδωσε εξουσία εναντίον των πονηρών πνευμάτων, δεν τους περιόρισε μέχρις αυτό, αλλά διέταξε να κηρύττουν και το ευαγγέλιο» (Θφ). Βλέπει κάποιος εδώ την μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε από τον Κύριο για διάδοση του ευαγγελίου. Περιόδευσε, πρώτον, αυτοπροσώπως, κηρύττοντας και θεραπεύοντας και όταν διδάχτηκαν κοντά του οι 12, έστειλε και αυτούς σε ιεραποστολική περιοδεία.
(2) «Άραγε πριν από αυτά, όταν έστειλε τους δώδεκα να κηρύττουν, τους εμπόδισε να ομολογούν ότι αυτός είναι ο Χριστός; Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι, θέλησε αυτοί που θα άκουγαν το όνομα του Χριστού από τους Αποστόλους, να κατηχηθούν πρώτα με έναν λιγότερο σαφή τρόπο… και προστάζει να σιγήσουν τα σχετικά με αυτόν, φυλάγοντας την τελειότερη σχετικά με αυτόν διδασκαλία για πιο κατάλληλο καιρό, όταν θα μπορούσαν, σε αυτούς που θα τον είχαν δει σταυρωμένο, να δώσουν μαρτυρία για την από τους νεκρούς ανάστασή του, οι μαθητές που θα τον είχαν δει αναστημένο» (Ω). Τους έστειλε να διδάξουν το λαό για την πνευματική φύση και τις πνευματικές τάσεις και σκοπούς της βασιλείας του Θεού και με την διδασκαλία τους αυτή, να διεγείρουν το ενδιαφέρον του για αυτήν και να τον προτρέψουν να ετοιμαστεί για υποδοχή της.
(3) Τα δύο ρήματα κηρύττω και ιώμαι περιλαμβάνουν την διακονία των ψυχών και των σωμάτων (p). Έτσι οι Απόστολοι «με τα έμπρακτα θαύματα που επιτελούσαν, έδιναν στο κήρυγμα αξιοπιστία ξεκάθαρη… και παρέδιδε σε αυτούς τα παράδοξα θαύματα, σαν αγκίστρια σωτήρια των ψυχών, έτσι ώστε με αυτά να ψαρεύουν και να τραβούν από το βυθό της κακίας το θνητό γένος, φυγαδεύοντας πονηρά πνεύματα και θεραπεύοντας κάθε ασθένεια και αδιαθεσία με το δικό του πρόσταγμα» (Ε).
9.3 καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς, Μηδὲν αἴρετε εἰς τὴν ὁδόν(1), μήτε ῥάβδους(2) μήτε πήραν μήτε ἄρτον(3) μήτε ἀργύριον(4), μήτε ἀνὰ δύο χιτῶνας(5) ἔχειν(6).
3 «Μην παίρνετε τίποτε μαζί σας για το δρόμο» τους είπε· «ούτε ραβδί ούτε σακίδιο ούτε φαγητό ούτε χρήματα ούτε διπλά ρούχα.
(1) «Με αυτόν τον τρόπο, τούς διατάζει να είναι σαν εύζωνοι και θέλει να απαλλαχτούν από κάθε κοσμική μέριμνα, ώστε να μην ενδιαφέρονται ούτε και για αυτήν την αναγκαία και απαραίτητη τροφή. Διότι, λέει, ότι θα αποτελεί στολίδι και κατά κάποιο τρόπο στεφάνι σε αυτούς, το να μην κατέχουν τίποτα… σχεδόν λέγοντας εκείνο το ρητό στους ψαλμούς. Ρίξε στον Κύριο τη φροντίδα σου και αυτός θα σε διαθρέψει»» (Κ). «Διότι ταιριάζει να κάνουν ένα ξεπλήρωμα και μία ανταλλαγή, αφού, δεχόμενοι, από τη μία, από το Θεό τις σωτήριες και ευεργετικές για τους ανθρώπους δυνάμεις, να ανταποδώσουν, από την άλλη, σε αυτόν υπακοή στις εντολές του, προθυμία και προαίρεση ελεύθερη από την συμπάθεια στα βιοτικά. Αλλά και από τη στιγμή που υποδέχονται στις ψυχές τους πλούτο ουράνιο… θεωρούσε ότι έπρεπε να περιφρονήσουν τα γήινα» (Ε). Δεν επιτρέπει σε αυτούς να φροντίζουν ιδιαίτερα να προκαλούν την εκτίμηση του λαού με την εξωτερική εμφάνιση. Δεν πρέπει να έχουν κάποια ιδιαίτερη ενδυμασία ούτε κάποια άλλη μεταβολή στο ντύσιμό τους. Ό,τι είχαν όταν ακολούθησαν αυτόν και όπως ήταν τώρα, έτσι και να πηγαίνουν στην περιοδεία τους.
(2) Υπάρχει και η γραφή μήτε ράβδον. Ο Μάρκος λέει «παρά μόνο ράβδο». Η έννοια παρ’ όλα αυτά είναι η ίδια και καμία διαφωνία δεν υπάρχει μεταξύ των ευαγγελιστών. Στην ουσία και τα δύο παραγγέλματα μπορούν να μεταφραστούν ως εξής: Μην κάνετε ειδικές προπαρασκευές για την περιοδεία σας. Πηγαίνετε όπως είστε (p). Και εδώ αυτό πρέπει να έχει κάποιος υπ’ όψιν, ότι συχνά στα ευαγγέλια τα λόγια του Κυρίου πρέπει να ερμηνεύονται όχι μόνο κατά το γράμμα, αλλά και κατά την έννοια και το πνεύμα, το οποίο μας διέσωσε η αποστολική παράδοση, από την οποία έλκουν την αρχή τους και τα γραπτά ευαγγέλια (Knabenbauer).
(3) Ούτε ψωμί, διότι έπρεπε να εξαρτούν τους εαυτούς τους εξ’ ολοκλήρου από την Πρόνοια του Θεού και να περιοδεύουν με την πεποίθηση, ότι, παρόλο που δεν κουβαλούσαν μαζί τους τίποτα, τίποτα δεν θα στερούνταν.
(4) «Διότι αντιλαμβανόταν καλά, ότι ίσως αυτοί που θα θεραπευτούν από αυτούς από τις ασθένειες και θα απαλλαχτούν από τα ανίατα πάθη, θα θελήσουν να τους παραχωρήσουν και όλα τα υπάρχοντά τους. Για αυτό, προλαβαίνοντας αυτά, ξεκαθάρισε να μην καπηλεύονται την χάρη και συμβουλεύει να μην πουλούν τα δώρα του Θεού… αλλά τους θέλει να είναι αφιλοχρήματοι και να μην φροντίζουν για τα βιοτικά» (Ε).
(5) Ο Λουκάς δεν διατυπώνει την απαγόρευση όπως ο Μάρκος «να μην ντυθείτε δύο χιτώνες», δηλαδή να μην φορούν συγχρόνως δύο χιτώνες (L). Πράγματι ήταν συνηθισμένο στους ταξιδιώτες να έχουν 2 χιτώνες (Ιωσήπου Αρχ. XVII 5,7), από τους οποίους ο μεν εσωτερικός ονομαζόταν στα εβραϊκά κετονέθ, (είδος πουκάμισου), ενώ ο εξωτερικός μακρύτερος από τον άλλο, ονομαζόταν στα εβραϊκά μάιλ. Εφόσον λοιπόν απαγόρευσε σε αυτούς ο Κύριος να έχουν σάκκο, μόνο ο δεύτερος χιτώνας θα έπρεπε να φοριέται (p). Αυτό εξηγεί την εκ πρώτης όψεως παράδοξη διατύπωση του Μάρκου («Μην ντυθείτε δύο χιτώνες») (g).
(6) Το απαρέμφατο «έχειν» μπορεί να εξαρτηθεί από το «είπε», ή μπορούμε να το πάρουμε εδώ, όπως αυτό συμβαίνει συχνά, με έννοια προστακτικής (g). «Για να ζουν ζωή ενός μόνο είδους και ενός τρόπου, αποβλέποντας μόνο στο ότι πρέπει να μυούν τους ανθρώπους, διέταξε να μην φροντίζουν καθόλου ή για ρούχα ή για τροφή» (Κ). «Αλλά καθιστώντας τους στρατιώτες της βασιλείας του Θεού, τους ετοίμαζε σαν ευζώνους για τον πόλεμο με τους εχθρούς» (Ε).
9.4 καὶ εἰς ἣν ἂν οἰκίαν εἰσέλθητε, ἐκεῖ μένετε(1) καὶ ἐκεῖθεν(2) ἐξέρχεσθε.
4 Σ’ όποιο σπίτι μπαίνετε, εκεί να μένετε κι από ’κει να βγαίνετε.
(1) «Τους διέταξε να μένουν σε ένα σπίτι και να μη βγαίνουν από αυτό, ώστε ούτε αυτόν που τους υποδέχεται να λυπούν, ούτε οι ίδιοι να θεωρηθούν ότι είναι λαίμαργοι και θέλουν ευκολίες. Διότι έπρεπε ούτε αυτοί που τους δέχτηκαν μία φορά να αποστερηθούν από τη δωρεά, ούτε όμως και οι ίδιοι οι άγιοι Απόστολοι να εμποδίσουν κάπως το ζήλο και την προθυμία για το θείο κήρυγμα, με το να προσκαλούνται από πολλούς, όχι για να μάθουν κάτι από τα αναγκαία, αλλά για να τους παραθέσουν τραπέζι πλούσιο και πέρα από την ανάγκη» (Κ), «και δώσουν έτσι την εντύπωση ότι είναι κάποιοι άστατοι και ευμετάβλητοι» (Θφ) και να μην παρέχεται σε κάποιον η υπόνοια, ότι αυτοί που τους φιλοξενούσαν τους ένιωσαν ως βάρος και επιπλέον και οι άνθρωποι να γνωρίζουν, πού θα μπορούσαν να ζητήσουν αυτούς σε περίπτωση, κατά την οποία θα ήθελαν και ιδιαιτέρως να επικοινωνήσουν με αυτούς (Henry). Αυτό είναι το σπέρμα, από το οποίο προήλθαν οι κατ’ οίκον εκκλησίες που συναντούμε κατά την αποστολική εποχή (Ρωμ. ιστ 5,Α΄Κορ. ιστ 19,Κολ. δ 15,Φιλημ. 2) (p).
(2) Από το σπίτι δηλαδή· δεν πρόκειται όμως για τις καθημερινές εξόδους από αυτό κατά τη διάρκεια της παραμονής στην πόλη ή το χωριό, αλλά για τη στιγμή της αναχώρησης για άλλο μέρος (L). Η έξοδός σας από το σπίτι και από την πόλη ή το χωριό, ας γίνεται κατά τον ίδιο χρόνο (b). Παραγγελία μεγάλης σημασίας, διότι με το που έφταναν σε ένα μέρος, επειδή ακόμη δεν είχαν ενεργήσει σε αυτό κανένα θαύμα, ήταν ελάχιστα πιθανό, ότι άγνωστοι καθώς ήταν, θα γίνονταν δεκτοί σε φιλοξενία από τους πλουσιότερους του τόπου. Η προσοχή των πλουσίων θα τραβιόταν προς αυτούς μετά την θαυματουργική τους δράση. Δεν επιτρεπόταν λοιπόν να αφήσουν τότε την ταπεινή διαμονή τους, για να δεχτούν την πρόσκληση κάποιου πλουσίου, περιφρονώντας τον φτωχότερο, ο οποίος ευθύς εξ’ αρχής πρόθυμα τους υποδέχτηκε (ο).
9.5 καὶ ὅσοι ἂν μὴ δέξωνται(1) ὑμᾶς, ἐξερχόμενοι ἀπὸ τῆς πόλεως ἐκείνης και τὸν κονιορτὸν ἀπὸ τῶν ποδῶν ὑμῶν ἀποτινάξατε(2) εἰς μαρτύριον ἐπ᾽ αὐτούς(3).
5 Κι όπου δεν σας δέχονται, όταν βγαίνετε από κείνη την πόλη να τινάζετε και τη σκόνη από τα πόδια σας, για να υπάρχει μια μαρτυρία εναντίον τους».
(1) Υπάρχει και η γραφή δέχωνται, όπου ο ενεστώτας δηλώνει το ταυτόχρονο και αυτό που γίνεται διαρκώς και κατ’ επανάληψιν. Ο αόριστος δηλώνει αυτό που γίνεται κάποιες φορές και το τετελεσμένο (δ).
(2) «Πρέπει δηλαδή, από αυτούς που δεν τους δέχτηκαν ούτε ανέχτηκαν τα ιερά κηρύγματα, να μην θελήσουν να πάρουν το παραμικρό» (Κ). Στο Πράξ. ιγ 51 βρίσκουμε τους Βαρνάβα και Παύλο να τελούν την συμβολική αυτή πράξη του τινάγματος της σκόνης. Σήμαινε αυτή ότι από τώρα και στο εξής δεν είχαν ούτε την παραμικρή σχέση με τον τόπο εκείνο. Λέχθηκε, ότι οι Φαρισαίοι προέβαιναν στην ενέργεια αυτή, όταν από χώρα ειδωλολατρική επέστρεφαν στην Ιουδαία (p).
(3) «Δηλαδή για έλεγχό τους και κατηγορία» (Θφ). Το επ’ αυτούς σημαίνει κατά λέξη «πάνω τους» και κατά συνέπεια «εναντίον τους» (p). Η λέξη μαρτύριον μαζί με το «επ’ αυτούς» περικλείει την έννοια της απειλής σε σχέση με την ώρα της κρίσης (g). Είναι παράπονο και κατηγορία που αποτίθεται στα πόδια του Κριτή (Reuss). Η σκόνη αυτή θα μαρτυρεί, ότι πέρασαν από την πόλη αυτή οι κήρυκες του ευαγγελίου, για να προσφέρουν στους κατοίκους της την χάρη και την ειρήνη και αποδιώχτηκαν από αυτούς. Και με το τίναγμα αυτό εσείς θα δηλώνετε, ότι εγκαταλείπετε την πόλη τους και δεν έχετε πλέον καμία σχέση με αυτήν.
9.6 ἐξερχόμενοι(1) δὲ διήρχοντο κατὰ(2) τὰς κώμας εὐαγγελιζόμενοι καὶ θεραπεύοντες(3) πανταχοῦ(4).
6 Εκείνοι έφυγαν και περνούσαν ένα ένα τα χωριά, φέρνοντας το χαρμόσυνο μήνυμα και κάνοντας παντού θεραπείες.
(1) Από το χωριό, στο οποίο βρίσκονταν μαζί με τον Σωτήρα.
(2) Σε κάθε ένα από τα χωριά που συναντούσαν κατά την περιοδεία τους.
(3) «Ως δάσκαλοι, από τη μία, κήρυτταν το ευαγγέλιο, ως ιατροί, από την άλλη, θεράπευαν και επιβεβαίωναν τους λόγους τους με τα έργα και τα λόγια» (Ε).
(4) «Παντού περιόδευσαν» (Ε) και παντού ευαγγελίζονταν και θεράπευαν.
Στίχ. 7-9. Η απορία του Ηρώδη.
9.7 ῎Ηκουσεν(1) δὲ ῾Ηρῴδης ὁ τετράρχης τὰ γινόμενα υπ’ αυτού πάντα, καὶ διηπόρει(2) διὰ τὸ λέγεσθαι(3) ὑπό τινων ὅτι ᾽Ιωάννης εγήγερται ἐκ των νεκρῶν(4),
7 Ο Ηρώδης ο τετράρχης άκουσε όλα όσα γίνονταν από τον Ιησού και απορούσε, γιατί άλλοι έλεγαν ότι ο Ιωάννης αναστήθηκε από τους νεκρούς,
(1) Δες Ματθ. ιδ 1-13 και Μάρκ. στ 14-16 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Η αφήγηση αυτή είναι συνδεδεμένη με την παραπάνω αποστολή των 12 τόσο στο Λουκά όσο και στον Μάρκο. Ο Ματθαίος χωρίζει εντελώς τα δύο αυτά γεγονότα. Φαίνεται ότι οι δύο ευαγγελιστές θέλουν να υποδηλώσουν ότι η φήμη που προκλήθηκε από την δράση των 12 έδωσε αφορμή να φτάσει μέχρι τον Ηρώδη και η φήμη του Ιησού. Το ότι ο Ηρώδης μέχρι τη στιγμή εκείνη δεν είχε κάποια γνώση για τον Ιησού, εξηγείται εν μέρει και από το ότι ήταν πάρα πολύ μπλεγμένος από τον πόλεμό του με τον Αρέτα, τον βασιλιά της Αραβίας (g). Το ότι ο Κύριος μπορούσε και σε άλλους να μεταδίδει την θαυματουργική δύναμη και ότι στο όνομά του γίνονταν ήδη και με τα χέρια των αποστόλων πολλά θαύματα, αύξησε τη φήμη του και έκανε τις ακτίνες του Ηλίου αυτού της δικαιοσύνης λαμπρότερες και ισχυρότερες με την αντανάκλασή τους και από τα γήινα σκεύη, όπως ήταν οι απόστολοι. Οι άσημοι και αγράμματοι αυτοί δεν είχαν τίποτα άλλο συστατικό ή προσόν, το οποίο θα επέβαλλε στο πλήθος τον σεβασμό σε αυτούς, παρά μόνο το ότι «ήταν μαζί με τον Ιησού» (Πράξ. δ 13).
(2) Η πλήρως κλασική λέξη διηπόρει δεν συναντιέται στους Ο΄ ούτε στην Κ.Δ. παρά μόνο στον Λουκά (Πράξ. β 12,ε 24,ι 17). Ο Αντίπας βρισκόταν σε απορία για το τι ιδέα να σχηματίσει για τον Ιησού. Είναι αξιοσημείωτη η αλλαγή του χρόνου στα ρήματα=Άκουσε μία φορά, βρισκόταν όμως σε διαρκή απορία χωρίς να βρίσκει βέβαιη εξήγηση (p).
(3) Ο λόγος της απορίας του ήταν, ότι διάφοροι έλεγαν διαφορετικά πράγματα για τον Ιησού (δ).
(4) Έλεγαν δηλαδή μερικοί, ότι ο Ιησούς είναι ο ίδιος ο Ιωάννης που αναστήθηκε από τους νεκρούς. Αυτό αποτελεί ισχυρή απόδειξη για την βαθιά εντύπωση, την οποία είχε αφήσει το κήρυγμα του Ιωάννη. Κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν είχε επιτελέσει κάποιο θαύμα, και όμως θεωρούσαν ως δυνατό το ότι τόσο μεγάλος προφήτης αναστήθηκε από τους νεκρούς και επιτελούσε θαύματα (p). Υπάρχει και η γραφή: ηγέρθη εκ νεκρών.
9.8 ὑπό τινων δὲ ὅτι ᾽Ηλίας ἐφάνη(1), ἄλλων δὲ ὅτι προφήτης τις τῶν ἀρχαίων(2) ἀνέστη.
8 άλλοι ότι εμφανίστηκε ο Ηλίας κι άλλοι ότι αναστήθηκε κάποιος από τους αρχαίους προφήτες.
(1) Το ρήμα άλλαξε. Αντί για το ηγέρθη μπήκε έξυπνα το εφάνη, διότι ο Ηλίας δεν έχε πεθάνει (p). Ο Ηλίας, που αναλήφθηκε ζωντανός, φάνηκε πάλι (δ).
(2) Όπως π.χ. ο Ιερεμίας (Ματθ. ιστ 14), ο Ησαΐας ή κάποιος άλλος. Διότι ήταν συνηθισμένες αυτού του είδους οι ιδέες στον όχλο, όπως βλέπουμε από τον Ματθαίο (δ). Οσοδήποτε και να δεν ήταν σωστές οι σχετικά με τον Ιησού ιδέες του πλήθους, όλες όμως ήταν υψηλές και τιμητικές, διότι όλοι τον θεωρούσαν ως έκτακτο πρόσωπο, που ήλθε από τον υπερπέραν κόσμο.
9.9 και εἶπεν ο ῾Ηρῴδης, ᾽Ιωάννην ἐγὼ ἀπεκεφάλισα· τίς δέ ἐστιν οὗτος περὶ οὗ εγώ ἀκούω(1) τοιαῦτα(2); καὶ ἐζήτει ἰδεῖν(3) αὐτόν(4).
9 Ο Ηρώδης όμως έλεγε: «Εγώ τον Ιωάννη τον αποκεφάλισα· ποιος είναι πάλι αυτός για τον οποίο ακούω τέτοια πράγματα;» Και ζητούσε να τον δει.
(1) Ο Ηρώδης μιλά τώρα ως άνθρωπος που δεν φοβάται πλέον τον Ιωάννη, με την αφέλεια ασυνείδητου τύραννου, ο οποίος είχε ήδη πάρει όλα τα μέτρα ασφάλειας. Ποιος τάχα να είναι αυτός, που έρχεται πάλι τώρα να μου φέρει προβλήματα; (L). Τον Ιωάννη εγώ αποκεφάλισα και δεν είναι δυνατόν να είναι αυτός, για τον οποίο εγώ ακούω αυτά (δ). Ίσως, όπως ο Βέδας εισηγείται, μετέπειτα ο Αντίπας να κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Βαπτιστής αναστήθηκε, ιδέα για την οποία η ένοχή του συνείδηση τον έκανε επιδεκτικό (p). Για αυτό και είναι αξιοσημείωτη και η παρατήρηση: «Το «τον φόνευσα» λοιπόν, δεν το λέει με καύχηση, αλλά θέλοντας να παρηγορήσει τον φόβο και να πείσει την ψυχή που ταράζεται, να θυμηθεί ότι ο ίδιος τον έσφαξε. Τόσο μεγάλη είναι η δύναμη της αρετής, αφού και μετά το θάνατο είναι πιο δυνατή από τους ζωντανούς» (Χ).
(2) Το «τοιαῦτα» μπορεί να αναφέρεται είτε στα έργα του Χριστού, είτε στις διασταυρωμένες γνώμες για αυτόν (p).
(3) Όχι απλώς εξέφρασε επιθυμία, αλλά ζητούσε, δηλαδή εξακολουθούσε να ζητά να τον δει. Ο Ηρώδης είχε γνωρίσει τον Βαπτιστή και εάν έβλεπε τον Ιησού, θα μπορούσε να καταλήξει σε βέβαιο συμπέρασμα για το αν αυτός ήταν ή δεν ήταν ο Βαπτιστής. Δες Λουκ. κγ 8, όπου η επιθυμία του αυτή πραγματοποιήθηκε. Αναμφίβολα όμως δεν ήταν μόνο το ενδιαφέρον να διαπιστώσει την ταυτότητα του Ιησού, που ωθούσε τον Αντίπα στο να τον δει. Φαίνεται ότι αυτός ανήκε και στην τάξη των Σαδδουκαίων που δεν δέχονταν την ανάσταση των νεκρών (p). Ζητούσε να τον δει, αλλά ούτε πήγαινε, ούτε καλούσε τον Ιησού για να τον δει. Ίσως διότι θεωρούσε κατώτερο της μεγαλειότητάς του να πάει προς τον Ιησού ή να πάρει αυτός την πρωτοβουλία της πρόσκλησης του Ιησού. Ίσως και διότι θυμόταν τους ελέγχους του Ιωάννη. Είχε πολλά υποφέρει από τους ελέγχους αυτούς. Εφόσον λοιπόν εξακολουθούσε να σχετίζεται παράνομα με την Ηρωδιάδα μήπως και από τον νέο αυτόν προφήτη θα άκουγε νέες επιτιμήσεις; Οι αιχμάλωτοι της αμαρτίας και που δεν χωρίζονται από αυτήν, αποφεύγουν το φως και δεν έρχονται προς το φως για να μην ελεγχθούν τα έργα τους. Επιθυμεί να τον δει. Αναβάλλει όμως. Αλλά με την αναβολή η καρδιά του σκληρύνεται περισσότερο. Και όταν μετά από κάποιο χρόνο θα τον δει στα Ιεροσόλυμα (Λουκ. κγ 8), θα είναι τόσο προκατειλημμένος και τόσο σκληρυμένος, ώστε καμία ευεργετική εντύπωση δεν θα αποκομίσει από αυτόν.
(4) Οι λεπτομέρειες αυτές, τις οποίες αναφέρει ο Λουκάς, παρέχουν βάση να δεχτούμε, ότι ακολουθεί αυτός δική του πηγή, που προέρχεται μάλιστα από το άμεσο περιβάλλον του Ηρώδη και τέτοια μπορούσε να είναι είτε ο Χουζά (Λουκ. η 3) είτε ο Μαναήν (Πράξ. ιγ 1)(g).
Στίχ.10-17. Πολλαπλασιασμός των πέντε άρτων και των δύο ψαριών.
9.10 Καὶ(1) ὑποστρέψαντες οἱ ἀπόστολοι διηγήσαντο αὐτῷ ὅσα ἐποίησαν. καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ὑπεχώρησεν κατ᾽ ἰδίαν εἰς τόπον έρημον πόλεως καλουμένης Βηθσαϊδά(2).
10 Οι απόστολοι επέστρεψαν και διηγήθηκαν στον Ιησού όλα όσα είχαν κάνει. Εκείνος τους πήρε μαζί του κι αναχώρησαν μόνοι τους σε μια έρημη περιοχή κοντά στην πόλη που λεγόταν Βηθσαϊδά.
(1) Για τους στ. 10-17 δες Ματθ. ιδ 13 και Μάρκ. στ 30 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Διαφορετικές γραφές: εις πόλιν καλουμένην Βηθσαϊδά· άλλη: εις τόπον έρημον· άλλη πιο πιθανή σύμφωνα με τον g: εις τόπον έρημον καλούμενον Βηθσαϊδά. Η πόλη που έχει το όνομα αυτό και συχνά αναφέρεται στα ευαγγέλια, βρισκόταν στη δυτική όχθη της λίμνης κοντά στην Καπερναούμ (Λουκ. ι 13,Ματθ. ια 21,Μάρκ. στ 45,Ιω. α 45). Αλλά σύμφωνα με τους Ματθαίο, Μάρκο και Ιωάννη, το θαύμα της διατροφής των 5000 δεν συνέβη στην δυτική όχθη, διότι πριν το θαύμα ο Κύριος από την δυτική όχθη πέρασε με τους μαθητές στην απέναντι ανατολική όχθη. Φαίνεται ότι και εκεί υπήρχε τοποθεσία που λεγόταν Βηθσαϊδά. Είναι βεβαίως γνωστό ότι υπήρχε και άλλη πόλη στην Περαία που είχε το όνομα αυτό και βρισκόταν λίγο ανατολικά από την εκβολή του Ιορδάνη (Ιωσήπου. Αρχ. XVΙΙΙ 2,1, Ιουδ. Πολ. ΙΙΙ 10,7). Εφόσον όμως η λέξη Βηθσαϊδά σημαίνει τόπο αλιείας, φαίνεται ότι υπήρχαν πολλά χωριά στις ακτές της λίμνης που είχαν το όνομα αυτό και στον τόπο ενός από αυτά, έχτισε ο Φίλιππος την από τον Ιώσηπο αναφερομένη παραπάνω Βηθσαϊδά την Ιουλιάδα προς τιμήν της κόρης του Αυγούστου. Ο Λουκάς λοιπόν συμφωνεί με τους υπόλοιπους ευαγγελιστές και δεν τοποθετεί το θαύμα των 5000 στη δυτική όχθη, αλλά στην ανατολική σε μέρος ερημικό, «κατ’ ιδίαν» κοντά σε ένα χωριό που είχε το όνομα Βηθσαϊδά που διακρινόταν από την πόλη Βηθσαϊδά, που ήταν κοντά στην Καπερναούμ (g).
9.11 οἱ δὲ ὄχλοι γνόντες ἠκολούθησαν αὐτῷ(1). καὶ δεξάμενος(2) αὐτοὺς ἐλάλει(3) αὐτοῖς περὶ τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ, καὶ τοὺς χρείαν ἔχοντας θεραπείας ἰάσατο(4).
11 Ο όχλος όμως τους αντιλήφθηκε και τον ακολούθησε. Εκείνος τους δέχτηκε και τους μιλούσε για τη βασιλεία του Θεού, και όσοι είχαν ανάγκη από θεραπεία τούς θεράπευσε.
(1) Τον ακολούθησαν στην έρημο. Αλλά ο τόπος όπου είναι παρών ο Χριστός, παύει να είναι έρημος.
(2) Υπάρχει και η γραφή αποδεξάμενος. Και αυτή και το δεξάμενος υποδηλώνουν πρόθυμη υποδοχή εκ μέρους του Κυρίου. Ανταποκρίνεται η λέξη στο «σπλαχνίστηκε», που χρησιμοποιούν εδώ οι άλλοι δύο συνοπτικοί (p). Παρόλο που διέκοπταν την ανάπαυση, την οποία για λίγο ζήτησε εκεί ο Ιησούς και για τον εαυτό του και για τους μαθητές, παρ’ όλα αυτά τους υποδέχτηκε. Όταν υπάρχει ευλαβής και ειλικρινής ζήλος, μπορεί να δικαιολογήσει σε κάποιο μέτρο και κάποια αδιακρισία. Παρόλο που ο λαός αυτός ήλθε άκαιρα, ο Χριστός όμως τον δέχτηκε και του έδωσε ό,τι χρειαζόταν και ό,τι ζητούσε.
(3) Ο παρατατικός=Για πολλή ώρα.
(4) Ο Χριστός έχει ακόμη την δύναμη να θεραπεύει σωματικές ασθένειες, και θεραπεύει τον λαό που έχει ανάγκη θεραπείας. Μερικές φορές βλέπει, ότι η ασθένεια μας ωφελεί και συντελεί στο καλό των ψυχών μας περισσότερο από όσο η θεραπεία στο καλό των σωμάτων μας. Και τότε πρέπει να δεχόμαστε με ευγνωμοσύνη την παιδαγωγία του, βέβαιοι ότι όταν αυτός δει ότι ήλθε ο καιρός να μας θεραπεύσει, θα μας δώσει και την ίαση του σώματος. Πάντοτε όμως θεραπεύει τις πνευματικές ασθένειες με την χάρη του, με τις παρηγοριές του, με τις ενισχύσεις του. Έχει για τον καθένα ό,τι απαιτούν οι περιστάσεις στις οποίες βρίσκεται. Και ο θάνατος ο ίδιος είναι υπηρέτης του και τον στέλνει στους αγίους του, για να αναπαυτούν από τους κόπους τους.
9.12 ῾Η δὲ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν(1)· προσελθόντες δὲ οἱ δώδεκα εἶπον αὐτῷ, ᾽Απόλυσον(2) τὸν ὄχλον, ἵνα πορευθέντες εἰς τὰς κύκλῳ κώμας καὶ ἀγροὺς καταλύσωσιν(3) καὶ εὕρωσιν ἐπισιτισμόν(4), ὅτι ὧδε ἐν ἐρήμῳ τόπῳ(5) ἐσμέν.
12 Η μέρα όμως άρχισε να γέρνει. Οι δώδεκα μαθητές πήγαν κοντά του και του είπαν: «Διώξε τον κόσμο, για να πάνε στα γύρω χωριά και τις αγροικίες να βρουν κατάλυμα και φαγητό, γιατί εδώ είμαστε στην ερημιά».
(1) Στην Κ.Δ. μόνος ο Λουκάς χρησιμοποιεί με αμετάβατη έννοια το κλίνω. Δες και κδ 29. Στους αττικούς το κλίνω γενικώς είναι μεταβατικό (p). Να κλίνει δηλαδή στο δειλινό ή στη δύση (δ).
(2) «Δηλαδή θεράπευσε τις ασθένειές τους γρήγορα. Εκπλήρωσε τις αιτήσεις τους» (Θφ), διότι ο Κύριος ουδέποτε έδιωχνε κάποιον από αυτόν με άδεια τα χέρια.
(3) Επειδή δηλαδή πολλοί απείχαν αρκετά από τους τόπους τους, είχαν ανάγκη να βρουν και καταλύματα για τη νύχτα (δ).
(4) Λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ. και είναι εξ’ ολοκλήρου κλασσική λέξη. Ειδικά λέγεται για τα εφόδια που λαμβάνονται για οδοιπορία. Δες Γεν. μβ 25,με 21,Ιησού Ν. θ 5,11,Ιουδείθ β 18,δ 5 (p). Έπειτα σημαίνει και την τροφή γενικά, τα φαγητά, και με αυτήν την δεύτερη έννοια λέγεται εδώ (δ).
(5) Ήταν φυσικώς αδύνατον να βρεθούν τροφές για τόσο πλήθος στην έρημο αυτήν. Και ο Κύριος αισθάνεται τον εαυτό του από κάποια άποψη υπεύθυνο για το ότι τόσο πλήθος βρέθηκε κοντά του στην τοποθεσία αυτή. Το θαύμα λοιπόν αυτό δεν είναι θαύμα καθαρής επίδειξης, αλλά θαύμα ανάγκης (g). Ο Ιησούς δεν ήταν ποτέ δυνατόν να διώξει νηστικό τόσο λαό που για μια ολόκληρη ημέρα στερήθηκε τροφής για να ακούσει την διδασκαλία του. Εκείνοι οι οποίοι με ζήλο ακολουθούν το Χριστό και στην οδό του καθήκοντος απαρνούνται τους εαυτούς τους ή εκθέτουν τους εαυτούς τους σε στερήσεις, κατατρωγόμενοι από τον ζήλο του οίκου του Θεού, λαμβάνονται κάτω από την ιδιαίτερη προστασία του. Αυτοί που φοβούνται τον Κύριο και υπηρετούν αυτόν πιστά «δεν θα ελαττωθούν από κάθε αγαθό».
9.13 εἶπεν δὲ πρὸς αὐτούς, Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς(1) φαγεῖν. οἱ δὲ εἶπον, Οὐκ εἰσὶν ἡμῖν πλεῖον(2) ἢ ἄρτοι πέντε καὶ ἰχθύες δύο, εἰ μήτι πορευθέντες ἡμεῖς ἀγοράσομεν(3) εἰς πάντα τὸν λαὸν τοῦτον βρώματα.
13 Ο Ιησούς τους απάντησε: «Δώστε τους εσείς να φάνε»· κι εκείνοι του είπαν: «Δεν έχουμε παρά πέντε ψωμιά και δύο ψάρια, εκτός κι αν πάμε εμείς ν’ αγοράσουμε φαγητά για όλο αυτό το πλήθος».
(1) Με έμφαση=Εσείς οφείλετε να βρείτε τροφή για αυτούς, και όχι αυτοί (p). Ο Κύριος με το παράγγελμά του αυτό δίδαξε και τους διακόνους του και τον λαό του να ασκούν την φιλοξενία «χωρίς γογγυσμό» (Α Πέτρ. δ 9). Όσοι έχουν λίγα, ας κάνουν ό,τι είναι δυνατόν με τα λίγα. Αυτό είναι το μέσον, με το οποίο τα λίγα γίνονται περισσότερα. Υπάρχουν αυτοί που σκορπίζουν και δίνουν στους φτωχούς και όμως τα σκορπιζόμενα αυξάνουν και πλεονάζουν στα χέρια τους.
(2) Περισσότερο. Δεν έχουμε περισσότερο από 5 άρτους και 2 ψάρια.
(3) Υπάρχει και η γραφή αγοράσωμεν. Η σπάνια σύνταξη του ει μη με υποτακτική, αποσκοπεί να εκφράσει το δυνατόν=όμως εάν πηγαίνοντας μπορούμε να αγοράσουμε για όλον αυτόν το λαό τροφές. Αλλά ήταν δυνατόν αυτό; (δ).
9.14 ἦσαν γὰρ ὡσεὶ ἄνδρες πεντακισχίλιοι. εἶπεν δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ, Κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας(1) ἀνὰ πεντήκοντα(2).
14 Ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άντρες. Είπε τότε στους μαθητές του: «Βάλτε τους να καθίσουν για φαγητό κάτω στο έδαφος κατά ομάδες ανά πενήντα».
(1) Κλισία λέγεται κάθε τόπος, στον οποίο μπορεί κάποιος να καθίσει, ιδίως μάλιστα η στεγασμένη καλύβα και σκηνή. Εδώ λέγεται με την έννοια της ομάδας των καθισμένων=κάθισμα σε ομάδες, κοινώς καθισιά (δ). Λέγεται μοναδική φορά και συναντιέται στους Ο΄ μόνο στο Γ΄Μακ. στ 31 (p).
(2) Υπάρχει και η γραφή: ωσεί ανά πεντήκοντα. Έτσι θα έμεναν διαστήματα μεταξύ των διάφορων ομάδων, μέσω των οποίων θα μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα οι απόστολοι και να διανέμουν την τροφή (p). Ο Ιησούς δεν θεραπεύει μόνο, αλλά και τρέφει. Θεραπεύει τις ασθένειες της ψυχής, αλλά και τρέφει συγχρόνως την ψυχή, υποστηρίζοντας την πνευματική ζωή της, ανακουφίζοντας τις ανάγκες της και ικανοποιώντας τους πόθους της. Ο Χριστός προνόησε όχι μόνο να σώσει την ψυχή από τις θανατηφόρες ασθένειες των παθών και γενικά της αμαρτίας, αλλά και να θρέψει αυτήν σε ζωή αιώνια και να ενδυναμώσει αυτήν σε όλους τους πνευματικούς αγώνες και ασκήσεις.
9.15 καὶ ἐποίησαν οὕτω καὶ ανέκλιναν(1) ἅπαντας.
15 Έτσι κι έκαναν, και τους έβαλαν όλους να καθίσουν για φαγητό.
(1) Δηλαδή κάθισαν στο χορτάρι όλοι ανεξαιρέτως (δ).
9.16 λαβὼν(1) δὲ τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν(2) εὐλόγησεν αὐτοὺς καὶ κατέκλασεν καὶ ἐδίδου(3) τοῖς μαθηταῖς(4) παραθεῖναι τῷ ὄχλῳ.
16 Πήρε τότε στα χέρια του τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, τα ευλόγησε, τα έκοψε σε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές του να τα μοιράσουν στον κόσμο.
(1) Εδώ και οι 3 συνοπτικοί συμφωνούν σχεδόν αυτολεξεί (p).
(2) «Βλέπει στον ουρανό, σαν να ζητά την από πάνω ευλογία… Για να μάθουμε λοιπόν, ότι αρχίζοντας το φαγητό και όταν πρόκειται να κόψουμε άρτο, οφείλουμε να τον προσφέρουμε στο Θεό και να υψώνουμε κατά κάποιο τρόπο τα χέρια και να κατεβάζουμε πάνω στον άρτο την ευλογία από ψηλά, για αυτά λοιπόν έγινε, συγκαταβαίνοντας προς εμάς, αρχή και πρότυπο και οδός αυτού του πράγματος» (Κ).
(3) Εξακολουθητικά έδινε. Ο παρατατικός ανάμεσα στους αόριστους είναι πολύ παραστατικός (p).
(4) «Δίνει στους μαθητές, έπειτα με αυτόν τον τρόπο εκείνοι στους όχλους, για να μην ξεχάσουν το θαύμα, αλλά να το θυμούνται, ενθυμούμενοι ότι πήραν τα ψωμιά στα χέρια τους» (Θφ).
9.17 καὶ ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν πάντες(1), καὶ ἤρθη τὸ περισσεῦσαν(2) αὐτοῖς κλασμάτων κόφινοι δώδεκα(3).
17 Έφαγαν όλοι τους και χόρτασαν, και τα περισσεύματα που μάζεψαν ήταν δώδεκα κοφίνια.
(1) «Χόρτασε πλήθος ανδρών όχι λίγων, διότι έφτανε τις πέντε χιλιάδες, χωρίς γυναίκες και παιδιά. Διότι αυτό το πρόσθεσε στα λόγια του άλλος από τους αγίους ευαγγελιστές» (Κ). Εκείνοι τους οποίους τρέφει ο Χριστός, χορταίνουν. Σε όσους δίνει, δίνει πλούσια. Όπως τα έχει πλούσια για όλους, έτσι τα έχει πλούσια και για καθέναν χωριστά. Γεμίζει κάθε ψυχή που πεινά και άφθονα χορταίνει αυτήν από την αφθονία του οίκου του.
(2) Απόδειξη του ότι χόρτασαν, είναι ότι έμειναν και περισσεύματα.
(3) Χόρτασαν, «και δεν σταματά εδώ το παράδοξο· αλλά μαζεύτηκαν και δώδεκα κοφίνια με κομμάτια. Και τι συμπεραίνουμε από εδώ; Πληροφορούμαστε με σαφήνεια, ότι η πράξη της φιλοξενίας, έχει πλούσια από το Θεό την ανταπόδοση» (Κ).
Στίχ. 18-22. Ομολογία του Πέτρου και προαναγγελία του Πάθους.
9.18 Καὶ(1) ἐγένετο(2) ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν προσευχόμενον(3) καταμόνας(4) συνῆσαν αὐτῷ οἱ μαθηταί(5), καὶ ἐπηρώτησεν αὐτοὺς λέγων(6), Τίνα με λέγουσιν οἱ ὄχλοι εἶναι(7);
18 Κάποτε που ο Ιησούς προσευχόταν μόνος του, ήρθαν κοντά του οι μαθητές κι εκείνος τους ρώτησε: «Ποιος λέει ο κόσμος ότι είμαι;»
(1) Για τους στ. 18-27 δες Ματθ. ιστ 13-28 και Μάρκ. η 27-θ 1 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Ο Λουκάς αποσιωπά όσα ακολούθησαν το θαύμα, δηλαδή την πάνω στο πλοίο απόλυση των μαθητών και έπειτα του όχλου, την τρικυμία, τον περίπατο της θάλασσας, τον διάλογο για τον άρτο της ζωής, τον οποίο αναφέρει ο Ιωάννης, το επεισόδιο της Χαναναίας, το θαύμα του τυφλού, την διατροφή των 4 χιλιάδων, το ότι ξέχασαν την προμήθεια των άρτων, το θαύμα της ίασης του τυφλού στην Βηθσαϊδά (Ματθ. ιδ 22-ιστ 12 και Μάρκ. στ 45-η 26 και Ιω. στ 14-71). Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Γράφοντας το ευαγγέλιό του ο Λουκάς, είχε μπροστά του τους άλλους δύο συνοπτικούς; (p). Πώς τότε παρέλειψε ένα τόσο σοβαρό τεμάχιο της ευαγγελικής ιστορίας, που σχετίζεται μάλιστα σε κάποια σημεία με τον ευαγγελισμό των εθνικών;
(3) Ο Ιησούς προσευχήθηκε στον Πατέρα, ώστε εκείνος να αποκαλύψει την σχετικά με τον Υιό του αλήθεια στους μαθητές. Το περιεχόμενο των προσευχών του Ιησού μπορεί να συναχθεί από τα λόγια του και τις πράξεις του που ακολουθούν (b). «Αφού έφυγε από τους όχλους και έμεινε μόνος, έδινε όλες τις δυνάμεις του στις προσευχές, βάζοντας τον εαυτό του παράδειγμα σε εμάς και σε αυτό, ή μάλλον διδάσκοντας τους μαθητές την καλή τέχνη των διδασκαλικών μαθημάτων. Διότι νομίζω ότι πρέπει οι αρχηγοί των λαών και αυτοί που τους έλαχε να καθοδηγούν τα ποίμνιά του, να ασχολούνται συνεχώς με αναγκαία πράγματα, και να παρουσιάζονται ότι πράττουν εκείνα με τα οποία ευχαριστιέται ο Θεός» (Κ). Παρόλο που ο Χριστός είχε πολύ δημόσιο έργο να εκτελέσει, όμως βρήκε κάποιο καιρό για να μείνει μόνος, για να σκεφτεί κατ’ ιδίαν και να συνομιλήσει με τον Πατέρα του και τους μαθητές του. Όταν λοιπόν αποσύρθηκε σε μοναχικό μέρος, προσευχόταν. Είναι καλό για μας να χρησιμοποιούμε την μόνωση για προσευχή, ώστε όταν είμαστε μόνοι, να μην είμαστε μόνοι, αλλά να έχουμε μαζί μας τον ουράνιο Πατέρα.
(4) Ίσως κατ’ αρχάς εξυπακούονταν το «(καταμόνας) χώρας (μέρη)». Αλλά η λέξη χρησιμοποιείται ως απλό επίρρημα και μερικές φορές γράφεται ως μία λέξη και όχι κατά μόνας. Στην Κ.Δ. υπάρχει μόνο εδώ και στο Μάρκ. δ 10 (p).
(5) «Προσευχόταν μόνος μαζί με μόνους αυτούς» (Κ). Το καταμόνας δεν αποκλείει την παρουσία των μαθητών, αλλά την παρουσία του όχλου. Είναι άλλωστε πιθανό ότι οι μαθητές συμμετείχαν ορισμένες στιγμές στην προσευχή αυτή του Κυρίου (g). Πήρε έτσι η προσευχή τον χαρακτήρα οικογενειακής προσευχής. Οι οικοδεσπότες οφείλουν να συμπροσεύχονται με όλο το σπίτι τους· οι γονείς μαζί με τα παιδιά τους· οι κύριοι μαζί με τους δούλους τους· οι διδάσκαλοι μαζί με τους μαθητές τους· οι κηδεμόνες μαζί με τους προστατευόμενούς τους.
(6) «Κάνει την ερώτηση, χωρίς να αγνοεί, από τη μία, τίποτα από αυτά που θρυλούνταν σχετικά με αυτόν από τους έξω, αλλά εισάγει, από την άλλη, την αντίληψη των πολλών, θέλοντας να φυτέψει μέσα τους την ορθή πίστη» (Κ).
(7) «Βλέπεις την τέχνη της ερώτησης; Δεν είπε αμέσως, Εσείς ποιος λέτε ότι είμαι; Αλλά εισάγει μάλλον τα θρυλούμενα των έξω, έτσι ώστε, αφού τα απομακρύνει και τα αποδείξει λανθασμένα, να τα διώξει και να φέρει την αληθινή ιδέα» (Κ).
9.19 οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπον, ᾽Ιωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ ᾽Ηλίαν, ἄλλοι δὲ ὅτι προφήτης τις τῶν ἀρχαίων ἀνέστη(1).
19 «Άλλοι λένε ότι είσαι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής», του απάντησαν, «άλλοι ο Ηλίας κι άλλοι κάποιος από τους αρχαίους προφήτες που αναστήθηκε».
(1) Όλες οι γνώμες του λαού για τον Ιησού συμπίπτουν στο εξής, ότι ο Ιησούς ήταν απλώς ένας από τους προδρόμους του Μεσσία (g).
9.20 εἶπεν δὲ αὐτοῖς, ῾Υμεῖς δὲ(1) τίνα με λέγετε εἶναι; ἀποκριθεὶς δε ο Πέτρος(2) εἶπεν, τὸν Χριστὸν τοῦ θεοῦ(3).
20 Εκείνος τότε τους είπε: «Κι εσείς, ποιος λέτε ότι είμαι;» Ο Πέτρος απάντησε: «Είσαι ο Μεσσίας που έστειλε ο Θεός».
(1) «Αφού είπαν οι μαθητές την άποψη του όχλου, είπε σε αυτούς· Εσείς όμως ποιος λέτε ότι είμαι; Ω, πόσο τονίζεται το Εσείς. Τους τοποθετεί έξω από τους άλλους, έτσι ώστε και τις αντιλήψεις εκείνων να αποφύγουν και να μην έχουν μικρή ιδέα για αυτόν. Εσείς, λέει, οι διαλεγμένοι, οι οποίοι κληθήκατε με δική μου απόφαση για αποστολή, οι μάρτυρες των τρομερών θαυμάτων μου, ποιος λέτε ότι είμαι;» (Κ). Και εμείς σήμερα ακούγοντας τις πλανημένες ιδέες των πολλών για τον Χριστό, ας γινόμαστε όλο και περισσότερο ευγνώμονες προς αυτόν, ο οποίος «φανέρωσε τον εαυτό του σε μας και όχι στον κόσμο» και με συμπάθεια πολλή ας συμπεριφερόμαστε προς τους πλανημένους κάνοντας ό,τι μπορούμε για να τους βγάλουμε από την πλάνη και να διδάξουμε σε αυτούς την αλήθεια.
(2) Και οι άλλοι απόστολοι γνωρίζουν, αλλά ο Πέτρος εξ’ ονόματός τους μιλά (Βέδας), «και γίνεται το στόμα όλων» (Θφ).
(3) Η ομολογία του Πέτρου παρουσιάζει διαφορετική διατύπωση στον καθένα από τους συνοπτικούς. Δηλαδή είναι αυτή σύμφωνα με τον Ματθαίο, ο Χριστός, ο υιός του Θεού του ζώντος, σύμφωνα με τον Μάρκο, ο Χριστός· και ενδιάμεση μεταξύ των δύο αυτών, η του Λουκά, Ο Χριστός του Θεού (g) δηλαδή αυτός τον οποίο ο Θεός έχρισε και έστειλε (p), όπου η γενική πτώση «του Θεού», σημαίνει τον Χριστό, ο οποίος ανήκει στο Θεό και είναι απεσταλμένος από αυτόν (g). «Ο Πέτρος ομολογεί ότι αυτός είναι ο Χριστός του Θεού, ο από παλιά κηρυττόμενος. Διότι δεν είπε Χριστόν του Θεού, αλλά τον Χριστόν του Θεού, μαζί με άρθρο, για να δηλώσει, ότι αυτός είναι ο κυρίως Χριστός του Θεού» (Θφ). «Διότι είναι πάρα πολλοί, από τη μία, αυτοί που έχουν ονομαστεί «χριστοί» από το γεγονός ότι χρίστηκαν από το Θεό με διάφορους τρόπους· διότι άλλοι μεν χρίστηκαν βασιλιάδες, άλλοι δε προφήτες, άλλοι πάλι, οι οποίοι πήραν την λύτρωση από τον ίδιο τον Σωτήρα όλων μας Χριστό, δηλαδή εμείς, που έχουμε χριστεί με το Άγιο Πνεύμα, έχουμε την ονομασία του Χριστού… Ένας όμως και μόνος είναι ο (Χριστός) του Θεού και Πατέρα· όχι επειδή εμείς μεν είμαστε χριστοί, όχι όμως του Θεού, αλλά κάποιου άλλου· αλλά επειδή αυτός και μόνος, έχει προσωπικά δικό του τον Πατέρα τον ουράνιο» (Κ) και ιδιαίτερα, επειδή δεν έλαβε με μέτρο το Πνεύμα, αλλά χρίστηκε από τον Πατέρα περισσότερο από αυτούς που μετέχουν σε αυτό το Πνεύμα (Εβρ. α 9).
9.21 ῾Ο δὲ ἐπιτιμήσας(1) αὐτοῖς παρήγγειλεν μηδενὶ λέγειν τοῦτο(2),
21 Ο Ιησούς τότε τους έδωσε αυστηρή διαταγή να μην το πουν αυτό σε κανένα.
(1) Συμβούλεψε αυστηρά (δ).
(2) «Παρόλο που, πόσο μάλλον έπρεπε οι μαθητές να τον κηρύττουν παντού; Διότι αυτό ήταν το έργο αυτών που διάλεξε για αποστολή· αλλά όπως λένε τα ιερά γράμματα, υπάρχει κατάλληλος καιρός για κάθε πράγμα… Επομένως για κάποιο καιρό, διατάζει να τηρήσουν σιωπή όσον αφορά το μυστήριο, έως ότου όλος ο λόγος του θείου σχεδίου, φτάσει στο τέλος που του πρέπει· διότι τότε, όταν ήταν αναστημένος από τους νεκρούς, διέταξε να αποκαλύψουν το μυστήριο στους ανθρώπους όλης της γης» (Κ). Λόγω των σχετικά με τον Μεσσία υλιστικών ελπίδων του λαού, ο οποίος πριν λίγο είχε επιχειρήσει να ανακηρύξει τον Ιησού βασιλιά (Ιω. στ 15), απέφευγε ο Κύριος να διακηρύξει με σαφήνεια στα πλήθη ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας. Και εδώ, όταν αποκαλύπτει αυτό στους 12, εξηγεί σε αυτούς την φύση της βασιλείας του και αυστηρά απαγορεύει σε αυτούς να γνωστοποιήσουν την μεσσιακή του ιδιότητα (p).
9.22 εἰπὼν ὅτι δεῖ(1) τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(2) πολλὰ παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι(3) ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ ἀποκτανθῆναι καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι.
22 «Ο Υιός του Ανθρώπου», τους είπε, «πρέπει να πάθει πολλά, να αποδοκιμαστεί από τους πρεσβυτέρους, τους αρχιερείς και τους γραμματείς, να θανατωθεί και την τρίτη μέρα ν’ αναστηθεί».
(1) Σύμφωνα με το θείο θέλημα (L). Είναι απόφαση θεία ο υιός του ανθρώπου να πάθει και οι προφήτες επανειλημμένως αναφέρθηκαν στη θεία αυτή απόφαση. Δες Λουκ. ιγ 33,ιζ 25,κβ 37,κδ 7,26,44,Ιω. γ 14 κλπ (p).
(2) Με τον τίτλο αυτόν φανερώνει την μεσσιακή του ιδιότητα (p) και τονίζοντας την ανθρώπινή του φύση προετοιμάζει την προαναγγελία των παθημάτων του (L). Ως υιός του ανθρώπου θα έπασχε.
(3) Δοκιμασία λεγόταν η έρευνα και η εξέταση στην οποία έπρεπε να υποβληθεί στην Αθήνα ο εκεί εκλεγμένος άρχοντας, για διαπίστωση του αν είχε τα νόμιμα προσόντα για κατοχή του αξιώματος. Και η ιουδαϊκή ιεραρχία προέβη σε κάποια έρευνα σε σχέση με τις αξιώσεις του Χριστού ως Μεσσία και απέρριψε αυτόν. Δες Λουκά ιζ 25,κ 17,Α΄Πέτρ. β 4,7 (p).
Στίχ. 23-27. Ο Κύριος ζητά αυταπάρνηση. Η αξία της ψυχής.
9.23 ῎Ελεγεν δὲ πρὸς πάντας(1), Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι(2), ἀρνησάσθω ἑαυτὸν(3) καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν(4) αὐτοῦ καθ᾽ ἡμέραν(5), καὶ ἀκολουθείτω μοι(2).
23 Ο Ιησούς έλεγε σε όλους: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του κι ας σηκώνει κάθε μέρα το σταυρό του κι ας με ακολουθεί·
(1) Και σε εκείνους οι οποίοι δεν είχαν ακούσει τα λόγια για το Πάθος (b). Δηλαδή στο πλήθος, το οποίο την ώρα που ο Ιησούς προσευχόταν με τους μαθητές του, τηρούνταν σε απόσταση (g). «Επειδή είπε για τον εαυτό του, ότι Πρέπει ο υιός του ανθρώπου να πάθει πολλά, προσθέτει και κάτι γενικό και καθολικό, ότι όχι μόνο εγώ θα υποστώ θάνατο, αλλά και όλοι όσοι θέλουν να με ακολουθήσουν, οφείλουν να απαρνηθούν τους εαυτούς τους και να μην έχουν καμία σχέση με την σάρκα, αλλά να περιφρονούν τους εαυτούς τους» (Θφ). Πολύ λίγοι μπορούν να αντιληφθούν την έκταση της αυταπάρνησης. Οποιοσδήποτε θέλει να είναι μαθητής του Χριστού, πρέπει πρωτίστως να απαρνηθεί τον εαυτό του και στις σκέψεις του. Κοινός πειρασμός των ανθρώπων είναι να σκέφτονται υψηλά και να τρέφουν μεγάλες ιδέες για τον εαυτό τους. Αυτού του είδους το φρόνημά μας, βάζει ανεπαίσθητα την σφραγίδα του σε όλες τις πράξεις και τα λόγια μας και έτσι διαμορφώνουμε χαρακτήρα ακατάλληλο για να μπει κάτω από τις διαταγές του Κυρίου. Ο Κύριος θέλει να εξαρτιόμαστε με κάθε ταπείνωση από αυτόν, να εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας εξ’ ολοκλήρου σε αυτόν και να τον υπηρετούμε υποτάσσοντας το εγώ μας σε όλα σε εκείνον. Στη συνέχεια όλα τα λόγια μας και όλες οι πράξεις μας πρέπει να κατατείνουν στο να ελκύσουμε τους άλλους όχι πίσω από τον εαυτό μας, αλλά πίσω από το Χριστό. Δεν θα μπορέσει κάποιος να ακολουθήσει εμπράκτως το Χριστό, εάν προηγουμένως δεν απαρνηθεί τις σκέψεις του φυσικού ανθρώπου και αν δεν αποβάλλει από την καρδιά του όλα τα ιδιοτελή και εγωιστικά ελατήρια.
(2) Πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στο να έρχεται πίσω μου (=να γίνει μαθητής μου) και στο να με ακολουθεί (=υπακούοντας σε μένα και μιμούμενος το παράδειγμά μου)(p). Βεβαίως και το τελευταίο αυτό μπορούμε να το πάρουμε με την ίδια έννοια, με την οποία και το να έρχεται πίσω μου, καλύτερα όμως να ερμηνεύσουμε αυτό ως τρίτο όρο που απαιτείται, για να γίνει κάποιος μαθητής του Κυρίου (g).
(3) «Άρνηση του εαυτού είναι το να ξεχάσουμε εντελώς τα περασμένα και το να αναχωρήσουμε από τα θελήματά μας» (Β).
(4) Το αράτω τον σταυρόν σημαίνει να δέχομαι τα εσωτερικά ή εξωτερικά παθήματα, πειρασμούς και θλίψεις, τα οποία συνεπάγεται η πιστή προσκόλληση στον Ιησού (g). Συνεπώς πρέπει να είναι έτοιμος να υποστεί και θάνατο· «όχι όμως δοξασμένο θάνατο, αλλά ντροπιαστικό, φονευόμενος ως αξιοκατάκριτος» (Θφ). «Διότι το να σηκώσει κάποιος τον σταυρό του, σημαίνει να είναι έτοιμος για τον θάνατο υπέρ του Χριστού, να νεκρώσει τα μέλη του που είναι πάνω στη γη και να ταχθεί σε παράταξη μάχης απέναντι σε κάθε κίνδυνο που έρχεται πάνω του για το όνομα του Χριστού, και να αδιαφορεί για την παρούσα ζωή» (Β).
(5) Σημαίνει την εξακολούθηση του πολέμου εναντίον της σάρκας (δ). Εάν οφείλει κάποιος κάθε ημέρα να σηκώνει το σταυρό του, πρόκειται λοιπόν για πνευματικό θάνατο, όπως αυτός που σημειώνεται από τον Παύλο στα Α΄Κορ. ιε 31,Β Κορ. δ 10-16 (L). Με λίγα λόγια η έννοια του όλου στίχου είναι, ότι πρέπει σε κάθε περίσταση να συνηθίζουμε τους εαυτούς μας στην αυταπάρνηση και την υπομονή, διότι αυτό αποτελεί την άριστη προετοιμασία στο μαρτύριο υπέρ της δόξας του Χριστού. Πρέπει να ζούμε ζωή αυταπάρνησης και περιφρόνησης του κόσμου. Δεν πρέπει να βάζουμε ως κύριο σκοπό μας την άνεση και την ικανοποίηση των ορέξεών μας, διότι τότε θα καταστεί δύσκολο σε μας να υποβληθούμε σε κόπους, στερήσεις, θλίψεις και στον θάνατο τον ίδιο υπέρ του Χριστού. Δεδομένου λοιπόν, ότι κάθε μέρα αντιμετωπίζουμε θλίψεις και δοκιμασίες και κάθε μέρα συναντούμε σταυρούς στην οδό του καθήκοντος, πρέπει πάντοτε να είμαστε έτοιμοι, να υποτασσόμαστε στο θέλημα του Θεού αγόγγυστα και να σηκώνουμε αναντίρρητα τους σταυρούς αυτούς, ακολουθώντας σε όλα και απαρέγκλιτα τον Χριστό.
9.24 ὃς γὰρ(1) ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν(2)· ὃς δ᾽ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, οὗτος σώσει αὐτήν.
24 γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει· όποιος όμως χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου, αυτός θα τη σώσει.
(1) Το γαρ αναφέρεται σε ολόκληρο τον σ. 23=Ας μη φοβηθεί κανένας να καταταγεί μεταξύ των δικών μου, απαρνούμενος τον εαυτό του και παίρνοντας τον σταυρό του και ακολουθώντας εμένα, διότι ενεργώντας έτσι αντί να χαθεί, θα κερδίσει τον εαυτό του (g).
(2) Αξιοσημείωτη και η επόμενη: Ο Λουκάς παίρνει τον όρο ψυχή με την αραμαϊκή έννοιά του, για να σημάνει την ψυχή και κατ’ επέκταση το πρόσωπο= Εκείνος ο οποίος θέλει να σώσει τον εαυτό του, να διατηρήσει την ανεξαρτησία του προσώπου του, των ιδεών του, των αρεσκειών του, θα χαθεί, ενώ εκείνος που χάνει τον εαυτό του, για να προσκολληθεί στον Ιησού, αυτός και μόνο αυτός θα σωθεί (L).
9.25 τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος κερδήσας τὸν κόσμον ὅλον(1) ἑαυτὸν δὲ ἀπολέσας(2) ἢ ζημιωθείς(3);
25 Τι ωφελείται ο άνθρωπος άμα κερδίσει όλον τον κόσμο, χάσει όμως τον εαυτό του ή καταστραφεί;
(1) Εμπόδιο για αυταπάρνηση γίνονται τα θέλγητρα των πραγμάτων του κόσμου. Η εκλογή λοιπόν τίθεται μεταξύ του κόσμου και του Ιησού (L). Ο Κύριος υποθέτει εδώ την διάσωση της ζωής σε αυτόν τον κόσμο να πραγματοποιείται με την μέγιστη επιτυχία, μέχρι σημείου ώστε να κατακτήσει κάποιος ολόκληρο τον κόσμο (g).
(2) Την ώρα που μπορούσε να βρει και να σώσει τον εαυτό του (b).
(3) Ή «το «ζημιώθηκε» είναι ερμηνευτικό του «χάθηκε» και χάσιμο και ζημιά ονομάζει την αιώνια καταδίκη και κόλαση» (Ζ). Ή, το ζημιώθηκε είναι ελαφρότερο του χάθηκε, και φτιάχνεται έτσι σκάλα=ή και ακόμη, εάν ζημιωθεί· δηλαδή, και αν δεν υποστεί ολοτελή απώλεια, αλλά μερική ζημιά, έστω και ελάχιστη, το κακό και η δυστυχία θα είναι ανυπολόγιστα (g).
9.26 ὃς γὰρ(1) εάν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους(2), τοῦτον ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(3) ἐπαισχυνθήσεται(4), ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ τοῦ πατρὸς καὶ τῶν ἁγίων ἀγγέλων(5).
26 Όποιος ντραπεί για εμένα και για τη διδασκαλία μου, θα ντραπεί γι’ αυτόν και ο Υιός του Ανθρώπου, όταν έρθει με τη λαμπρότητά του και τη λαμπρότητα του Πατέρα του και των αγίων αγγέλων.
(1) «Αφού τους ανήγγειλε όσα λέχθηκαν, σχετικά με το ότι πρέπει και αυτοί να γίνουν μιμητές του και να μην αποφεύγουν τον θάνατο, αλλά να μη λυπούνται και τη ζωή τους χάριν της ελπίδας σε αυτόν, προσθέτει στην κατάλληλη ευκαιρία και παραδίδει σε αυτούς τα μυστήρια σχετικά με την δεύτερη φανέρωσή του… και παρουσιάζει σε αυτούς ποιος θα είναι ο καρπός ενός τόσο μεγάλου αγώνα για αυτούς που πρόκειται να προχωρήσουν σε βάσανα για χάρη του και να αγωνιστούν μέχρι θανάτου» (Ε).
(2) «Ντρέπεται τον Χριστό αυτός που λέει, Πώς να πιστέψω έναν σταυρωμένο Θεό που χλευάστηκε; Αλλά ντρέπεται και τα λόγια του, αυτός που διασύρει το απλοϊκό ύφος του ευαγγελίου» (Θφ). Όπως ο Χριστός είχε κατάσταση ταπείνωσης και ύψωσης, έτσι και οι οπαδοί του θα περάσουν από την οδό της ταπείνωσης για να ανέβουν στο θρόνο της δόξας. Εκείνοι λοιπόν μόνοι, οι οποίοι πρόθυμα θα αναδεχτούν τα παθήματα για τον Χριστό, θα απολαύσουν και τις μετά από αυτά δόξες. Αλλά όσοι θα πουν: εάν πρόκειται να εξευτελιστώ, δεν μπορώ να περιφρονούμαι και να εξευτελίζομαι περισσότερο, αυτοί σίγουρα δεν θα συμμετάσχουν στο θρίαμβο, ο οποίος θα επακολουθήσει στον αγώνα των μαρτύρων του ευαγγελίου.
(3) «Στην κατάλληλη ευκαιρία ονόμασε εδώ Υιό ανθρώπου αυτόν που έρχεται, για να υπενθυμίσει την προφητεία του Δανιήλ (ζ 13), η οποία έλεγε: Και να, Υιός του ανθρώπου ερχόταν πάνω στις νεφέλες. Και έφτασε μέχρι τον Παλαιό των ημερών. Και σε αυτόν δόθηκε η εξουσία και η τιμή και η βασιλεία»» (Ε).
(4) «Θα ντραπώ να ονομάσω δούλο μου, αυτόν που με αρνήθηκε» (Θφ).
(5) «Μαζί με αυτά, βάζει μέσα τους και φόβο λέγοντας ότι θα κατέβει από τον ουρανό όχι με την πρώτη μικροπρέπεια και την ελάττωση της δικής μας φύσης, αλλά με τη δόξα του Πατέρα, με τη συνοδεία αγγέλων. Επομένως είναι ό,τι χειρότερο και γεμάτο καταστροφή, το να κατηγορηθεί κάποιος για δειλία και έλλειψη εργατικότητας, όταν θα κατέβει από ψηλά ο κριτής και θα στέκονται ολόγυρα αγγελικά τάγματα» (Κ). Δες και πώς ο Χριστός ενισχύει εδώ τους ακολούθους του μιλώντας μεγαλόπρεπα για την δεύτερη έλευσή του, με την ελπίδα της οποίας αυτοί υπομένουν θλίψεις, υφίστανται εξευτελισμούς και περιφρονήσεις και βαστάζουν το σταυρό του. Θα έλθει στην δόξα του, με την δόξα ως Μεσσίας και μεσίτης, με όλη τη δόξα εκείνη, στην οποία ο Πατέρας αποκατέστησε αυτόν και την οποία ο Κύριος που έγινε άνθρωπος είχε κοντά στον Πατέρα πριν να γίνει ο κόσμος, την άφησε όμως αδειάζοντας τον εαυτό του για τη σωτηρία των ανθρώπων και ζήτησε αυτήν πάλι, όταν έφευγε από τον κόσμο αυτόν και έλεγε προς τον Πατέρα του: «Και τώρα, δόξασέ με, εσύ Πατέρα» (Ιω. ιζ 4,5). Θα έλθει με όλη την δόξα, με την οποία ο Πατέρας δόξασε την ανθρώπινη φύση του, όταν την κάθισε στα δεξιά του και έδωσε αυτόν κεφαλή στην εκκλησία πάνω από κάθε άλλον. Με όλη τη δόξα που οφείλεται σε αυτόν ως πρόμαχο της δόξας του Πατέρα και ως δημιουργό της δόξας όλων των αγίων. Αυτή είναι η δόξα του. Θα έλθει όμως και με την δόξα του Πατέρα του. Ο Πατέρας θα κρίνει τον κόσμο μέσω αυτού, διότι σε αυτόν εμπιστεύτηκε την κρίση και θα ομολογήσει αυτόν δημόσια κατά την ημέρα της κρίσης ως το απαύγασμα της δόξας του και την σφραγίδα της υπόστασής του. Θα έλθει και με την δόξα των αγίων αγγέλων. Αυτοί θα παραστέκουν ευλαβικά μπροστά του και θα υπηρετούν αυτόν ως λειτουργοί πρόθυμοι και ταπεινοί εκτελώντας τον λόγο του. Τι εντύπωση θα προκαλέσει κατά την ημέρα εκείνη ο ευλογημένος Ιησούς! Όσοι με την πίστη διατηρούν στην ψυχή τους κατά την παρούσα ζωή ζωηρή την εικόνα αυτή, ασφαλώς δεν θα ντραπούν ποτέ αυτόν και τους λόγους του.
9.27 λέγω δὲ ὑμῖν ἀληθῶς(1), εἰσίν τινες τῶν ώδε(2) ἑστηκότων, οἳ οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου(3) ἕως ἂν ἴδωσιν τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ(4).
27 Σας βεβαιώνω πως υπάρχουν μερικοί ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δε θα γευτούν το θάνατο, πριν δουν τη βασιλεία του Θεού».
(1) Για να ενθαρρύνει τους μαθητές στα παθήματα για χάρη του, βεβαιώνει τώρα, ότι η βασιλεία του Θεού, παρά την μεγάλη αντίδραση την οποία πρόκειται να συναντήσει, εντός ολίγου θα εγκαθιδρυθεί και θα επικρατήσει. «Επειδή οι μαθητές, δεν είχαν λάβει ακόμη την δύναμη από ψηλά, ήταν εύλογο να πέσουν σε ανθρώπινες ασθένειες και… να πουν· Πώς θα αρνηθεί κάποιος τον εαυτό του;… Ποια δόξα θα μπορέσει να ισοσταθμίσει αυτό που έπαθαν αυτοί; Για να τους απομακρύνει λοιπόν από τέτοιους λογισμούς και κατά κάποιο τρόπο να τους μεταστρέψει σε γενναιότητα, γεννώντας μέσα τους την επιθυμία της δόξας που θα απολαύσουν, λέει· Σας λέω όμως και τα εξής» (Κ). Το λέγω δὲ ὑμῖν ἀληθῶς=Αμήν λέγω ὑμῖν (δ).
(2) Υπάρχει και η γραφή: των αυτού εστηκότων.
(3) Η φράση γεύομαι θανάτου συναντιέται μόνο στο Ταλμούδ και πουθενά στην Π.Δ. Δες Ματθ ιστ 28,Ιω. η 52,Εβρ. β 9. Υπονοεί την πείρα της πίκρας του θανάτου. Για το γεύομαι με την έννοια της πείρας, δες Εβρ. στ 4,5,Ψαλμ. λγ 8 (p).
(4) Ο Λουκάς λέει απλώς την βασιλεία του Θεού, αναφερόμενος ιδίως στη θεμελίωση της εκκλησίας και την αποστολική περίοδο που ολοκληρώθηκε με την κρίση (καταδίκη, άλωση Ιεροσολύμων) πάνω στην Ιουδαία (δ). Μπορεί κάποιος να σκεφτεί ιδιαίτερα το αποτέλεσμα της καταστροφής των Ιεροσολύμων, με την οποία σημειώθηκε νέα εποχή στα σχέδια του Θεού, με την καταστροφή του ναού, που έκανε αδύνατη πλέον την μωσαϊκή λατρεία (L). Οι κύριες ερμηνείες, τις οποίες εισηγήθηκαν εδώ, είναι οι επόμενες: Βασιλεία του Θεού= α) Η Μεταμόρφωση, την οποία και οι 3 συνοπτικοί συνδέουν στενά με αυτήν την προφητεία, β) Η ανάσταση και ανάληψη, γ) Η Πεντηκοστή και τα θαύματα που την ακολούθησαν, δ) Η διάδοση του Χριστιανισμού, ε) Η εσωτερική ανάπτυξη του ευαγγελίου, στ) Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ, ζ) Η Δευτέρα παρουσία. Καμία ερμηνεία δεν μπορεί να είναι ορθή, εφόσον δεν εξηγεί το «υπάρχουν κάποιοι», το οποίο υπονοεί το εξαιρετικό προνόμιο μερικών, που διακρίνεται από την κοινή πείρα όλων. Το κριτήριο αυτό φαίνεται να αποκλείει όλες τις άλλες εκδοχές εκτός από τις α) και στ). Εάν όμως πρόκειται να διαλέξουμε μεταξύ των δύο, η (στ) πρέπει να είναι η σωστή. Διότι η φράση «δεν θα γευτούν θάνατο έως» δεν είναι δυνατόν να αναφέρεται σε γεγονός, το οποίο επρόκειτο να σημειωθεί μετά από μία βδομάδα. Παρ’ όλα αυτά και οι δύο μπορεί να είναι ορθές. Η Μεταμόρφωση, της οποίας μάρτυρες υπήρξαν 3 μόνο από τους παρόντες ήταν μία πρόγευση και της επίγειας και της ουράνιας δόξας του Χριστού. Η καταστροφή των Ιεροσολύμων, της οποίας μάρτυρες υπήρξαν ο Ιωάννης και ίσως κάποιοι λίγοι από τους εκεί τότε παρόντες, εξαφάνισε τα τελευταία υπολείμματα της παλαιάς οικονομίας και τάξης και άφησε το ευαγγέλιο κυρίαρχο στο πεδίο. Μόνο επίσης ως προς το ότι η καταστροφή των Ιεροσολύμων υπήρξε τύπος της συντέλειας του κόσμου μπορούν να αναφέρονται τα λόγια αυτά του Κυρίου και στη δευτέρα παρουσία. Άμεση όμως αναφορά σε αυτήν αποκλείεται (p).
Στίχ. 28-36. Η Μεταμόρφωση του Κυρίου.
9.28 ᾽Εγένετο(1) δὲ μετὰ τοὺς λόγους τούτους ὡσεὶ ἡμέραι ὀκτὼ(2) καὶ παραλαβὼν τον Πέτρον καὶ ᾽Ιωάννην(3) καὶ ᾽Ιάκωβον ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος(4) προσεύξασθαι(5).
28 Οχτώ περίπου μέρες ύστερα από τότε που ο Ιησούς είπε αυτά τα λόγια, πήρε τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο κι ανέβηκε στο βουνό να προσευχηθεί.
(1) Δες Ματθ. ιζ 1-8 και Μάρκ. θ 2-8 και τις εκεί ερμηνευτικές σημειώσεις. Το εγένετο είναι απρόσωπο. Διότι μαζί με το «ημέρες» πρέπει να υπονοήσουμε το «ήταν» (b).
(2) «Θα ερευνήσουμε πώς ο μεν Λουκάς λέει· έγιναν μετά τα λόγια αυτά περίπου οχτώ ημέρες, ενώ ο Μάρκος λέει περίπου μετά από έξι ημέρες. Όσον αφορά το ρητό που λέει· έγιναν περίπου οχτώ ημέρες, ο Λουκάς μετρά και αυτήν την ημέρα και την ημέρα που γίνεται η μεταμόρφωση, ενώ ο Μάρκος μετρά μόνο τις ενδιάμεσες και δεν υπάρχει διαφωνία στο ρητό» (Ω).
(3) Εδώ ο Λουκάς βάζει μπροστά τον Ιωάννη από τον Ιάκωβο ο οποίος θανατώθηκε από τον Ηρώδη πριν ακόμη ο Λουκάς γράψει το ευαγγέλιό του, ενώ ο Ιωάννης ζούσε ακόμη και συνεπώς μπορούσε να μαρτυρήσει ακόμη ως κατεξοχήν αξιόπιστος αυτόπτης του υπερφυσικού γεγονότος (b).
(4) Οι άλλοι δύο συνοπτικοί γράφουν εις όρος υψηλόν. Σύμφωνα με τον p. και οι δύο εκφράσεις κατάλληλα θα αναφέρονταν στο όρος Ερμών, γύρω στα 9200 πόδια ψηλό, στο οποίο εύκολα εντός μίας βδομάδας θα ανέβαιναν από την Καισάρεια του Φιλίππου. Είναι ψηλότερο από τον Λίβανο (8500 πόδια) ή τον Αντιλίβανο (8700) και η μεμονωμένη του λευκή κορυφή είναι ορατή από πολλά υψώματα της Παλαιστίνης.
Παράδοση όμως που για πρώτη φορά αναφέρεται από τον Κύριλλο Ιεροσολύμων (Κατήχ. ΧΙΙ 16) τοποθετεί το γεγονός της Μεταμόρφωσης στο Θαβώρ.
(5) «Δείχνοντας ότι ο χαμηλός νους δεν θα μπορούσε να γίνει κατάλληλος για (θεία) θεωρία, αλλά αυτός που υψώθηκε πάνω από τα γήινα και ανέβηκε πάνω από όλα τα σωματικά και εγκαταστάθηκε έξω από τις φροντίδες της ζωής σε κατ’ ιδίαν ησυχία και αποδείχτηκε ανώτερος από την καταδυνάστευση των παθών» (Κ), «ανεβαίνει στο βουνό για να προσευχηθεί» (Θφ). Την ώρα που προσευχόταν, μεταμορφώθηκε. Όταν ο Χριστός ταπείνωσε τον εαυτό του καταφεύγοντας στην προσευχή, τότε και δοξάστηκε με το να μεταμορφωθεί. «Ζήτησε από εμένα και θα σου δώσω» (Ψαλμ. β 8).
Και ο ίδιος ο Χριστός έπρεπε να ζητήσει τις προορισμένες από τον Πατέρα για αυτόν χάριτες, για να του δοθούν αυτές. Προσευχόμενος λοιπόν και εδώ και συχνά άλλοτε τίμησε το καθήκον της προσευχής και συνέστησε αυτό με το παράδειγμά του. Είναι καθήκον που μας μεταμορφώνει. Εάν οι καρδιές μας υψωθούν και διευρυνθούν με την προσευχή, ώστε να καθρεπτίζουμε μέσω αυτής «την δόξα Κυρίου», θα «μεταμορφωνόμαστε από δόξα σε δόξα» (Β΄Κορ. γ 18). Με την προσευχή παίρνουμε σοφία, χάρη και χαρά, τα οποία κάνουν την μορφή της ψυχής μας να αστράπτει.
9.29 καὶ ἐγένετο(1) ἐν τῷ προσεύχεσθαι αὐτὸν τὸ εἶδος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἕτερον(2) καὶ ὁ ἱματισμὸς αὐτοῦ λευκὸς ἐξαστράπτων(3).
29 Την ώρα που προσευχόταν, η όψη του προσώπου του έγινε διαφορετική και τα ρούχα του άσπρα κι αστραφτερά.
(1) Ο από τους εθνικούς (μη Ιουδαίους) προερχόμενος Λουκάς επειδή γράφει προς τους εθνικούς αποφεύγει την λέξη μεταμορφώθηκε των άλλων δύο συνοπτικών, η οποία μπορούσε να εννοηθεί σύμφωνα με τις τερατολογίες για την μεταμόρφωση των εθνικών θεοτήτων (p).
(2) «Έγινε η μορφή του άλλη, όχι με το να μεταβληθεί σε άλλη φύση. Διότι έμεινε τέτοιος που ήταν. Αλλά η εξωτερική όψη του προσώπου του φάνηκε λαμπρότερη από πριν. Όπως ακριβώς λοιπόν έγινε και στα ρούχα του. Διότι σε αυτά μόνο η εξωτερική μορφή άστραψε και δεν μεταβλήθηκε η ουσία των ρούχων, αλλά η εμφάνιση» (Θφ).
«Μεταβάλλεται σε κάποια εξαιρετική και θεοπρεπή λαμπρότητα, ώστε ακόμη και τα ρούχα του να λάμπουν με την ακτινοβολία του φωτός, και τόσο πολύ, ώστε να φαίνεται ότι αστράφτει» (Κ). «Η μεταμόρφωση στο βουνό που παρουσιάστηκε στους μαθητές, φανέρωνε το υπόδειγμα της μελλοντικής δόξας του Σωτήρα. Και δειχνόταν κατά τρόπο σωματικό, ώστε να γίνει ορατό και από τα θνητά τους μάτια, παρόλο που δεν άντεξαν την υπερβολή της λαμπρότητας την οποία δεν μπορούν να αντέξουν τα δικά μας μάτια. Και το ότι βεβαίως η δόξα που αρμόζει στη θεία ουσία είναι αθέατη και απρόσιτη σε κάθε γενητή φύση, το έδειξαν οι μαθητές που δεν μπόρεσαν να αντέξουν ούτε αυτήν την ίδια την σωματική όψη που τους παρουσιάστηκε στο βουνό, αλλά έπεσαν κάτω στη γη.
Τότε λοιπόν κάποιος βλέπει τον Λόγο να μεταμορφώνεται ένδοξα, όταν ανεβαίνει μαζί του και υψώνεται μαζί του και βλέπει αυτόν σαν αυτόν τον ίδιο τον Λόγο του Θεού και σαν αρχιερέα που συνομιλεί και προσεύχεται στον Πατέρα. Επειδή όμως δεν είχε ακόμη οδηγήσει το σώμα του τελείως σε αμετάβλητη αφθαρσία, φανερώθηκε μαζί με τα φθαρτά ρούχα, λάμποντας μαζί με αυτά. Διότι όταν αναστηθούν οι δίκαιοι με δόξα στη δευτέρα παρουσία δεν πρόκειται να έχουν ρούχα αισθητά, αλλά θα ντυθούν με κάποιες λαμπρές στολές. Όπως όμως η μορφή τους δεν έγινε άλλη από αυτήν της μεταμόρφωσης, έτσι στην ανάσταση η μορφή των αγίων θα είναι πολύ ενδοξότερη, από αυτήν που είχαν στη ζωή αυτή, όχι όμως άλλη» (Ω).
«Λέμε βέβαια ότι η μεταμόρφωσή του έγινε, όχι αποβάλλοντας το σχήμα του ανθρώπινου σώματος, αλλά περιβάλλοντας αυτό κάποια φωτεινή λάμψη, η οποία κατά κάποιο τρόπο άλλαξε το ατιμότατο χρώμα της σάρκας του, δίνοντάς του όψη λαμπρότερη, σύμφωνα με το λεγόμενο από τον θείο Παύλο «Σπείρεται χωρίς δόξα, ανασταίνεται με δόξα».
Γιατί τώρα αυτό το ίδιο είναι σάρκα γυμνή, χωρίς να είναι χρωματισμένη με κάποια δόξα, ούτε λαμπρυσμένο με λάμψη φυσική, αλλά έχει μόνο την από τη φύση της αδοξία και μαζί και αδυναμία. Κατά τον καιρό όμως της ανάστασης θα γίνει κάποια αλλαγή θεοπρεπής και μεταβολή της δόξας και όχι του σχήματος. Γιατί θα περιαστράψει τότε με επικαλύμματα θείας δόξας· διότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σωτήρα, «οι δίκαιοι θα λάμψουν σαν τον ήλιο στη βασιλεία του πατέρα τους»» (Κ).
«Τότε λοιπόν θα λάμψει και η θεότητα του Κυρίου όχι όπως ο ήλιος, αλλά πάνω από κάθε γεννητό φως που μπορεί να σκεφτεί κανείς και στα αισθητά και στα νοητά· επειδή ακριβώς είναι ο ίδιος το φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο· έτσι θα συμβεί όταν θα δείξει το πρόσωπό του. Διότι δεν θα κάνει τότε έτσι όπως παλαιότερα έλεγε κάποτε στον Μωϋσή, ότι «θα δεις τα οπίσω μου, αλλά το πρόσωπό μου δεν θα το δεις (Εξόδου λγ 25).
Αλλά με τέτοιο τρόπο θα παρέχει τον εαυτό του στους αγίους, ώστε να μπορούν όλοι να λένε· όλοι εμείς με ξέσκεπο το πρόσωπο του εσωτερικού μας ανθρώπου, σαν άλλοι καθρέπτες δεχόμαστε και αντανακλούμε την δόξα του Κυρίου. Και έτσι μεταμορφωνόμαστε και παίρνουμε την ίδια ένδοξη εικόνα του Κυρίου και προοδεύουμε από δόξα σε δόξα»(Β΄Κορ. γ 18) (Ε).
(3) Το εξαστράπτων ως δεύτερο επίθετο μετά το λευκός εξηγεί το είδος του λευκού= λευκός που λάμπει, αστραποβόλος (δ). Η μεταμόρφωση χύνει φως στην έννοια του παθήματος του Κυρίου. Αποδεικνύει, ότι η δόξα ήταν η φυσική κατάσταση του Κυρίου σύμφωνα και με τον λόγο της αρχιερατικής του προσευχής: «Και τώρα δόξασέ με εσύ Πατέρα, κοντά σου, με την δόξα την οποία είχα κοντά σου προτού δημιουργηθεί ο κόσμος». Προφανώς ένας από τους σκοπούς, προς τους οποίους απέβλεπε το υπερφυσικό αυτό συμβάν, ήταν και να στηρίξει την πίστη των μαθητών στην θεία φύση του πάσχοντος Λυτρωτή.
9.30 καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο συνελάλουν αὐτῷ, οἵτινες ἦσαν(1) Μωϋσῆς καὶ ᾽Ηλίας(2),
30 Ξαφνικά δυο άντρες άρχισαν να μιλούν μαζί του: ήταν ο Μωυσής κι ο Ηλίας,
(1) Η ικανότητα τού να αναγνωριστούν ποιοι ήταν δόθηκε στους μαθητές μαζί με την ικανότητα τού να τους δουν. Αλλιώς, εάν δεν αναγνωρίζονταν, το ότι εμφανίστηκαν θα έμενε χωρίς κάποια σημασία και έννοια (p).
(2) «Ο Μωϋσής μεν εκπροσωπούσε το νόμο, και ο Ηλίας τους προφήτες· διότι αυτός (ο Χριστός) ήταν ο κύριος του νόμου και των προφητών» (Ω).
«Επομένως η παρουσία του Μωϋσή και του Ηλία και το ότι μιλούσαν μεταξύ τους, ήταν κάποια οικονομία (θείο σχέδιο) του Θεού, η οποία έδειχνε πολύ καλά, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός περιβαλλόταν από το νόμο και τους προφήτες ως Κύριος και του νόμου και των προφητών, και είχε δειχτεί προηγουμένως από αυτούς (ως Μεσσίας) με εκείνα που προέλεγαν και ήταν σύμφωνα μεταξύ τους. Γιατί δεν ήταν ασύμφωνα μεταξύ τους εκείνα που είχαν κηρυχτεί με το νόμο και με τους προφήτες. Και αυτό, νομίζω, σημαίνει το γεγονός ότι συνομιλούν μεταξύ τους ο ιερώτατος Μωϋσής και ο πανάριστος των προφητών Ηλίας» (Κ).
9.31 οἳ ὀφθέντες ἐν δόξῃ(1) ἔλεγον τὴν ἔξοδον αὐτοῦ(2) ἣν έμελλε(3) πληροῦν(4) ἐν ᾽Ιερουσαλήμ(5).
31 οι οποίοι παρουσιάστηκαν με λαμπρότητα και μιλούσαν για το θάνατό του στην Ιερουσαλήμ, με τον οποίο θα εκπλήρωνε την αποστολή του.
(1) Ήταν όμοιοι με τον Κύριό τους στη σκηνή αυτή (b). Οι άγιοι που πεθαίνουν εν Κυρίω μπαίνουν σε κατάσταση δόξας. Για αυτό και οι Μωϋσής και Ηλίας εμφανίζονται με δόξα, όπως θα εμφανιστούν μετά από λίγο κατά την δευτέρα παρουσία όλοι οι άγιοι με δόξα.
(2) «Στεκόμενοι γύρω από τον Ιησού, μιλούσαν μεταξύ τους για την έξοδο που επρόκειτο να πραγματοποιήσει, λέει, στην Ιερουσαλήμ, δηλαδή το μυστήριο της με την σάρκα του οικονομίας και το σωτήριο πάθος του πάνω στο σταυρό» (Κ).
Την έξοδο και αναχώρησή του από τον κόσμο. Η ίδια λέξη και στο Β΄Πέτρ. α 15. Το θέμα της συνομιλίας ήταν μέγα, αναφερόμενο στο πάθος, τον σταυρό, τον θάνατο, την ανάσταση και ανάληψη του Χριστού. Δες την αντίθετη λέξη είσοδος στον κόσμο στο Πράξ. ιγ 24 (b). Ο Λουκάς εξεπίτηδες διαλέγει λέξη που σημαίνει ταυτόχρονα και τον θάνατο και την ανάληψη (g).
Και ο θάνατος των αγίων είναι έξοδός τους και αναχώρηση από την Αίγυπτο του παρόντος κόσμου στην επουράνια πόλη Ιερουσαλήμ, από τον οίκο αυτόν της δουλείας στον ουράνιο οίκο του Πατέρα τους. Και όπως η από την Αίγυπτο έξοδος του Ισραήλ υπήρξε θριαμβευτική, έτσι και η από τον κόσμο αυτόν έξοδος και η στους ουρανούς ανάληψη του Χριστού έγινε με θρίαμβο και αλαλαγμό, και τέτοια είναι και η από τον κόσμο αυτόν έξοδος των αγίων του.
(3) Το έμελλεν ανταποκρίνεται στο δει (=πρέπει) του στίχου 22. Το παν είναι προδιατεταγμένο από τον Θεό και οπωσδήποτε θα συντελεστεί. Και όταν συντελείται, μπορεί να θεωρείται ως εκπλήρωση (p).
(4) Ο Μωϋσής και ο Ηλίας μιλούσαν προς τον Ιησού για την έξοδό του. Υπονοεί όμως αυτό, ότι το πάθημα του Χριστού και η ακόλουθη ένδοξη έξοδός του από τον κόσμο αυτόν ήταν ό,τι ο Μωϋσής και οι προφήτες είχαν προαναγγείλει. Δες Λουκ. κδ 26,27 και Α΄ Πέτρ. α 11.
«Γιατί είναι αλήθεια, ότι ο νόμος που δόθηκε μέσω του Μωϋσή και ο λόγος των προφητών, προανήγγειλαν το μυστήριο του Χριστού, ο ένας καταγράφοντάς το κατά κάποιο τρόπο σαν σε πίνακα με τύπους και σκιές, ενώ οι προφήτες προέλεγαν με πολλούς τρόπους» (Κ).
Οι δύο ένδοξοι προφήτες μιλούν στον Ιησού για την έξοδό του, δηλαδή για το πάθημα, την ανάσταση και την ανάληψή του. Καθόλου θαυμαστό! Η έξοδος του Λυτρωτή είναι η θεμελιώδης αλήθεια, πάνω στην οποία στηρίζεται το όλο σύστημα του Χριστιανισμού· είναι η αλήθεια των αληθειών, χωρίς την οποία τίποτα άλλο στον κόσμο δεν έχει σημασία και βαθύτερη έννοια.
(5) Το «στην Ιερουσαλήμ» είναι βαθειά τραγικό= στην πόλη που φόνευσε τους προφήτες. Η προσθήκη αυτή του Λουκά για την έξοδο του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ διαφωτίζει ολόκληρη την σκηνή. Είναι το κλειδί της όλης αφήγησης. Εξηγεί τη σχέση μεταξύ της εμφάνισης αυτής και της συνομιλίας του Χριστού με τους μαθητές που προηγήθηκε στην Καισάρεια του Φιλίππου. Η συνομιλία αυτή για το θέμα αυτό δίνει στους μαθητές να καταλάβουν, ότι ο π ά σ χ ω ν Μεσσίας είναι πράγματι ο θ ε ί ο ς Μεσσίας, τον οποίο αναγνωρίζει ως τέτοιο ο ουρανός (g).
Ο Κύριος και κατά την ένδοξη Μεταμόρφωσή του θέλησε να ακούσει για την έξοδό του η οποία ήταν συνδεδεμένη με τον θάνατο και τα παθήματά του. Και διδάσκει έτσι εμάς, ότι το να θυμόμαστε τον θάνατό μας, ο οποίος αποτελεί την έξοδο και αναχώρησή μας από τον κόσμο αυτόν σε άλλον, δεν είναι ποτέ άκαιρο, αλλά και σε αυτές τις μεγαλύτερές μας επιτυχίες και δόξες του κόσμου αυτού είναι επικαιρότατο να θυμόμαστε, ότι «δεν έχουμε εδώ μόνιμη πόλη»
9.32 ὁ δὲ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἦσαν βεβαρημένοι ὕπνῳ(1)· διαγρηγορήσαντες(2) δὲ εἶδον τὴν δόξαν(3) αὐτοῦ καὶ τοὺς δύο ἄνδρας τοὺς συνεστῶτας αὐτῷ.
32 Ο Πέτρος και οι σύντροφοί του είχαν πέσει σε ύπνο βαρύ. Όταν ξύπνησαν, είδαν τη λαμπρότητά του και τους δυο άντρες που στέκονταν δίπλα του.
(1) «Οι μεν μακάριοι μαθητές νύσταξαν για λίγο, καθώς ο Χριστός χρονοτριβούσε με την προσευχή» (Κ).
Βεβαρημένοι ὕπνῳ = την ασυγκράτητη τάση για ύπνο, την οποία δεν μπορούσαν να νικήσουν στην αρχή (δ). Την ώρα λοιπόν που προσευχόταν ο Χριστός οι μαθητές πιθανότατα κοιμόντουσαν (g).
(2) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά= Ή, μετά από ένα διάστημα χρόνου, αποτίναξαν από πάνω τους τον ύπνο (δ)· ή, επιμένοντας να παραμείνουν άγρυπνοι νίκησαν τη νύστα (Meyer)· ή, γινόμενοι εξ’ ολοκλήρου άγρυπνοι (p) και «αφού συνήλθαν από τον βαθύ ύπνο» (Κ).
(3) «Δόξα να εννοήσεις την λαμπρότητα» (Ζ).
9.33 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαχωρίζεσθαι αὐτοὺς(1) ἀπ᾽ αὐτοῦ εἶπεν ὁ Πέτρος πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν, ᾽Επιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι(2), καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς τρεῖς, μίαν σοὶ καὶ μίαν Μωϋσεῖ καὶ μίαν ᾽Ηλίᾳ, μὴ εἰδὼς ὃ λέγει(3).
33 Την ώρα που αυτοί αποχωρίζονταν από τον Ιησού, ο Πέτρος του είπε: «Διδάσκαλε, ωραία είναι να μείνουμε εδώ· να φτιάξουμε τρεις σκηνές: μία για σένα, μία για το Μωυσή και μία για τον Ηλία» –δεν ήξερε τι έλεγε.
(1) Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας του Ιησού με τους δύο προφήτες, οι μαθητές τηρούσαν σιγή. Αλλά όταν η συνομιλία σταμάτησε και οι δύο ουράνιοι απεσταλμένοι ετοιμάζονταν να χωριστούν από τον Κύριο, τότε ο Πέτρος λαμβάνει τον λόγο (g).
(2) «Ακούγοντας ότι πρόκειται να πάθει ο Χριστός… ζητούσε από τον Κύριο να μείνει πάνω στο βουνό για πάντα, έτσι ώστε να μην τον βρουν οι Ιουδαίοι αφού κατέβει και τον φονεύσουν, αγνοώντας τα αγαθά που θα συμβούν σε όλους από το πάθος και την ανάσταση» (Ω).
(3) Δεν γνωρίζουν τι λένε εκείνοι, οι οποίοι μιλούν για κατασκευή σκηνών πάνω στη γη για τους δοξασμένους αγίους στον ουρανό, οι οποίοι έχουν καλύτερες μονές (δωμάτια) στην οικία του Πατέρα και επιθυμούν να επανέλθουν σε αυτές.
«Δεν ήξερε, λέει, αυτό που έλεγε· γιατί δεν ήταν ο καιρός της συντέλειας του κόσμου και του να λάβουν οι άγιοι τη μέθεξή (συμμετοχή) τους στα αγαθά που ήλπισαν σύμφωνα με την υπόσχεση του Θεού» αφού παρέμεναν στη γη αυτή, που δεν έγινε ακόμη καινούργια. «Αφού λοιπόν το σχέδιο της οικονομίας βρισκόταν ακόμη στην αρχή, πώς ήταν δυνατόν να σταματήσει ο Χριστός την αγάπη του για τον κόσμο, αποφεύγοντας να πάθει για χάρη του;» (Κ).
9.34 ταῦτα δὲ αὐτοῦ λέγοντος ἐγένετο νεφέλη(1) καὶ ἐπεσκίασεν(2) αὐτούς(3)· ἐφοβήθησαν δὲ ἐν τῷ εἰσελθεῖν εκείνους(4) εἰς τὴν νεφέλην.
34 Ενώ τα έλεγε αυτά ήρθε ένα σύννεφο και τους σκέπασε. Οι μαθητές καθώς βρέθηκαν μέσα στο σύννεφο, φοβήθηκαν.
(1) «Ενώ ο Πέτρος λέει να κάνουμε τρεις σκηνές, ο Κύριος ξαφνικά φτιάχνει σκηνή αχειροποίητη και μπαίνει μέσα σε αυτήν μαζί με τους προφήτες, για να δειχτεί ότι σε τίποτα δεν είναι κατώτερος από τον Πατέρα. Διότι όπως ακριβώς στην Παλαιά Διαθήκη η νεφέλη λεγόταν ότι έχει τον Κύριο και ο Μωϋσής έμπαινε σε αυτήν, και έτσι δεχόταν τον νόμο, έτσι και τώρα η νεφέλη δέχτηκε τον Χριστό και νεφέλη όχι σκοτεινή· διότι έφυγε η σκιά του νόμου και το σκοτεινό της ασάφειας· αλλά νεφέλη φωτεινή. Διότι ήλθε η αλήθεια και έλαμψε η χάρη του Κυρίου και δεν υπάρχει τίποτα σκοτεινό τώρα» (Θφ).
Ακριβέστερη ερμηνεία η επόμενη: Η νεφέλη δεν ήταν κάποιο απλό σύννεφο. Είναι το κάλυμμα, με το οποίο περιβάλλεται ο Θεός, όταν εμφανίζεται στους ανθρώπους. Εμφανίστηκε στην έρημο και στα εγκαίνια του ναού του Σολομώντα και την ξαναβρίσκουμε και στην ανάληψη (g).
Η νεφέλη αυτή ήταν δείγμα της ακόμη πιο ιδιαίτερης παρουσίας του Θεού. Με νεφέλη ο Θεός ήλθε στη σκηνή και στο ναό και όταν «η νεφέλη κάλυψε την σκηνή του μαρτυρίου δεν μπόρεσε ο Μωϋσής να μπει στην σκηνή, διότι επισκίαζε αυτήν η νεφέλη και η σκηνή γέμισε από τη δόξα του Κυρίου» (Εξόδου μ 34). Και όταν στην περίπτωση του Σολομώντα «ο οίκος γέμισε από τη νεφέλη της δόξας του Κυρίου, δεν μπορούσαν οι ιερείς να σταθούν να λειτουργήσουν από το φως της νεφέλης» (Β΄Παραλ. ε 14).
Μία τέτοια νεφέλη είναι και η παρούσα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο, ότι οι μαθητές φοβήθηκαν. Αλλά εφόσον ο Ιησούς βρίσκεται στη νεφέλη, κανείς από όσους πιστεύουν ειλικρινά σε αυτόν ας μην φοβάται να μπει σε αυτήν, διότι μπορεί να είναι βέβαιος, ότι ο Ιησούς θα διαπεράσει αυτόν σώο μέσα από αυτήν.
(2) Κατά ακρίβεια η φωτεινή νεφέλη δεν ρίχνει σκιά, μπορεί όμως να καλύψει. Το φως μπορεί να αποτυφλώνει όπως και το σκοτάδι (p).
(3) Αξιόλογη και η παρατήρηση: «Με αυτό δηλώνει μέσω του τύπου από πριν… ότι στην ανάσταση πρόκειται να αρπαχτούν σε νεφέλες οι άγιοι για να συναντήσουν τον Κύριο και να είναι μαζί του για πάντα» (Ω).
(4) Υπάρχει και η γραφή αυτούς. Το μεν εκείνους= τον Κύριο και τους δύο προφήτες, ενώ το αυτούς σύμφωνα με κάποιους νεώτερους ερμηνευτές περιλαμβάνει και τους αποστόλους, είναι όμως αμφίβολο αυτό.
9.35 καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης(1) λέγουσα, Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ αγαπητός(2), αὐτοῦ ἀκούετε.
35 Μέσα απ’ το σύννεφο ακούστηκε μια φωνή που έλεγε: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός· αυτόν ν’ ακούτε».
(1) «Φωνή πατρική μέσω της νεφέλης (διότι έτσι φαίνεται ο Θεός) μαρτυρούσε για τον Χριστό την υιότητα (ότι είναι ο Υιός)» (Ε).
(2) Υπάρχει και η γραφή: εκλελεγμένος (διαλεγμένος, διαλεκτός) αντί ο αγαπητός. Είναι αυτό εξήγηση του αγαπητός, το οποίο, όπως και η αντίστοιχη εβραϊκή λέξη, σημαίνει και τον αγαπητό και τον εκλεκτό. Φαίνεται ότι η λέξη μπήκε στο κείμενο από το περιθώριο (που υπάρχει στα χειρόγραφα)(δ). Πάντως το εκλελεγμένος λέγεται με απόλυτη έννοια, σε αντίθεση με τους δούλους, όπως ήταν ο Μωϋσής και ο Ηλίας, οι οποίοι είχαν εκλεγεί για ειδικές και περιορισμένες αποστολές (g). Το εκλελεγμένος αναφέρεται στην αποστολή του Υιού του ανθρώπου ως Μεσσία (L).
9.36 καὶ ἐν τῷ γενέσθαι τὴν φωνὴν εὑρέθη ᾽Ιησοῦς μόνος(1). καὶ αὐτοὶ ἐσίγησαν(2) καὶ οὐδενὶ(3) ἀπήγγειλαν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις(4) οὐδὲν ὧν ἑωράκασιν.
36 Αφού ακούστηκε η φωνή αυτή, βρέθηκε ο Ιησούς μόνος. Αυτοί δεν μίλησαν καθόλου και τις μέρες εκείνες δεν είπαν σε κανέναν τίποτε γι’ αυτά που είδαν.
(1) «Για να μην συκοφαντείται από κάποιους η αλήθεια, οι οποίοι λένε ότι τους διέτασσε να ακούνε περισσότερο τον Μωϋσή, επεσήμανε ο ευαγγελιστής λέγοντας, ότι όταν έγινε η φωνή, βρέθηκε ο Ιησούς μόνος. Άρα λοιπόν αυτόν πρόσταξε να ακούνε. Καθόσον αυτός είναι το τέλος του νόμου και των προφητών» (Κ).
(2) Με εντολή του Κυρίου σύμφωνα με τους άλλους δύο συνοπτικούς.
«Δεν θέλει ο Ιησούς να ειπωθούν τα σχετικά με την δόξα του. Διότι θα βλάπτονταν αυτοί που θα τα άκουγαν και μάλιστα οι όχλοι, όταν θα έβλεπαν τον τόσο πολύ δοξασμένο να σταυρώνεται. Δεν τα έκρυψαν λοιπόν από φθόνο, αλλά επειδή φοβήθηκαν μήπως δεν γίνουν πιστευτοί» (Ω) και για να μην προκληθεί είτε σφοδρότερη αντίδραση εκ μέρους των αντιτιθεμένων, είτε άκαιρος ενθουσιασμός και ταραχώδεις εκδηλώσεις εκ μέρους των Ιουδαίων που έτρεφαν παχυλές ελπίδες για τον Μεσσία.
(3) Η απαγόρευση του να ανακοινωθεί ό,τι είχαν δει, αποτελεί ισχυρή επιβεβαίωση της ιστορικότητας του υπερφυσικού γεγονότος της Μεταμόρφωσης. Εάν η οπτασία αυτή ήταν επινόηση, πώς θα εξηγήσουμε την επινόηση της απαγόρευσης; (p).
(4) «Πότε λοιπόν τα ανέφεραν; Μετά την ανάληψη, μετά την παρουσία του Πνεύματος· διότι τότε γέμισαν από θάρρος και καταξιώθηκαν του Πνεύματος και είχαν την φωνή από τα θαύματα να συνηγορεί σε αυτούς» (Ω).
Μετά τις σκηνές της Γεθσημανή, της καταδίκης του συνεδρίου και του Πιλάτου και του Γολγοθά, στις οποίες παρουσιάστηκε ο προφητευμένος χαρακτήρας του ως ανθρώπου θλίψεων που γνωρίζει να υπομένει ασθένεια, θα ήταν πλέον καιρός να διαδοθεί το υπερφυσικό συμβάν της Μεταμόρφωσης, ως προμήνυμα της αρχιερατικής του βασιλείας δίπλα στο θρόνο του Πατέρα του και της θριαμβευτικής του νίκης εναντίον όλων των εχθρών του (ο).
Στίχ. 37-43. Η θεραπεία του νέου που σεληνιαζόταν.
9.37 ᾽Εγένετο(1) δὲ τῇ ἑξῆς ἡμέρᾳ(2) κατελθόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους συνήντησεν αὐτῷ ὄχλος πολύς(3).
37 Την άλλη μέρα, όταν κατέβηκαν από το βουνό, τον Ιησού τον υποδέχτηκε πολύς κόσμος.
(1) Δες Ματθ. ιζ 14-18 και Μάρκ. θ 14-29 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Η Μεταμόρφωση πιθανώς έγινε νύχτα. Μόνος ο Λουκάς αναφέρει ότι η κάθοδος από το όρος έγινε την επόμενη ημέρα. Έτσι οι 3 απόστολοι είχαν καιρό κατά το υπόλοιπο της νύχτας να μελετήσουν ό,τι είχαν δει και ακούσει, πριν ακόμη λάβουν νέες εντυπώσεις από άλλα γεγονότα (p).
(3) Η συρροή του πλήθους και η συγκίνησή του για την οποία δίνει μαρτυρία ο Μάρκος, εξηγείται από τις σφοδρές συζητήσεις και επικρίσεις, τις οποίες προκάλεσαν οι γραμματείς παίρνοντας αφορμή από την αδυναμία των μαθητών να θεραπεύσουν το δαιμονισμένο παιδί και τις οποίες, παρακολουθώντας το πλήθος, εξεπλάγη όταν ξαφνικά είδε τον Ιησού να έρχεται τόσο πολύ την κατάλληλη στιγμή.
9.38 καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἀπὸ τοῦ ὄχλου ανεβόησεν(1) λέγων, Διδάσκαλε, δέομαί σου ἐπίβλεψον(2)ἐπὶ τὸν υἱόν μου, ὅτι μονογενής(3) μοί ἐστιν,
38 Και τότε φώναξε ένας μέσα από το πλήθος: «Διδάσκαλε, σε παρακαλώ ρίξε μια ματιά στο γιο μου, το μονάκριβο παιδί μου.
(1) Υπάρχει και η γραφή εβόησε.
(2) Και η γραφή επιβλέψαι. Επιβλέπω=βλέπω με συμπάθεια και οίκτο (p).
(3) Για τρίτη φορά ο Λουκάς αναφέρει νεαρό παιδί μοναχοπαίδι. Δες ζ 12 και η 42 (p). Εκείνοι οι οποίοι έχουν πολλά παιδιά μπορούν να ισοσταθμίσουν τη θλίψη τους για το ένα από αυτά με την παρηγοριά την οποία παίρνουν από τα άλλα. Αλλά και όταν δεν έχουν παρά ένα και μόνο γιο, μπορούν να παρηγορούνται κατά την ασθένεια ή και τον θάνατό του, ενθυμούμενοι την αγάπη του Θεού, ο οποίος Μονογενή είχε τον Υιό του και όμως παρέδωσε αυτόν για χάρη μας.
9.39 καὶ ἰδοὺ πνεῦμα(1) λαμβάνει(2) αὐτόν, καὶ ἐξαίφνης(3) κράζει, καὶ σπαράσσει αὐτὸν μετὰ ἀφροῦ καὶ μόγις(4) ἀποχωρεῖ ἀπ᾽ αὐτοῦ συντρῖβον(5) αὐτόν·
39 Τον πιάνει δαιμόνιο και ξαφνικά φωνάζει. Τον κάνει να σπαράζει και ν’ αφρίζει· τον εξαντλεί και δύσκολα βγαίνει απ’ αυτόν.
(1) Πνεύμα πονηρό. Τα συμπτώματα της ασθένειας, με τα οποία περιγράφεται αυτή αμέσως, δείχνουν σε ποιο γένος φυσικής διατάραξης του οργανισμού ανήκε αυτή. Ήταν ένα είδος επιληψίας. Αλλά ο σ. 42 και η συνομιλία που ακολούθησε σύμφωνα με τους άλλους δύο συνοπτικούς, παρέχουν τη βεβαιότητα, ότι η αλλοίωση του νευρικού συστήματος σχετιζόταν και με επίδραση σατανική (g).
(2) Λαμβάνει=κυριεύει (δ).
(3) Στην περιγραφή του Λουκά ο Hobart ισχυρίζεται ότι τόσο το προηγούμενο επιβλέπω, όσο και οι λέξεις εξαίφνης, μετά αφρού και μόγις αποχωρεί, είναι ιατρικές εκφράσεις (p).
(4) Πιο σωστή γραφή φαίνεται να είναι το «μόλις», το οποίο βρίσκεται και στο Πράξ. ιδ 18,κζ 7,8,16 (p). Το μόγις (από το μόγος, μόχθος) είναι σύνηθες στους αρχαιότερους. Ενώ το μόλις (από το μώλος=μόγος) συναντιέται στους δόκιμους πεζογράφους (δ).
(5) Από μεταφορά από τα πράγματα που με συντριβή καταστρέφονται=κατέστρεφε τη διάνοιά του, φέρνοντας αυτόν σε αναισθησία. Ανταποκρίνεται στο ξηραίνεται του Μάρκου (δ).
9.40 καὶ ἐδεήθην τῶν μαθητῶν σου ἵνα ἐκβάλωσιν αὐτό, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν(1).
40 Παρακάλεσα τους μαθητές σου να διώξουν το δαιμόνιο αλλά δεν τα κατάφεραν».
(1) Η παρουσία των γραμματέων, οι οποίοι αναμφίβολα δεν είχαν υστερήσει σε κοροϊδίες εις βάρος και των μαθητών και του διδασκάλου τους, είχε ταπεινώσει και ίσως ερεθίσει αυτούς. Η αγωνιώδης προσδοκία λοιπόν του λαού είχε φτάσει στο κατακόρυφο (g).
9.41 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν, Ὦ γενεὰ ἄπιστος(1) καὶ διεστραμμένη(2), ἕως πότε(3) ἔσομαι πρὸς ὑμᾶς καὶ ἀνέξομαι(4) ὑμῶν; προσάγαγε τὸν υἱόν σου ὧδε(5).
41 Ο Ιησούς απάντησε: «Γενιά άπιστη και διεστραμμένη, ως πότε θα είμαι μαζί σας και θα σας ανέχομαι; Φέρε μου εδώ το γιο σου».
(1) Αυτό πιθανότατα δεν απευθύνεται στους μαθητές ούτε περιλαμβάνει αυτούς. Απευθύνεται προς τον πατέρα και περιλαμβάνει και τους γραμματείς και τα πλήθη (p).
(2) «Το «διεστραμμένη» φανερώνει ότι η πονηρία δεν υπήρχε από την αρχή ούτε εκ φύσεως. Αλλά ως προς τη φύση μεν… ήταν απόγονοι του Αβραάμ και Ισαάκ, διαστράφηκαν όμως από την κακία» (Θφ).
(3) Για να καταλάβουμε καλά την αναφώνηση αυτή, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη την ανθρώπινη ψυχολογία του Κυρίου κατά τις στιγμές αυτές. Πριν από λίγο είχε έρθει σε προσωπική επικοινωνία με ουράνια όντα. Και ξαφνικά βρίσκεται ανάμεσα σε κόσμο, στον οποίο επικρατεί η απιστία, σχεδόν σε όλους. Αυτή η αντίθεση όχι μεταξύ ενός ανθρώπου και κάποιου άλλου, αλλά μεταξύ όλης αυτής της ανθρωπότητας, της απομακρυσμένης από το Θεό, ανάμεσα στην οποία ο Ιησούς κατοικεί, και στους κατοίκους του ουρανού, από τους οποίους πριν λίγο χωρίστηκε, αποσπά από αυτόν την θλιβερή αυτή αναφώνηση (g). Τα λόγια αυτά του Ιησού δεν είναι μόνο λόγια ανθρώπου μεταξύ άλλων ανθρώπων, αλλά εκφράζουν και το συναίσθημα θείου όντος, το οποίο έχει από τη φύση του τη θέση του στον ουρανό (L).
(4) Το ρήμα ανέξομαι εκφράζει πόσο παρά την αγάπη του αισθάνεται τον εαυτό του ξένο με το άπιστο αυτό περιβάλλον (g). Η ζωή του Ιησού υπήρξε συνεχής ανοχή (b).
(5) Η διαταγή Προσάγαγε… έχει κάτι το απότομο. Ο Ιησούς φαίνεται να θέλει να αποτινάξει την πολύ πικρή εντύπωση, από την οποία έχει κυριευτεί. Δες παρόμοιο τρόπο έκφρασης Ιω. ια 34 (g).
9.42 ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν(1) αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν· ἐπετίμησεν δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ, καὶ ἰάσατο τὸν παῖδα καὶ ἀπέδωκεν αὐτὸν τῷ πατρὶ αὐτοῦ(2).
42 Καθώς πήγαινε κοντά του, το δαιμόνιο έριξε κάτω το παιδί και το έκανε να σπαράζει. Ο Ιησούς επιτίμησε το δαιμονικό πνεύμα, γιάτρεψε το παιδί, και το παρέδωσε στον πατέρα του.
(1) Το δαιμόνιο έριξε αυτόν με ορμή κάτω. Η λέξη χρησιμοποιείται για κιβώτια που με πάταγο ρίχνονται κάτω και για παλαιστές που ρίχνουν κάτω τους αντιπάλους. Κάποιοι διακρίνουν το ρήμα ρήσσω με την έννοια αυτή από το ρήγνυμι (p).
(2) Λεπτομέρεια συγκινητική που αναφέρεται από μόνον τον Λουκά και υπενθυμίζει το Λουκ. ζ 15 (L).
9.43 ἐξεπλήσσοντο δὲ πάντες ἐπὶ τῇ μεγαλειότητι(1) τοῦ θεοῦ(2). Πάντων(3) δὲ θαυμαζόντων(4) ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐποίησεν(5) ο Ιησούς εἶπεν πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ,
43 Όλοι τότε έμειναν κατάπληκτοι από το μεγαλείο του Θεού.
Ενώ όλοι θαύμαζαν γι’ αυτά που είχε κάνει ο Ιησούς, είπε στους μαθητές του:
(1) Για την μεγαλειότητα=το μεγαλείο και την δόξα, την οποία έδειξε με τα μεγάλα και θαυμαστά του έργα (δ).
(2) Την οποία ο Θεός αποκάλυπτε με τα θαύματα τα οποία έκανε μέσω του Σωτήρα (δ). «Διότι νόμιζαν, ότι κάνει αυτά τα τρομερά όχι με δική του δύναμη, αλλά από το Θεό» (Ζ).
(3) Η διαίρεση των στίχων δεν είναι εδώ επιτυχημένη, διότι το δεύτερο μισό του στίχου αυτού, ανήκει ολοφάνερα σε ξεχωριστή περικοπή που διακρίνεται από την προηγούμενη, στην οποία ο Κύριος για δεύτερη φορά προαναγγέλλει τα του Πάθους του (p). Δες και Ματθ. ιζ 23 και Μάρκ. θ 31,32 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(4) Ο Κύριος με όσα λέει στην ακόλουθη περικοπή, τονίζει και πάλι στους μαθητές του την πραγματική φύση της μεσιακής του ιδιότητας με αφορμή τον θαυμασμό, τον οποίο με εφήμερο ενθουσιασμό εκδήλωνε ο λαός για τα θαύματά του. Δεν έρχεται να βασιλέψει ως επίγειος βασιλιάς, αλλά να πάθει ως κατάδικος (p). Ο Κύριος θέλει να προλάβει την επικίνδυνη έξαψη, την οποία ο γενικός θαυμασμός του πλήθους κινδύνευε να προκαλέσει και στους μαθητές (g).
(5) Και η γραφή: εποίει=εξακολουθούσε να κάνει.
Στίχ. 44-45. Δεύτερη προαναγγελία του Πάθους.
9.44 Θέσθε ὑμεῖς(1) εἰς τὰ ὦτα(2) ὑμῶν τοὺς λόγους τούτους(3), ὁ γὰρ(4) υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει παραδίδοσθαι(5) εἰς χεῖρας ἀνθρώπων.
44 «Ακούστε καλά τα λόγια αυτά: Ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων».
(1) Είναι αυτό μυστικό κρυμμένο από τους άλλους (b). Εσείς σε αντίθεση με τον πολύ λαό (p). «Με το «εσείς» όμως που λέει εδώ, τούς ξεχωρίζει από τους άλλους» (Κ).
(2) Το βάζω στα αυτιά=ακούω και τηρώ στη μνήμη. Δες Λουκ. κα 14 βάζω στις καρδιές=στη διάνοια και στη μνήμη (δ). Η φράση σημαίνει ίσως: φυλάξτε τα λόγια αυτά στη μνήμη σας, έστω και να δεν τα καταλαβαίνετε τώρα. Ή, μην παρασύρεστε από τον θαυμασμό του πλήθους, ώστε να λησμονήσετε ή να κυριευτείτε από αμφιβολίες σε σχέση με τις διακηρύξεις μου για το πάθος μου. Οπωσδήποτε εγώ θα παραδοθώ σε χέρια ανθρώπων (p).
(3) Να θυμάστε τα λόγια αυτά, διότι οσοδήποτε και αν σας φαίνονται απίστευτα τώρα, θα πραγματοποιηθούν· και αν όταν φτάσει η ώρα αυτή της πραγματοποίησης, δεν θυμάστε αυτά, η πίστη σας αναμφίβολα θα κλονιστεί (g). «Μοιάζει δηλαδή τελείως, περίπου τα εξής να σκέφτονταν μέσα τους και να έλεγαν οι μαθητές· Ο τόσο σπουδαίος, αυτός που ανάστησε νεκρούς με εξουσία θεϊκή, αυτός που μαλώνει θάλασσες και ανέμους, αυτός που με λόγο συντρίβει τον σατανά, πώς συλλήφθηκε τώρα και έπεσε στα δίχτυα των φονιάδων; Άρα λοιπόν εξαπατηθήκαμε που τον νομίζαμε Θεό; Για να ξέρουν λοιπόν αυτό που θα γίνει οπωσδήποτε, προστάζει να αποθηκεύσουν κατά κάποιο τρόπο στο νου τους το μυστήριο· Διότι βάλτε, λέει, εσείς στις καρδιές σας» (Κ).
(4) Εάν το προηγούμενο «τούτους» το αναφέρουμε στα λόγια που προηγουμένως λέχθηκαν για το πάθημα, τότε το γαρ είναι αιτιολογικό=Μη λησμονείτε τα λόγια αυτά που σας έχω πει, διότι οπωσδήποτε ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί. Εάν όμως το «τούτους» το αναφέρουμε στα λόγια, τα οποία τώρα λέει ο Κύριος, το γαρ είναι επεξηγηματικό=τα λόγια αυτά, ότι δηλαδή ο υιός του ανθρώπου…
(5) «Το «πρόκειται να παραδοθεί» που είναι γραμμένο στον Ματθαίο και τον Λουκά δεν δείχνει με σαφήνεια το από ποιον; Για αυτό, όπως είπαμε, άλλος θα πει· από τον Ιούδα, άλλος πάλι· από τον λαό· εμείς όμως (ο Ω.) επειδή ακριβώς ο Ιούδας και ο λαός ήταν άνθρωποι, ας προσέχουμε, μήπως είναι καλύτερο να ακολουθήσουμε εμείς τον Παύλο, που λέει για τον Πατέρα, «ο οποίος δεν λυπήθηκε τον ίδιο τον υιό του, αλλά τον παρέδωσε για όλους μας» και να πούμε ότι από τη λέξη «παραδόθηκε», λείπει το «από τον Θεό»» (Ω). Το «πρόκειται λοιπόν να παραδοθεί» αναφέρεται στη θεία βουλή, όχι στην προδοσία του Ιούδα (g). Όταν η ώρα του υιού του ανθρώπου φτάσει, οι εναντίον του επιβουλές θα στεφθούν από επιτυχία (p).
9.45 οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ῥῆμα τοῦτο(1), καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον(2) ἀπ᾽ αὐτῶν ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτό(3), καὶ ἐφοβοῦντο ἐρωτῆσαι(4) αὐτὸν περὶ τοῦ ῥήματος τούτου.
45 Εκείνοι όμως δεν τα καταλάβαιναν αυτά τα λόγια. Το νόημά τους ήταν κρυμμένο για να μην το καταλάβουν, και φοβούνταν να τον ρωτήσουν ποια σημασία είχαν τα λόγια του.
(1) Αγνοούσαν δηλαδή τι σήμαινε το «θα παραδοθεί» και πώς ο πανίσχυρος Μεσσίας ήταν δυνατόν ως κοινός άνθρωπος να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων (δ). Η θέληση άλλωστε ασκεί επίδραση στη διάνοια και εφόσον οι μαθητές δεν ήθελαν ο διδάσκαλος να πάθει, αλλά τελείως αντίθετα ήθελαν, σύμφωνα με τις χονδροειδείς σχετικά με τον Μεσσία προκαταλήψεις τους, να βασιλεύσει, επόμενο ήταν να μην προσέχουν πολύ τις προαναγγελίες για το πάθημα (g). Στους τόσο σαφείς και κατηγορηματικούς λόγους του διδασκάλου απέδιδαν κάποια μυστική και αλληγορική έννοια, με την οποία εναρμονίζονταν και συμβιβάζονταν με την εκδοχή βασιλιά, νικητή Μεσσία, όπως ανέμεναν όλοι οι Ιουδαίοι τον Μεσσία και από τις χονδροειδείς αυτές ελπίδες δεν είχαν ακόμη απαλλαχτεί και οι δικές τους διάνοιες (ο). «Και εμείς λοιπόν πολλές φορές, ενώ μελετήσαμε τις Γραφές και δεν τις καταλάβαμε καθόλου, ξαναβλέπουμε κατά κάποιο τρόπο με τη συνεχή μελέτη να λάμπει στις καρδιές μας λίγο λίγο ο λόγος που φέρνει τον φωτισμό της γνώσης του, ο οποίος είναι ο Χριστός» (Ω).
(2) Δηλαδή κρυμμένο από αυτούς (δ). Το κάλυμμα αυτό οφειλόταν και σε θεία αιτία (L), «αφού είχε ένα θείο σχέδιο ο Κύριος ο οποίος προκαλούσε την άγνοια και το κρύψιμο σε αυτούς. Φύλαγε λοιπόν για τον κατάλληλο καιρό την αφαίρεση της άγνοιας και του καλύμματος» (Ω).
(3) Για να μην καταλάβουν αυτό και είναι σε διαρκή λύπη και αποθάρρυνση από την προσδοκία τόσο μεγάλων δεινών (δ) «ώστε να μην λυπούνται και ταράσσονται από τον φόβο πριν τον κατάλληλο καιρό. Συγκαταβαίνοντας λοιπόν ο Θεός στην ασθένειά τους και σαν να κυβερνούσε κάποια παιδιά, δεν επέτρεπε να καταλάβουν αυτοί το λεγόμενο περί του σταυρού» (Θφ).
(4) Ή, «από ευλάβεια δεν ρωτούσαν… Διότι ο φόβος είναι αυξημένη ευλάβεια, όπως ακριβώς και η ευλάβεια είναι συνεσταλμένος φόβος» (Θφ). Ή, φοβόντουσαν να τον ρωτήσουν, για να μην μάθουν πράγματα ακόμη περισσότερο λυπηρά και θλιβερά ή να μην τους μαλώσει ότι άκαιρα ζητούσαν εξηγήσεις για το μυστήριο του Θεού (δ).
Στίχ. 46-48. Ποιος είναι ο μεγαλύτερος ενώπιον του Θεού.
9.46 (1)Εἰσῆλθεν(2) δὲ διαλογισμὸς(3) ἐν αὐτοῖς(4), τὸ τίς ἂν εἴη μείζων αὐτῶν(5).
46 Άρχισε τότε μια συζήτηση μεταξύ των μαθητών για το ποιος ήταν ο ανώτερος ανάμεσά τους.
(1) Δες και Ματθ. ιη 1-7 και Μάρκ. θ 33-39 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Η σάρκα συχνά βρίσκει ευκαιρίες για τις κινήσεις της, ακόμα και όταν τα πάντα αντιτίθενται σε αυτήν (b). «Εισέβαλε μέσα τους λοιπόν πάθος κούφιας δόξας… διότι το να σκέφτονται και μόνο το, ποιος θα ήταν μεγαλύτερος ανάμεσά τους, δείχνει κάποιον που φιλοδοξεί και επιθύμησε να είναι αρχηγός των άλλων» (Κ). Από ποια αφορμή μπήκε; Ή «φαίνεται ότι ξεσηκώθηκε σε αυτούς το πάθος από το ότι δεν θεραπεύτηκε ο δαιμονισμένος. Διότι ήταν λογικό να διαφωνήσουν για αυτό λέγοντας ο καθένας, ότι, όχι λόγω της δικής μου αδυναμίας, αλλά λόγω της αδυναμίας του τάδε δεν θεραπεύτηκε το παιδί, και από εκεί άναψε η έριδα για το ποιος θα ήταν ο μεγαλύτερος» (Θφ). Ή, πιο σωστά, επειδή είχαν δει τον Πέτρο και Ιάκωβο και Ιωάννη ότι μόνο αυτοί ανέβηκαν μαζί στο βουνό και τους εμπιστεύτηκε κάποιο μυστικό (Βέζας). Ακόμη επίσης και από παρεξήγηση των προφητειών του Κυρίου για το επικείμενο τέλος του.
(3) Διαλογισμός πονηρός· σκέψη δηλαδή την οποία έβαλε ο διάβολος στο νου τους (δ).
(4) Το «σε αυτούς» υπονοεί μάλλον, ότι ο διαλογισμός δεν παρέμεινε μόνο στο νου, χωρίς να εκφραστεί και εξωτερικά (p). Ο Ιησούς όμως δεν είχε ακούσει τη συζήτηση των μαθητών, αλλά διέκρινε την εσωτερική σκέψη, η οποία είχε προκαλέσει την φιλονικία (g).
(5) Η ματαιοδοξία και ο πόθος των πρωτείων και η βιασύνη για την υπεροχή ήταν αμαρτίες, στις οποίες επανειλημμένα παρασύρθηκαν οι μαθητές, για αυτό και όπως έπρεπε επιτιμήθηκαν αυστηρά από τον Κύριο. Εκείνοι, οι οποίοι επιζητούν να είναι μεγάλοι στον κόσμο αυτόν, εκτίθενται σε μεγάλους πειρασμούς και θορύβους, από τους οποίους είναι απαλλαγμένοι και ασφαλείς οι ευχαριστημένοι να είναι μικροί, ελάχιστοι, λιγότερο ακόμη και από αυτούς τους ελάχιστους.
9.47 ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς ιδών(1) τὸν διαλογισμὸν τῆς καρδίας(2) αὐτῶν ἐπιλαβόμενος παιδίου(3) ἔστησεν αὐτὸ παρ᾽ ἑαυτῷ(4),
47 Ο Ιησούς, που κατάλαβε τις σκέψεις τους, πήρε ένα παιδί, το έβαλε να σταθεί μπροστά του
(1) Υπάρχει και η γραφή ειδώς. Ιδών=κατάλαβε με την εσωτερική του θεότητα (δ).
(2) Η συζήτηση με τα λόγια ήταν: Ποιος είναι ο μεγαλύτερός από αυτούς. Ο διαλογισμός των καρδιών τους ήταν: Δεν είμαι εγώ ο μεγαλύτερος από όλους; (p).
(3) Ο Ε. Και ο Χ. αγνοούν τελείως την παράδοση που εμφανίζεται από τον ένατο αιώνα (Αναστάσιος Βιβλιοθ. Migne 129,42,Νικηφόρος Κάλλιστος Εκκλ. Ιστορ. ΙΙ 35, Migne 143,848) ότι το παιδί αυτό ήταν ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος. Ο Χ. μάλιστα (Ομιλία εις Ιγνάτιον 4) αναφέρει, ότι ο Ιγνάτιος ούτε καν είχε δει τον Κύριο (p).
(4) Στην τιμητική θέση. Και εφόσον ο Ιησούς καθόταν περικυκλωμένος από τους μαθητές του (Μάρκ. θ 35) το παρ᾽ ἑαυτῷ σημαίνει στο μέσο αυτών, όπως γράφουν οι άλλοι δύο συνοπτικοί (p). «Ο Χριστός ο Θεός μας, που γνωρίζει τα πάντα, τον διαλογισμό στη διάνοια των μαθητών, όπως ακριβώς ένα πικρόχορτο που φύτρωσε πάνω, όπως είναι γραμμένο, πριν σηκωθεί ψηλά, πριν ωριμάσει, ξεριζώνει το κακό από τη ρίζα του· διότι όταν αρχίζουν σε μας τα πάθη νικιούνται εύκολα, αν όμως ωριμάσουν, δεν αποβάλλονται εύκολα. Πώς λοιπόν ο πνευματικός γιατρός αποκόβει το πάθος της φιλοδοξίας; Πήρε το παιδί και το έστησε κοντά του. Έκανε αυτήν την πράξη για ωφέλεια και των ίδιων των αγίων αποστόλων και για μας τους μετά από εκείνους. Διότι αυτή η ασθένεια βόσκει κοντά σε όλους τους ανθρώπους, αν μάλιστα έχουν κάποια υπεροχή απέναντι σε κάποιους» (Κ).
9.48 καὶ εἶπεν αὐτοῖς(1), ὃς ἂν δέξηται τοῦτο τὸ παιδίον ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου ἐμὲ δέχεται(2), καὶ ὃς ἂν ἐμὲ δέξηται δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με· ὁ γὰρ μικρότερος(3) ἐν πᾶσιν ὑμῖν ὑπάρχων(4) οὗτός ἐστιν μέγας(5).
48 και τους είπε: «Όποιος δεχτεί αυτό το παιδάκι στο όνομά μου, δέχεται εμένα τον ίδιο· κι όποιος δεχτεί εμένα, δέχεται αυτόν που μ’ έστειλε στον κόσμο· εκείνος που είναι ο πιο ταπεινός μεταξύ όλων σας, αυτός είναι ο ανώτερος».
(1) «Έκανε λοιπόν το παιδί που έφερε στη μέση παράδειγμα και εικόνα ποιου πράγματος; Μίας ζωής χωρίς πονηρία και χωρίς φιλοδοξία· διότι έχει άδολη τη γνώμη, ανόθευτη την καρδιά και έχει απλότητα λογισμών· δεν αγαπά τη φιλοδοξία, δεν γνωρίζει τρόπο υπεροχής» (Κ).
(2) «Αυτό που λέει σημαίνει το εξής· Εσείς μεν νομίζετε, ότι αν φαίνεστε σοβαροί και φιλόδοξοι, τότε θα αρέσετε στους πολλούς και τότε θα σας δεχτούν περισσότεροι. Εγώ όμως σας λέω, ότι τόσο πολύ χαίρομαι με την απλότητα και τόσο χαρακτηρίζει αυτή τους δικούς μου μαθητές, ώστε όποιος δεχτεί τον απλούστατο άνδρα και άκακο ως δικό μου μαθητή (διότι αυτό σημαίνει στο όνομά μου) δέχεται εμένα. Διότι αυτός που δέχεται αλαζόνα, ούτε δικό μου μαθητή δέχεται ούτε εμένα» (Θφ).
(3) «Μικρότερο λέει τον ταπεινότερο» (Ζ)· «τον μετριόφρονα και ο οποίος από ευλάβεια δεν σκέφτεται τίποτα υψηλό για τον εαυτό του» (Κ).
(4) Ο μικρότερος ως προς την ιδέα για τον εαυτό του, ο πιο απλός, όπως είναι το παιδί αυτό, ανάμεσα σε όλους σας, αυτός είναι πραγματικά και αληθινά μεγάλος (δ).
(5) Ο Κύριος αποφεύγει να πει «αυτός είναι ο μεγαλύτερος»· και έτσι δεν ενθαρρύνει την επιθυμία του να είναι κάποιος πάνω από τους άλλους. Είναι δυνατόν για όλους στη βασιλεία των ουρανών να έχουν το μεγαλείο αυτό και δεν υπάρχει ούτε ανάγκη για κανέναν ούτε ενδεχόμενο να μετρά τον εαυτό του με άλλους και να ζητά υπεροχή πάνω από αυτούς (p).
Στίχ. 49-56. Άρνηση των Σαμαρειτών να δεχθούν τον Κύριο.
9.49 ᾽Αποκριθεὶς(1) δὲ ὁ ᾽Ιωάννης εἶπεν(2), ᾽Επιστάτα, εἴδομέν τινα επί τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα δαιμόνια, καὶ ἐκωλύσαμεν(3) αὐτὸν ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ(4) μεθ᾽ ἡμῶν.
49 Ο Ιωάννης του είπε: «Διδάσκαλε, είδαμε κάποιον που έδιωχνε δαιμόνια επικαλούμενος το όνομά σου και τον εμποδίσαμε, γιατί δεν είναι δικός μας».
(1) Δες Μάρκ. Θ 38-40 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Η σύνδεση με τα παραπάνω: Προηγουμένως ο Κύριος απέδωσε στο όνομά του κεφαλαιώδη σημασία, το οποίο προκάλεσε φόβο στον Ιωάννη, μήπως από το ζήλο που έδειξε σχετικά με αυτόν που έβγαζε δαιμόνια στο όνομα του Κυρίου, ασέβησε προς το σεβαστό αυτό όνομα (g). Ο Ιωάννης λοιπόν ρωτά λέγοντας: Πολύ καλά να δεχτεί κάποιος έναν, ο οποίος έρχεται στο όνομα του Χριστού· αλλά εάν αυτός δεν εμφανίζεται ως μαθητής του Χριστού; (L). Εάν κάποιος παραμένει έξω από το σώμα των μαθητών και δεν είναι πραγματικός ακόλουθος του Ιησού, πρέπει να γίνει και αυτός δεκτός; (p).
(3) Υπάρχει και η γραφή εκωλύομεν=κάναμε απόπειρες να τον εμποδίσουμε· ή, κατ’ επανάληψιν τον εμποδίσαμε (p).
(4) Ο ενεστώτας σημαίνει επιμονή στο να ακολουθεί. Ο Ιωάννης δεν εννοεί, ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν απόστολος, αλλά δεν ήταν αναγνωρισμένος μαθητής. Δείχνει ο Ιωάννης ζήλεια για την υπόληψη του Διδασκάλου, και όχι ζήλεια για τα δικά του προνόμια (p)
9.50 και εἶπεν πρὸς αὐτὸν ὁ ᾽Ιησοῦς, Μὴ κωλύετε, ου γαρ εστί καθ’ υμών(1)·ὃς γὰρ οὐκ ἔστιν καθ᾽ ὑμῶν(2) ὑπὲρ ὑμῶν ἐστιν(3).
50 Ο Ιησούς του απάντησε: «Μην τον εμποδίζετε, γιατί αυτός δεν είναι εναντίον σας. Όποιος δεν είναι εναντίον σας είναι με το μέρος σας».
(1) Υπάρχει και η γραφή μη κωλύετε· ὃς γὰρ οὐκ ἔστιν… παραλείπεται δηλαδή ολόκληρη η φράση «ου γαρ εστί καθ’ υμών».
(2) Υπάρχει και η γραφή: καθ᾽ ημῶν, ὑπὲρ ημῶν. Πιο σωστή είναι η «καθ’ υμών …» διότι εδώ πρόκειται για υπόθεση των μαθητών, στην οποία ο Κύριος δεν αναμίχθηκε από την αρχή (L).
(3) Ο λόγος του Κυρίου στο Λουκ. ια 23: «Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου» δεν αντιτίθεται στον παρόντα λόγο. Εκεί ο Κύριος παρέχει κριτήριο, με το οποίο κάθε μαθητής του πρέπει να δοκιμάζει τον εαυτό του, για να πληροφορηθεί, εάν όντως είναι γνήσιος μαθητής. Εάν δεν βρίσκεται στο πλευρό του Ιησού, είναι εναντίον του. Εδώ παρέχει κριτήριο με το οποίο ο μαθητής του πρέπει να δοκιμάζει τους άλλους. Εάν οι άλλοι αυτοί δεν αντιτίθενται εναντίον του Χριστού, πρέπει να θεωρούνται ότι είναι υπέρ του (p). Δες και τις σημειώσεις στα Λουκ. ια 23 και Μάρκ. θ 39-40.
9.51 ᾽Εγένετο δὲ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι(1) τὰς ἡμέρας τῆς ἀναλήψεως(2) αὐτοῦ καὶ αὐτὸς εστήριξε τὸ πρόσωπον(3) αὐτοῦ τοῦ πορεύεσθαι εἰς ᾽Ιερουσαλήμ,
51 Ενώ πλησίαζαν να συμπληρωθούν οι μέρες που ο Ιησούς θα άφηνε αυτόν τον κόσμο, πήρε την απόφαση να πάει στην Ιερουσαλήμ.
Μπορούμε να θεωρήσουμε το τμήμα αυτό ως την εξιστόρηση της δεύτερης κύριας περιόδου της δημόσιας δράσης του Κυρίου. Η Γαλιλαία μαζί με την Καπερναούμ ως κέντρο παύει να είναι το σχεδόν αποκλειστικό πεδίο της διδασκαλίας του και της δράσης του, και μπορούμε να πούμε ότι στο εξής δεν έχει πλέον κέντρο δράσης. Παρόλο που η περίοδος αυτή είναι μόλις το 1/3 σε σχέση με την προηγούμενη, περιγράφεται με πολύ μεγαλύτερη λεπτομέρεια και η αφήγηση είναι σχεδόν 3 φορές πιο μεγάλη. Είναι προφανές ότι ο Λουκάς χρησιμοποιεί στο τμήμα αυτό υλικό, το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε από τους 2 άλλους συνοπτικούς. Από το κεφ. θ 51 μέχρι το κεφ. ιη 14 είναι σχεδόν μόνος και δίνει σε μας πληροφορίες, τις οποίες δεν βρίσκουμε αλλού. Για αυτό το μεγάλο αυτό τμήμα ονομάζεται μερικές φορές η μεγάλη παρεμβολή ή παρεισαγωγή. Έχουμε επίσης και το «τμήμα της Περαίας» ή το «Σαμαρειτικό τμήμα» (δες θ 51-56,ι 30-37,ιζ 11-19). Εάν είχαμε μόνο τους 2 άλλους συνοπτικούς, θα υποθέταμε ίσως, ότι το ταξίδι από Καπερναούμ στην Ιερουσαλήμ για το τελευταίο Πάσχα διήρκεσε μία ή δύο βδομάδες. Ο Λουκάς όμως μας δίνει να καταλάβουμε, ότι ο χρόνος αυτός εκτείνεται σε αρκετούς μήνες. Πάντοτε μας υπενθυμίζει ότι ο Ιησούς ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα (Λουκ. θ 51,53,ιγ 22,33,ιζ 11,ιη 31,ιθ 11,28), αλλά η πορεία προς την πόλη αυτή γίνεται αργά, διότι ο Ιησούς συχνά σταματά, για να κηρύξει σε διάφορα μέρη. Η κατεύθυνση επίσης την οποία κάθε φορά παίρνει το ταξίδι, μόνο έμμεσα υποδηλώνεται. Και κατ’ αρχάς μεν ο Κύριος κατευθύνεται ανατολικά δια μέσου του νοτίου τμήματος της Γαλιλαίας και έπειτα στρέφεται νότια μέσω της Περαίας. Οσοδήποτε όμως και αν διαρκεί το ταξίδι και οσοδήποτε κυκλική και αν είναι η πορεία, πάντοτε είναι ταξίδι προς τα Ιεροσόλυμα. Ο Ιωάννης μας αφήνει να αντιληφθούμε, ότι κατά τη διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος ο Ιησούς ανέβηκε 2 φορές στα Ιεροσόλυμα, τη μία φορά κατά τη γιορτή της σκηνοπηγίας, όταν και θεράπευσε τον εκ γενετής τυφλό, και την άλλη κατά τη γιορτή των εγκαινίων. Επιπλέον κατά την περίοδο αυτό συμπίπτει η επίσκεψη της Βηθανίας και η ανάσταση του Λαζάρου. Μολονότι όμως υπάρχει χώρος στην αφήγηση του Λουκά για όλα αυτά, τα οποία ο Ιωάννης αφηγείται, δεν γνωρίζουμε που να τοποθετήσουμε αυτά (p).
(1) Το ρήμα δείχνει, όπως και στο Πραξ. β 1, την βαθμιαία συμπλήρωση περιόδου που οδεύει στο τέρμα της. Η περίοδος αυτή ήταν αυτή των τελευταίων ημερών της ζωής του Κυρίου στη γη. Η τελευταία αυτή φάση άρχισε με την πρώτη αναγγελία του Πάθους και τώρα έφτασε σε μία από τις περισσότερο αξιοσημείωτες στιγμές, δηλαδή στο χρόνο της αναχώρησης από τη Γαλιλαία (g).
(2) «Δηλαδή όταν έφτασε ο καιρός, κατά τον οποίο έπρεπε πλέον, αφού υπομείνει για χάρη μας το σωτήριο πάθος, να αναληφθεί στον ουρανό και να κάτσει μαζί με τον Θεό και Πατέρα» (Θφ). Ανάληψη, κατάλληλη λέξη, ειδικά μετά την δόξα του στο βουνό. Μία μόνο ημέρα ήταν αυτή της ανάληψής του. Αλλά οι 40 μετά την ανάσταση ημέρες όπως και οι προ του πάθους του μέρες, ήταν μέρες προετοιμασίας για την ανάληψή του. Πλησίαζε και το πάθος του, ο σταυρός, ο θάνατος, η ταφή. Αλλά δια μέσου όλων αυτών ο Ιησούς είχε στραμμένο το βλέμμα στο τέρμα, το οποίο ήταν η ανάληψη (b). Η λέξη ανάληψις δεν συναντιέται πουθενά αλλού στην Κ.Δ. ή στους Ο΄. Βρίσκεται μόνο στη Διαθήκη των 12 Πατριαρχών, στο Λευΐ ιη και στους Ψαλμούς Σολομ. δ 20. Το ρήμα αναλήφθηκε όμως συναντιέται συχνά στην Κ.Δ. και μπορεί να θεωρηθεί ως ο συνηθισμένος βιβλικός όρος για δήλωση της ανόδου στους ουρανούς (Μάρκ. ιστ 19,Πράξ. α 2,11,22,ι 16,Α΄Τιμ. γ 16,Δες και Α΄Μακ. β 58,Σοφ. Σειράχ μη 9,μθ 14,Δ Βασ. β 11) (p), για την άνοδο στους ουρανούς του Ηλία και του Ενώχ. Στην εκκλησιαστική χρήση ο όρος ανάληψη επιφυλάχτηκε για δήλωση της στους ουρανούς ανόδου του Κυρίου, διότι δείχνει καλύτερα την δύναμή του, ώστε από μόνος του να ανυψωθεί στον ουρανό, ενώ για αυτούς που ανέβηκαν στον ουρανό με θεία δύναμη και όχι από μόνοι τους, καθιερώθηκε ο όρος μετάσταση (L). Ήταν λοιπόν καθορισμένος ο χρόνος των παθημάτων και του θανάτου του Κυρίου και γνώριζε αυτόν ακριβώς ο Κύριος και είχε σαφή και βέβαιη πρόγνωσή του. Και όταν ο καιρός αυτός πλησίαζε, δεν έπαιρνε μέτρα προφυλαχτικά υπέρ της ζωής του, αλλά τότε εμφανιζόταν πάρα πολύ δημόσια και εργαζόταν εντατικότερα, γνωρίζοντας ότι ο χρόνος που του μένει ήταν πολύ σύντομος. Βλέποντας όμως τον θάνατο και το πάθος να προσεγγίζουν, μέσω αυτών και πέρα από αυτά έβλεπε την δόξα της ανάληψης, η οποία θα ακολουθούσε στο σταυρό και τον τάφο. Αντί για τη χαρά λοιπόν που είχε μπροστά του «στήριξε το πρόσωπό του να πάει στην Ιερουσαλήμ», την πόλη όπου επρόκειτο να σταυρωθεί και να πεθάνει. Βάδιζε πρόθυμα και θαρραλέα εκεί, παρόλο που γνώριζε όσα θα του συμβούν σε αυτήν την πόλη. Παράδειγμα, αλλά και ντροπή για μας. Παράδειγμα που μας διδάσκει ότι οι καλοί Χριστιανοί προσβλέπουν προς τον θάνατο με την ίδια αποφασιστικότητα και ηρεμία, με την οποία και ο Χριστός, εφόσον με αυτόν μεταβαίνουν πλησίον του Κυρίου και εφόσον η προσέγγιση του θανάτου αποτελεί και προσέγγιση της ημέρας της απολύτρωσής τους. Ντροπή για μας, διότι όταν πρόκειται να πάθουμε και να υποφέρουμε για το Χριστό, αποστρέφουμε το πρόσωπο και γυρίζουμε προς τα πίσω. Ενώ εκείνος «στήριξε το πρόσωπό του» για να πορευτεί για να τελειώσει το έργο της σωτηρίας μας.
(3) «Έριξε σταθερά το βλέμμα» (Ζ) «πήρε απόφαση να πάει στην Ιερουσαλήμ» (Θφ). Αποφάσισε αμετάθετα (δ). Σημαίνει σταθερή απόφαση, που πάρθηκε μάλιστα εν όψει δυσκολιών ή κινδύνου. Δες Ησ. ν 7. Είναι εβραϊκός τρόπος έκφρασης. Δες Ιερεμ. κα 10,Ιεζ. στ 2,ιγ 17,ιε 7,κ 46,κα 2,κε 2 κλπ. Υπάρχει και η γραφή εστήρισε, σύμφωνα με μεταγενέστερο αλεξανδρινό τύπο (p).
9.52 καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους(1) πρὸ προσώπου αὐτοῦ(2). καὶ πορευθέντες εἰσῆλθον εἰς κώμην Σαμαριτῶν(3), ώστε ἑτοιμάσαι(4) αὐτῷ·
52 Πριν πάει, έστειλε αγγελιοφόρους, οι οποίοι μπήκαν σ’ ένα χωριό των Σαμαρειτών για να προετοιμάσουν τον ερχομό του.
(1) «Μηνυτές (αυτοί δηλαδή που μεταφέρουν μήνυμα)» (Ζ). Ίσως ήταν κάποιοι ντόπιοι πόλης ή χωριού στην οποία είχαν δεχτεί τον Κύριο (L).
(2) Άλλος εβραϊσμός. Δες ζ 27,ι 1, Εξόδ. λβ 34,λγ 2,λδ 6,Λευϊτ. ιη 24,Αριθμ. λγ 52,Δευτ. α 21 κλπ. (p).
(3) Φαίνεται ότι ο Κύριος ήθελε να προχωρήσει βαθύτερα στη Σαμάρεια, ώστε και στο βόρειο τμήμα της να κάνει παρόμοιο με αυτό που έκανε και στο νότιο τμήμα της, όπως μας εξιστορεί ο Ιωάννης (κεφ. δ) και να συνηθίσει έτσι λίγο λίγο τους μαθητές του να διώξουν τις προκαταλήψεις εναντίον των Σαμαρειτών (g).
(4) Εφόσον ο Κύριος δεν ήταν μόνος, αλλά είχε συνοδεία, υπήρχε ανάγκη να ετοιμάσουν σε αυτόν «υποδοχή ώστε να διαμείνει αυτός και όσοι ήταν μαζί του» (Ζ). Δες πόσο ευγενικά φέρεται. Δεν θα ήθελε να έλθει εκεί γινόμενος βάρος σε αυτούς ή προκαλώντας την δυσαρέσκεια και εξέγερσή τους με την απότομη θέα αυτού και των όχι ολιγάριθμων ακολούθων του. Έστειλε λοιπόν πριν από αυτόν ανθρώπους, οι οποίοι θα τους γνωστοποιούσαν την έλευσή του, ώστε αυτή να μην καταστεί έκπληξη για αυτούς. Θα πλήρωνε για την ετοιμασία, την οποία ζήτησε και θα ήταν γενναιόδωρος ξένος ανάμεσά τους. Διότι θα τους κήρυττε το ευαγγέλιο, θα θεράπευε τους ασθενείς τους και θα προκαλούσε και μεταξύ τους τον ενθουσιασμό και την ευγνωμοσύνη, όπως λίγο χρόνο πριν σε κάποια άλλη πόλη των Σαμαρειτών (Ιω. δ 41). Η έλευσή του θα ήταν η μεγαλύτερη ευλογία και ευτυχία από όσες ποτέ απόλαυσε η πόλη εκείνη.
9.53 καὶ οὐκ ἐδέξαντο(1) αὐτόν, ὅτι τὸ πρόσωπον(2) αὐτοῦ ἦν πορευόμενον εἰς ᾽Ιερουσαλήμ(3).
53 Οι Σαμαρείτες όμως δεν τον δέχτηκαν, γιατί κατευθυνόταν προς την Ιερουσαλήμ.
(1) Η μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών αποστροφή ήταν αμοιβαία. Υπήρξαν Ιουδαίοι που δίδαξαν, ότι το ψωμί των Σαμαρειτών αν τρωγόταν από Ιουδαίο μόλυνε αυτόν το ίδιο με το κρέας των γουρουνιών (p).
(2) Άλλος εβραϊσμός. Δες Β Βασ. ιζ 11 (p). «Λέει το πρόσωπό του, αντί να πει αυτός· από το μέρος εννοείται το όλο» (Ζ). Οπουδήποτε είναι στραμμένο το πρόσωπο, εκεί κατευθύνεται και ο πόθος της διάνοιας, που νικά κάθε δυσκολία (b).
(3) «Διότι πορευόταν στην Ιερουσαλήμ, στους εχθρούς τους» (Ζ). Ήταν προφανές ότι κατευθυνόταν προς την Ιερουσαλήμ, πράγμα το οποίο με αποστροφή το έβλεπαν οι Σαμαρείτες (b). Το γεγονός ότι βάδιζε για να γιορτάσει το Πάσχα στην Ιερουσαλήμ, αποκηρύττοντας έτσι το ναό των Σαμαρειτών στο Γαριζείν, αύξανε την αντιπάθειά τους (Ιωσήπ. Αρχ. ΧΧ 6,1,Ιουδ. Πολ ΙΙ,12,3-7, Βίος 52). Η φιλοξενία της οποίας πριν κάποιους μήνες είχε τύχει στη Συχάρ (Ιω. δ 40) δεν είχε διαλύσει την εναντίον του, ως Ιουδαίου, προκαταλήψεις όλων των πόλεων και χωριών στη Σαμάρεια (p). Και δεν εμπόδιζαν μεν οι Σαμαρείτες τους Ιουδαίους να περνούν από τα μέρη τους, απέφευγαν όμως να τους φιλοξενήσουν.
9.54 ἰδόντες(1) δὲ οἱ μαθηταὶ αυτού᾽Ιάκωβος καὶ ᾽Ιωάννης(2) εἶπαν, Κύριε, θέλεις εἴπωμεν(3) πῦρ(4) καταβῆναι ἀπὸ οὐρανοῦ(5) καὶ ἀναλῶσαι αὐτούς, ως(6) και Ηλίας(7) εποίησε(8);
54 Όταν το είδαν αυτό οι μαθητές του Ιάκωβος και Ιωάννης, του είπαν: «Κύριε, θέλεις να ζητήσουμε να κατεβεί φωτιά από τον ουρανό και να τους καταστρέψει, όπως έκανε και ο Ηλίας;»
(1) Βλέποντας τους απεσταλμένους να επιστρέφουν, χωρίς να πετύχει η αποστολή τους (p).
(2) «Που είναι το θαυμαστό, εάν οι γιοι της βροντής ζήτησαν να εξαπολυθούν κεραυνοί;» (Αμβρόσιος). Όμως ο Λουκάς, ο οποίος διέσωσε την εκδήλωση αυτή του χαρακτήρα των δύο αδελφών, δεν μας αναφέρει και την ονομασία υιοί βροντής που τους δόθηκε από το Χριστό (Μάρκ. γ 17) (p).
(3) =Δώσε μας την εξουσία να πούμε, να προστάξουμε (δ). «Έχοντας θάρρος όχι στον εαυτό τους, αλλά στη δύναμή του, είπαν, ότι να πούμε να πέσει φωτιά…» (Ζ).
(4) Ο Χριστός επιτέλεσε θαύματα πάνω σε όλα τα στοιχεία, με εξαίρεση τη φωτιά. Η φωτιά επιφυλάχτηκε για να χρησιμοποιηθεί κατά τη συντέλεια του κόσμου (b).
(5) Εφόσον η εκδίκηση από τη γη παρουσιαζόταν ανίσχυρη, είναι διατεθειμένοι να υψώσουν τα χέρια τους, τους στεναγμούς τους, τις προσευχές τους στον ουρανό, για να ζητήσουν από ψηλά όπλα (b).
(6) Η φράση ολόκληρη παραλείπεται από τους κώδικες σιναϊτικό, βατικανό και κάποιους άλλους.
(7) Είχαν κατά το χρόνο αυτόν, νωπή την ανάμνηση του Ηλία από το γεγονός της Μεταμόρφωσης (b). Το ότι είδαν στο βουνό πρόσφατα τον Ηλία, είναι δυνατόν να υπέβαλλε σε αυτούς το να ζητήσουν φωτιά από τον ουρανό.
(8) «Όπως (ο Ηλίας) κατέκαψε δύο φορές πενήντα άνδρες μαζί με τους πεντηκοντάρχους» (Θφ). Δες Δ΄Βασ. α 10-12. Οι δύο μαθητές παραφέρονται στον ζήλο τους. Δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν ότι δεν είναι η πρώτη φορά, κατά την οποία ο Διδάσκαλος δεν γίνεται δεκτός. Στη Ναζαρέτ διώχτηκε με διαθέσεις φονικές. Και οι Γαδαρηνοί επέμεναν να απομακρυνθεί από τα όριά τους. Εδώ επίσης έχουμε Σαμαρείτες, για τους οποίους ο Κύριος είχε παραγγείλει στους μαθητές: «σε πόλη Σαμαρειτών μην μπείτε» (Ματθ. ι 5). Εξάλλου ενδέχεται μόνο λίγοι από την πόλη να αντιτάχτηκαν στην έλευση του Κυρίου σε αυτούς, ενώ πολλοί αν πληροφορούνταν για το ποιος ήταν ο Ιησούς, ίσως θα ήταν διατεθειμένοι όχι μόνο να τον δεχτούν, αλλά και να τον προϋπαντήσουν. Επιτρεπόταν λοιπόν να καταστραφεί η πόλη και μάλιστα με φωτιά;
9.55 στραφεὶς(1) δὲ ἐπετίμησεν(2) αὐτοῖς καὶ εἶπεν(3)· οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός(4) ἐστε(5) ὑμεῖς·
55 Εκείνος στράφηκε προς αυτούς και τους επέπληξε λέγοντας: «Ξεχάσατε ποιο πνεύμα κατευθύνει τη ζωή σας·
(1) Στράφηκε, διότι αυτός μεν προηγούνταν, ενώ οι μαθητές ακολουθώντας ήταν πίσω του (p).
(2) Στράφηκε με δίκαιη απαρέσκεια και τους μάλωσε. Διότι «όποιους αγαπά, τους ελέγχει και τους διδάσκει», ιδιαίτερα διότι εκείνο, το οποίο είχαν πρόθεση να πράξουν, καλυπτόταν κάτω από το χρώμα του ζήλου για αυτόν. Τους μάλωσε «ως ανεξίκακος, διδάσκοντάς τους με μακροθυμία να υπομένουν τις ατιμίες των ανυπάκουων… Διότι επρόκειτο από πολλούς να διωχτούν, όταν θα γνωστοποιούσαν δημόσια το κήρυγμα» (Ζ). «Τους μάλωσε, περιορίζοντας, όπως πρέπει σε Θεό, την οξυθυμία και πείθοντας να είναι ανεξίκακοι, όχι μόνο τότε, αλλά και μετά από αυτά, όταν περιοδεύοντας τη γη, επρόκειτο να πέσουν σε κάποιους ασεβείς άνδρες» (Σχ.). Πόσες φορές εγωισμός και πάθος και προσωπική εκδίκηση καλύπτονται κάτω από τον φαινομενικό ζήλο υπέρ του Διδασκάλου.
(3) Η φράση ολόκληρη «καὶ εἶπεν… ἐστε ὑμεῖς» παραλείπεται από όλους τους μεγαλογράμματους αλεξανδρινούς κώδικες και κάποιους άλλους. Φαίνεται μάλιστα ότι η παράλειψη προήλθε από λόγους δογματικούς, καθότι ο Μαρκίων και άλλοι γνωστικοί χρησιμοποιούσαν το ρητό αυτό, για να προσβάλλουν το κύρος της Π.Δ. (δες Τερτυλλιανού adv. Marc. IV 23). Ακριβώς όμως το ότι ο Μαρκίων χρησιμοποιούσε αυτό το ρητό, μαρτυρεί για την αρχαιότητά του (δ). «Παρόλο που παρέλειψε ο Χρυσόστομος εδώ το «δεν ξέρετε ποιου πνεύματος είστε», αλλ’ όμως σε άλλους λόγους του, λέει ότι αυτό εδώ το ρητό είναι του Δεσπότη» (Ζ). Δες πιο κάτω παρατήρηση του Χ που αναφέρεται σε ακέραιο το χωρίο.
(4) Ή, σύμφωνα με άλλη γραφή «οἵου πνεύματος»= Ή, «πνεύμα να εννοήσεις, σε παρακαλώ, το Άγιο Πνεύμα. Διότι αυτό είναι αγαθό και ανεξίκακο, όπως ακριβώς και τα υπόλοιπα πρόσωπα της μίας θεότητας» (Ζ). Ή, πνεύμα εννοεί την νέα πνευματική δύναμη, την οποία ο Κύριος έφερε (g)· το φρόνημα και την δύναμη, από τα οποία η ψυχή κάποιου εμποτίζεται και κυβερνιέται και τα οποία στην περίπτωση αυτή εμπνέει το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο ο Κύριος μετέδωσε στους αποστόλους. Ασφαλώς πρέπει να μάθετε, μολονότι για τόσο μακρύ χρόνο διδάσκεστε, ποιο είναι το πνεύμα του Χριστού και ποιος είναι ο Χριστιανισμός. Δεν διδαχτήκατε λοιπόν να αγαπάτε τους εχθρούς σας και να ευλογείτε αυτούς που σας καταριούνται και να επικαλείστε για αυτούς χάριτες και όχι φωτιά από τον ουρανό; Δεν είστε τώρα κάτω από την διαθήκη της δουλείας και του τρόμου και του θανάτου, αλλά κάτω από την διαθήκη της αγάπης και της ελευθερίας και της χάρης, η οποία ήρθε με διακηρύξεις ειρήνης στη γη και ευαρέσκειας στους ανθρώπους. Έχετε ανάγκη μεγαλύτερης αυτογνωσίας, περισσότερης ταπεινοφροσύνης, περισσότερης συντριβής εναντίον των αμαρτιών σας και περισσότερης συμπάθειας προς τους χαμένους.
(5) Εξυπακούεται «γιοι». «Όταν θυμήθηκαν τον Ηλία ότι είχε κάνει αυτό, λέει, Δεν ξέρετε ποιου πνεύματος είστε, εκπαιδεύοντάς τους σε ανεξικακία με την διαφορά ως προς το χάρισμα. Και ας μην νομίζει κάποιος, ότι κατηγορούμε τον Ηλία ως ατελή. Δεν λέμε αυτό. Διότι ήταν πολύ τέλειος. Αλλά για τους καιρούς τους δικούς του, όταν η διάνοια των ανθρώπων ήταν πολύ πιο παιδική (ανώριμη) και χρειάζονταν αυτόν τον τρόπο παιδαγωγίας» (Χ). Το πνεύμα του Ηλία ήταν πνεύμα δικαιοσύνης, πνεύμα δίκαιης ανταπόδοσης, πνεύμα εκδίκησης· το πνεύμα του Χριστού είναι πνεύμα ευσπλαχνίας, πνεύμα συμπάθειας και αγάπης. Μη φανταστεί όμως κανείς, ότι η θρησκεία του Χριστού, επειδή μας επιβάλλει να είμαστε μακρόθυμοι, συμπαθείς και υπομονετικοί, είναι για αυτό θρησκεία αισθηματικότητας, που αρμόζει στις ασθενείς γυναίκες και τους θηλυπρεπείς άνδρες. Όχι. Είναι μεν θρησκεία ελέους, αλλά είναι και θρησκεία δικαιοσύνης· είναι θρησκεία αγάπης, αλλά δεν ανέχεται την αμαρτία.
9.56 ὁ υἱὸς(1) τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε ψυχὰς(2) ἀνθρώπων ἀπολέσαι, ἀλλὰ σῶσαι. καὶ ἐπορεύθησαν εἰς ἑτέραν κώμην(3).
56 ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήρθε για να καταστρέψει ανθρώπους αλλά να τους σώσει». Ύστερα από αυτό έφυγαν για άλλο χωριό.
(1) Και η γραφή: Ο γαρ υιός… Ολόκληρη όμως η φράση μέχρι το «αλλά σώσαι» παραλείπεται από όλα τα αλεξανδρινά χειρόγραφα και κάποια άλλα. Με αυτήν τη φράση εξηγείται η πραότητα της ευαγγελικής ενέργειας του Αγίου Πνεύματος από το σκοπό, για τον οποίο ο Σωτήρας, ο αίτιος και δημιουργός του Ευαγγελίου, ήλθε στον κόσμο. Ήλθε δηλαδή για να σώσει, και για αυτό θα χρησιμοποιήσει τώρα όλα τα μέσα της αγάπης και πραότητας (δ). Ο υιός του ανθρώπου απέβλεψε στο να διαδώσει την αγία θρησκεία του με την αγάπη και την πραότητα και όχι με τη φωτιά και το μαχαίρι, με το αίμα και τη σφαγή· με θαύματα θεραπείας και ίασης και όχι με πληγές και θαύματα καταστροφής παρόμοια με εκείνα, με τα οποία ο Ισραήλ βγήκε από την Αίγυπτο. Στερούνται του πνεύματος του ευαγγελίου εκείνοι, οι οποίοι με την βία και τον διωγμό ζητούν να επιβάλλουν την ευαγγελική αλήθεια σε όσους δεν την αποδέχονται.
(2) Οι οποίες είναι πολύτιμες (b).
(3) Προφανώς της Σαμαρείας, διότι διαφορετικά θα ανέφερε ξεκάθαρα αυτήν, εάν ήταν στην Περαία ή αλλού στην Παλαιστίνη (δ). Δεν υπάρχει κάποιος υπαινιγμός που να υποδηλώνει ότι ο Κύριος εγκατέλειψε το σχέδιό του, τού να περάσει μέσα από τη Σαμάρεια και ότι στράφηκε πίσω για να ακολουθήσει τον δρόμο μέσω Περαίας. Άλλωστε το να εγκαταλείψει όλους τους Σαμαρείτες, επειδή δεν είχε γίνει δεκτός από μία και μόνη πόλη τους, θα μπορούσε να ενθαρρύνει το πνεύμα της εκδίκησης και μη ανοχής, για το οποίο μάλωσε τους μαθητές (p). Όταν κάποιο ρεύμα αντίστασης είναι ισχυρό, η σύνεση επιβάλλει να παρεκκλίνουμε από αυτό μάλλον, παρά να αντιταχθούμε σε αυτό κατά μέτωπον. Εάν αυτοί στους οποίους κηρύττουμε το ευαγγέλιο παρουσιάζονται άγριοι και ανυπότακτοι, ενδείκνυται να στραφούμε σε άλλους περισσότερο επιδεκτικούς και που δεν αντιδρούν στο ευαγγελικό έργο.
Στίχ. 57-62. Χρειάζεται τέλεια αυταπάρνηση.
9.57 Εγένετο δε(1) πορευομένων αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ(2) εἶπέν τις πρὸς αὐτόν, ᾽Ακολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν ἀπέρχῃ(3) Κύριε.
57 Καθώς προχωρούσαν στο δρόμο, του είπε κάποιος: «Κύριε, θα σε ακολουθήσω όπου κι αν πας».
(1) Οι δύο πρώτες από τις 3 σκηνές που εξιστορούνται στους στίχους 57-62, αναφέρονται συνενωμένες και από τον Ματθαίο (η 19-22. Δες εκεί και τις ερμην. σημειώσεις). Δεν φαίνεται πιθανόν να έγιναν συγχρόνως ακολουθώντας μεταξύ τους η μία μετά την άλλη, αλλά συνδέθηκαν λόγω της ηθικής τους σχέσης και ομοιότητας. Πάντως όμως έγιναν σε χρόνους, κατά τους οποίους ο Χριστός αναχωρούσε από κάποιο μέρος για να μεταβεί σε άλλο. Σύμφωνα με τον Ματθαίο έγιναν αυτές, όταν ο Κύριος αναχωρούσε για τη χώρα των Γαδαρηνών. Σύμφωνα με τον Λουκά όμως συνέβησαν σε στιγμές κρίσιμες, όταν ο Χριστός εγκατέλειψε οριστικά την Γαλιλαία, για να μεταβεί στην Ιουδαία, όπου και θα σταυρωνόταν (g).
(2) Η λέξη αυτή μπορεί να συνδεθεί ή με τα προηγούμενα (=ενώ πορεύονταν στο δρόμο, ως προσδιορισμός του πορεύονταν (δ), ή με τα επόμενα (=είπε κάποιος σε αυτόν στο δρόμο) (L).
(3) Ο άνθρωπος αυτός επιπόλαια κρίνοντας, έδειχνε εμπιστοσύνη στα στιγμιαία συναισθήματα πρόσκαιρου ενθουσιασμού (p). Δεν μπορούμε όμως με βεβαιότητα να κατηγορήσουμε αυτόν για υποκρισία ή άλλο κρυφό κίνητρο ή ιδιοτέλεια (L). Ο άνθρωπος αυτός έκρινε επιπόλαια, διότι αυτή πρέπει να είναι η σταθερή και αμετακίνητη απόφαση των μαθητών του Χριστού, να ακολουθούν το αρνίο, όπου πάει (Αποκ. ιδ 4), ακόμη και αν πρόκειται μέσω φωτιάς και νερού να ακολουθήσουν αυτό σε φυλακές και κάθε είδους θανάτους.
9.58 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς(1), Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσιν καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(2) οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν(3) κλίνῃ(4).
58 Κι ο Ιησούς του είπε: «Οι αλεπούδες έχουν καταφύγια και τα πουλιά φωλιές, ο Υιός του Ανθρώπου όμως δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι».
(1) Η απάντηση του Ιησού δεν είναι άρνηση. Δείχνει μόνο τους όρους, με τους οποίους μπορεί κάποιος να γίνει μαθητής του (L). «Εάν μεν είσαι έτοιμος, άνθρωπέ μου, όμοια με μένα, που δεν έχω που να γύρω το κεφάλι, θα διαλέξεις χάριν της δικής μου διδασκαλίας το άστατο σε αυτήν την ζωή με την ελπίδα της βασιλείας των ουρανών, χωρίς να προσδοκάς σε τίποτα την ανάπαυση εδώ, αλλά στον αιώνα τον μέλλοντα. Διότι οι δικοί μου μαθητές που ασκούν την αρετή, θα έχουν θλίψη στον κόσμο» (Ω). Ο Ιησούς δεν υπόσχεται μεγάλα πράγματα στον κόσμο αυτόν στους μαθητές του. Αντίθετα παραγγέλλει σε αυτούς, ότι ενδέχεται να πέσουν σε φτώχεια και αφάνεια. Κύρια επιδίωξή τους αξιώνει από αυτούς τον ουρανό και τους θέλει να αδιαφορούν για τις ανέσεις της παρούσας ζωής, μολονότι δεν αποκλείει και αυτές από αυτούς. «Ξέρω και να έχω περίσσευμα, ξέρω και να στερούμαι (Φιλιπ. δ 12)» είναι ο τρόπος της ζωής των αληθινών αποστόλων του Χριστού.
(2) Ονομάζει τον εαυτό του εδώ υιό του ανθρώπου, που έχει και αυτός τη σάρκα και το αίμα μας. Καυχιέται για αυτήν την συγκατάβασή του σε εμάς. Δεν πήρε μόνο την ασθενή φύση μας, αλλά και όλη την αφάνεια και φτώχεια, από τις οποίες αυτή μπορεί να καλυφθεί. Μας έδειξε έτσι την αγάπη του και μας δίδαξε την άγια περιφρόνηση προς τον κόσμο και τα μεγαλεία του και την διαρκή προσήλωση στον άλλο κόσμο. Επιπλέον με το να γίνει αυτός φτωχός αγίασε και γλύκανε την σκληρότητα της φτώχιας για τον λαό του. Μπορούμε τώρα να υποφέρουμε αγόγγυστα αυτήν, όταν θυμόμαστε ότι και ο Χριστός ενώ ήταν πλούσιος, θεληματικά πτώχευσε για μας.
(3) «Στο «ο υιός του ανθρώπου δεν έχει που να γύρει το κεφάλι» αρμόζει κατεξοχήν το «αστατούμε (=δεν στεκόμαστε πουθενά) που είπε ο Παύλος, μέσα στον οποίο μιλούσε ο Χριστός» (Ω). «Το «δεν έχει που να γύρει το κεφάλι» δείχνει ότι δεν είχε ούτε δική του κατοικία, όχι ότι δεν έμενε σε σπίτι» (Χ). Δεν στερούνταν μόνο τις απολαύσεις, την ευμάρεια και τους στολισμούς των μεγάλων ηγεμόνων του κόσμου, αλλά και αυτές τις ανέσεις τις οποίες οι αλεπούδες και τα πουλιά του ουρανού άκοπα απολαμβάνουν. Εκείνος ο οποίος έκανε τα πάντα, δεν έκανε κάποια κατοικία και για τον εαυτό του ούτε κάποια καλύβα για να ακουμπήσει ήσυχα το κεφάλι του, αλλά εξάρτησε και κατέστησε υπόχρεο τον εαυτό του στους άλλους.
(4) Είναι πολύ συγκινητικό να σκέφτεται κάποιος ότι ο Ιησούς στο τέλος έγειρε το κεφάλι του στο σταυρό, για να παραδώσει το πνεύμα του. Ιω. ιθ 30 (L).
9.59 Εἶπεν δὲ πρὸς ἕτερον, ᾽Ακολούθει μοι(1). ὁ δὲ εἶπεν, Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι ἀπελθόντι πρῶτον θάψαι τὸν πατέρα μου(2).
59 Είπε και σε κάποιον άλλο: «Ακολούθησέ με». Εκείνος του απάντησε: «Κύριε, άφησέ με πρώτα να πάω να θάψω τον πατέρα μου».
(1) Σύμφωνα με τον Λουκά παίρνει την πρωτοβουλία ο Κύριος και καλεί τον μαθητή, στον οποίο διαβλέπει χαρακτήρα σταθερό και πνεύμα σοβαρό και βαθύ (g). Ο Ματθαίος χαρακτηρίζει αυτόν ως έναν από τους μαθητές=ένας από τους τυχαίους ακροατές και ακόλουθους, ο οποίος τώρα καλείται να γίνει μόνιμος μαθητής. Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς (Στρωμ. 3.4.25) ταυτίζει αυτόν με τον Φίλιππο, υπονοώντας πιθανώς τον ευαγγελιστή (p).
(2) Το ότι ο Κύριος στο αίτημα αυτό του μαθητή αντιτάσσει άρνηση, συνηγορεί υπέρ του ότι το ταξίδι αυτό δεν επρόκειτο να είναι κάποια εκδρομή μίας ή δύο ημερών. Μάλλον φαίνεται, ότι ο Ιησούς εγκαταλείπει οριστικά κατά τη στιγμή αυτή το πεδίο της προηγούμενης δράσης του και αναχωρεί για να μην ξαναγυρίσει πλέον. Εάν λοιπόν κατά την κρίσιμη αυτή στιγμή ο άνθρωπος αυτός έφευγε, θα ερχόταν άραγε πάλι να ξαναβρεί τον διδάσκαλο που αναχωρούσε για πάντα στην Ιουδαία; (g).
9.60 εἶπε δὲ αὐτῷ ο Ιησούς, ῎Αφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς(1), σὺ δὲ(2) ἀπελθὼν(3) διάγγελλε(4) τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ.
60 Κι ο Ιησούς του είπε: «Άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους, εσύ όμως πήγαινε να αναγγείλεις τη βασιλεία του Θεού».
(1) Το πρώτο «νεκρούς» με συμβολική ή πνευματική έννοια, το δεύτερο με γραμματική θα απέδιδαν ίσως πιο σωστή έννοια=Εκείνοι οι οποίοι είναι πνευματικά νεκροί και δεν έχουν καμία ανώτερη απασχόληση που προέρχεται από θεία εντολή (δες Λουκ. ιε 32), θα απασχοληθούν να θάψουν εκείνους, οι οποίοι τους ανήκαν και τους αρπάχτηκαν με το θάνατο (L). Οι νεκροί με τη γραμματική έννοια της λέξης ανήκουν στην ίδια τάξη όπως και εκείνοι από τους συγγενείς τους, οι οποίοι τίποτα το υψηλότερο δεν γνωρίζουν και είναι απορροφημένοι από τα συμφέροντα και τα αγαθά της παρούσας φυσικής ζωής (g).
(2) Εσύ όμως ο οποίος δεν είσαι νεκρός. Μπαίνει μπροστά με έμφαση (p).
(3) Αντιτίθεται στο προηγούμενο απελθόντι=Να πας όχι όμως προς το σπίτι, αλλά μακριά από το σπίτι (p).
(4) Διάδιδε την είδηση της επέκτασης που θα κάνω της βασιλείας του Θεού στον κόσμο μέσω της θεμελίωσης, εννοείται, της εκκλησίας μου (δ). Φαίνεται, ότι ο Κύριος σκέφτεται ήδη την αποστολή των 70 μαθητών που θα γίνει μετά από λίγο, και αυτό εξηγεί γιατί αυτός που τώρα εκλέγει και καλεί ο Κύριος, έπρεπε τα πάντα να θυσιάσει (L). «Διότι πράγματι, είναι πολύ καλύτερο να κηρύττει κάποιος την βασιλεία και να σώζει άλλους από θάνατο, παρά να θάβει τον νεκρό που τίποτα δεν ωφελείται· και μάλιστα όταν υπάρχουν αυτοί που θα εκτελέσουν όλα αυτά. Τίποτα άλλο δεν μαθαίνουμε λοιπόν από εδώ, παρά ότι δεν πρέπει να χάνουμε ούτε τον τυχόντα καιρό, έστω και αν είναι αμέτρητα τα κατεπείγοντα, αλλά να βάζουμε τα πνευματικά πρώτα από όλα, και από τα αναγκαιότατα, και να γνωρίζουμε, τι μεν είναι ζωή και τι θάνατος. Διότι πολλοί και από αυτούς που φαίνονται ότι ζουν, δεν διαφέρουν σε τίποτα από νεκρούς, όταν ζουν με κακία· ή καλύτερα, αυτοί είναι χειρότεροι και από εκείνους… Διότι σε αυτούς, πριν από το σώμα έχει διαφθαρεί η ψυχή και έχει χαθεί και υπομένει μεγαλύτερη αποσύνθεση» (Χ). Ο Χριστός δεν αξιώνει οι οπαδοί του να νεκρώσουν κάθε αίσθημα φυσικής στοργής. Αντιθέτως ο Παύλος διακηρύττει, ότι «όποιος τους συγγενείς του και ιδιαίτερα αυτούς που μένουν στο ίδιο σπίτι δεν φροντίζει, έχει αρνηθεί την πίστη και είναι χειρότερος από άπιστο» (Α΄Τιμ. ε 8). Η προς τους γονείς όμως και τους γνωστούς στοργή, δεν πρέπει να γίνεται πρόφαση και αιτία απομάκρυνσής μας από τα καθήκοντά μας προς το Θεό. Εάν οι πολύ κοντινοί και πολύ αγαπητοί συγγενείς μας, μάς γίνονται εμπόδια στην οδό προς τον Χριστό και κινδυνεύουμε εξαιτίας τους να απομακρυνθούμε από το Χριστό, είναι αναγκαίο τότε να λησμονήσουμε και πατέρα και μητέρα, όπως έπραξε άλλοτε και ο Λευΐ (Δευτ. λγ 9). Ο μαθητής για τον οποίο γίνεται εδώ λόγος καλούνταν να γίνει διάκονος του ευαγγελίου και για κανέναν λόγο δεν επιτρεπόταν να εμπλακεί «στις απασχολήσεις του βίου» (Β Τιμ. β 4). Αποτελεί λοιπόν κανόνα απαράβατο, όποτε ο Χριστός μας καλεί σε κάποιο καθήκον, δεν πρέπει να συμβουλευόμαστε άνθρωπο ούτε να εξαρτούμε τους εαυτούς μας από ανθρώπους (Γαλ. α 15). Εδώ ο γιος δεν μπορεί να προσφέρει κάποια πραγματική υπηρεσία στον πατέρα του. Από την άλλη επίσης φαίνεται, ότι είχε εκλεγεί από τον Κύριο ως ένας από τους 70 αποστόλους, όπως υποδηλώνεται από την προτροπή: Να διαδίδεις την είδηση της βασιλείας του Θεού. Ήταν επίσης, φαίνεται, και οι περιστάσεις της κλήσης τέτοιες, ώστε δεν επιδέχονταν αναβολή· και το καθήκον στην εκτέλεση του οποίου ο μαθητής καλούνταν, επέβαλλε να μην εμποδιστεί αυτός από τη συμμετοχή στην κηδεία του πατέρα του. Εάν ο Γουέλλιγκτων το πρωί της μάχης του Βατερλώ είχε ακούσει ότι ο πατέρας του πέθανε και εγκατέλειπε το στράτευμα για να έλθει για ταφή του πατέρα του, δεν θα διέπραττε έγκλημα προδοσίας; Υπάρχουν λοιπόν περιστάσεις κατά τις οποίες καθήκοντα υψηλότερα και γενικότερα, κάνουν αναγκαίο να βάζουμε σε δεύτερη μοίρα αισθήματα που επιβάλλονται όχι μόνο από τη φύση, αλλά και από τον ίδιο το νόμο του Θεού.
9.61 Εἶπεν δὲ καὶ ἕτερος, ᾽Ακολουθήσω σοι, κύριε· πρῶτον(1) δὲ ἐπίτρεψόν μοι ἀποτάξασθαι(2) τοῖς εἰς τὸν οἶκόν μου.
61 Του είπε και κάποιος άλλος: «Θα σε ακολουθήσω Κύριε, αλλά άφησέ με πρώτα ν’ αποχαιρετήσω τους δικούς μου».
(1) «Αυτός, από τη μία, έδειξε αξιοζήλευτη και αξιέπαινη την υπόσχεση· το να ζητά, από την άλλη, να αποχαιρετήσει τους δικούς του, φανερώνει ότι έχει το νου του μοιρασμένο» (Κ). Το πρόσωπο αυτό είχε εμπλακεί σε φυσικές συμπάθειες και αγάπες (b).
(2) «Δηλαδή, για να το πω πιο λαϊκά, να αποχαιρετίσω» (Θφ). Διότι το «αποτάσσομαι» δεν σημαίνει εδώ απαρνιέμαι, αλλά λέγεται με την πρώτη και αρχική σημασία του τοποθετώ τον εαυτό μου σε απόσταση από κάποιον, αποχωρίζομαι, αποχαιρετώ κάποιον. Ενώ η φράση τοῖς εἰς τὸν οἶκόν μου=σε όσους είναι στο σπίτι μου, τους ανθρώπους του σπιτιού μου (δ). Ο μαθητής αυτός πορευόμενος να αποχαιρετίσει τους δικούς του θα έπεφτε σε πειρασμό. Θα εξέθετε τον εαυτό του στην επίδραση ισχυρότατων πιθανώς παρακλήσεων να μεταβάλλει την απόφασή του και να μην εγκαταλείψει το σπίτι του. Θα τον ικέτευαν ίσως οι συγγενείς του να μην τους αφήσει. Αποτελούσε λοιπόν εγωιστική απρονοησία το να ρίξει τον εαυτό του σε πειρασμό. Εκείνοι οι οποίοι αποφασίζουν να ακολουθήσουν τον Λυτρωτή τους, πρέπει συγχρόνως να αποφασίζουν να μην στήνουν ποτέ το αυτί τους στον πειραστή.
9.62 εἶπεν δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς προς αυτόν(1), Οὐδεὶς ἐπιβαλὼν(2) τὴν χεῖρα ἐπ᾽ ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετός(3) ἐστιν εις την βασιλείαν τοῦ θεοῦ(4).
62 Κι ο Ιησούς του είπε: «Όποιος βάζει το χέρι του στο αλέτρι και κοιτάζει προς τα πίσω, δεν είναι κατάλληλος για τη βασιλεία του Θεού».
(1) Ο Κύριος απαντά με εικόνα και παροιμία (p). «Αυτός που επιχείρησε να οργώσει και βλέπει πίσω, καταστρέφει την προθυμία της προσπάθειας, με την ραθυμία να βλέπει πίσω» (Ζ). Η εικόνα που χρησιμοποιείται από τον Κύριο είναι η του γεωργού, ο οποίος αντί να παρατηρεί το αυλάκι, το οποίο με το αλέτρι πρόκειται να ανοίξει στο έδαφος, στρέφεται προς τα πίσω αναζητώντας κάποιο άλλο αντικείμενο που ελκύει το ενδιαφέρον του. Το αυλάκι κατά φυσική συνέπεια θα ξεφύγει από την ευθεία (g). Ο Σωτήρας χρησιμοποίησε την εικόνα αυτή για να διδάξει ότι οι ακόλουθοί του πρέπει να αφοσιώνονται με όλη τους την καρδιά στην διακονία του και να μην στρέφονται πάλι προς τον κόσμο με ενδιαφέρον για τις ασχολίες του και με λύπη διότι άφησαν αυτές (ο). «Με τρόπο παραβολικό λοιπόν ο Σωτήρας, ονόμασε αλέτρι το να τον ακολουθεί κάποιος, λέγοντας ότι, Κανείς που επιχείρησε να με ακολουθεί και βλέπει πίσω, δηλαδή έχει ακόμη το νου στα βιοτικά, δεν είναι κατάλληλος στη βασιλεία των ουρανών» (Ζ). «Όπως ακριβώς δηλαδή αυτός που οργώνει, όταν δείξει αμέλεια για τη δουλειά που του απομένει, δεν θα δει τους καρπούς να πληθαίνουν, έτσι και αυτός που διάλεξε να ακολουθεί το Χριστό, αλλά δεν αφήνει πίσω τα κοσμικά πράγματα και τους σαρκικούς συγγενείς, μάλιστα αυτούς που δεν αποδέχονται τον σκοπό του, αυτός δεν θα κατορθώσει καθόλου την καλή τόλμη, ούτε είναι κατάλληλος για τη βασιλεία των ουρανών» (Κ). «Διότι δείχνει αυτού του είδους ο άνθρωπος, ότι έχει σχέση με τον κόσμο· και δεν έχει την ίδια διάθεση με τους αποστόλους, οι οποίοι όταν άκουσαν τον Κύριο, αμέσως τον ακολούθησαν χωρίς να εξετάσουν με περιέργεια τίποτα άλλο, αλλά άφησαν και απαρνήθηκαν και τους συγγενείς» (Θφ). Και έκανε μεν ο Ματθαίος ό,τι ο άνθρωπος αυτός ζητά τώρα να πράξει, με διαφορετικό όμως πνεύμα. Έδωσε αποχαιρετιστήριο γεύμα στους παλιούς του συναδέλφους με σκοπό όμως να γνωρίσει αυτούς στο Χριστό. Και το γεύμα του Ματθαίου δόθηκε στο Χριστό, ενώ ο άνθρωπος αυτός ζητά να χωριστεί από τον Χριστό, ώστε μακριά του να αποχαιρετίσει τους φίλους του (p).
(2) Ο αόριστος=ο οποίος έβαλε μία φορά· μια φορά που έβαλε.
(3) =κατάλληλος (δ), χρήσιμος, καλοβαλμένος για να εργάζεται στη βασιλεία του Θεού ως μαθητής του Χριστού (p).
(4) Η φράση «στη βασιλεία του Θεού» περιλαμβάνει εδώ και τις δύο ιδέες· και αυτήν της προσωπικής σωτηρίας και αυτήν της εργασίας για επιστροφή των άλλων (g). Για να κρατήσει στερεή την βασιλεία του Θεού και να την διαδώσει (b). Πάρα πολύ αξιόλογη και η επόμενη ερμηνεία: «Ο καθένας από μας είναι γεωργός του εαυτού του, έχοντας για γη την ίδια την ψυχή του, την οποία οφείλει να οργώνει με το λογικό αλέτρι, μαζεύοντας τα βόδια, τους εργάτες, από τις γραφές τις καθαρές. Διότι τότε θα κάνει νέα την ψυχή που πάλιωσε από την πολλή αργία κατά τον περασμένο χρόνο και έβγαλε πολλή κακία και έργα άκαρπα, τα οποία κόβοντας με το αλέτρι του λόγου και φτιάχνοντας νέο χωράφι, θα σπείρει από την θεία διδασκαλία σπέρματα του νόμου, προφητικά, ευαγγελικά, ενθυμούμενος και μελετώντας αυτά. Για αυτό και λέει μέσω του Ιερεμία του προφήτη (δ 3) ο Θεός των όλων· οργώστε καλά τα χωράφια σας και μην σπέρνετε σε αγκάθια. Διότι είναι αδύνατον να δεχτείτε τον θείο σπόρο και να καρποφορήσετε, αν προηγουμένως δεν καθαρίσετε τις ψυχές και δεν βγάλετε κάθε πάθος και τις βιοτικές μέριμνες και ηδονές, οι οποίες είναι τα αγκάθια. Για αυτό λέει (Ψαλμ. 36,27): Απομακρύνσου από το κακό και κάνε το αγαθό» (Ω).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Στίχ. 1-16. Οι εβδομήντα μαθητές.
10.1 Μετὰ δὲ ταῦτα(1) ἀνέδειξεν(2) ὁ κύριος ἑτέρους(3) ἑβδομήκοντα(4), καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δύο(5) πρὸ προσώπου αὐτοῦ(6) εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον οὗ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι(7).
1 Ύστερα απ’ αυτό, ο Κύριος διάλεξε και άλλους εβδομήντα μαθητές, που τους έστειλε δύο δύο πριν απ’ αυτόν, σε κάθε πόλη και τόπο που έμελλε να επισκεφθεί.
Και όταν ακόμη ο Ιησούς προχωρούσε αργά από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό δεν μπορούσε παρά λίγο μόνο χρόνο να διαθέσει για κάθε μέρος. Για αυτό ενδιαφερόταν να βρίσκει πάντοτε προετοιμασμένο το έδαφος και να έχει προκληθεί το ενδιαφέρον των κατοίκων ώστε να τον ακούσουν. Αυτό γινόταν ακόμη περισσότερο επείγον, όσο η πρώτη του αυτή επίσκεψη στα μέρη αυτά επρόκειτο να είναι και η τελευταία. Όπως λοιπόν είχε στείλει τους Δώδεκα στα μέρη της βορείου Γαλιλαίας όταν θα επισκεπτόταν αυτά για τελευταία φορά, έτσι και τώρα καλεί στράτευμα πολυπληθέστερο από τους οπαδούς του, για να συντελέσει αυτό αποστολή ανάλογη στις δυτικές χώρες της επαρχίας αυτής (g)
(1) Δηλαδή μετά την απόφαση της οδοιπορίας προς Ιεροσόλυμα και την παράκληση των αναφερθέντων τριών μαθητών να τον ακολουθήσουν (δ).
(2) Το ρήμα συναντιέται στη μεν Κ.Δ. μόνο εδώ και στο Πράξ. α 24, ενώ στους Ο΄ συχνά (p)=ανακήρυξε δημόσια (δ).
(3) Εκτός από τους 12 στο θ 1-6. «Ήταν λοιπόν κατώτεροι από τους δώδεκα και έγιναν ύστερα μαθητές και ακόλουθοι αυτών, έστω και αν ο Χριστός τους διάλεξε» (Θφ).
(4) Υπάρχει και η γραφή εβδομήκοντα δύο, την οποία κάποιοι μολονότι δεν μαρτυρείται τόσο πολύ, όσο η συνηθισμένη γραφή, θεωρούν προτιμότερη, επειδή την γραφή εβδομήντα την θεωρούν ότι προήλθε από τη σπουδή να συμφωνήσει ο αριθμός είτε με τα μέλη του συνεδρίου είτε με την εκδοχή, ότι «και τους δώδεκα μαθητές και αυτούς τους εβδομήντα, θα βρούμε ότι τους φανερώνει και ο σκιώδης μωσαϊκός νόμος· διότι έχει γραφτεί στην Έξοδο για τα παιδιά του Ισραήλ· Ήλθαν, λέει, στην περιοχή Αιλείμ… και ήταν εκεί δώδεκα πηγές νερών και εβδομήντα στελέχη φοινίκων» (Εξοδ. ιε 27)(Κ). Δες και Τερτυλλιανού adver. Marc. IV 24, και συμφωνούν με αυτούς και οι Ζ και Θφ. Φαίνεται όμως πιθανό, ότι ο Κύριος εκλέγοντας εβδομήντα ακολούθησε τον αριθμό, ο οποίος «έχει γραφτεί από παλιά στα λόγια του Μωϋσή· διότι και αυτός (ο Μωϋσής) διάλεξε εβδομήντα με την προσταγή του Θεού» (Κ). Οι 70 δηλαδή αυτοί εκλέχτηκαν σύμφωνα με τον αριθμό των 70 πρεσβυτέρων του Ισραήλ, που δόθηκαν βοηθοί στον Μωϋσή για να διοικεί τον λαό (Αριθμ. ια 16,25) όπως και οι 12 ανταποκρίνονται στους 12 πατριάρχες. Οι 70 λοιπόν αυτοί έγιναν βοηθοί των αποστόλων και πρεσβύτεροι του νέου Ισραήλ και από αυτούς πολλοί πιθανώς αποτέλεσαν το πρώτο πρεσβυτέριο της εκκλησίας στα Ιεροσόλυμα (δες Πράξ. ια 30,ιε 2 κλπ., κα 18)(δ).
(5) Δες και Μάρκ. στ 7 και τις εκεί σημειώσεις. «Αυτό, το να υπηρετείται ο λόγος ανά δύο, φαίνεται ότι είναι θέληση του Θεού αρχαία όπως στην περίπτωση του Μωϋσή και του Ααρών. Και ο Ιησούς επίσης του Ναυή και ο Χαλέβ του Ιεφονή, οι οποίοι και οι δύο τους αφού ομονόησαν, ηρέμησαν τον λαό που ερεθιζόταν από τους δέκα. Και οι Ελδάδ και Μωδάδ και οι δύο προφήτευαν στη σκηνή μονιασμένοι. Αλλά και ύστερα έστειλε στα έθνη τον Παύλο και τον Βαρνάβα, και ήταν αυτοί οι δύο παράδειγμα αυτού που είπε ο Κύριος «αν δύο συμφωνούν πάνω στη γη». Θα εφαρμόσεις επίσης σε αυτούς το «αδελφός βοηθούμενος από αδελφό είναι σαν πόλη οχυρή»· και το «είναι καλύτεροι οι δύο από τον ένα». Το ότι επίσης και οι δώδεκα τοποθετήθηκαν ανά δύο, το δείχνει ο Ματθαίος που στον κατάλογό τους, τούς τοποθέτησε σε ζευγάρια» (Ω). Έστειλε αυτούς ανά δύο, για να ενθαρρύνονται και να ενισχύονται αμοιβαία. Εάν ένας από αυτούς έπεφτε, ο άλλος θα τον βοηθούσε να σηκωθεί. Δες και τα ζεύγη Ιούδα και Σίλα (Πράξ. ιε 27), Βαρνάβα και Μάρκου (Πράξ. ιε 39), Παύλου και Σίλα (Πράξ. ιε 40), Τιμοθέου και Σίλα (Πράξ. ιζ 14), Τιμοθέου και Εράστου (Πράξ. ιθ 22) (p).
(6) Μπροστά από αυτόν (δ)· «πήγαιναν δηλαδή μπροστά από αυτόν και δίδασκαν όπως ο Ιωάννης, Ετοιμάστε την οδό του Κυρίου» (Θφ).
(7) «Τους εβδομήντα τους έστειλε μόνο στις πόλεις και τα χωριά που βρίσκονταν στο δρόμο του, από όπου επρόκειτο να περάσει, να κηρύξουν μετάνοια και την άφιξη του χορηγού της άφεσής τους» (Ζ).
10.2 ἔλεγεν δὲ πρὸς αὐτούς(1), ῾Ο μὲν θερισμὸς πολύς(2), οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι(3)· δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ(4) ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ.
2 «Ο θερισμός είναι πολύς», τους έλεγε, «οι εργάτες όμως λίγοι· παρακαλέστε,λοιπόν, τον κύριο του θερισμού να στείλει εργάτες για το θερισμό του.
(1) Δες Ματθ. θ 37-38 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) «Θερισμό λέει αυτούς που θα θεριστούν από την απιστία και θα μαζευτούν σαν συγκομιδή καρπών στην πίστη του· εργάτες επίσης, λέει τους αποστόλους, που θα υπηρετήσουν σε αυτό το έργο» (Ζ). «Όπως ακριβώς λοιπόν, αγροί που έδειξαν μεγάλη ευφορία, χρειάζονται πολλούς θεριστές, έτσι αυτοί που επρόκειτο να πιστέψουν, επειδή ήταν πολλοί και αναρίθμητοι, χρειάζονταν πολλούς διδασκάλους» (Θφ). Ο Κύριος ονόμασε τον κόσμο αγρό στην παραβολή των ζιζανίων. Σε αυτό το ευρύ πεδίο εφαρμόζονται με τρόπο φυσικό τα εξόχως ισχυρά λόγια αυτού του στίχου (g).
(3) «Είπε ότι είναι λίγοι όλοι οι απόστολοι σε σχέση με το πλήθος όσων επρόκειτο να πιστεύουν» (Ζ). Οι Ιουδαίοι ραββίνοι ήταν πολλοί, δεν ήταν όμως εργάτες. Δεν μάζευαν ψυχές στη βασιλεία του Θεού, αλλά εργάζονταν ιδιοτελώς επιδιώκοντας προσωπικά οφέλη.
(4) Το ρήμα μπορεί να σημαίνει: Να βγάλει από το σπίτι του Πατέρα, από τον ουρανό, από όπου προέρχονται οι κλήσεις (g) ή να στείλει γρήγορα και επειγόντως. Το ρήμα εκφράζει είτε επείγουσα ανάγκη είτε την κατευθείαν αποστολή προς τον προορισμό τους (p). Οι καλοί εργάτες επιθυμούν και πολλοί άλλοι να εμφανιστούν στον αγρό του Κυρίου. Χαίρονται λοιπόν, όταν δουν, ότι άλλοι ικανότεροι και πιο ευπρόσδεκτοι από αυτούς αναδείχτηκαν που τους επισκιάζουν. Επίσης οι καλοί εργάτες επιθυμούν να λάβουν την αποστολή τους από το Θεό, τον Κύριο του θερισμού και επιτελούν το έργο τους ως εμπιστευμένο σε αυτούς από το Θεό. Μόνο λοιπόν όταν ο Θεός καλεί αυτούς και όταν αυτοί εργάζονται ως εντολοδόχοι του Θεού και για τη δόξα του και ως υπεύθυνοι και δοσίλογοι μπροστά του, μόνο τότε θα είναι επιτυχές και καρποφόρο το έργο τους.
10.3 ὑπάγετε· ἰδοὺ εγώ(1) ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς ἄρνας(2) ἐν μέσῳ λύκων(3).
3 Πηγαίνετε· σας στέλνω σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους.
(1) Από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα και κάποια μικρά παραλείπεται το εγώ.
(2) «Άρνες είναι τα μικρά πρόβατα» (Η). Δες Ματθ. ι 16 και τις εκεί σημειώσεις. «Θα μπορούσε να πει κάποιος και εδώ, ότι τους δώδεκα, από τη μία, τους ονόμασε πρόβατα, ως τελειότερους, ενώ τους εβδομήντα, από την άλλη, αρνιά» (Ζ).
(3) «Προλέγει σε αυτούς και διωγμούς και ότι θα είναι σαν αρνιά ανάμεσα σε λύκους, έτσι ώστε να μην τους έλθουν απροσδόκητα και τους ταράξουν με το αιφνίδιο του πράγματος» (Θφ). Στην Επιστολή Β΄ προς Κορινθ. που αποδίδεται στον Κλήμη (κεφ. 5,2) διαβάζουμε: «Διότι λέει ο Κύριος· Θα είστε σαν αρνιά ανάμεσα σε λύκους· απαντώντας λοιπόν ο Πέτρος σε αυτόν, λέει· Εάν λοιπόν κατασπαράξουν οι λύκοι τα αρνιά; Είπε ο Ιησούς στον Πέτρο· Ας μη φοβούνται τα αρνιά τους λύκους μετά το θάνατό τους (των αρνιών)» (p). «Εγώ, λέει, θα είμαι μαζί σας, και θα συνασπιστώ με σας, μεταβάλλοντας τους λύκους σε πρόβατα. Διότι τίποτα δεν αντιστάθηκε στο θέλημά μου. Και αυτό το έδειξε η πείρα στην περίπτωση του Παύλου. Διότι αυτόν που ήταν από κάθε λύκο αγριότερος απέναντι σε αυτούς που πίστευαν σε αυτόν, τον έκανε ημερότερο από πρόβατο» (Κ). Οι εχθροί σας θα είναι αιμοχαρείς και σκληροί σαν λύκοι, έτοιμοι να σας κατασπαράξουν. Στις εναντίον σας απειλές θα ωρύονται ως λύκοι για να σας φοβίσουν και καταπτοήσουν, στους δε εναντίον σας διωγμούς θα είναι σαν λυσσαλέοι λύκοι που θα πέφτουν πάνω σας να σας κατασπαράξουν. Αλλά εσείς πρέπει να είστε σαν αρνιά ήμερα και υπομονετικά, παρόλο που έτσι θα προσφέρετε τους εαυτούς σας εύκολη λεία στους λύκους.
10.4 μὴ βαστάζετε(1) βαλλάντιον(2), μὴ πήραν, μὴ ὑποδήματα(3), καὶ μηδένα κατὰ τὴν ὁδὸν ἀσπάσησθε(4).
4 Μην παίρνετε μαζί σας χρήματα ούτε σακίδιο ούτε υποδήματα, και μη χάνετε την ώρα σας για να χαιρετήσετε κάποιον στο δρόμο σας.
(1) «Δεν τους αφήνει ούτε για το σώμα να φροντίζουν, όχι μόνο να μην ασχολούνται με τα εξωτερικά του σώματος, αφού τους λέει ούτε για εφόδια να φροντίσουν ούτε να κουβαλήσουν μαζί τους κάτι από αυτά με τα οποία είναι ήδη ντυμένο το σώμα, όπως παπούτσια· αλλά να αφήσουν όλη τη φροντίδα σε αυτόν» (Κ). «Με το να μη βαστάνε πουγκί, από τη μία, αποτρέπει από τη φιλαργυρία, ενώ με το να μη βαστάνε σάκο, από την άλλη, αποτρέπει από το να φυλάνε τρόφιμα» (Ζ). «Διότι αν βαστάτε πουγκί, είναι ολοφάνερο ότι θα ασχοληθείτε με εκείνο, και θα παραβλέψετε την διδασκαλία. Άλλωστε, αφού πρόκειται να τρέφεστε από τους διδασκομένους, τι σας χρειάζονται το πουγκί ή ο σάκος ή τα παπούτσια; Διότι όλη την ανάγκη σας για αυτά, θα την ικανοποιήσουν πλήρως οι διδασκόμενοι» (Θφ). Δες Ματθ. ι 9,10,Λουκ. θ 3,Μάρκ στ 8 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Υπάρχει και η γραφή βαλάντιον, συνηθισμένη στους κλασικούς.
(3) Και η γραφή: μη υποδήματα. Μη βαστάτε υποδήματα· δηλαδή εκτός από εκείνα τα οποία φοράτε στα πόδια (p).
(4) «Το διέταξε αυτό όχι επειδή ήθελε να είναι απάνθρωποι και απόμακροι» (Ζ), αλλά «για να μην απασχολούνται με ανθρώπινους χαιρετισμούς και φιλοφρονήσεις και από αυτό εμποδίζονται στο κήρυγμα. Διότι είναι λογικό αυτός που τον χαιρέτησε κάποιος, πάλι και αυτός να τον χαιρετήσει με τη σειρά του και ίσως και να κάνουν και μακρύτερη συζήτηση, όπως συμβαίνει με τους συνοδοιπόρους· έπειτα, μιας και έγινε ήδη φίλος και έγιναν και περισσότερες φιλοφρονήσεις, έτσι σιγά σιγά θα πέσει ο απόστολος σε ανθρώπινες σχέσεις και θα αμελήσει τη διδασκαλία» (Θφ). «Τους προστάζει λοιπόν, να μεριμνούν μόνο για το έργο που τους έχει εμπιστευθεί και ούτε τον τυχόντα καιρό του κηρύγματος να μην δαπανούν στα μη αναγκαία και έξω από το κύριο έργο» (Ζ). «Αυτό, βεβαίως, λεγόταν και παλαιότερα από τον Ελισαίο (Δ΄Βασ. δ 29) σε αυτόν που έστειλε (τον Γιεζή), να προχωρά δηλαδή με ευθεία ορμή στο έργο που ανέλαβε και ούτε όταν δεχτεί ευλογία να ευλογεί και αυτός με τη σειρά του» (Κ). «Διέταξε δηλαδή, ότι αν βρεις άνδρα, δεν θα τον ευλογήσεις· και αν σε ευλογήσει άνδρας, δεν θα απαντήσεις σε αυτόν, φανερώνοντας με αυτό ότι πρέπει να βαδίζει απερίσπαστος και εντελώς ανεμπόδιστος» (Ζ). Αποτρέπει όχι από τους συνηθισμένους χαιρετισμούς, αλλά από αυτούς που έχουν διάρκεια και απαιτούν πολύ χρόνο και διακοπή της πορείας τους (ο).
10.5 εἰς ἣν δ᾽ ἂν οἰκίαν(1) εἰσέρχησθε, πρῶτον(2) λέγετε, Εἰρήνη(3) τῷ οἴκῳ τούτῳ(4).
5 Σε όποιο σπίτι μπείτε, πρώτα να λέτε “ειρήνη σε τούτο το σπίτι!”
(1) Δες Ματθ. ι 12-13 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) «Συμβούλευε πρώτοι αυτοί να αρχίζουν με την δική τους ευεργεσία και πρώτοι αυτοί να δίνουν αυτά που έχουν» (Ε).
(3) «Αυτήν τη φράση, ο Ματθαίος την ονόμασε ασπασμό. Είναι βεβαίως σύμβολο αγάπης αυτού του είδους ο ασπασμός (χαιρετισμός)» (Ζ). «Αυτή λοιπόν η ειρήνη, είναι η ευχή που αρμόζει στους στρατιώτες του Θεού που νικούν τους εχθρούς. Διότι το όνομα της ειρήνης, προξενούσε στους άξιους αποδίωξη των εχθρών και γκρέμισμα των πολεμίων και συμφιλίωση με το Θεό. Αφού λοιπόν δανείσουν πρώτοι αυτήν την ειρήνη στις ψυχές αυτών που τους υποδέχτηκαν, τότε να τρώνε την τροφή που αυτοί τους προσφέρουν» (Ε).
(4) «Να ευαγγελίζεστε με τις ευλογίες της ειρήνης όχι μόνο αυτόν (που σας υποδέχτηκε), αλλά να ευαγγελίζεστε με τους χαιρετισμούς της ειρήνης και όλο το σπίτι, δηλαδή τους γνωστούς και συγγενείς και όσα έχετε να τα παρέχετε άφθονα και πλούσια σε γονείς και αδελφούς και συγγενείς και όλο το σπίτι αυτού που σας υποδέχεται» (Ε). Οι διάκονοι του Χριστού πορεύονται στον κόσμο να πουν στο όνομα του Χριστού «Ειρήνη σε σας». Προσφέρουν σε όλους την ειρήνη. Κηρύττουν τον άρχοντα της ειρήνης, το ευαγγέλιο τη ειρήνης, την διαθήκη της ειρήνης, την ειρήνη στη γη και καλούν τους ανθρώπους να έλθουν και να απολαύσουν τα αγαθά της ειρήνης που παρέχει ο Ιησούς Χριστός. Έπειτα οφείλουμε οι κήρυκες του ευαγγελίου να προσευχόμαστε για την ειρήνη όλων. Έχουμε καθήκον να επιθυμούμε σφοδρά τη σωτηρία των ψυχών εκείνων, στους οποίους κηρύττουμε και να αναπέμπουμε με θερμές προσευχές τους πόθους μας αυτούς προς το Θεό.
10.6 καὶ ἐὰν ἐκεῖ ᾖ υἱὸς εἰρήνης(1), ἐπαναπαύσεται(2) ἐπ᾽ αὐτὸν ἡ εἰρήνη ὑμῶν· εἰ δὲ μήγε, ἐφ᾽ ὑμᾶς επανακάμψει(3).
6 Αν εκεί μένει κάποιος ειρηνικός άνθρωπος, η ευχή σας θα πιάσει τόπο, αλλιώς θα γυρίσει πίσω σ’ εσάς.
(1) «Υιός ειρήνης είναι ο ειρηνικός» (Ζ). Άλλος εβραϊκός τρόπος έκφρασης. Δες υιός γεέννης (Ματθ. κγ 15), της απωλείας (Ιω. ιζ 12), της απειθείας (Εφεσ. ε 6)(p). «Δείχνοντας ότι αυτό, δεν είναι μόνο χαιρετισμός, αλλά και ευλογία, λέει ότι, Εάν μεν είναι άξιος ο οικοδεσπότης, θα ευλογηθεί» (Θφ). Η ειρήνη την οποία θα τους ευχηθείτε θα αναπαυτεί πάνω σε αυτούς, οι δεήσεις σας προς το Θεό για αυτούς θα εισακουστούν, οι υποσχέσεις του ευαγγελίου θα επεκταθούν και σε αυτούς.
(2) Υπάρχει και η γραφή: επαναπαήσεται, μέλλοντας από τον αόριστο επάην (g).
(3) Εάν όμως δεν είναι άξιος αυτός, ο ασπασμός της ειρήνης θα επιστρέψει σε σας ως ευχή και ευλογία που δεν λέχθηκε από σας, αλλά απευθύνθηκε σε σας. Θα έχετε πρωτίστως την ειρηνική μαρτυρία της συνείδησής σας ότι πράξατε το καθήκον το οποίο ο Θεός σας ανέθεσε. Επιπλέον η ειρήνη θα επανέλθει σε σας και έτσι ενώ θα γεμίσει η καρδιά σας χαρά, θα πλεονάζει σε σας η ειρήνη για να μεταδώσετε από το πλήρωμά της σε όσους γιους ειρήνης θα συναντήσετε στο μέλλον.
10.7 ἐν αὐτῇ(1) δὲ τῇ οἰκίᾳ μένετε(2), ἐσθίοντες καὶ πίνοντες τὰ παρ᾽ αὐτῶν(3), ἄξιος γὰρ ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ εστί(4). μὴ μεταβαίνετε ἐξ οἰκίας εἰς οἰκίαν.
7 Να μένετε στο ίδιο σπίτι τρώγοντας και πίνοντας ό,τι σας προσφέρουν, γιατί στον εργάτη πρέπει να δοθεί ο μισθός που του αξίζει· μην αλλάζετε κατοικία.
(1) Δες Ματθ. ι 11,Μάρκ. στ 10 και Λουκ. θ 4 και τις εκεί σημειώσεις. Όχι στο ίδιο σπίτι, αλλά στο σπίτι αυτό.
(2) «Παραγγέλλει να μην πηγαίνουν σε πολλά σπίτια, για να μην δώσουν την εντύπωση ότι είναι γαστρίμαργοι και σκανδαλίζουν πολλούς και λυπούν αυτούς που από την αρχή τους υποδέχτηκαν» (Θφ). Το να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι «είναι έργο ανθρώπων που ρεμβάζουν και ζητούν μισθό και είναι άστατοι και αποτελεί τεκμήριο ότι είναι άξιοι κατηγορίας» (Σχ.)..
(3) Αυτά που σας χορηγούν (δ)· «δηλαδή αυτά που σας προσφέρουν, έστω και αν είναι μικρά και ασήμαντα, χωρίς να ζητάτε τίποτα παραπάνω» (Θφ). Πρέπει να θεωρούν τους εαυτούς τους ως μέλη της οικογένειας και να τρώνε με απλότητα τον άρτο αυτών που τους φιλοξενούν, μη θεωρώντας την φιλοξενία ως ελεημοσύνη. Διότι το μήνυμα και το κήρυγμά τους είναι έργο αυτού του μισθού (g). Οποιαδήποτε περιποίηση και αν σας κάνουν, θα είναι αυτή μία μικρή ανταπόδοση απέναντι σε εκείνα, τα οποία τους προσφέρετε φέρνοντας σε αυτούς το χαρμόσυνο μήνυμα της ειρήνης.
(4) Η περιποίηση την οποία σας κάνουν, δεν αποτελεί πράξη αγάπης, αλλά έργο δικαιοσύνης. Εργάζεστε για αυτούς διδάσκοντας σε αυτούς τον λόγο. Οφείλουν και αυτοί ως κατηχούμενοι στο λόγο, να έχουν κοινά όλα τα αγαθά μαζί με αυτόν που τους κατηχεί (Γαλ. στ 6). «Αντί για μισθό έχετε την τροφή και μη ζητάτε και να τρέφεστε και να παίρνετε πάλι και ξεχωριστό μισθό, αλλά αυτήν την τροφή να την έχετε αντί για μισθό» (Θφ).
10.8 καὶ εἰς ἣν ἂν πόλιν(1) εἰσέρχησθε καὶ δέχωνται ὑμᾶς, ἐσθίετε τὰ παρατιθέμενα ὑμῖν(2),
8 Όταν πάλι μπαίνετε σε κάποια πόλη και σας υποδέχονται, τρώτε ό,τι σας προσφέρουν.
(1) Οι μεν σ. 5-7 εφαρμόζονται στη διαμονή σε σπίτια, ενώ οι σ. 8-12 στην παραμονή σε πόλεις.
(2) Χωρίς να ζητάτε κάτι περισσότερο ή διαφορετικό (p). Το χωρίο Α Κορ. ι 27 «να τρώτε ό,τι παρατίθεται στο τραπέζι», θα ήταν πλάνη να το θεωρήσουμε ως παράλληλο του παρόντος σ. Το νόημα των δύο αυτών λόγων είναι τελείως διαφορετικό. Δεν πρόκειται εδώ για το αν είναι καθαρή ή μη η τροφή. Αυτοί που στέλνονται τώρα βρίσκονται ακόμη στον ιουδαϊκό κόσμο (g) και συνεπώς σε πόλεις ή χωριά της Παλαιστίνης δεν πρόκειται να παραθέσουν σε αυτούς τροφές ακάθαρτες ή ειδωλόθυτα. Μην επιζητάτε περιποιημένη και απολαυστική διατροφή. Να αρκείστε σε απλά φαγητά και χωρίς ιδιαίτερα καρυκεύματα. Δεν αρμόζει στους μαθητές του Χριστού να επιζητούν την φροντίδα της κοιλιάς τους. Ο Χριστός όπως τους ελευθέρωσε από τις δεισιδαιμονικές νηστείες των Φαρισαίων, έτσι απαγόρευσε σε αυτούς τα πολυτελή δείπνα των Επικουρείων.
10.9 καὶ θεραπεύετε τοὺς ἐν αὐτῇ ἀσθενεῖς(1), καὶ λέγετε(2) αὐτοῖς(3), ῎Ηγγικεν ἐφ᾽ ὑμᾶς(4) ἡ βασιλεία(5) τοῦ θεοῦ.
9 Να θεραπεύετε τους αρρώστους εκείνης της πόλης και να τους λέτε: “έφτασε σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού”.
(1) Δες και Ματθ. ι 7-8 και τις εκεί σημειώσεις. «Παραγγέλλει να θεραπεύουν τους ασθενείς στις πόλεις, έτσι ώστε κάνοντας εκεί θαύματα να προσελκύσουν τους ανθρώπους στο κήρυγμα» (Θφ).
(2) Ο ενεστώτας δείχνει αυτό που γίνεται κατ’ εξακολούθηση.
(3) «Όπως ακριβώς ευεργετείτε σώματα, έτσι διδάσκοντας σώστε ψυχές» (Ω). «Διότι αν πρώτα θεραπεύετε και έπειτα διδάσκετε, θα πετύχει ο λόγος σας και θα πιστέψουν οι άνθρωποι ότι η βασιλεία του Θεού έφτασε σε αυτούς. Διότι δεν θα θεραπεύονταν, αν δεν ήταν θεία δύναμη αυτή που τελεί αυτά» (Θφ).
(4) Πλησίασε από ψηλά κάτω στους ανθρώπους (p). «Πλησίασε και ήδη θα σας επισκεφτεί· να γίνεστε άξιοι, ετοιμάζεστε για υποδοχή» (Ω).
(5) Έτσι το τελευταίο κήρυγμα έμοιαζε με το πρώτο. Δες Ματθ. γ 2,δ 17,Μάρκ. α 15 (p). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία «βασιλεία του Θεού λέει τώρα τον εαυτό του, επειδή είναι βασιλιάς και Θεός» (Ζ). Πιο σωστά, εννοείται η πνευματική βασιλεία και κυριαρχία του Θεού, που εγκαινιάζεται με την ίδρυση της εκκλησίας και καλεί και ελκύει σε ουράνια ζωή.
10.10 εἰς ἣν δ᾽ ἂν πόλιν εἰσέρχησθε καὶ μὴ δέχωνται ὑμᾶς, ἐξελθόντες εἰς τὰς πλατείας αὐτῆς εἴπατε(1),
10 Σ’ όποια πόλη μπαίνετε και δε σας δέχονται, βγείτε στους δρόμους και πείτε:
(1) Δες Ματθ. ι 14, Μάρκ. στ 11, Λουκ. θ 5 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Στα παραπάνω χωρία παραγγέλλει να τινάξουν τη σκόνη, ενώ εδώ και να διακηρύξουν αυτό, ότι δηλαδή τινάζουν τη σκόνη (δ). Πείτε το, όχι με μανία ή περιφρόνηση ή αγανάκτηση, αλλά με συμπάθεια στις άξιες οίκτου χαμένες ψυχές τους και με φόβο άγιο μπροστά στην καταστροφή, την οποία αυτοί οι ίδιοι ετοιμάζουν και εργάζονται στους εαυτούς τους.
10.11 Καὶ τὸν κονιορτὸν τὸν κολληθέντα ἡμῖν(1) ἐκ τῆς πόλεως ὑμῶν εἰς τοὺς πόδας ημών ἀπομασσόμεθα(2) ὑμῖν(3)· πλὴν τοῦτο γινώσκετε(4) ὅτι ἤγγικεν εφ’ υμάς(5) ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ(6).
11 “ακόμη και τη σκόνη της πόλης σας, που κάθισε στα πόδια μας, την τινάζουμε πάνω σας. Ένα όμως να ξέρετε: έφτασε σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού”.
(1) Στα ρούχα και παπούτσια σας (δ). Ο Hobart ισχυρίζεται ότι το κολλάω είναι ιατρική λέξη (p).
(2) Την σκουπίζουμε, την καθαρίζουμε (δ).
(3) «Όταν, λέει, δεν σας δέχονται, βγαίνοντας δώστε τη μαρτυρία σας ότι δεν έχουμε τίποτα κοινό εμείς με εσάς, ούτε έχουμε κάτι από τη δική σας πόλη· αλλά και τη σκόνη που κόλλησε πάνω μας την σκουπίζουμε, δηλαδή την τινάζουμε, την σπογγίζουμε, την ρίχνουμε πάνω σας» (Θφ).
(4) =Αλλά παρόλο που απορρίπτετε εμάς, παραμένει το γεγονός, το οποίο πρέπει να γνωρίζετε ότι… (p).
(5) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το εφ’ υμάς=Η βασιλεία του Θεού πλησίασε, αλλά όχι σε σας, διότι απορρίψατε αυτήν (p).
(6) «Εδώ θα θέσει ζήτημα κάποιος· Πώς λέει ο Κύριος ότι πλησίασε η βασιλεία και σε αυτούς που υποδέχονται τους αποστόλους και σε αυτούς που δεν υποδέχονται; Μπορούμε λοιπόν να πούμε, ότι τίποτα αντίθετο δεν λέει. Διότι πράγματι, σε αυτούς, από τη μία, που δέχονται τους αποστόλους, πλησιάζει η βασιλεία για ευεργεσία, ενώ για αυτούς, από την άλλη, που δεν υποδέχονται, για καταδίκη» (Θφ). Το μήνυμα του ελέους για αυτούς που δέχονται, γίνεται απόφαση καταδίκης για τους άλλους (p). Η βασιλεία του Θεού και το ευαγγέλιό της ήλθε ως την πόρτα του σπιτιού σας. Εάν εσείς κλείσετε την πόρτα, για να μην μπει στο σπίτι σας, η αμαρτία σας θα είναι τελείως αδικαιολόγητη και η καταδίκη σας αφόρητη.
10.12 λέγω δε ὑμῖν(1) ὅτι Σοδόμοις ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ(2) ἀνεκτότερον ἔσται(3) ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ(4).
12 Σας βεβαιώνω πως την ημέρα της κρίσεως ο Θεός θα δείξει μεγαλύτερη επιείκεια στα Σόδομα παρά στην πόλη εκείνη».
(1) Δες Ματθ. ι 15.
(2) Το «εκείνη την ημέρα» μπορεί να σημαίνει την καταστροφή του ιουδαϊκού λαού από τους ρωμαίους ή την έσχατη κρίση. Οι δύο αυτές τιμωρίες, από τις οποίες η μία είναι εθνική και η άλλη ατομική, συγχέονται στην απειλή αυτή του Κυρίου, όπως και στην απειλή του βαπτιστή (γ 9). Παρ’ όλα αυτά η ιδέα της έσχατης κρίσης φαίνεται να δεσπόζει εδώ, όπως φαίνεται και από τον ακόλουθο στίχο (g).
(3) «Γιατί; Διότι στα Σόδομα δεν στάλθηκαν απόστολοι. Αυτοί λοιπόν που δεν δέχτηκαν τους αποστόλους, είναι χειρότεροι από τους Σοδομίτες» (Θφ). «Βλέπεις πώς με το να πει «Πιο υποφερτή» έδειξε ότι και αυτοί που τόσο πολύ τιμωρήθηκαν εδώ, και υπέμειναν εκείνο τον εμπρησμό τον καινούργιο και παράδοξο, και εκεί θα υποστούν κάποια τιμωρία, πιο ελαφριά όμως, επειδή πρόλαβαν εδώ και έλαβαν πείρα τόσο μεγάλης αγανάκτησης;» (Χ).
(4) «Ότι λοιπόν κάποιοι τιμωρούνται και εδώ και εκεί, όταν δεν απολαύσουν εδώ την τιμωρία την ανάλογη με το μέγεθος των αμαρτημάτων, άκουσε τι λέει για τους Σοδομίτες ο Χριστός… Πιο υποφερτά θα είναι για τη γη των Σοδόμων… Διότι με το να πει «πιο ανεκτά», αυτό φανέρωσε, ότι και εκείνοι θα τιμωρηθούν μεν, αλλά ελαφρότερα, επειδή και εδώ τιμωρήθηκαν. Ότι όμως υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι εδώ μεν δεν έπαθαν τίποτα φοβερό, αλλά θα υπομείνουν εκεί κάθε τιμωρία, το φανέρωσε σε μας ο πλούσιος εκείνος [παραβολής πλουσίου & Λαζάρου], που υπέμενε εκεί τιμωρία που δεν μπορούσε να αποφύγει, και δεν απόλαυσε ούτε μικρή παρηγοριά, διότι επιφυλάχθηκε σε αυτόν όλη η τιμωρία εκεί» (Χ).
10.13 Οὐαί σοι, Χοραζίν(1)· οὐαί σοι, Βηθσαϊδά· ὅτι εἰ ἐν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι(2) ἐγένοντο αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν ὑμῖν(3), πάλαι ἂν ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ καθήμενοι(4) μετενόησαν(5).
13 «Αλίμονό σου Χοραζίν· αλίμονό σου Βηθσαϊδά! Γιατί αν γίνονταν στην Τύρο και στη Σιδώνα τα θαύματα που έγιναν σ’ εσάς, οι κάτοικοί τους θα είχαν μετανοήσει από καιρό φορώντας ρούχα πένθιμα και βάζοντας στάχτη στα μαλλιά τους.
(1) Δες Ματθ. ια 21-23 και τις εκεί σημειώσεις. Η αναφορά της κρίσης, η οποία αναμένει τις πόλεις, οι οποίες θα απορρίψουν τους απεσταλμένους αυτούς του Κυρίου, κατά τρόπο φυσικό οδηγεί στην αναφορά των πόλεων εκείνων οι οποίες απέρριψαν τον ίδιο τον Κύριο. Είναι προφανές από τον σ. 16 ότι ο ταλανισμός (=τους ελεεινολογεί) αυτός των 3 πόλεων είναι μέρος των υποθηκών, τις οποίες παρέχει ο Κύριος στους 70. Η φρασεολογία ταυτίζεται πλήρως με το Ματθ, ια 21-24, εκεί όμως η σύγκριση με τα Σόδομα συνδέεται με την αποκήρυξη της Καπερναούμ (p).
(2) «Η Τύρος και η Σιδών ήταν πόλεις ελληνικές, ενώ η Βηθσαϊδά και η Χοραζίν, ιουδαϊκές. Λέει λοιπόν, ότι στην κρίση πιο υποφερτά θα είναι για τους Έλληνες παρά για σας που είδατε θαύματα και δεν πιστέψατε. Διότι εκείνοι αν έβλεπαν, θα πίστευαν» (Θφ). «Ελέγχει λοιπόν τις ιουδαϊκές πόλεις και τις αντιπαραθέτει με τις χειρότερες από τις ελληνικές πόλεις» (Σχ.).
(3) Δεν γνωρίζουμε τίποτα από τα πολυάριθμα θαύματα, τα οποία προϋποτίθενται εδώ. Επίσης από όσα έγιναν στη Βηθσαϊδά, ένα μόνο γνωρίζουμε (g). Αυτό δείχνει πόσα από τα έργα του Χριστού παραλείφθηκαν που δεν εξιστορήθηκαν από τους ευαγγελιστές. Δες και Ιω. κα 25 (p).
(4) Δείχνει το ρήμα την διαρκή και με επιμονή εργασία της μετανοίας (δ). Οι δύο πόλεις οι κατεστραμμένες και που προβάλλονται για σύγκριση, προσωποποιούνται. Παριστάνονται σαν δύο γυναίκες που κάθονται, ντυμένες με σάκο και καλυμμένες με στάχτη, τα οποία ήταν εμβλήματα πένθους. Η γραφή καθήμεναι προήλθε από διόρθωση του αρσενικού καθήμενοι, το οποίο αναφέρεται στους κατοίκους των πόλεων (g).
(5) Τα θαύματα του Χριστού ήταν και πρόσκληση για μετάνοια, η οποία ήταν η κατάλληλη προπαρασκευή του Ισραήλ στη βασιλεία του Θεού. Δες Μάρκ. α 15 (L).
10.14 πλὴν(1) Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἀνεκτότερον ἔσται ἐν τῇ κρίσει ἢ ὑμῖν(2).
14 Στην Τύρο και στη Σιδώνα ο Θεός θα δείξει μεγαλύτερη επιείκεια την ημέρα της κρίσεως παρά σ’ εσάς.
(1) Το «πλην» εξηγείται μέσω της ιδέας που εξυπακούεται: Η Τύρος και η Σιδών θα βρεθούν επίσης ένοχες, πλην όμως σε μικρότερο βαθμό από εσάς (g).
(2) «Σε εσάς δηλαδή που δεν πιστέψατε» (Ζ). Πώς τώρα η σοφία και αγαθότητα του Θεού παρέχει μέσα χάριτος σε εκείνους, οι οποίοι θα τα απορρίψουν για να επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο η ενοχή τους, είναι μυστήριο, το οποίο πρέπει να αναμείνουμε την μεγάλη ημέρα της αποκάλυψης και κρίσης για να μας φανερωθεί και να γίνει αυτό αντιληπτό σε μας.
10.15 καὶ σύ(1), Καπερναούμ, η ἕως του οὐρανοῦ ὑψωθείσα(2), ἕως ᾅδου(3) καταβιβασθήσῃ(4).
15 Κι εσύ Καπερναούμ, που ανέβηκες ψηλά στα ουράνια, θα κατεβείς βαθιά στον άδη.
(1) Δες Ματθ. ια 23 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Λόγω του προνομίου της ότι την έκανε ο Κύριος κέντρο της επίγειας δράσης του (g), και «για τα πολλά θαύματα που έγιναν σε αυτήν» (Θφ). Υπάρχει και η γραφή «μη έως ουρανού υψωθήση; έως άδου καταβήση», την οποία προτιμούν οι L. p. Ο g. προτιμά την γραφή του κειμένου.
(3) Όπως ο ουρανός είναι εδώ το έμβλημα του υψίστου προνομίου, το οποίο είναι δυνατόν να χορηγηθεί από τη θεία χάρη, έτσι και ο άδης είναι το έμβλημα της έσχατης κατάπτωσης, στην οποία καταπίπτει ο άνθρωπος, που απωθεί αυτήν τη χάρη (g). Ο ουρανός και ο άδης βρίσκονται εδώ για να δηλώσουν το ύψος της δόξας και το βάθος της ντροπής. Δες Ησ. Ιδ 13-15 (p).
(4) Ο ταξιδιώτης που κάθεται σήμερα στον τόπο Tel-Hum δεν βλέπει γύρω του παρά ερείπια και αγκάθια. Σιγή βασιλεύει στην έκταση αυτή την ερημική και ξεραμένη (g). Η ερήμωση της όλης περιχώρου και η δυσκολία του να αναγνωριστούν και να καθοριστούν οι τοποθεσίες των πόλεων που άλλοτε ανθούσαν, αποτελεί μέρος της εκπλήρωσης της προφητείας αυτής (p).
10.16 ῾Ο ἀκούων ὑμῶν(1) ἐμοῦ ἀκούει(2), καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ(3)· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με(4).
16 Όποιος ακούει εσάς, ακούει εμένα· όποιος απορρίπτει εσάς, απορρίπτει εμένα· κι όποιος απορρίπτει εμένα, απορρίπτει αυτόν που μ’ έστειλε».
(1) Δες Ματθ. ι 40-42 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Εφόσον οι 70 στις διδασκαλίες τους αφηγούνταν τα έργα και τις διδασκαλίες του Ιησού, ο ακροατής που άκουγε και υπάκουε, άκουγε και έβλεπε τον ίδιο τον Ιησού. Η θέση, την οποία οι ακροατές έπαιρναν απέναντι σε αυτόν που μετέφερε το μήνυμα, ισοδυναμούσε με θέση που παιρνόταν απέναντι στον Ιησού (g).
(3) «Αθέτηση λέει την ανυπακοή και αποστροφή. Για να μην λυπούνται δηλαδή όταν απορρίπτονται, λέει, ότι η εναντίον σας ύβρη, μέσα από σας έρχεται σε μένα που σας έστειλα· και μέσω εμού στον πατέρα μου που έστειλε εμένα» (Ζ).
(4) «Επομένως η ύβρη δεν σταματά σε σας, αλλά μεταβαίνει στο Θεό. Ας είναι λοιπόν αυτό παρηγοριά σας» (Θφ).
Στίχ. 17-24. Η επιστροφή των εβδομήντα μαθητών. Τα μεγάλα προνόμιά τους.
10.17 ῾Υπέστρεψαν(1) δὲ οἱ ἑβδομήκοντα μετὰ χαρᾶς(2) λέγοντες, Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια(3) ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου(4).
17 Όταν γύρισαν πίσω οι εβδομήντα μαθητές, έλεγαν γεμάτοι χαρά: «Κύριε, ακόμη και τα δαιμόνια μας υπακούνε όταν τα προστάζουμε στο όνομά σου».
(1) Ταυτόχρονα μεν όλοι ξεκίνησαν για περιοδεία, αλλά δεν επέστρεψαν και όλοι την ίδια ώρα. Σιγά σιγά και λίγοι-λίγοι επέστρεψαν, έως ότου αφού μαζεύτηκαν όλοι γύρω από τον Σωτήρα, εξέφρασαν τη χαρά τους προς αυτόν (L. δ).
(2) Οι λέξεις «με χαρά» εκφράζουν τον τόνο ολόκληρου αυτού του τεμαχίου. Η χαρά των μαθητών προκαλεί και τη χαρά του Ιησού και από την καρδιά του ξεχύνεται αυτή σύμφωνα με το σ. 21 με έξαρση και εξαγνισμένη (g). Δεν παραπονιούνται για τους κόπους της περιοδείας ή για τα εμπόδια που συνάντησαν και τις αποθαρρύνσεις από αυτά, αλλά χαίρονται για τις επιτυχίες που σημειώθηκαν.
(3) «Γύρισαν με χαρά, διότι όχι μόνο τις άλλες ασθένειες έδιωχναν, αλλά επειδή έδιωχναν και το μεγαλύτερο κακό, τους δαίμονες» (Θφ). Το να υποτάσσονται τα δαιμόνια υπερέβαινε τις προσδοκίες τους, διότι ο Κύριος μόνο για θεραπεία ασθενειών μίλησε σε αυτούς (στο σ. 9), ενώ οι 12 είχαν λάβει και την εξουσία να βγάζουν δαιμόνια. Δες θ 1 (p). Με τι απλή και παιδική χαρά δίνεται από αυτούς στον Κύριο η αναφορά αυτή για το έργο τους που συντελέστηκε. Είχαν συνείδηση, ότι ενεργούσε μέσω αυτών δύναμη, η οποία δεν ήταν δική τους. Τόσο η δύναμη όσο και η χάρη του ευαγγελίου γινόταν αισθητή σε αυτούς στην αποστολή τους αυτή και λόγω της νέας τους αυτής και πλούσιας πείρας τους γέμισαν χαρά. Είναι μάλιστα τόσο περιχαρείς για τη δύναμη που τους δόθηκε, ώστε ο Κύριος κρίνει αναγκαίο να προφυλάξει αυτούς από το να κάνουν την δωρεά του κύρια και μόνιμη πηγή χαράς. Δες σ 20 (ο).
(4) «Πρόσεξε όμως πώς δεν υψηλοφρονούν. Διότι λένε, ότι στο όνομά σου υποτάσσονται σε μας οι δαίμονες. Με τη δική σου χάρη, όχι με τη δική μας δύναμη» (Θφ). Όλες οι εναντίον του σατανά νίκες μας επιτυγχάνονται με τη δύναμη που εκπορεύεται από τον Ιησού Χριστό. Πρέπει στο όνομά του να μπαίνουμε στην παλαίστρα εναντίον των πνευματικών μας εχθρών και οποιοδήποτε πλεονέκτημα και αν επιτυγχάνουμε, σε αυτόν πρέπει να το αποδίδουμε. Εάν το έργο γίνεται στο όνομά του, και η τιμή για το έργο στο όνομά του ανήκει.
10.18 εἶπεν δὲ αὐτοῖς, ᾽Εθεώρουν(1) τὸν Σατανᾶν(2) ὡς ἀστραπὴν(3) ἐκ τοῦ οὐρανοῦ(4) πεσόντα(5).
18 Κι ο Ιησούς τους είπε: «Εγώ έχω δει το σατανά να πέφτει από τον ουρανό σαν αστραπή.
(1) Πότε; Ή «έβλεπα τον σατανά που έπεσε μετά την ενανθρώπησή μου. Διότι πριν μεν την ενανθρώπηση του Σωτήρα ανέβαινε σε ύψος και τυραννούσε και είχε δύναμη. Όταν όμως ο Θεός επισκέφτηκε με σάρκα τη γη, έπεσε όχι από τον ουρανό· διότι από τότε που από παλιά έπεσε από αυτόν, δεν ανέβηκε ξανά σε αυτόν· αλλά έπεσε από το ύψος που αναφέραμε και την τυραννία και την δύναμη» (Ζ). Ή, πιο πιθανή ερμηνεία, αναφέρεται στην επιτυχία των 70 θεωρουμένη ως σύμβολο και προμήνυμα της πλήρους ανατροπής της ισχύος του σατανά (p). Ο σατανάς όχι μόνο καμία εξουσία δεν έχει πάνω στους πιστούς, αλλά ήδη οι πιστοί πήραν εξουσία πάνω σε αυτόν και τους αγγέλους του (δ). Οι 70 θριάμβευσαν διώχνοντας τους δαίμονες από τα σώματα των ανθρώπων. Αλλά ο Χριστός χαίρεται διότι βλέπει την πτώση της κυριαρχίας του σατανά πάνω στις ψυχές των ανθρώπων, την καταστροφή του βασιλείου του κοσμοκράτορα του αιώνα αυτού με την εξάλειψη της ειδωλολατρίας και την επιστροφή των ανθρώπων στην πίστη του Χριστού. Τώρα ο άρχοντας αυτού του κόσμου θα διωχτεί έξω.
(2) Το χωρίο αυτό πάλι αποτελεί αναντίρρητη απόδειξη για το ότι ο Κύριος δίδαξε την ύπαρξη προσωπικής δύναμης του κακού (p).
(3) «Χρησιμοποίησε το παράδειγμα της αστραπής, για να φανερώσει πόσο σφοδρή και ταχύτατη ήταν η πτώση του» (Ζ). «Η παρομοίωση της αστραπής δείχνει και το πόσο δυνατός ήταν πριν και την ταχύτητα της πτώσης» (Χ). Σαν αστραπή=με τη μία και γρήγορα (δ). Η αστραπή μπορεί να σημαίνει και την εξαφάνιση του σατανά. Η δύναμή του υπήρξε φως κεραυνοβόλο, το οποίο έσβησε αιφνίδια και έπεσε στη γη, χωρίς να μπορεί πλέον να ανυψωθεί από εκεί και να λάμψει πάλι (L).
(4) Ή, όπως στο Εφεσ. στ 12 με έννοια τοπική (g)· «κάποιοι ουρανό εδώ εννοούν τον αέρα (ατμόσφαιρα) μέσα στον οποίο αγαπούσε να κατοικεί ο σατανάς» (Ζ). «Αφού υψώθηκε καθάριζε τον αέρα από την κακία την διαβολική και όλη την κακία των δαιμόνων, λέγοντας· Έβλεπα τον Σατανά που έπεσε σαν αστραπή» (Α). Ή «έπεσε από την δόξα την οποία είχε και την τιμή» (Θφ), όπως εκφράζεται και στην ευχή των ενεργουμένων (ευχή για αυτούς που κατέχονται από ακάθαρτα πνεύματα) της λειτουργίας των Αποστολικών Διαταγών: «(Εσύ) που έβγαλες αυτόν σαν αστραπή από τον ουρανό στη γη, όχι με έξοδο τοπική, αλλά από τιμή σε ατιμία, λόγω της θεληματικής του κακίας». Ο σατανάς πέφτει από τον ουρανό, όταν πέφτει από το θρόνο των καρδιών των ανθρώπων.
(5) Μπαίνει στο τέλος με έμφαση. Ο αόριστος φανερώνει το ταυτόχρονο της επιτυχίας των 70 και της θέασης από το Χριστό της πτώσης του σατανά (p). «Δηλαδή έπεσε από την εξουσία του και κατέβηκε, για να πατιέται από αυτούς που έχουν ελπίσει στο Χριστό» (Β).
10.19 ἰδοὺ δίδωμι(1) ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν(2) ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων(3), καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν(4) τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν(5) ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ.
19 Σας δίνω εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς, και να κυριαρχείτε πάνω σ’ όλη τη δύναμη του εχθρού· τίποτε δε θα σας βλάψει.
(1) Υπάρχει και η γραφή δέδωκα (έχω δώσει), που αναφέρεται σε εξουσία που δόθηκε ήδη=Εάν κάνατε τα έργα αυτά, αυτό οφείλεται στο ότι, όταν σας έστελνα, έδωσα σε σας την εξουσία. Αλλά το ιδού αντιτίθεται στην έννοια αυτή, διότι προαναγγέλλει κάτι νέο, ικανό να προκαλέσει την έκπληξη. Για αυτό άλλοι από τους νεότερους ερμηνευτές το «δέδωκα» ερμήνευσαν ως εξής: Η εξουσία που σας έχω δώσει, είναι ανώτερη από αυτήν, με την οποία κάνατε τις θεραπείες που σας χαροποίησαν. Θα κάνετε στο μέλλον με αυτήν πολύ μεγαλύτερα. Η γραφή δίδωμι λοιπόν, είναι προτιμότερη=Πήρατε ήδη εξουσία. Να όμως, ότι σας δίνω από τώρα και άλλη μεγαλύτερη τέτοια εξουσία (g). Όπως σας έδωσα, έτσι και στη συνέχεια σας δίνω (b). «Είναι αδύνατον να περπατά κάποιος πάνω σε ασπίδα και βασιλίσκο (δηλητ. φίδια) και να καταπατήσει λιοντάρι και δράκοντα, αν προηγουμένως, αφού καθαρίσει, όσο είναι δυνατόν σε άνθρωπο, τον εαυτό του, δεν πάρει δύναμη από αυτόν που είπε στους αποστόλους: Να έχω δώσει σε σας δύναμη να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς» (Β).
(2) Να πατούν πάνω σε φίδια, όχι πλέον σε εχθρό που κατεβαίνει από τον ουρανό, αλλά σε εχθρό που υπάρχει στη γη (b). «Να, και δαίμονες σού υποτάσσω εάν προσέχεις. Διότι, λέει, θα πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και σε όλη τη δύναμη του εχθρού. Δεν είπε θα εξουσιάζετε, όπως ακριβώς είπε για τα θηρία (στους πρωτοπλάστους), αλλά θα Πατάτε, κάνοντας την εξουσία πολύ πιο έντονη. Για αυτό και ο Παύλος δεν είπε, ο Θεός θα υποτάξει τον σατανά κάτω από τα πόδια σας, αλλά ο Θεός θα συντρίψει τον σατανά κάτω από τα πόδια σας» (Χ). «Διότι αν θέλουμε, τον έκανε πάτημα των ποδιών μας» (Χ).
(3) Ή, «φίδια και σκορπιούς με την πνευματική έννοια, τα οποία δαγκώνουν και τραυματίζουν τις ψυχές. Έτσι λοιπόν ονόμασε τους δαίμονες, όχι μόνο διότι είναι επίβουλοι και φαρμακεροί και καταστρεπτικοί, αλλά και επειδή είναι ασθενείς και ευάλωτοι» (Ζ). «Διότι όταν μεν η Γραφή θέλει να δηλώσει την αρπακτικότητά του, λέει· περιφέρεται σαν λιοντάρι που ωρύεται, ζητώντας ποιον να καταπιεί· όταν, από την άλλη, θέλει να δηλώσει ότι είναι φαρμακερός και θανάσιμος και καταστροφικός, τον αποκαλεί φίδι και σκορπιό… Διότι είναι πολύπλοκο το θηρίο και ποικίλο και έχει πολλή την ισχύ· όλα τα ανακινεί, όλα τα ταράζει, όλα τα γυρνά πάνω κάτω» (Χ). «Και όσοι μεν χτυπούν εμφανέστερα, αυτοί είναι φίδια, όσοι πάλι αφανέστερα, αυτοί είναι σκορπιοί» (Θφ). Ή, σύμφωνα με κυριολεξία γραμματική «(εννοεί) τα θηρία που φονεύουν τους ανθρώπους, όπως κάποιοι λένε» (Ζ)· τα φίδια και οι σκορπιοί είναι τύποι ζώων επικίνδυνων και μάλιστα τύποι των κινδύνων, οι οποίοι απειλούν τους απεσταλμένους του Κυρίου. Παρέχεται λοιπόν και εξουσία εναντίον των κινδύνων που θα συναντήσουν στο δρόμο οι μαθητές που περιοδεύουν (L)· εναντίον του πλήθους των βλαπτικών μέσων, τα οποία ο σατανάς ανακαλύπτει εναντίον των εργατών του Χριστού είτε στην φύση, είτε στην ανθρώπινη κοινωνία και τα οποία είναι μέσα εξωτερικά, που δημιουργούν εξωτερικούς κινδύνους (g). Πιο επιτυχής ίσως ερμηνεία: οι πιστοί ασφαλίστηκαν απέναντι στα φίδια, που θεωρούνται και με γραμματική και με μεταφορική έννοια (b). Χωρίς λοιπόν να αποκλείεται και η προστασία από φυσικές βλάβες (δες Πράξ. κη 3-5) κυρίως τονίζεται εδώ η νίκη κατά των πνευματικών εχθρών και βλαβών (p). Και εάν κακοί άνθρωποι πέσουν πάνω σας σαν φίδια και εάν «κατοικείς ανάμεσα σε σκορπιούς, μη φοβηθείς τα λόγια τους» (Ιεζ. β 6), αλλά μπορείς να περιφρονείς τη λύσσα τους και να τους καταπατάς. Καμία ανάγκη δεν υπάρχει να ταράζεστε, διότι δεν έχουν καμία άλλη δύναμη εναντίον σας παρά μόνο εκείνη, την οποία επέτρεψε σε αυτούς ο Θεός. Μπορούν να συρίζουν λυσσασμένα γύρω σας, αλλά δεν μπορούν να σας βλάψουν. «Θα βάλετε τα χέρια στην τρύπα της ασπίδας και στη φωλιά όπου οι ασπίδες έχουν τα μικρά τους και αυτά δεν θα κάνουν κακό ούτε θα μπορέσουν να φονεύσουν κανέναν» (Ησ. ια 8).
(4) Αντιτίθεται η δύναμη του εχθρού με την εξουσία που δόθηκε από το Χριστό (p). Φίδια και σκορπιοί είναι τα είδη, «όλη η δύναμη» είναι το γένος (b). Η «επί» εξαρτάται από τη λέξη «εξουσία» (L). «Θα μπορούσε να είναι δύναμη του εχθρού, όχι μόνο οι δαίμονες, αλλά και όλοι οι πολυειδείς πειρασμοί που προέρχονται από αυτούς»(Ζ).
(5) Υποκείμενο του αδικήση (p. g.): Τίποτα «ούτε δαίμονας, ούτε πειρασμός, αλλά ούτε θηρίο» (Ζ). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: σε τίποτα, σε τίποτα δεν θα μπορέσει να σας αδικήσει (δ). Δεν θα σας αδικήσει. «Διότι δεν γίνεται πλέον απ’ ευθείας η μάχη, ούτε είναι ίση η παράταξη, αλλά ο μεν (διάβολος) βρίσκεται μπρούμυτα πεσμένος κάτω, ενώ εσύ στέκεσαι όρθιος, χτυπώντας από πάνω· ο μεν είναι αποδυναμωμένος, ενώ εσύ ισχυρός. Από πού λοιπόν πολλές φορές νικά; Από τη δική μας νωθρότητα, από τη ραθυμία αυτών που κοιμούνται» (Χ).
10.20 πλὴν ἐν τούτῳ μὴ χαίρετε(1) ὅτι τὰ πνεύματα ὑμῖν ὑποτάσσεται(2), χαίρετε δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν(3) ἐγράφη(4) ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
20 Μη χαίρεστε όμως γιατί σας υπακούνε τα δαιμονικά πνεύματα· μάλλον να χαίρεστε που τα ονόματά σας έχουν γραφτεί στον ουρανό».
(1) «Διότι δεν είναι δικό σας το κατόρθωμα, αλλά δική μου η χάρη. Μη χαίρεστε λοιπόν για αυτό, για να μην υψωθείτε σε αλαζονεία σαν να χαίρεστε για κατόρθωμα δικό σας» (Ζ). Η χαρά τους δεν απαγορεύεται, αλλά περιορίζεται στα κατάλληλα όρια. Αυτοί που χαίρονται υπερβολικά και με αυταρέσκεια, διατρέχουν τον κίνδυνο να αποβούν όμοιοι με τον σατανά (b).
(2) Η εξουσία να διώχνουν δαιμόνια δεν εξασφαλίζει την κατάκτηση της βασιλείας των ουρανών. Και ένας Ιούδας μπορεί να βγάζει δαιμόνια (p). «Μη χαίρεστε λοιπόν που τα δαιμόνια σας υποτάσσονται, επειδή ήξερε ότι όλοι οι άνθρωποι για αυτό κατεξοχήν χαίρονται λόγω κενοδοξίας. Δεν είναι τόσο μεγάλο να απαλλάξεις κάποιον από δαίμονα, όσο να τον γλυτώσεις από την αμαρτία» (Χ). «Διότι τα μεν θαύματα πολλές φορές άλλον μεν τον ωφέλησαν, αυτόν όμως που τα έκανε τον έβλαψαν, αφού τον ύψωσαν σε υπερηφάνεια και κενοδοξία» (Χ).
(3) Να χαίρεστε «διότι λόγω της πίστης σας πολιτογραφηθήκατε στην ουράνια πόλη… Διότι το να υποτάσσετε μεν τα δαιμόνια, σας έχει δοθεί για ωφέλεια άλλων· ενώ το να γραφτούν τα ονόματά σας στους ουρανούς, είναι για τη δική σας σωτηρία. Για αυτό εκείνη μεν η χαρά σαν κλέφτης προκαλεί αλαζονεία, ενώ αυτή μάλλον ευχαριστία. Και πρέπει να αρνηθείτε, από τη μία, εκείνη ως περιττή, να φροντίσετε, από την άλλη, αυτήν ως αναγκαία» (Ζ). «Διότι το να έχουν γραφτεί τα ονόματά σας στον ουρανό, είναι μαρτυρία για την αρετή σας και τον τρόπο ζωής· ενώ τα να βγάζετε δαίμονες, αυτή η χάρη είναι του Σωτήρα που την έχει δώσει» (Α). «Σωστός τρόπος ζωής και χωρίς αυτά (τα θαύματα), θα κερδίσει τα στεφάνια και σε τίποτα δεν θα υστερήσει τότε ως προς αυτό· παράνομη όμως ζωή ούτε με θαύματα δεν θα μπορέσει να αποφύγει την κόλαση» (Χ).
(4) «Όχι με μελάνι, αλλά με τη μνήμη του Θεού και με τη χάρη» (Θφ). Η εικόνα της ουράνιας εγγραφής, κατά την οποία έχουν απογραφεί από πριν τα ονόματα των σωσμένων, χρησιμοποιείται συχνά στην Π.Δ. (Εξ. λβ 32-33,Ησ. δ 3,Δαν. ιβ 1). Έχει παρθεί η εικόνα από τα κρατικά μητρώα ή και τα οικογενειακά αντίστοιχα, στα οποία ήταν καταγεγραμμένες όλες οι ισραηλιτικές οικογένειες. Αλλά η Γραφή υπενθυμίζει συχνά, ότι μπορεί κάποιος να διαγραφτεί από το βιβλίο αυτό (Εξ. λβ 33,Ιερεμ. ιζ 13,Ψαλμ. ξη 28,Αποκ. κβ 19). Έτσι τονίζεται και ο παράγοντας της ανθρώπινης ελευθερίας παράλληλα με τον παράγοντα της θείας πρόγνωσης και κλήσης (g). Υπάρχει και η γραφή εγγέγραπται, με την οποία υποδηλώνεται η εκλογή ως αποτέλεσμα της προαιώνιας πρόγνωσης και προορισμού του Θεού, η οποία είναι η απογραφή των ονομάτων στον ουρανό (δ). «Ο μεν διάβολος πέφτει κάτω από ψηλά, οι δε άνθρωποι ενώ είναι κάτω, γράφονται πάνω. Αυτή λοιπόν είναι η αληθινή χαρά, το να γραφτεί κάποιος πάνω» (Σχ,).
10.21 ᾽Εν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ(1) ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι(2) ο Ιησούς καὶ εἶπεν(3), ᾽Εξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς(4), ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν(5), καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις(6)· ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως εὐδοκία ἐγένετο ἔμπροσθέν σου(7).
21 Εκείνη τη στιγμή ο Ιησούς ένιωσε μέσα του αγαλλίαση, και είπε: «Σ’ ευχαριστώ Πατέρα, Κύριε του ουρανού και της γης, γιατί αυτά που απέκρυψες από τους σοφούς και τους συνετούς τα φανέρωσες στους ταπεινούς. Ναι, Πατέρα μου, αυτό έγινε γιατί έτσι το θέλησες».
(1) Την ώρα αυτή, κατά την οποία γύρισαν οι μαθητές και άκουσε την εξιστόρηση όσων έκαναν. Αυτοί οι αγράμματοι ψαράδες, αυτοί οι φτωχοί και άσημοι τους οποίους οι ισχυροί και σοφοί της Ιερουσαλήμ χαρακτήριζαν ως καταραμένους, επειδή αγνοούσαν τον νόμο (Ιω. ζ 49) είναι τα όργανα που δόθηκαν στον Ιησού από το Θεό για ανατροπή του βασιλείου του σατανά. Σε αυτό το θείο σχέδιο, το τελείως αντίθετο με τις προβλέψεις των ανθρώπων, αλλά τόσο θαυμαστά μεγάλο, ο Ιησούς αναγνωρίζει την σοφία του Πατέρα και παρακινείται σε δοξολογία της (g).
(2) «Ένιωσε αγαλλίαση στην ψυχή ως άνθρωπος» (Ζ). «Όπως ακριβώς δηλαδή ένας αγαθός πατέρας όταν δει τα παιδιά να κατορθώνουν κάτι, έτσι και ο Σωτήρας αγάλλεται, διότι αξιώθηκαν οι απόστολοι τέτοιων αγαθών» (Θφ). Είναι άξια ιδιαίτερης προσοχής η σημείωση ότι ο Ιησούς κατά την ώρα αυτή ένιωσε αγαλλίαση. Υπήρξαν τόσο λίγες αυτού του είδους οι στιγμές, κατά τις οποίες δοκίμασε χαρά ο Κύριος, διότι ήταν ο Άνθρωπος των θλίψεων. Πρόσεξε στο ότι τίποτα άλλο δεν προκαλεί στην καρδιά του Ιησού σκιρτήματα χαράς τόσο έκδηλα, όσο η πρόοδος του ευαγγελίου και η κατανίκηση του σατανά με την επιστροφή των ψυχών προς το Χριστό. Υπάρχει και η γραφή τω πνεύματι τω αγίω=η αγία αυτή χαρά και αγαλλίαση υπήρξε θεία έμπνευση. Το γεγονός αυτό είναι ανάλογο με το «οδηγούνταν από το πνεύμα στην έρημο» (Λουκ. δ 1)(p). Θα δεχτούμε την γραφή αυτή με την προϋπόθεση ότι ο Ιησούς ήταν πάντοτε γεμάτος από το Άγιο Πνεύμα.
(3) Δες Ματθ. ια 25-27 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(4) Όταν πλησιάζουμε τον Θεό ως Πατέρα, πρέπει συγχρόνως να θυμόμαστε, ότι είναι και ο Κύριος του ουρανού και της γης και συνεπώς έχουμε υποχρέωση να πλησιάζουμε αυτόν με ευλάβεια, διότι είναι ο κυρίαρχος όλων, αλλά και με εμπιστοσύνη, διότι έχει τη δύναμη να μας χορηγήσει καθετί που έχουμε ανάγκη ή και καθετί που ποθούμε· έχει τη δύναμη να μας υπερασπίσει και προφυλάξει από κάθε κακό και να μας δώσει κάθε αγαθό.
(5) «Αποκρύφτηκαν τα μυστήρια από αυτούς που φαίνονταν σοφοί και συνετοί, αλλά δεν ήταν» (Θφ). «Διότι αυτός που έχει σκέτη και μόνη την σοφία του κόσμου, είναι ανόητος και ασύνετος μπροστά στο Θεό· αυτός όμως που φαίνεται ότι είναι ανόητος για τους σοφούς του κόσμου, αλλά έχει στο νου και στην καρδιά το φως της αληθινής θέασης του Θεού, αυτός είναι σοφός για το Θεό» (Κ). Είναι αξιοσημείωτη η αποσιώπηση του άρθρου μπροστά από τις λέξεις σοφών, συνετών και νηπίοις=Όχι από όλους τους σοφούς και σε όλους τους νήπιους. Το να είναι κάποιος σοφός και συνετός δεν αποκλείει αναγκαστικά την αποκάλυψη από το Θεό, αλλά μόνο αυτοί συχνά την αποκλείουν οι ίδιοι στους εαυτούς τους (p). Μερικοί από τους μεγαλύτερους επιστήμονες και τους μεγαλύτερους πολιτικούς υπήρξαν οι μεγαλύτεροι αμαθείς των μυστηρίων του ευαγγελίου. Ο κόσμος με τη σοφία δεν γνώρισε το Θεό (Α΄Κορ. α 21). Ο πόλεμος κατά του ευαγγελίου παρ’ όλα αυτά διεξάγεται από «την ψευδώνυμη γνώση» (Α΄Τιμ. στ 20). Εκείνοι οι οποίοι είναι κατεξοχήν έμπειροι στα αισθητά και κοσμικά, συνήθως είναι ελάχιστα έμπειροι στα πνευματικά. Είναι δυνατόν οι άνθρωποι να εισδύουν στα βάθη των μυστηρίων της φύσης και να γνωρίζουν καλά τα μυστήρια του κράτους και της πολιτικής, και όμως να έχουν άγνοια ή να πλανιούνται σχετικά με τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, διότι δεν γνώρισαν ούτε υποπτεύθηκαν καν τη δύναμή τους. Της άγνοιάς τους αυτής δεν είναι αίτιος ο Θεός, αλλά λόγω του εγωισμού τους, αφήνει αυτούς στις δυνάμεις τους και η αμαρτία τους γίνεται και τιμωρία τους· ο εγωισμός τους δημιουργεί και την τύφλωσή τους. Εάν τιμούσαν το Θεό με τη σοφία, την οποία έχουν, θα χορηγούσε σε αυτούς και την γνώση των υψηλότερων αυτών αληθειών και μυστηρίων. Επειδή όμως με αυτήν υπηρέτησαν τις δικές τους ορέξεις, απέκρυψε ο Θεός τον ουράνιο αυτόν θησαυρό από τις καρδιές τους.
(6) «Επομένως, σε αυτούς που δίνουν την εντύπωση ότι είναι ανόητοι, δηλαδή έχουν το νου άκακο και με παιδικότητα ως προς την κακία, αποκάλυψε ο Πατέρας τον Υιό» (Κ). «Νήπια ονομάζει τους δικούς του μαθητές, επειδή δεν ήταν νομομαθείς, αλλά τους περισσότερους τους είχε συγκεντρώσει από τον όχλο και τους ψαράδες. Αλλά βεβαίως, θα μπορούσαν να ονομαστούν νήπια και επειδή ήταν άκακοι» (Θφ). Λέει αυτούς νήπια και σε αντίθεση με τους γραμματείς και Φαρισαίους, οι οποίοι και σύμφωνα με το δικό τους φρόνημα και σύμφωνα με τη γνώμη του λαού, ήταν οι σοφοί και συνετοί (Ιω. ζ 49,θ 10). «Επομένως δεν τίμησε την ανοησία ο Θεός περισσότερο από την σοφία, αλλά προτίμησε την ταπεινοφροσύνη από την υπερηφάνεια και πολύ λογικά εγκατέλειψε αυτόν που από την αναισθησία του έφραξε την ευεργεσία. Αυτός λοιπόν που είναι ταπεινόφρων και νήπιος, λέει· εσύ δίδαξέ με την δική σου αλήθεια· διότι εγώ από άνθρωπο δεν μπορώ να μάθω, εάν δεν μάθω από σένα. Διότι ποιος οφείλει να διδάσκει για το Θεό παρά ο Θεός; Από ψηλά λοιπόν έρχεται η αποκάλυψη μετά την άξια πρόθεση» (Ω). Εάν ραβίνοι και φιλόσοφοι εκλέγονταν ως απόστολοι, η επιτυχία του ευαγγελίου θα αποδιδόταν στη μάθηση και σοφία τους και στην ευγλωττία και δύναμη των συλλογισμών τους. Ο Παύλος πράγματι είχε σπουδάσει όλη τη ραβινική σοφία. Αλλά έγινε νήπιος εν Χριστώ, όταν έγινε απόστολος και άφησε κατά μέρος τα πειστικά λόγια της ανθρώπινης σοφίας, λησμόνησε τα πάντα και «δεν έκρινε ότι γνωρίζει κάτι παρά μόνο τον Ιησού Χριστό και αυτόν εσταυρωμένο» (Α΄Κορ. β 2).
(7) «Δηλαδή τέτοια ευαρέσκεια και θέληση έγινε μπροστά σου και έτσι σου άρεσε» (Θφ). Ας παίρνει ο Θεός την οδό και μέθοδο που του αρέσει, για να δοξάζει τον εαυτό του· και ας χρησιμοποιεί τα όργανα που αρέσουν σε αυτόν για να φέρει εις πέρας το έργο του. Η χάρη είναι δική του και μπορεί να δίνει ή να αποσύρει αυτήν κατά την αρέσκειά του. Πάντοτε όμως αυτός ενεργεί με σοφία και αγαθότητα και δικαιοσύνη. Ας μην μπορούμε εμείς να καταλάβουμε τους δρόμους και τις βουλές του. Δεν μπορούμε να δώσουμε τον λόγο για τον οποίο ο Πέτρος, ψαράς αγράμματος και άσημος, κλήθηκε να γίνει απόστολός του και προτιμήθηκε από τον Νικόδημο, Φαρισαίο και άρχοντα των Ιουδαίων, παρόλο που και αυτός πίστεψε στον Ιησού. Έτσι έγινε ευδοκία μπροστά στο Θεό. Ο Χριστός είπε αυτό για να το ακούσουν οι μαθητές του, για να δείξει σε αυτούς ότι όχι για τις αρετές τους ή για την δική τους αξία κλήθηκαν και τιμήθηκαν από τον Πατέρα, αλλά διότι «έτσι έγινε ευδοκία μπροστά στο Θεό»
10.22 Καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς μαθητὰς εἶπε(1)·Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου(2), καὶ οὐδεὶς επιγινώσκει τίς ἐστιν(3) ὁ υἱὸς εἰ μὴ ὁ πατήρ(4), καὶ τίς ἐστιν ὁ πατὴρ εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι(5).
22 Ύστερα στράφηκε στους μαθητές και είπε: «Όλα μού έχουν παραδοθεί απ’ τον Πατέρα μου. Κανένας δεν ξέρει ποιος είναι ο Υιός παρά μόνον ο Πατέρας· ούτε ποιος είναι ο Πατέρας παρά μόνον ο Υιός, κι εκείνος στον οποίο θέλει ο Υιός να το φανερώσει».
(1) Ολόκληρη η φράση «Καὶ στραφεὶς… εἶπε» παραλείπεται από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα και άλλα μεγαλογράμματα και φαίνεται ότι μπήκε και εδώ από τον επόμενο στίχο.
(2) «Δεν είναι μακριά το «Όλα μου παραδόθηκαν από τον Πατέρα μου» από το «μου δόθηκε κάθε εξουσία στον ουρανό και τη γη». Και για αυτό δίνεται σε αυτόν κάθε εξουσία, για να ειρηνοποιήσει μέσω του σταυρού είτε τα γήινα είτε τα ουράνια… Δικαιότατα λοιπόν όλα του τα παρέδωσε ο Πατέρας, επειδή και ο ίδιος ο Υιός παραδόθηκε χάριν όλων… Παραδόθηκε βεβαίως, από τη στιγμή που έγινε άνθρωπος, «έτσι ώστε στο όνομα του Ιησού να σκύψει κάθε γόνατο επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και κάθε γλώσσα να δοξολογήσει, ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός αμήν (Φιλιπ.2,11)»» (Ω). Παραδόθηκαν· «Διότι ήταν μεν και είναι Κύριος του ουρανού και της γης και έχει τον ίδιο θρόνο με τον Πατέρα και εξουσιάζει μαζί του πάνω σε όλα. Επειδή όμως κατεβάζοντας τον εαυτό του έγινε σαν εμάς άνθρωπος, μιλά πάλι σε συνάρτηση με τη συγκατάβαση της ανθρώπινης φύσης και δεν αρνείται τα λόγια που αρμόζουν στα μέτρα του αδειάσματος που έκανε, για να γίνει- πιστευτό ότι έγινε όπως εμείς και φόρεσε τη δική μας φτώχια» (Κ). O Χριστός ως Θεός είναι ίσος στη δύναμη και τη δόξα με τον Πατέρα. Αλλά ως μεσίτης και υιός ανθρώπου παίρνει τη δύναμή του και την δόξα του από τον Πατέρα, ο οποίος «όλη την κρίση την έχει δώσει σε αυτόν». Εξουσιοδότησε αυτόν ο Πατέρας να εγκαθιδρύσει Νέα Διαθήκη μεταξύ Θεού και ανθρώπου και να ειρηνεύσει τον αποστάτη κόσμο και να συμφιλιώσει τα γήινα κάνοντας ειρήνη. Για αυτό δόθηκε στο Χριστό «κάθε εξουσία στον ουρανό και τη γη» (Ματθ. κη 18) και «εξουσία κάθε σάρκας» (Ιω. ιζ 2) και «έδωσε σε αυτόν εξουσία να κρίνει διότι είναι υιός ανθρώπου» (Ιω. ε 22.27). Ο Θεός όλα τα παρέδωσε στα χέρια του Κυρίου Ιησού. Ας παραδώσουμε λοιπόν και εμείς τα πάντα σε αυτόν, οπότε πλέον το έργο της σωτηρίας συντελέστηκε και για μας. Αξιόλογη και η επόμενη: «Όλα παραδίδονται στον Υιό από τον Πατέρα, αφού επρόκειτο να υποταχτούν στον Υιό τα πάντα. Διότι δύο τρόποι υπάρχουν με τους οποίους βασιλεύει στα πάντα ο Θεός· ο ένας είναι και χωρίς τη θέλησή τους, ο άλλος με την θέλησή τους. Να τι θέλω να πω, Ο Θεός είναι Δεσπότης μου, ακόμα και αν δεν θέλω, επειδή είναι Δημιουργός μου. Είναι όμως Δεσπότης μου πάλι, όταν με την εκτέλεση των εντολών εκπληρώνω το θέλημά του ως δούλος ευγνώμων. Διότι προηγουμένως μεν, η φύση των ανθρώπων ήταν δούλη και υποχείρια στο Θεό, έστω και αν δεν ήθελε, έστω και αν υπηρετούσε το σατανά. Όταν όμως ο Χριστός ανέλαβε τον για χάρη μας πόλεμο, και μας απέσπασε από την τυραννία του διαβόλου και μας έκανε υπηρέτες και εργάτες των εντολών, από τότε γίναμε δούλοι και ως προς τη φύση και ως προς την προαίρεση. Διότι η μεν πρώτη δουλεία ήταν μόνο λόγω της φύσης, ενώ η δεύτερη είναι και από την προαίρεση. Αυτό λοιπόν είναι που λέει τώρα ο Κύριος ότι Όλα μου παραδόθηκαν… δηλαδή όλα πρόκειται να υποταχτούν σε μένα και να περιέλθουν στη δική μου δεσποτεία» (Θφ).
(3) Αυθεντική γραφή γινώσκει=Λιγότερο έντονη λέξη από το επιγινώσκει, το οποίο χρησιμοποιεί και ο Ματθαίος, συμπληρώνεται όμως το γινώσκει με το αμέσως ακόλουθο: ποιος είναι ο υιός (g)=ποια είναι η φύση του Υιού, ποιες οι βουλές του και ποια η θέλησή του (p).
(4) «Ο Κύριος λοιπόν του ουρανού και της γης και γενικώς των πάντων, λέει ότι όλα του παραδόθηκαν από τον Πατέρα… Αλλά αφού είπε αυτό, οδηγεί αμέσως τον λόγο στη δόξα και υπεροχή του και δείχνει καθαρά, ότι με κανέναν τρόπο δεν υστερεί σε σχέση με τον Πατέρα του. Διότι τι είπε προς εκείνον; Και κανείς δεν γνωρίζει την φύση του Πατέρα, χωρίς να έχει διδαχτεί για αυτήν, λέει, παρά μόνο ο Υιός· ούτε γνωρίζει κάποιος τον ομοούσιο με τον Πατέρα Υιό, παρά μόνο ο Πατέρας… Αυτός όμως, τον οποίο μόνος ο Πατέρας τον γνωρίζει, είναι πάνω από κάθε κατανόηση και λόγο, όπως ακριβώς και ο ίδιος ο Πατέρας που γνωρίζεται από μόνον αυτόν που γέννησε. Διότι μόνη γνωρίζει τον εαυτό της η αγία και ομοούσια Τριάδα, η πάνω από κάθε νου και λόγο» (Κ).
(5) «Αποκάλυψη είναι μετάδοση γνώσης ανάλογα με το μέτρο της φύσης και δύναμης του καθενός. Και όπου μεν είναι όμοια η φύση, εκεί υπάρχει γνώση χωρίς διδασκαλία· εδώ όμως έχουμε μάθηση από αποκάλυψη. Πρόσεξε λοιπόν, πώς εδώ μεν υπάρχει γνώση από χάρη, ενώ εκεί εκ φύσεως» (Τίτος Βοστρών). «Πρόσεξε λοιπόν, πώς ο μεν Υιός δεν γνωρίζει τον Πατέρα από αποκάλυψη, ενώ οι κτιστοί (άνθρωποι) από αποκάλυψη. Διότι μέσω της χάρης παίρνουν τη γνώση» (Θφ). «Όσοι όμως με αποκάλυψη γνώρισαν το Θεό, αυτοί δεν γνώρισαν τι είναι, αλλά ότι είναι [ότι δηλ.υπάρχει]» (Κ). Τα βάθη δηλαδή της θείας φύσης και σοφίας παραμένουν σε μας άγνωστα, ενώ κυρίως και κατεξοχήν από τη θεία αποκάλυψη πληροφορούμαστε για το ότι υπάρχει ο Θεός και μόνο κάποιες ακτίνες του απλησίαστου φωτός του δεχόμαστε.
10.23 Καὶ στραφεὶς(1) πρὸς τοὺς μαθητὰς(2) κατ᾽ ἰδίαν(3) εἶπεν(4), Μακάριοι οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ βλέποντες ἃ βλέπετε(5).
23 Και γυρίζοντας στους μαθητές του τους είπε ιδιαιτέρως: «Μακάριοι είναι εκείνοι που βλέπουν όσα βλέπετε εσείς!
(1) «Αφού γύρισε την πλάτη σε αυτούς που δεν ήθελαν ούτε να βλέπουν ούτε να ακούνε, αλλά ήταν ανυπάκουοι, και είχαν μέσα τους τυφλό τον νου, χάριζε όλο τον εαυτό του σε αυτούς που τον αγαπούσαν» (Κ).
(2) Οσοδήποτε μεγάλη ιδέα και αν είχαν σχηματίσει οι μαθητές για το πρόσωπο και το έργο του Ιησού, ήταν ακόμη πολύ μακριά από την ακριβή εκτίμηση της αξίας, την οποία είχε η εμφάνιση στον κόσμο του υιού του Θεού που ενανθρώπησε. Ο Ιησούς ζητά να ανοίξει τα μάτια τους, αλλά μιλώντας σε αυτούς μυστικά και ιδιωτικά. Θα τους ανακοίνωνε μυστικό, το οποίο δεν μπορούσαν να βαστάξουν οι πολλοί. Θα τους βεβαίωνε δηλαδή, ότι αυτός είναι η τέλεια αποκάλυψη του Πατέρα, την οποία επιθύμησαν να απολαύσουν οι εκλεκτοί της Π.Δ. (g).
(3) H προηγούμενη ευχαριστία και δοξολογία του Κυρίου φαίνεται να έγινε δημόσια. Παίρνει λοιπόν κατ’ ιδίαν τους μαθητές «και τους μακαρίζει διότι έτυχαν αυτής της αποκάλυψης. Διότι με αυτό τους αποκάλυπτε τον Πατέρα… Αυτού του αγαθού όμως, δεν έτυχε κανείς από τους αγίους πριν την ένσαρκη οικονομία (ενανθρώπηση)» (Θφ).
(4) Δες Ματθ. ιγ 16,17 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Ο Ματθαίος αναφέρει με κάποιες μικρές διαφορές τα ίδια λόγια σε διαφορετική θέση και ανάμεσα σε άλλα συμφραζόμενα, δηλαδή μετά την εξήγηση του λόγου, για τον οποίο ο Κύριος χρησιμοποιούσε τις παραβολές. Δεν αποκλείεται τα λόγια αυτά να λέχθηκαν επανειλημμένα. Πάντως η θέση την οποία επιφύλαξε σε αυτά ο Λουκάς παρουσιάζεται να ταιριάζει με έξοχο τρόπο.
(5) «Μακαρίζει αυτούς που βλέπουν με πίστη» (Θφ). «Κατασκευάστηκε ο λόγος σχετικά με αυτά σύμφωνα με την καθολική και κοινή συνήθεια. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε το εξής· το να «βλέπουν» σε αυτήν την περίπτωση, δεν σημαίνει την ενέργεια της όρασης με τα σωματικά μάτια, αλλά μάλλον την απόλαυση αυτών που αυτός έδινε στους ευσεβείς… Διότι, για το γεγονός ότι αυτοί που είδαν τα θαύματα του Χριστού δεν θα μπορούσαν να είναι καθόλου και οπωσδήποτε μακάριοι, πώς μπορεί κάποιος να αμφιβάλλει; Διότι πάρα πολλοί μεν Ιουδαίοι είδαν το Χριστό να ενεργεί με τρόπο που πρέπει σε Θεό· αλλά δεν θα άρμοζε σε όλους το να μακαρίζονται. Διότι δεν πίστεψαν καθόλου, αλλά ούτε είδαν τη δόξα του με τα μάτια της διάνοιας» (Κ).
10.24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ βασιλεῖς(1) ἠθέλησαν ἰδεῖν ἃ ὑμεῖς βλέπετε καὶ οὐκ εἶδαν, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε καὶ οὐκ ἤκουσαν.
24 Σας βεβαιώνω πως πολλοί προφήτες και βασιλιάδες θέλησαν να δουν αυτά που βλέπετε εσείς, μα δεν τα είδαν· ν’ ακούσουν όσα ακούτε εσείς, μα δεν τα άκουσαν».
(1) Προφήτες και βασιλιάδες οι οποίοι με διαφορετικό τρόπο ευλογήθηκαν πολύ. Παράδειγμα προφήτου και βασιλιά παρέχεται ο Αβραάμ, ο οποίος ήταν προφήτης ταυτόχρονα και ηγεμόνας. Δες Γεν. κγ 6 και κ 7 και Ιω. η 56. Επίσης ο Δαβίδ ο οποίος υπήρξε βασιλιάς μαζί και προφήτης και πατέρας τόσων βασιλιάδων (b). Τέτοιοι υπήρξαν και οι Μωϋσής, Ησαΐας και Μιχαίας και από τους βασιλιάδες εκτός από τον Δαβίδ, οι Σολομώντας και Εζεκίας (p), όπως και αυτοί που πίστεψαν, με περισσότερη υπακοή από τον Άχαζ, στο προφητικό μήνυμα του Ησαΐου σχετικά με τον Μεσσία (κεφ. ζ) (L).
Στίχ. 25-37. Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη.
10.25 Καὶ ἰδοὺ νομικός τις(1) ἀνέστη(2) ἐκπειράζων(3) αὐτὸν λέγων, Διδάσκαλε(4), τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω(5);
25 Κάποιος νομοδιδάσκαλος παρουσιάστηκε στον Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση του είπε: «Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;»
(1) Είναι άλλος από αυτόν στα Μάρκ. ιβ 28 και Ματθ. κβ 35, ο οποίος στην Ιερουσαλήμ και τις μέρες πριν το πάθος ρωτά τον Ιησού ποια εντολή είναι μεγαλύτερη στο νόμο, θέτοντας έτσι σε αυτόν ζήτημα θεολογικό. Ενώ ο νομικός στη Γαλιλαία θέτει εδώ ζήτημα πρακτικό (g). Επίσης οι παραπομπές στο νόμο, εδώ μεν λέγονται από τον νομικό, ενώ εκεί από τον Κύριο (p). Για τα παραθέματα αυτά δες και τις ερμην. σημειώσεις στα παραπάνω εδάφια των Μάρκου και Ματθαίου.
(2) Το «ανέστη» δείχνει, ότι ο Ιησούς και οι γύρω του τη στιγμή εκείνη κάθονταν (g). Σηκώθηκε όρθιος με τον σκοπό να τον ρωτήσει (b).
(3) Η πρόθεση «εκ» επιτείνει την έννοια του πειράζω=πείραζε ισχυρά (δ) «Είχε την προσδοκία να παγιδέψει τον Χριστό, ώστε οπωσδήποτε να διατάξει κάτι αντίθετο με τον νόμο» (Ζ). «Νομίζοντας ότι μπορεί να παγιδέψει τον Χριστό, ώστε να πει κάτι εναντίον του Μωϋσή, δηλαδή να πει ότι η δική του διδασκαλία είναι καλύτερη από την εντολή που έδωσε ο Μωϋσής, πλησιάζει πειράζοντάς τον» (Κ). Το ζήτημα ήταν καθαρά πρακτικό και ο νομικός φαίνεται να έχει την πρόθεση να φέρει τον Κύριο σε δύσκολη θέση (L), και να εκθέσει την ικανότητά του ως δασκάλου (p).
(4) «Πλησιάζει με υποκρισία και διάθεση επίπλαστη και υποκρινόμενος ότι τον τιμά, τόν ονομάζει διδάσκαλο, έτσι ώστε με τα καλά λόγια, να διαφύγει της προσοχής αυτό που κρυφά μέσα του επιχειρούσε… Τον αποκαλείς διδάσκαλο ενώ δεν ανέχεσαι να μάθεις· υποκρίνεσαι ότι τιμάς, ενώ προσδοκάς να τον παρασύρεις» (Κ). Το ερώτημα που έθεσε ο νομικός, σπουδαίο και αναντίλεκτα καλό, έπαυσε να είναι τέτοιο από τη στιγμή που η πρόθεση αυτού που το έθεσε ήταν πονηρή. Δεν είναι λοιπόν αρκετό να μιλά κάποιος για τα θεία και να ερευνά αυτά, αλλά πρέπει και η πρόθεση με την οποία μιλά και ερευνά, να είναι ευθεία και θεάρεστη. Εάν μιλάμε για την αιώνια ζωή και τον δρόμο προς αυτήν επιπόλαια και μόνο σαν για θέμα συζητήσιμο και μάλιστα και αμφισβητήσιμο, ασφαλώς τότε χρησιμοποιούμε το όνομα του Κυρίου του Θεού μάταια.
(5) To ρήμα κληρονομώ συναντιέται συχνά στους Ο΄ για την κατάκτηση της Χαναάν από τους Ισραηλίτες (Δευτ. δ 22,26,στ 1 κλπ.), και από εκεί κατέληξε να δηλώνει την τέλεια κατάκτηση των αγαθών της βασιλείας του Μεσσία (Ψαλμ. κδ 13,λστ 9,11,22,29,Ησ. ξ 21). Και οι δύο χρήσεις της λέξης, βασίζονται στην αρχική υπόσχεση προς τον Αβραάμ (p).
10.26 ὁ δὲ εἶπεν πρὸς αὐτόν, ᾽Εν τῷ νόμῳ(1) τί(2) γέγραπται; πῶς(2) ἀναγινώσκεις;
26 Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ο νόμος τι γράφει;»
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση. «Επειδή κατάλαβε την πανουργία του ο Σωτήρας, τον παραπέμπει στο νόμο» (Ζ) «για τον οποίο καυχιόταν πολύ» (Θφ). Ένας νομικός οφείλει να γνωρίζει ότι στο ερώτημα που τέθηκε δίνεται σαφής η απάντηση από το νόμο (p).
(2) Τι… πώς. Με το ερώτημά του ο Κύριος διακρίνει μεταξύ του περιεχομένου στο νόμο (τι;) και των λέξεων από τις οποίες αποτελείται το κείμενο του νόμου (πώς;) (g). Ή, το «τι» δείχνει την αντικειμενική ύπαρξη στο νόμο των όρων της κληρονομιάς, ενώ το «πως» αναφέρεται στην υποκειμενική τους γνώση=Τι γράφει για αυτό ο νόμος και πως εσύ το αντιλαμβάνεσαι αυτό (δ). Ο Κύριος μολονότι διέγνωσε τις σκέψεις και τις προθέσεις της καρδιάς του νομικού, απαντά όχι σύμφωνα με την πανουργία και διεστραμμένη γνώμη εκείνου, αλλά σύμφωνα με την σπουδαιότητα, την οποία έκρυβε από μόνο του το ερώτημα που προβλήθηκε. Τον παραπέμπει στο νόμο και τον ρωτά «Στο νόμο τι έχει γραφτεί;». Μας χρησιμεύει λοιπόν πολύ, προκειμένου να εργαστούμε για κληρονομιά της αιώνιας ζωής, να ερευνούμε τι έχει γραφτεί στο νόμο. Πρέπει να αναφερόμαστε πάντοτε στη Βίβλο και να ζητάμε από εκεί οδηγίες και φωτισμό. Είναι μεγάλο έλεος ότι έχουμε το νόμο του Θεού γραμμένο και μπορούμε έτσι με βεβαιότητα να μάθουμε τι ο Θεός ζητά από εμάς. Εφόσον όμως έχουμε αυτόν γραπτό, καθήκον μας είναι να τον μελετούμε έτσι ώστε όταν παρουσιάζεται οποιαδήποτε περίσταση, να είμαστε σε θέση να απαντάμε τι έχει γραφτεί σε αυτόν. Προς αυτόν πρέπει να αναφερόμαστε πάντοτε· αυτόν να συμβουλευόμαστε, αυτός να είναι ο οδηγός μας, αυτός ο κανόνας της ζωής μας και μέσω αυτού να παύουν τελείως οι αμφιβολίες και αμφισβητήσεις μας.
10.27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν(1), Ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης της ψυχῇς σου καὶ ἐξ ὅλης της ἰσχύος σου καὶ ἐξ΄ όλης της διανοίας σου(2), καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.
27 Εκείνος απάντησε: Ν’ αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο το νου σου· και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου.
(1) Δεν είναι παράδοξο, ότι ο νομικός αμέσως απαντά με το πρώτο μέρος της περίληψης του νόμου, που παρατίθεται στο Δευτερ. στ 5, διότι οι Ιουδαίοι όφειλαν να απαγγέλλουν το χωρίο αυτό κάθε μέρα, πρωί και απόγευμα. Ως προς το δεύτερο όμως μέρος («και τον πλησίον σου ως εαυτόν»), το οποίο παρατίθεται στο Λευϊτ. ιθ 18, παρουσιάζεται κάπως αμφίβολο να είχε από μόνος του την ετοιμότητα ο νομικός, να συνδέσει αυτό αμέσως με το πρώτο. Είναι λοιπόν πιθανόν, ότι ο Κύριος με κατάλληλες ερωτήσεις οδήγησε τον νομικό στο να διατυπώσει έτσι την απάντησή του (g). Πιθανόν όμως η απάντηση του νομικού να αποτελεί την ηχώ της διδασκαλίας του Ιησού, την οποία αυτός είχε ακούσει και σκόπιμα χρησιμοποίησε, αποβλέποντας στο να προκαλέσει συζήτηση στο σημείο αυτό. Δεν είναι όμως και αδύνατον ο νομικός αυτός να είχε κατανοήσει ορθότερα και βαθύτερα το πνεύμα της Παλαιάς αποκάλυψης και να βρέθηκε έτοιμος να δώσει την απάντηση αυτή (L).
(2) Σύμφωνα με τον Λουκά, η εντολή που αναφέρεται στην προς το Θεό αγάπη περιλαμβάνει 4 όρους, καρδιά, ψυχή, ισχύ, διάνοια, ενώ στο εβραϊκό κείμενο και στους Ο΄ υπάρχουν 3 όροι· καρδιά, ψυχή, ισχύς, αλλά στο εβραϊκό ο όρος καρδιά (λεμπ) περιλαμβάνει και την διάνοια. Η καρδιά στη Γραφή σημαίνει την κεντρική εστία, από την οποία στέλνονται όλες οι ακτίνες της ηθικής ζωής στις 3 κύριες κατευθύνσεις τους, δηλαδή προς τις δυνάμεις και ιδιότητες της ψυχής τις συναισθηματικές (=ψυχή), προς τις δυνάμεις τις ενεργητικές της θέλησης (=ισχύς) και προς τις δυνάμεις τις διανοητικές (=διάνοια). Η διαφορά μεταξύ της καρδιάς, η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο ο κορμός και των τριών κλαδιών του, του συναισθήματος, της θέλησης και της διάνοιας, τονίζεται ισχυρά με την διαφορετική γραφή των αλεξανδρινών χειρογράφων, στην οποία μόνο στο «εξ’ όλης της καρδίας» υπάρχει η πρόθεση «εκ», που αντικαθίσταται στη συνέχεια με την πρόθεση «εν», ως εξής: «και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη ισχύϊ σου και εν όλη τη διανοία σου». Η ηθική ζωή ξεπηδά από την καρδιά και πραγματοποιείται εκδηλουμένη προς τα έξω «εν» δηλαδή μέσω των 3 άλλων δυνάμεων της ψυχής (g). «Το να αγαπά βεβαίως κάποιος τον Θεό με όλη την καρδιά και την ψυχή και τη δύναμη, αφαιρεί και με το παραπάνω την αγάπη προς τα χρήματα, την ηδονή, την κενή δόξα· βγάζει από την κοσμική διάθεση, τον ξεχωρίζει από τον κόσμο και τον ενώνει με τον Χριστό» (Κ). Πρέπει να αγαπούμε το Θεό ολόψυχα· πρέπει να αποβλέπουμε σε αυτόν ως το ύψιστο των αγαθών και το άριστο από όσα υπάρχουν, ως αυτό που από μόνο του είναι το εξόχως και απολύτως αξιαγάπητο και άπειρα τέλειο και εξαίρετο, ως το ον με το οποίο και λόγω ευγνωμοσύνης και λόγω συμφέροντος έχουμε τις μέγιστες υποχρεώσεις. Η προς αυτόν αγάπη μας πρέπει να είναι ειλικρινής, εγκάρδια, θερμή. Πρέπει να είναι ασύγκριτη και ανυπέρβλητη αγάπη, ισχυρή όπως ο θάνατος, συγχρόνως όμως και ενσυνείδητη και λογική, ώστε να είμαστε σε θέση να δίνουμε και τους λόγους για τους οποίους αγαπάμε το Θεό. Πρέπει να είναι ολοκληρωτική αγάπη ώστε να κυριεύει ολόκληρες τις ψυχές μας και να εκδηλώνεται με όλες τις δυνάμεις των ψυχών μας και με καθετί το οποίο υπάρχει σε αυτές. Πρέπει να μην μοιράζουμε και με κάτι άλλο την αγάπη μας, αλλά ό,τι άλλο αγαπούμε, να το αγαπούμε για αυτόν και να υποτάσσουμε την προς αυτό αγάπη μας, στη δική του αγάπη.
10.28 εἶπε δὲ αὐτῷ, ᾽Ορθῶς ἀπεκρίθης(1)· τοῦτο(2) ποίει(3) καὶ ζήσῃ.
28 «Πολύ σωστά απάντησες», του είπε ο Ιησούς· «αυτό κάνε και θα ζήσεις».
(1) «Είπε ότι απάντησε σωστά, διότι απήγγειλε τις δύο εντολές. Διότι σχετίζονται μεταξύ τους» (Ζ) και αποτελούν την πληρότητα του νόμου.
(2) Ο Ιησούς είναι αλήθεια, ότι τοποθετείται στο πεδίο του νόμου (L). «Επειδή δηλαδή, λέει, ακόμη βρίσκεσαι κάτω από την επιρροή του νόμου, σωστά απαντάς» (Θφ). Αλλά η απάντηση αυτή του Κυρίου έχει αιώνια αξία, μόνο διότι η εντολή της αγάπης έχει ισχύ αιώνια και σε αυτήν περιλαμβάνεται και ο νέος νόμος σύμφωνα με τον θείο Παύλο (Γαλ. ε 14) (L). Εν μέρει λοιπόν αληθεύει η επόμενη εκδοχή: «Αν ήθελες, νομικέ, αληθινά να μάθεις, θα άκουγες από τον Χριστό αυτά που οδηγούν στην αιώνια ζωή. Επειδή όμως πειράζεις με κακία, τίποτα άλλο δεν θα ακούσεις, παρά μόνο αυτά που είχε θεσπίσει ο Μωϋσής στους παλιούς· τα οποία… είχαν και την απαλλαγή των κακών και την ανταπόδοση των αγαθών που δίνεται εδώ στη γη. Διότι λέει «εάν θέλετε και με ακούσετε, θα φάτε τα αγαθά της γης· εάν όμως δεν θέλετε, ούτε με ακούσετε, θα σας φάει μαχαίρι»(Λευϊτ. κστ 3)» (Κ). Η εκδοχή αυτή είναι ως προς το εξής αληθινή, ότι δηλαδή η αγάπη πρέπει απαραιτήτως να εκδηλώνεται ως καρπός της ζωντανής πίστης, ώστε να ενεργείται η πίστη μέσω της αγάπης και συνεπώς η πλήρης απάντηση στο ερώτημα του νομικού θα ήταν: αγάπη ως καρπός πίστης αληθινής και ζωντανής.
(3) Συνεχώς και εξακολουθητικά, όχι απλώς μία φορά. Ο νομικός ρώτησε «τι κάνοντας», ενώ ο Κύριος απαντά «αυτό να κάνεις» (p).
10.29 ὁ δὲ θέλων δικαιούν(1) ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν, Καὶ τίς ἐστίν μου πλησίον(2);
29 Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;»
(1) Υπάρχει και η γραφή δικαιώσαι. Να δικαιώσει τον εαυτό του. Γιατί; Κάποιοι λένε, διότι παρέλειψε μέχρι τότε να εφαρμόσει το καθήκον αυτό. Άλλοι, διότι έθεσε ερώτημα, στο οποίο η απάντηση ήταν τόσο απλή και ήταν σε θέση ο νομικός και μόνος του να βρει αυτήν, οπότε αποδεικνυόταν ότι δεν ρώτησε με ευθύτητα τον Ιησού. Η τελευταία αυτή εκδοχή είναι η πλησιέστατη στην αλήθεια. Σχεδόν όμως συνυπονοεί και την πρώτη εκδοχή (p). Ο νομικός δηλαδή θέλει να πει ότι η σύσταση που έγινε από τον Κύριο να τηρεί την αγάπη, δεν τον αφορά διότι πάντοτε τήρησε το παράγγελμα αυτό. Και ρωτά ποιος είναι ο πλησίον, για να πληροφορηθεί μήπως παρέλειψε κάτι ως τώρα στην τήρηση της αγάπης προς τον πλησίον (L). Ρωτά τι σημαίνει η λέξη πλησίον; Και μέχρι πού εκτείνεται η έννοιά της; (g).
(2) Το ζήτημα αυτό απασχολούσε σοβαρά τους Ιουδαίους την εποχή αυτή. Ο Μαιμωνίδης υποστήριζε, ότι ο νόμος «εξαιρεί όλους τους εθνικούς, όταν λέει πλησίον. Ισραηλίτης που φονεύει αλλοεθνή, δεν πρέπει να καταδικαστεί σε θάνατο από το συνέδριο» (p). Σύμφωνα με τους ραβίνους: να αγαπήσεις τον πλησίον σου, αλλά όχι και τους εθνικούς, διότι αυτοί δεν είναι πλησίον μας, αλλά μόνο όσοι είναι ομοεθνείς και ομόθρησκοί μας, αυτοί είναι και πλησίον μας. Δεν θα θανάτωναν Ισραηλίτη που φόνευσε εθνικό, διότι αυτός που φονεύτηκε δεν ήταν πλησίον. Και απαγορευόταν μεν, εφόσον δεν επρόκειτο για εμπόλεμη κατάσταση, να φονεύσει κάποιος εθνικό, δεν ήταν όμως υποχρεωμένος ο Ισραηλίτης να σπεύσει σε βοήθεια εθνικού που διέτρεχε κίνδυνο θανάτου.
10.30 ὑπολαβὼν(1) ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν(2), ῎Ανθρωπός τις(3) κατέβαινεν ἀπὸ ᾽Ιερουσαλὴμ(4) εἰς ᾽Ιεριχὼ(5) καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν(6), οἳ καὶ(7) ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες(8) ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα.
30 Πήρε τότε αφορμή ο Ιησούς και είπε: «Κάποιος άνθρωπος, κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα για την Ιεριχώ, έπεσε πάνω σε ληστές. Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο.
(1) «Με την έννοια ότι διαδέχτηκε τον λόγο» (Ζ)· παίρνω μετά από κάποιον το λόγο (η πρόθεση υπό=από κάτω, δηλαδή όχι από την αρχή) και συνεχίζω αυτόν (δ). Μόνο εδώ στην Κ.Δ. έχει το υπολαμβάνω αυτήν την έννοια. Στο Λουκ. ζ 43,Πράξ. β 15 βρίσκεται με την έννοια του υποθέτω (p).
(2) Ως προς την έννοια της ακόλουθης παραβολής δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι παρεμβλήθηκε το νέο ζήτημα: Ποιος είναι πλησίον μου. Στο νέο αυτό ερώτημα και μόνο σε αυτό απαντά η παραβολή, αποσκοπώντας να αποδείξει στον νομικό, ότι η απάντηση στο νομικοθεολογικό ζήτημα, το οποίο αυτός έθεσε, είναι εκ φύσεως εγγεγραμμένη σε κάθε ευθεία καρδιά και αρκεί κάποιος να έχει αγαθή θέληση, για να μάθει αυτήν από εκεί (g).
(3) Η διήγηση υπονοεί ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν Ιουδαίος (p). Αλλά ο Κύριος αποσιωπά αυτό «χωρίς να καθορίζει καταγωγή, ούτε εξετάζοντας την αρετή, αλλά κάνει την σύνδεση με κριτήριο τη φύση, διηγούμενος για τον τάδε που έπαθε από τους ληστές, στον οποίο αρμόζει φιλανθρωπία από κάθε άνθρωπο, αφού αυτό το απαιτεί η ίδια η φύση» (Κ). «Ο Σωτήρας λοιπόν, ορίζει τον πλησίον με κριτήριο τη φύση… Όλοι δηλαδή, λέει, που μετέχουν στην ίδια φύση με εσένα, είναι πλησίον σου» (Θφ).
(4) Κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ που βρισκόταν γύρω στα 740 μέτρα πάνω από τη θάλασσα στην Ιεριχώ που βρισκόταν γύρω στα 350 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας (L).
(5) Μεταξύ Ιερουσαλήμ και Ιεριχούς υπάρχει βραχώδης έρημος, στην οποία φώλιαζαν ληστές, όπως βεβαιώνει και ο Ιερώνυμος για την εποχή του (Ερμην. εις το Ιερ. γ 2)(δ).
(6) Με την πρόθεση «περί» παριστάνονται οι ληστές σαν να είχαν κάνει ενέδρα κυκλικά=έπεσε μέσα σε ενέδρα ληστών (δ).
(7) =οι οποίοι μαζί με τις άλλες κακώσεις τις οποίες του προκάλεσαν, ακόμη και τον έγδυσαν από τα ρούχα του (p).
(8) Ίσως διότι αυτός επιχείρησε να αντισταθεί σε αυτό το γδύσιμο και για να τον κάνουν ανίκανο για κάθε άμυνα, τον τραυμάτισαν (δ,p).
10.31 κατὰ συγκυρίαν(1) δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν(2) ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν(3)·
31 Από ’κείνο το δρόμο έτυχε να κατεβαίνει και κάποιος ιερέας, ο οποίος τον είδε, αλλά τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία.
(1) Λέγεται μοναδική φορά η λέξη στην Κ.Δ.. Δεν σημαίνει ακριβώς κατά τύχη, αλλά κατά σύμπτωση, κατά σύμφωνη συνδρομή. Η λέξη είναι σπάνια και συναντιέται στο Ιπποκράτη («δι’ άλλην τινά συγκυρίαν» και «τα από συγκυρίας»). Ούτε η λέξη συντυχία ούτε η λέξη τύχη συναντιέται κάπου στην Κ.Δ., αλλά μία μόνο ή δύο φορές η λέξη τύχη στους Ο΄ (p). Πολλές καλές ευκαιρίες κρύβονται κάτω από εκείνα, τα οποία μας φαίνονται τυχαία (b).
(2) Το κατέβαινεν υπονοεί ότι και αυτός ερχόταν από την Ιερουσαλήμ. Το ότι επέστρεφε στο σπίτι του, αφού εκπλήρωσε τα καθήκοντα της εφημερίας του και ότι η Ιεριχώ ήταν πόλη στην οποία έμεναν ιερείς, όπως και η Χεβρών, αποτελούν απλές εικασίες (p). Ιερέας, λειτουργός του Θεού και γνώστης του θελήματός του (δ). Τόσο ο ιερέας όσο και ο λευΐτης είχαν αξίωμα και έργο ιερό, οπότε λόγω και της ιδιότητάς τους αυτής, ήταν περισσότερο από κάθε άλλον Ισραηλίτη υποχρεωμένοι, να είναι συμπαθείς και εύσπλαχνοι. Δες και Εβρ. ε 2. Αυτοί με το αξίωμά τους θα δίδασκαν και τους υπόλοιπους ομοεθνείς τους ποιο σε παρόμοιες περιστάσεις θα ήταν το καθήκον του καθενός από αυτούς. Και όμως αυτοί αγνόησαν και αθέτησαν το καθήκον τους αυτό. Είναι θλιβερό εκείνοι, οι οποίοι θα έπρεπε να δίνουν το παράδειγμα της ευσπλαχνίας και της αγάπης, να γίνονται φαινόμενα σκληρότητας και ασπλαχνίας· και αυτοί οι οποίοι έχουν καθήκον να αποδεικνύουν και να κάνουν ολοφάνερα τα ελέη του Θεού για να μεταδίδουν σπλάχνα οικτιρμών σε αυτούς που διδάσκουν, να κλείνουν τα δικά τους σπλάχνα και να παρουσιάζονται άσπλαχνου και σκληροί.
(3) Παρόλο που είδε αυτόν σε τέτοια κατάσταση, πέρασε από το αντικρινό μέρος του δρόμου, πέρασε από το άλλο μέρος, χωρίς να τον πλησιάσει (δ). Σπάνια λέξη, που μόνο εδώ συναντιέται στην Κ.Δ. Στη Σοφ. Σολ. ιστ 10 έχει την αντίθετη έννοια: Ήλθε από το αντίθετο ή απέναντι μέρος («διότι το έλεός σου αντιπαρήλθε και τους θεράπευσε») (p).
10.32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευίτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον ἐλθὼν καὶ ἰδὼν(1) ἀντιπαρῆλθεν.
32 Το ίδιο και κάποιος λευίτης, που περνούσε από ’κείνο το μέρος· παρ’ όλο που τον είδε κι αυτός, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία.
(1) Ο Λευΐτης παρουσιάζεται περισσότερο άσπλαχνος από τον ιερέα. Ο ιερέας είδε από μακριά και έφυγε. Ο Λευΐτης ήλθε πολύ κοντά στον πάσχοντα, είδε την άθλια κατάστασή του και πέρασε απέναντι (p). Η συμπεριφορά του λευΐτη υπήρξε περισσότερο αξιοκατάκριτη από του ιερέα. Ο ιερέας εκδήλωσε φιλαυτία από κάποιο ένστικτο ζωώδες· ο λευΐτης εκδήλωσε φιλαυτία με λογική και με υπολογισμό (ο). Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το γενόμενος=Λευΐτης ελθών κατά τον τόπον και ιδών. Μαζί με το «γενόμενος» το ελθών χωρίζεται από το «κατά τον τόπον» και συνδέεται με το «ιδών».
10.33 Σαμαρίτης(1) δέ τις ὁδεύων(2) ἦλθεν κατ᾽ αὐτὸν(3) καὶ ἰδὼν αυτόν ἐσπλαγχνίσθη,
33 Κάποιος όμως Σαμαρείτης που ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε.
(1) «Δείχνει με την παραβολή και αυτό επιπλέον, ότι δηλαδή βρίσκει αυτόν που είναι από τη φύση πλησίον, ο μη υπερήφανος παρά ο υπερήφανος. Διότι ο Σαμαρείτης φάνηκε ανώτερος από τον ιερέα και τον λευΐτη. Διότι αυτοί μεν, ενώ ήταν κάτω μισοπεθαμένος και στα χειρότερα κακά, πέρασαν απέναντι, χωρίς να νιώσουν τίποτα το ανθρώπινο για αυτόν… αλλά μάλλον είχαν φρόνημα άσπλαχνο και σκληρό. Ο αλλογενής όμως και που ανήκε στους Σαμαρείτες, εκπλήρωσε το νόμο της αγάπης» (Κ). Ο Σαμαρείτης επιλέχτηκε σκόπιμα στην παραβολή, εφόσον οι Ιουδαίοι μισούσαν τους Σαμαρείτες αδιάλλακτα (Σοφ. Σειρ. ν 25), και ανταπέδιδαν και αυτοί το εναντίον τους μίσος (L). Εκεί όπου οι ιερείς αγνοούν και όπου ο νομικός συζητά ακόμη, η καρδιά του Σαμαρείτη συγκινείται ευθύς και διακρίνει αμέσως αυτό που πρέπει να γίνει (g). Είναι αξιοσημείωτο ότι πουθενά αλλού ο Κύριος δεν μιλά εναντίον των ιερέων και λευϊτών. Και εδώ επίσης το αξιοκατάκριτο της συμπεριφοράς του ιερέα και του λευΐτη προβάλλεται από την αντίθεση αυτής με την συμπεριφορά του Σαμαρείτη. Ένας αξιοκαταφρόνητος σχισματικός αντιτίθεται εμφανώς με τον Ιουδαϊκό ορθόδοξο κλήρο που δεν έδειξε καμία συμπάθεια (p). «Δεν είπε ότι ο Ιουδαίος το έκανε σε Σαμαρείτη, αλλά ότι Σαμαρείτης έδειξε όλη αυτή τη φιλότιμη διάθεση. Από εδώ μαθαίνουμε να προνοούμε το ίδιο για όλους, όχι να φροντίζουμε μόνο αυτούς που έχουμε κοινή πίστη και να αμελούμε τους ξένους. Έτσι λοιπόν και εσύ, αν δεις κάποιον να υποφέρει, τίποτα να μην εξετάζεις λοιπόν· έχει το δικαίωμα της βοήθειας από το γεγονός ότι υποφέρει» (Χ).
(2) Δεν χρησιμοποιεί και για τον Σαμαρείτη το κατέβαινε, αλλά το οδεύων (=οδοιπορούσε στο δρόμο). Ίσως αυτός δεν ερχόταν από την Ιερουσαλήμ (p), αν και δεν υπήρχε άλλη οδός ανάμεσα σε Σαμάρεια και Ιεριχώ, διότι η Σαμάρεια χωρίζεται από τον δρόμο προς Ιεριχώ με κοιλάδες ανυπέρβλητες (L). Ίσως όμως παρέκαμψε την Ιερουσαλήμ και δεν μπήκε σε αυτήν. Εάν δεχτούμε την υπόθεση, ότι ο ιερέας και ο λευΐτης επέστρεφαν από τη λειτουργία τους στην Ιερουσαλήμ στα σπίτια τους στην Ιεριχώ, είχαν αυτοί αρκετό χρόνο και αρκετή ευκαιρία να δώσουν τη βοήθειά τους στον τραυματία, χωρίς η αργοπορία για τη βοήθειά τους αυτή να γίνει σε αυτούς εμπόδιο, ώστε εντός της ημέρας να γυρίσουν στο σπίτι τους. Για τον Σαμαρείτη όμως η απώλεια χρόνου σήμαινε διακοπή του ταξιδιού του και υποχρέωνε αυτόν να διανυκτερεύσει στο πανδοχείο (ο).
(3) Ήλθε στο μέρος όπου ήταν πεσμένος ο πάσχων (δ) και «ήλθε κοντά σε αυτόν που άξιζε να ελεηθεί» (Θφ).
10.34 καὶ προσελθὼν(1) κατέδησεν(2) τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων(3) ἔλαιον καὶ οἶνον(4), ἐπιβιβάσας(5) δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον(6) κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον(7) καὶ ἐπεμελήθη(8) αὐτοῦ.
34 Πήγε κοντά του, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί και τις έδεσε καλά. Μάλιστα τον ανέβασε στο δικό του το ζώο, τον οδήγησε στο πανδοχείο και φρόντισε γι’ αυτόν.
(1) Αυτό κανείς από τους δύο που προηγήθηκαν δεν το έκανε. Ο Σαμαρείτης δεν φοβήθηκε μήπως συλληφθεί και αυτός από τους ληστές ή μήπως ενοχοποιηθεί για την ληστεία (p).
(2) Λέξη που αναφέρεται μοναδική φορά στην Κ.Δ., όπως και η λέξη τραύματα. Και οι δύο συνηθισμένες στους γιατρούς. Μόνο που κάποιος γιατρός θα ανέφερε πρώτα το έχυσε λάδι και κρασί και στη συνέχεια θα μιλούσε για δέσιμο των τραυμάτων (L).
(3) Και αυτό λέγεται μοναδική φορά.
(4) Το λάδι και το κρασί αποτελούσαν πάντοτε μέρος των προμηθειών κάθε ταξιδιώτη (g), συγχρόνως όμως και αναγνωρισμένα οικιακά φάρμακα. Οι ιατρικές αυτές λεπτομέρειες της περιγραφής είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες στον Λουκά (p). Στον Ιπποκράτη συναντιέται η συνταγή « « (Hobart στον L). Το λάδι και το κρασί τα αναφέρουν στη θεραπεία των πληγών ο Θεόφραστος, ο Γαληνός και ο Πλίνιος (δ).
(5) Ο τραυματίας δεν μπορούσε ούτε να περπατήσει, αλλά ούτε και όρθιος να σταθεί. Ο Σαμαρείτης μόνος και με πολύ κόπο τον ανέβασε στο ζώο. Το ρήμα είναι αποκλειστικό του Λουκά και συναντιέται και στο ιθ 35 και Πράξ. κγ 2 και πουθενά αλλού στην Κ.Δ.. Είναι όμως κλασικό (L).
(6) Το οποίο είχε για δική του χρήση (b), και τώρα το παραχωρούσε στον άρρωστο, δεχόμενος αυτός να βαδίζει πεζός και κοντά στον ανεβασμένο στο ζώο, για να τον υποβαστάζει. Δεν ήταν κάτι εύκολο το ανέβασμα του τραυματία στο ζώο. Ο Σαμαρείτης μη έχοντας και κάποιον άλλον βοηθό σε αυτό το ανέβασμα πρέπει να μόχθησε πολύ, για να το φέρει σε πέρας. Αναμφιβόλως επίσης και σε όλη την πορεία μέχρι το πανδοχείο ήταν αναγκασμένος και να υποβαστάζει τον τραυματία που αδυνατούσε με τις δικές του δυνάμεις να συγκρατηθεί πάνω στο ζώο.
(7) Το πανδοχείο αυτό δεν ήταν ένα απλό κατάλυμα των καραβανιών, αλλά ένα είδος ξενοδοχείου, όπου κάποιος παρέμενε έναντι πληρωμής (g).
(8) Φρόντισε αυτόν την πρώτη νύχτα διακόπτοντας το ταξίδι του και μένοντας και αυτός εκεί (δ). Κατά πάσα πιθανότητα, όπως ήδη είπαμε, ο Σαμαρείτης, εάν δεν εμποδιζόταν από αυτόν που έπεσε στους ληστές, δεν θα βρισκόταν στην ανάγκη να διακόψει το ταξίδι για να διανυκτερεύσει στο πανδοχείο, αλλά θα έφθανε στο τέρμα του. Επιπλέον εφόσον αυτός που έπεσε στους ληστές βρέθηκε από τον Σαμαρείτη γυμνός, το «επεμελήθη» αυτό υποδηλώνει ότι και από τα δικά του ρούχα αυτός χρησιμοποίησε κάποιο τμήμα, ώστε με αυτό να ντύσει τον γυμνό προστατευόμενό του.
10.35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον(1) εξελθών(2), ἐκβαλὼν(3) ἔδωκεν δύο δηνάρια(4) τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν, ᾽Επιμελήθητι αὐτοῦ(5), καὶ ὅ τι ἂν προσδαπανήσῃς ἐγὼ(6) ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί(7) με ἀποδώσω σοι(8).
35 Την άλλη μέρα φεύγοντας έβγαλε κι έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε: “φρόντισέ τον, κι ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σε πληρώσω”.
(1) Εξυπακούεται η λέξη: ημέρα.
(2) Είτε για να ετοιμάσει για αναχώρηση το ζώο του, που διανυκτέρευσε στο στάβλο (g), είτε για να μην γίνει αντιληπτός από τον τραυματία, όταν έβγαλε τα δύο δηνάρια (p), οπότε το «εκβαλών» υποδηλώνει αξιοσημείωτη λεπτότητα εκ μέρους του Σαμαρείτη, που απέφυγε να θίξει με οποιονδήποτε τρόπο τα αισθήματα του τραυματία που βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία να βοηθήσει τον εαυτό του (ο).
(3) Είτε από τη ζώνη του είτε από το πουγκί του (L).
(4) Ίσως θα μπορούσε μετά από δύο ημέρες να επιστρέψει, ενώ η δαπάνη μίας ημέρας ήταν ένα δηνάριο (b), αφού το ημερομίσθιο του εργάτη αμειβόταν με ένα δηνάριο (Ματθ. κ 2).
(5) Ο Σαμαρείτης δεν υπολογίζει στη φιλανθρωπία ή γενναιοδωρία του πανδοχέα και φοβούμενος μήπως ο πάσχων εγκαταλειφθεί αφρόντιστος ή διωχτεί από το πανδοχείο, δίνει τα δύο δηνάρια υποσχόμενος να καταβάλλει και κάθε πρόσθετη δαπάνη, την οποία δεν προκαταβάλλει, διότι η παραβολή υπονοεί, ότι ο Σαμαρείτης δεν ήταν πλούσιος και μπαίνει η λεπτομέρεια της πληρωμής των 2 δηναρίων μόνο ως εγκώμιο της φιλανθρωπίας και αγαθοεργίας του (L). Δες τι φιλική και συμπαθή συμπεριφορά έδειξε ο Σαμαρείτης αυτός. Πρώτον πλησίασε τον ταλαίπωρο αυτόν άνθρωπο, τον οποίο ο ιερέας και ο λευΐτης τήρησαν σε απόσταση. Ενδιαφέρθηκε πιθανότατα να τον ρωτήσει πώς κατάντησε στην κατάσταση αυτή και του εκδήλωσε πλήρη την συμπάθειά του. Αλλά δεν περιορίστηκε να πει σε αυτόν το «πηγαίνετε με ειρήνη, να θερμαίνεστε και να χορταίνετε», χωρίς να δώσει σε αυτόν «τα κατάλληλα για το σώμα» (Ιακ. β 16). Προέβη αμέσως όσο του ήταν δυνατόν στο έργο χειρούργου. Έδεσε δηλαδή τις πληγές του, αφού έπλυνε αυτές με κρασί και τις γλύκανε με λάδι, προλαβαίνοντας έτσι την μόλυνσή τους. Τον ανέβασε έπειτα στο ζώο του και υποβλήθηκε στον κόπο να συνεχίσει το ταξίδι του πεζός και διέκοψε το ταξίδι του, ώστε στο πανδοχείο να φροντίσει προσεκτικότερα τον τραυματισμένο. Την επομένη ημέρα πλήρωσε 2 δηνάρια, ποσό για την εποχή εκείνη αξιόλογο, και αφού έτσι εξασφάλισε τη νοσηλεία του αγνώστου σε αυτόν τραυματία, εξακολούθησε το ταξίδι του με την υπόσχεση ότι θα επέστρεφε για να εξοφλήσει κάθε ποσό το οποίο θα απαιτούσε επιπλέον η θεραπεία του. Όλα αυτά αποτελούν εκδηλώσεις και ενέργειες γενναιόφρονης καρδιάς και είναι τόσο αξιόλογα και σπουδαία, ώστε μόνο από παλαιό ειλικρινή φίλο ή στοργικό αδελφό θα περίμενε κάποιος αυτά. Και όμως έγιναν όλα αυτά από ξένο και άγνωστο και αλλοεθνή, που είχε λόγους να έχει ψυχρή διάθεση προς αυτόν που ευεργέτησε.
(6) Ίσως ο Σαμαρείτης δεν ήταν άγνωστος στον πανδοχέα, αλλά είχε και άλλοτε συναλλαγεί με αυτόν και τον γνώριζε ως αγαθό και τίμιο.
(7) Η λέξη βρίσκεται μόνο εδώ και στο ιθ 15 και πουθενά αλλού στην Κ.Δ. Συναντιέται όμως στους κλασικούς και τους Ο΄ (L).
(8) Τι αριστουργηματική περιγραφή! Τι ζωγράφος είναι ο συγγραφέας της! Πόσο θελκτικός στην αφήγησή του είναι εκείνος που μας διέσωσε αυτήν την διήγηση, ολοφάνερα με όλη την αρχική της δροσερότητα! (g)
10.36 τίς τούτων τῶν τριῶν(1) πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι(2) τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;
36 Ποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους τρεις κατά τη γνώμη σου αποδείχτηκε “πλησίον” εκείνου που έπεσε στους ληστές;»
(1) Ο Κύριος όχι μόνο αναγκάζει τον νομικό να απαντήσει ο ίδιος στο ερώτημά του, αλλά δείχνει ότι αυτό είχε τεθεί από πρίσμα όχι ορθό. Διότι το ερώτημα που αρχικά τέθηκε, Ποιος είναι ο πλησίον μου; αντικαταστάθηκε με το ερώτημα, Σε ποιον είμαι εγώ πλησίον; Σε ποιον οφείλω να προσφέρω τη βοήθειά μου ως πλησίον του; Και οι τρεις ήταν πλησίον αυτού που έπεσε στους ληστές. Και τα καθήκοντα του πλησίον επιβάλλονταν για εκτέλεση περισσότερο στον ιερέα και τον λευΐτη. Αλλά μόνο ο αλλοεθνής αναγνώρισε και εκτέλεσε αυτά (p). Ο Ιησούς για αποφυγή μακρών και σχολαστικών συζητήσεων, στις οποίες θα μπορούσαν να δημιουργηθούν πολλές δυσκολίες και μάλιστα από συζητητή αρνητικά διατεθειμένο ο οποίος κρατούσε τα όπλα στα χέρια, μεταφέρει το ζήτημα στο πεδίο των γεγονότων. Έτσι λοιπόν το ζήτημα λύθηκε με την ευσπλαχνία ενός Σαμαρείτη σε άνθρωπο πάσχοντα, άγνωστο σε αυτόν. Και η λύση αυτή της καρδιάς έδωσε απάντηση σε όλες τις θεωρητικές περιπτώσεις (L).
(2) Το «έγινε» καταλήγει στην έννοια του «κατέστη» ή «αποδείχτηκε» πλησίον. Οι πλησίον Ιουδαίοι αποδείχτηκαν ξένοι· ο ξένος Σαμαρείτης αποδείχτηκε πλησίον σε αυτόν που έπεσε στους ληστές. Δεν είναι λοιπόν το ομόφυλο και ομοεθνές, αλλά η αγάπη, η οποία αναδεικνύει τον κοντινό ή μακρινό μας άνθρωπο πραγματικό πλησίον (p).
10.37 ὁ δὲ εἶπεν, ῾Ο ποιήσας(1) τὸ ἔλεος(2) μετ᾽ αὐτοῦ(3). εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, Πορεύου(4) καὶ σὺ ποίει(5) ὁμοίως(6).
37 Ο νομοδιδάσκαλος απάντησε: «Εκείνος που τον σπλαχνίστηκε».
Τότε ο Ιησούς του είπε: «Πήγαινε, και να κάνεις κι εσύ το ίδιο».
(1) Ο νομικός επανέρχεται στο ερώτημα που έθεσε από την αρχή: «Τι να κάνω;». Έτσι λοιπόν αποφεύγει να χρησιμοποιήσει το μισητό όνομα του Σαμαρείτη (p).
(2) Με άρθρο, για να δηλώσει την συγκεκριμένη και γνωστή ήδη από την αφήγηση πράξη της ελεημοσύνης (δ). «Δεν ονόμασε πλησίον τον ιερέα, ούτε τον Λευΐτη αλλά εκείνον που οι Ιουδαίοι απέρριπταν στο δόγμα, τον Σαμαρείτη εννοώ, τον ξένο, που πρέσβευε πολλές βλασφημίες, εκείνον μόνο είπε πλησίον επειδή σε αυτόν βρέθηκε το έλεος» (Χ).
(3) Ποιώ μετά τινός. Εβραϊκός τρόπος έκφρασης συχνός στους Ο΄ (Γενεσ. κδ 12,Κριτ. α 24,η 35 κλπ.) ενώ στην Κ.Δ. είναι αποκλειστικά στον Λουκά (α 58,72,Πράξ. ιδ 27,ιε 4)(p).
(4) Πιο φυσικό είναι το «πήγαινε» να χωριστεί από τα επόμενα, ώστε το «και εσύ» να συνδεθεί με το «κάνε το ίδιο»=Πήγαινε και το ίδιο κάνε και εσύ.
(5) Η προστακτική σε ενεστώτα=Όχι μία φορά μόνο κάνε, αλλά συνεχώς και εξακολουθητικά σε όλη σου τη ζωή. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν ακολουθεί εδώ το «και θα ζήσεις» όπως στο στίχο 28. Ίσως διότι η παραβολή δεν λέει τίποτα για την αγάπη προς το Θεό, διότι σκοπός της ήταν να δοθεί απάντηση μόνο στο ερώτημα: Ποιος είναι ο πλησίον μου (p). Μόνη η ευεργεσία προς τον πλησίον δεν δίνει τη σωτηρία. Υπάρχει και η πρώτη εντολή, της οποίας η τήρηση είναι όχι λιγότερο απαραίτητη (g).
(6) Οι Πατέρες αρέσκονται στην μυστική ερμηνεία της παραβολής (p). Πρώτος λοιπόν ο Ω. και μετά από αυτόν ο Αμβρόσιος, ο Αυγουστίνος, ο Κ., ο Θφ., ο Ζ. εξηγούν αλληγορικά την παραβολή (δ). Ότι βεβαίως ο Χριστός παρουσίασε την μοναδική πραγματοποίηση του καλού Σαμαρείτη, είναι αναμφισβήτητο (p). Η εξήγηση όμως αυτή δεν μπορεί βεβαίως να απομακρύνει την φυσική και κατά γράμμα ερμηνεία, με την οποία ειπώθηκε η παραβολή και μόνο ως θεολογούμενο μπορεί να αναφέρεται στην πρακτική ιδίως εξήγηση του ευαγγελίου (δ). Η αλληγορική αυτή ερμηνεία στα κύρια σημεία της έχει ως ακολούθως: «Η παραβολή αυτή παρόλο που δημιουργήθηκε για να δείξει ποιος είναι ο πλησίον, αλλά όμως με σύντομο τρόπο υποδηλώνει το φιλάνθρωπο θείο σχέδιο του Σωτήρα μας. Διότι άνθρωπο μεν θα εννοήσουμε τον Αδάμ και τους καταγόμενους από τον Αδάμ ανθρώπους· ενώ κατάβαση από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, την οδό από την αρετή στην κακία» (Ζ).
«Διότι κατέβαινε η ανθρώπινη φύση από την φιλήσυχη και ειρηνική ζωή, στην εμπαθή ζωή. Δεν είπε όμως ότι Κατέβηκε, αλλά Κατέβαινε. Διότι πάντοτε η ανθρώπινη φύση είχε την κλίση προς τα κάτω» (Θφ), «από υψηλό τρόπο ζωής, σε ζωή χαμηλού επιπέδου. Διότι είναι υψηλή η Ιερουσαλήμ, ενώ χαμηλή η Ιεριχώ. Και έπεσε σε ληστές δαίμονες, οι οποίοι αφού έγδυσαν τα ρούχα της αρετής, τον φόβο του Θεού, τον οποίο είχε ντυθεί σαν χιτώνα και αφού προξένησαν πληγές ψυχικές, τραύματα αμαρτιών, τον κατέστησαν μισοπεθαμένο· Διότι ενώ έμεινε αθάνατος στην ψυχή, στο σώμα πέθανε» (Ζ).
Αλλά και «δεν ήταν τελείως απεγνωσμένη η ανθρώπινη φύση και δεν είχε θανατωθεί εντελώς, αλλά ήλπιζε ότι θα βρει την σωτηρία μέσω του Χριστού. Ιερέα και λευΐτη να εννοήσεις, σε παρακαλώ, το νόμο και τους προφήτες. Διότι αυτοί… δεν μπόρεσαν να καταστήσουν δίκαιη την ανθρώπινη φύση. Διότι είναι αδύνατον το αίμα ταύρων και τράγων και συγχωρήσει αμαρτίες… Αλλά ο Κύριος και Θεός μας, που για χάρη μας «έγινε κατάρα» (Θφ) και «τον οποίο οι άπιστοι Ιουδαίοι ονόμασαν Σαμαρείτη, πλησίασε και έδεσε το τραύμα με τον επίδεσμο της διδασκαλίας, επαλείφοντάς το με (λάδι) γλυκύτητα και με (κρασί) αυστηρότητα. Γιατί η διδασκαλία του αλλού μεν είναι ήπια και γλυκαίνει τον πόνο. Αλλού όμως είναι αυστηρή και προκαλεί τσούξιμο στην πληγή. Έτσι, μας ωφελεί και με τους δύο τρόπους, έχοντας σωστά αναμείξει και τα δύο αυτά στοιχεία» (Ζ).
«Και αφού έγινε ο Χριστός η απαρχή του γένους μας… πήρε τις ασθένειές μας και βάστηξε τις αρρώστιες μας. Για αυτό είπε, ότι αυτόν που έτυχε της θεραπείας, τον ανέβασε στο δικό του ζώο. Διότι μας πήρε πάνω στον εαυτό του, διότι είμαστε μέλη του σώματός του. Αλλά όμως τον πήγε και σε πανδοχείο. Πανδοχείο, βεβαίως, ονομάζει την εκκλησία, επειδή όλους τους δέχεται και τους χωράει… Και αφού τον μετέφερε εκεί, τον αξίωσε μεγαλύτερης φροντίδας. Διότι πράγματι, όταν συγκεντρώθηκε η Εκκλησία από τα νεκρά λόγω της πολυθεΐας έθνη, ο ίδιος ο Χριστός, όπως είναι γραμμένο, έμενε και περπατούσε μέσα σε αυτήν και πρόσφερε κάθε πνευματική χάρη. Για αυτό και στον προϊστάμενο του πανδοχείου (και αυτός θα μπορούσαμε να εννοήσουμε ότι συμβολίζει τους αποστόλους και τους μετά από αυτούς ποιμένες και διδασκάλους) αφού ανέβηκε στους ουρανούς, έδωσε δύο δηνάρια για να φροντίσει με επιμέλεια τον άρρωστο. Και πρόσθεσε ότι, Εάν ξοδέψεις κάτι περισσότερο, εγώ όταν ξαναέλθω θα στο ξεπληρώσω. Δύο δηνάρια εννοεί τις δύο διαθήκες, αυτήν του νόμου του Μωϋσή και των προφητών, και αυτήν που δόθηκε με τα ευαγγέλια και τις αποστολικές διατάξεις· και οι δύο είναι του ενός Θεού και έχουν την εικόνα του ενός βασιλιά που βρίσκεται στον ουρανό, όπως τα δηνάρια, και σφραγίζουν και τυπώνουν με τα ιερά λόγια στις καρδιές μας το ίδιο αποτύπωμα, επειδή ακριβώς και σε αυτές μίλησε το ίδιο Πνεύμα… Αυτά λοιπόν αφού τα πήραν οι ποιμένες των αγιώτατων εκκλησιών και αφού με κόπους και ιδρώτες επεξήγησαν περισσότερο τις διδασκαλίες και αφού δαπάνησαν επιπλέον από μόνοι τους και αφού με την δαπάνη αύξησαν περισσότερο (τα δηνάρια)… όταν γυρίσει ο δεσπότης κατά την τελευταία ημέρα, θα πουν ο καθένας· Κύριε, δύο δηνάρια μου έδωσες· να, αφού ξόδεψα επιπλέον από μόνος μου, έχω κερδίσει άλλα δύο δηνάρια, με τα οποία αύξησα το ποίμνιο» (Κ). Και ο Χριστός «θα αποδώσει σε όλους τις αμοιβές» (Ζ).
Στίχ. 38-42. Η Μάρθα και η Μαρία.
10.38 ᾽Εν δὲ(1) τῷ πορεύεσθαι(2) αὐτοὺς και αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην(3) τινά· γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα(4) ὑπεδέξατο αὐτόν εις τον οίκον αυτής(5).
38 Καθώς πορευόταν με τους μαθητές του ο Ιησούς, μπήκε σ’ ένα χωριό, και τον υποδέχτηκε σπίτι της κάποια γυναίκα που την έλεγαν Μάρθα.
(1) Όπως φαίνεται από το ακόλουθο «εν τω πορεύεσθαι» το επεισόδιο που εξιστορείται εδώ, συνέβη στο χρόνο κατά τον οποίο συνεχιζόταν το ταξίδι προς Ιερουσαλήμ, του οποίου η εξιστόρηση αρχίζει από το κεφ. θ 51 (g). Από την άλλη «ο Λουκάς μεν αποσιωπά το όνομα του χωριού, ο Ιωάννης όμως το αναφέρει σαφώς, λέγοντας ότι είναι η Βηθανία» (Ω). Πότε λοιπόν συμπίπτει η επίσκεψη αυτή του Κυρίου στη Βηθανία; Σύμφωνα με το Ιω. ι 22 φαίνεται ότι ο Ιησούς έκανε κάποια σύντομη επίσκεψη της Ιουδαίας κατά το μήνα Δεκέμβριο του τελευταίου έτους της δημόσιας δράσης του, με ευκαιρία την γιορτή των εγκαινίων. Τότε λοιπόν κατά πάσα πιθανότητα συνέβη η επίσκεψη αυτή. Μπορούμε δηλαδή να υποθέσουμε ότι ο Ιησούς διέκοψε προς στιγμήν το ταξίδι του που είχε σκοπό τον ευαγγελισμό, και επιχείρισε μία σύντομη εκδρομή στα Ιεροσόλυμα, ίσως το διάστημα που οι 70 εκτελούσαν την αποστολή που τους ανατέθηκε. Μετά από αυτό επέστρεψε, έτσι ώστε επικεφαλής των πολυπληθών μαθητών που τον συνόδευαν, να εξακολουθήσει την περιοδεία του (g). Παρεμβλήθηκε λοιπόν εδώ η αφήγηση αυτή, ίσως ως συμπληρωματική απάντηση στο ερώτημα: Τι να κάνω για να κληρονομήσω ζωή αιώνια; Μόνη η αγαθοεργία δεν αρκεί. Πρέπει κάποιος να βρίσκεται και σε στενή επικοινωνία με το Θεό (p).
(2) Υπάρχει και η γραφή «εν δε τω πορεύεσθαι» στην οποία παραλείπεται το εγένετο.
(3) «Το χωριό αυτό ήταν η Βηθανία. Διότι αυτό είπε ο Ιωάννης ότι ήταν το χωριό της Μαρίας και της Μάρθας (Ιω. ια 1)»(Ζ). Ο Κύριος τιμούσε με την επίσκεψή του όχι μόνο τις μεγαλουπόλεις, αλλά και αυτά τα μικρά χωριά, όπως ήταν η Βηθανία. Και στη Βηθανία παρουσιάζεται να φιλοξενείται. Μολονότι ήταν ο βασιλιάς της Σιών (Ιερουσαλήμ), δεν είχε σπίτι δικό του ούτε στην ίδια την Ιερουσαλήμ ούτε στη Βηθανία, η οποία ήταν προάστειο της Ιερουσαλήμ.
(4) Προφανώς η Μάρθα ήταν η οικοδέσποινα, πιθανώς επίσης και η μεγαλύτερη αδελφή. Ότι ήταν χήρα, αποτελεί απλή εικασία. Ότι ήταν σύζυγος του Σίμωνα του λεπρού είναι απίθανη εικασία. Τα ονόματα Μάρθα, Ελεάζαρ (Λάζαρος) και Σίμων βρέθηκαν σε παλαιό κοιμητήριο της Βηθανίας. Η σύμπτωση είναι περίεργη, οποιαδήποτε και αν είναι η εξήγηση αυτού του γεγονότος (p).
(5) Άλλη γραφή: εις την οικίαν, η οποία φαίνεται να είναι και η σωστότερη, αφού η γραφή «εις τον οίκον αυτής» είναι ερμηνεία αυτής. Και χωρίς όμως το «αυτής» ελάχιστη αμφιβολία απομένει, ότι το σπίτι ήταν της Μάρθας (p).
10.39 καὶ τῇδε(1) ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαριάμ(2), ἣ καὶ(3) παρακαθίσασα παρά τοὺς πόδας τοῦ Ιησού(4) ἤκουεν τὸν λόγον αὐτοῦ(5).
39 Αυτή είχε μια αδερφή που ονομαζόταν Μαρία, κι η οποία κάθισε στα πόδια του Ιησού και άκουγε τη διδασκαλία του.
(1) Αντί για το «σε αυτήν» σύμφωνα με το ύφος των Ο΄. Δες Γεν. κε 24,λη 27 (L).
(2) Ο Λουκάς παρουσιάζει εδώ την Μαρία (ή σύμφωνα με άλλη γραφή Μαριάμ), αδελφή της Μάρθας, ως πρόσωπο για το οποίο δεν έχει ποτέ ως τώρα μιλήσει. Δεν είναι λοιπόν ούτε η γυναίκα η αμαρτωλή, ούτε η Μαγδαληνή Μαρία (L).
(3) Την παρεμβολή αυτή του «και» διάφοροι ερμηνευτές την ερμήνευσαν με διάφορους τρόπους. Ή, η Μαρία όχι μόνο υποδέχτηκε όπως η Μάρθα τον Διδάσκαλο, αλλά κ α ι κάθισε στα πόδια του (p)· ή, η Μαρία είχε αρχίσει να διακονεί και αυτή, αλλά καταλαβαίνοντας ότι η διακονία για τα βιοτικά έχει όρια, διέκοψε την διακονία κ α ι κάθισε στα πόδια του (g), ή, η Μαρία όχι μόνο άκουγε τον Διδάσκαλο, αλλά κ α ι αφού την συνεπήρε η διδασκαλία του, κάθισε στα πόδια του (L). Η πρώτη και η τρίτη είναι οι πιθανότερες. Η Μαρία δεν έκανε μόνο εξωτερική υποδοχή και προετοιμασία φιλοξενίας στον Κύριο συμμετέχοντας έτσι στις εκδηλώσεις της αδελφής της Μάρθας, αλλά υποδέχτηκε αυτόν και εσωτερικά με το βάθος της ψυχής της και τον στοργικό σεβασμό της καρδιάς της (ο).
(4) Υπάρχει και η γραφή: παρακαθεσθείσα προς τους πόδας του Κυρίου. Το φαγητό δεν είχε ακόμη αρχίσει, διότι η Μάρθα το ετοίμαζε. Συνεπώς και η Μαρία δεν παρακάθισε σε τραπέζι μαζί με τον Ιησού αλλά κοντά στα πόδια του ως μαθήτριά του. Δες Πράξ. κβ 3 (p). Ο Ιησούς κουρασμένος από την οδοιπορία κάθισε, όπως φαίνεται, από την αφήγηση, αλλά αμέσως άρχισε να διδάσκει. Η Μαρία δεν ήταν μόνη κοντά του, αλλά φαινόταν προσεχτική περισσότερο από κάθε άλλον (L) όπως φανερώνει και ο παρατατικός ήκουεν=εξακολουθούσε να ακούει. Φαίνεται ότι ο Κύριος αμέσως μόλις μπήκε στο σπίτι της Μάρθας, άρχισε την διδασκαλία, διότι η Μαρία κάθισε για να τον ακούει, το οποίο υποδηλώνει συνεχή ανάπτυξη και ομιλία. Και διδασκόμαστε από αυτό, ότι οι επισκέψεις των φίλων μας πρέπει να κανονίζονται έτσι ώστε πάντοτε από αυτές να αποκομίζεται και κάποια πνευματική ωφέλεια. Το ότι εξάλλου κάθισε η Μαρία φανερώνει έντονη προσοχή. Δεν πηγαινοερχόταν ώστε να αρπάζει στο μεταξύ κάποια λέξη από το στόμα του Σωτήρα και έπειτα να απομακρύνεται πάλι. Αλλά κάθισε, ώστε να μην της ξεφύγει ούτε η παραμικρή λέξη.
(5) Η καλύτερη και πολυτιμότερη προσφορά μας από όσες έχουμε για τον Κύριο, είναι να καθόμαστε στα πόδια του ευλαβικά αναγνωρίζοντας αυτόν ως τον μόνο Κύριο και Διδάσκαλο και Λυτρωτή μας. Δεν πρέπει επίσης ποτέ να λησμονούμε, ότι οποιαδήποτε εξωτερική προσφορά και θυσία σε αυτόν, εάν δεν συνοδεύεται από την αφοσίωση και αγάπη της καρδιάς, αποβαίνει μία κενή και μάταιη επίδειξη. Τα ζώα του αγρού είναι δικά του και σε αυτόν ανήκει η γη και όλα όσα περιέχει. Εκείνο το οποίο ανήκει σε εμάς και είναι δικό μας, μολονότι και αυτό αυτός μας το έδωσε, είναι η καρδιά μας. Εγκάρδια ευγνωμοσύνη και αφοσίωση, ευλαβική υπακοή στο θέλημά του, να τι κυρίως ζητά από εμάς ο Κύριος. Δες Ψαλμ. μθ 8-15 (ο).
10.40 ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο(1) περὶ πολλὴν διακονίαν(2)· ἐπιστᾶσα(3) δὲ εἶπεν, Κύριε(4), οὐ μέλει σοι(5) ὅτι ἡ ἀδελφή μου(6) μόνην με κατέλιπεν(7) διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται(8).
40 Αντίθετα, η Μάρθα δούλευε ασταμάτητα για να τους περιποιηθεί. Πήγε λοιπόν στον Ιησού και του είπε: «Κύριε, δε νοιάζεσαι που η αδερφή μου με άφησε μόνη να σε περιποιούμαι; Πες της, λοιπόν, να με βοηθήσει».
(1) Το ρήμα περιεσπᾶτο =συρόταν από το ένα και από το άλλο μέρος και δείχνει κατάσταση εξωτερική συγχρόνως και ηθική (g). Κυρίως σημαίνει: τρέχω πάνω κάτω και απασχολώ ή ταράζω το νου (δ). Το ρήμα δημιουργεί αισθητή αντίθεση με το «παρακαθίσασα» που προηγήθηκε (p). Φαίνεται ότι η φυσική κλίση της Μάρθας ήταν να είναι δραστήρια και επιμελής στα οικιακά, έτσι ώστε το καθετί στο σπίτι να γίνεται στον καιρό του και με την τάξη του. Αυτό βεβαίως και σωστό και αρμόζον ήταν, δεν έπρεπε όμως να γίνεται με παραμέληση του μοναδικού προνομίου και της εξαιρετικής ευκαιρίας τα οποία τη στιγμή εκείνη παρέχονταν στη Μάρθα, να επικοινωνήσει με τον Ιησού και να ακούσει την ουράνια διδασκαλία του (ο).
(2) «Ετοίμαζε τα σχετικά με το φαγητό και την φροντίδα αυτού και των μαθητών του» (Ζ).
(3) Ο αόριστος ἐπιστᾶσα μαζί με το «δε», φανερώνει αιφνίδια μεταβολή στάσης (g)=Στάθηκε πάνω από τον Σωτήρα που είχε γύρει (δ).
(4) Η Μάρθα κάπως τολμηρά παραπονιέται στον ίδιο τον Κύριο (g).
(5) Υποδηλώνει οικειότητα και σχέση στενή που υπήρχε από παλιά (L)=δεν φροντίζεις; (δ). Δεν σε νοιάζει;
(6) Το ότι προτίμησε από το όνομα (η Μαρία) την λέξη η αδελφή μου, αποτελεί ένδειξη ότι η Μάρθα θεωρεί ότι αδικείται από την Μαρία (b)=σε τέτοιες στιγμές με αφήνει μόνη όχι κάποια άλλη, αλλά η ίδια η αδελφή μου. Ο θόρυβος και ο περισπασμός, τον οποίο προκαλούν οι εγκόσμιες φροντίδες και επιδιώξεις συχνά γίνονται αφορμή δυσαρεσκειών στις οικογένειες και καυγάδων μεταξύ συγγενών. Επιπλέον εκείνοι οι οποίοι αγαπούν περισσότερο τον κόσμο, γίνονται και εύκολοι στο να επικρίνουν και κατηγορούν εκείνους, οι οποίοι δεν τους μοιάζουν. Και ενώ δικαιολογούν την κοσμικότητά τους, είναι έτοιμοι να καταδικάσουν αυτούς που ασχολούνται με θρησκευτικές ασκήσεις και πράξεις, σαν με αυτές να παραμελούσαν αυτοί περισσότερο επείγον και αναγκαίο έργο.
(7) Υπάρχει και η γραφή κατέλειπεν=Ο παρατατικός φανερώνει ότι η εγκατάλειψη συνεχίζεται. Η λέξη δεν σημαίνει ότι η Μαρία άρχισε να βοηθά την Μάρθα και ότι στο μεταξύ, αφού διέκοψε, την εγκατέλειψε, αλλά ότι όφειλε να την έχει βοηθήσει και από την αρχή απείχε (p)
(8) Το σύνθετο συναντιλαμβάνομαι εμπερικλείει 3 ιδέες, παίρνω κάτι από μόνος μου, επιφορτίζομαι κάτι (το μέσο) αντί άλλου (αντί) και μαζί με αυτόν (συν) (g)· «να μου δώσει ένα χέρι στην διακονία» (Ζ), να με βοηθήσει (δ). Ζητά η Μάρθα την παρέμβαση του Κυρίου και απευθύνεται σαν σε ανώτερο για την διόρθωση αυτού που κακώς σύμφωνα με αυτήν συμβαίνει. Δεν έχει όμως δίκιο, όπως αποδεικνύει η απάντηση του Χριστού σε αυτήν. Πολλοί λοιπόν από αυτούς που απευθύνονται στο Θεό και αναπέμπουν δεήσεις και προσευχές σε αυτόν, δεν έχουν πάντοτε δίκιο για όσα του ζητούν, για αυτό βεβαίως και δεν ακούγονται.
10.41 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ιησούς(1), Μάρθα Μάρθα(2), μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ(3) περὶ πολλά(4),
41 Ο Ιησούς της αποκρίθηκε: «Μάρθα, Μάρθα, ασχολείσαι κι αγωνιάς για πολλά πράγματα,
(1) «Δες την στάση του Κυρίου. Δεν είπε προηγουμένως κάτι στη Μάρθα, πριν πάρει από εκείνη την αφορμή της επίπληξης. Όταν δηλαδή εκείνη επιχειρούσε να αποσπάσει την αδελφή της από την ακρόαση, τότε ο Κύριος αρπάζοντας την αφορμή, την μαλώνει» (Θφ).
(2) Η επανάληψη του ονόματος κρύβει έκφραση αγάπης και ενδιαφέροντος. Δες Λουκ. κβ 31,Πραξ. θ 4,Ματθ. ζ 21 (p).
(3) Το μεριμνάς (=φροντίζεις με ανησυχία)· αναφέρεται στην ανησυχία και απασχόληση της διάνοιας, ενώ το τυρβάζομαι στην εξωτερική ανησυχία (p). «Τύρβη είναι ο περισπασμός, η ενόχληση» (Ζ). Τυρβάζη=ταράζεις τον εαυτό σου ασχολούμενη με πολλά, όπως είναι τα σωματικά (δ). Υπάρχει και η γραφή θορυβάζη του ρήματος θορυβάζομαι (=θορυβούμαι) που δεν συναντιέται πουθενά, και του οποίου η έννοια πλησιάζει μάλλον στο μεριμνώ (g).
(4) «Διότι μέχρι τότε πρέπει να τιμούμε την φιλοξενία, μέχρις ότου δεν μας περισπά και δεν μας απομακρύνει από τα πιο αναγκαία. Όταν όμως αρχίσει να μας εμποδίζει από τα σπουδαιότερα, τότε πρέπει να προτιμούμε από αυτήν την ακρόαση των θείων. Μάλλον όμως, αν πρέπει να μιλήσουμε ακριβέστερα, δεν εμποδίζει την φιλοξενία ο Κύριος, αλλά τα πολλά-πολλά και την τύρβη, δηλαδή τον περισπασμό και την ταραχή» (Θφ).
10.42 ἑνὸς δέ ἐστιν χρεία(1)· Μαρία δε(2) τὴν ἀγαθὴν μερίδα(3) ἐξελέξατο ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται(4) απ’ αὐτῆς(5).
42 ενώ ένα μόνο χρειάζεται. Αυτό διάλεξε η Μαρία, και δεν πρόκειται να της το αφαιρέσει κανείς».
(1) Ή «ένα είδος φαγητού έχουμε ανάγκη να φάμε, οτιδήποτε, όχι ποικιλία φαγητών»· Ή, πιο σωστά «(ένα) την ακρόαση των λόγων μου. Διότι δεν ήλθα για να έχω απολαύσεις, αλλά για να σας διδάξω» (Ζ)· για τη σωτηρία της ψυχής υπάρχει ανάγκη· για τον Ιησού και τον λόγο του με τον οποίο επιτυγχάνεται η σωτηρία, υπάρχει ανάγκη (g). Υπάρχει και η γραφή: «ολίγων δε εστί χρεία ή ενός».=Το «ολίγων» αντιτίθεται στο «πολλά» και το «ένα» έχει διπλή σημασία, εν μέρει αντιτίθεται στο «περί πολλά» και εν μέρει είναι προληπτικό του «αγαθήν μερίδα». Δηλαδή δεν υπάρχει ανάγκη εξεζητημένου γεύματος· λίγα πράγματα ή ένα μόνο θα ήταν αρκετό. Πράγματι μία μερίδα είναι αναγκαία. Αυτή την οποία διάλεξε η Μαρία (p). «Ωφελεί λοιπόν πάλι και με αυτά τα λόγια ο Σωτήρας τους μαθητές του, ώστε να μάθουν, πώς και με ποιο τρόπο πρέπει να μένουν στα σπίτια όσων τους υποδέχονται. Πρέπει δηλαδή μπαίνοντας, να μην ξαπλώνουν σε ανέσεις, ούτε βεβαίως να δίνουν την εντύπωση καθόλου ότι λόγω αυτής της αιτίας μένουν σε κάποιους, αλλά μάλλον για να τους γεμίσουν με μαθήματα θεία και ιερά. Αυτοί, από την άλλη, που τους ανοίγουν το σπίτι, να τους υποδέχονται χαρούμενοι και πρόθυμοι· όχι σαν να δίνουν κάτι μάλλον, αλλά σαν αυτοί να παίρνουν με διπλό τρόπο. Διότι πρώτον μεν, θα εντρυφήσουν στις ιερές διδασκαλίες αυτών που φιλοξενούν και έπειτα μαζί με αυτό, θα κερδίσουν και τον μισθό της φιλοξενίας. Όταν λοιπόν δέχονται στο σπίτι τους αδελφούς, να μην ζητούν όσα είναι πάνω από τη δύναμη και την ανάγκη. Διότι φέρνει λύπη παντού σε κάθε πράγμα το περιττό. Διότι προκαλεί σε αυτούς που θέλουν να φιλοξενούν, κόπο και γίνεται πρόξενο κούρασης σε αυτούς που ετοιμάζουν το γεύμα» (Κ).
(2) Υπάρχει και η γραφή Μαριάμ γαρ=Κακώς λοιπόν ανησυχείς, διότι η Μαρία διάλεξε…
(3) Η παρομοίωση είναι από δείπνο (b) και των μερίδων του φαγητού που διανέμονται σε αυτό. Η μερίδα της Μάρθας δεν κατακρίνεται, αλλά της Μαρίας επαινείται (Βέδας). Δεν γίνεται κάποια σύγκριση. Αλλά υπονοείται ότι η εκλογή της Μάρθας είναι υποδεέστερη. Σε σύγκριση με αυτήν της Μαρίας δεν μπορεί να ονομαστεί «η αγαθή μερίδα» ή το «ένα του οποίου υπάρχει ανάγκη», παρόλο που δεν κατακρίνεται ως κακή (p). «Διότι είναι μεγάλο το αγαθό της φιλοξενίας, το οποίο έδειχνε η Μάρθα, και δεν απορρίπτεται· είναι όμως ανώτερο το να προσέχει κάποιος τα πιο πνευματικά λόγια» (Θφ). «Είπε λοιπόν την αγαθή μερίδα, όχι επειδή η άλλη είναι πονηρή, αλλά αγαθή εδώ ονόμασε την καλύτερη. Διότι ενδέχεται από δύο καλά, το ένα να είναι καλύτερο» (Ζ).
(4) «Διότι με εκείνο (το οποίο η Μάρθα έδειχνε) το σώμα τρέφεται, ενώ με αυτό η ψυχή παίρνει ζωή» (Θφ). «Διότι τον μεν είναι σωματικό, το δε πνευματικό» (Ζ) και για αυτό άφθαρτο και που δεν μπορεί να αφαιρεθεί από αυτήν.
(5) Θεωρήθηκαν συχνά οι δύο αδελφές ότι εκπροσωπούν δύο πλευρές επαινετές της χριστιανικής ζωής· η μία της εσωτερικής αφοσίωσης, η άλλη της εξωτερικής πράξης (g). «Εύλογα λοιπόν θα μπορούσε να θεωρήσεις ως Μάρθα, από τη μία» «την πρακτική αρετή, ενώ ως Μαρία, την θεωρία». «Η Μάρθα με πιο σωματικό τρόπο υποδέχτηκε τον λόγο στο σπίτι της, στην ψυχή», «με το να υπηρετεί την σωματική φροντίδα του Κυρίου»· «η Μαρία, από την άλλη, άκουγε πνευματικά αυτόν με την θεωρία μόνη και αφοσιώθηκε στα πνευματικά». «Και επειδή ήταν διπλός ο Χριστός, η μεν ανέπαυσε αυτό που φαινόταν σε αυτόν· ενώ η άλλη υπηρετούσε το αόρατο μέρος του· αυτός λοιπόν, της μεν την προθυμία δεν την κατηγόρησε· της δε την διάθεση την επαίνεσε. Διότι της μεν το έργο ήταν χρησιμότατο, ενώ της άλλης υψηλότερο» (Ω Θφ Ζ). Παρ’ όλα αυτά σύμφωνα με το κείμενο η αγαθή μερίδα δεν μοιράστηκε μεταξύ των δύο αδελφών, αλλά ανήκει εξ’ ολοκλήρου στην Μαρία (g). Αξιόλογη και η παρακάτω τροποποίηση της πιο πάνω εκδοχής: Από το επεισόδιο αυτό θα φαινόταν, ότι δύο τρόποι υπάρχουν να διακονεί κάποιος τον Κύριο: ο της δραστήριας εργασίας και ο της ήσυχης λατρείας. Δεν εννοούμε με αυτό, ότι αυτοί που με τον δεύτερο τρόπο διακονούν τον Κύριο δεν πρέπει να ασχολούνται με τίποτα άλλο παρά μόνο με τη θρησκευτική λατρεία· αλλά ότι η κυρίαρχη φροντίδα σε αυτούς είναι να διακονούν τον Κύριο απερίσπαστοι από κοσμικές φροντίδες. Δύο λοιπόν τάξεις Χριστιανών υπάρχουν· αυτοί που μοιάζουν με την Μάρθα και αυτοί που μοιάζουν με την Μαρία. Και οι δύο όμως τάξεις οφείλουν να δοξάζουν τον Κύριο με την προσωπική η κάθε μία κλήση και κατεύθυνση. Εάν οι πρώτοι εργάζονται απασχολούμενοι από έργα βιοτικά, για τη δόξα του Θεού πρέπει να πράττουν αυτό. Και εάν οι δεύτεροι λατρεύουν τον Κύριο, από εσωτερική αφοσίωση και αγάπη σε αυτόν πρέπει να πράττουν αυτό. Και επιπλέον οι δύο αυτές τάξεις δεν διάλεξαν μόνες και από μόνες τους τον τρόπο, με τον οποίο θα υπηρετήσουν τον Κύριο, αλλά κλήθηκαν από αυτόν τον ίδιο σε αυτή ή σε εκείνη την τάξη. Η ανάγκη να εργαστούμε για απόκτηση των αναγκαίων της πρόσκαιρης ζωής, οι κλήσεις της οικογενειακής ζωής, οι υποχρεώσεις του επαγγέλματος ή της θέσης, στην οποία βρέθηκε κάποιος για να πορίζεται όσα είναι για τη συντήρησή του, οι περιστάσεις γενικά κάτω από τις οποίες ζούμε, είναι ενδείξεις με τις οποίες ο Θεός καθορίζει τον δρόμο της Μάρθας σε πολλούς (Newman)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Στίχ. 1-13. Η Κυριακή προσευχή και η επιμονή στην προσευχή.
11.1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν τόπῳ τινὶ προσευχόμενον(1), ὡς ἐπαύσατο, εἶπέν τις τῶν μαθητῶν(2) αὐτοῦ πρὸς αὐτόν, Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς(3) προσεύχεσθαι(4), καθὼς καὶ ᾽Ιωάννης(5) ἐδίδαξεν τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ(6).
1 Κάποτε ο Ιησούς προσευχόταν σ’ έναν τόπο. Όταν τελείωσε, ένας από τους μαθητές του τού είπε: «Κύριε, δίδαξέ μας πώς να προσευχόμαστε, όπως κι ο Ιωάννης δίδαξε τους μαθητές του».
(1) Μολονότι συνέχιζε την πορεία του, ο Κύριος παρέμενε πιστός στις συνήθειες της προσωπικής αφοσίωσής του και της εκδήλωσης της ευλάβειάς του προς τον Θεό, ως άνθρωπος. Δεν αρκούνταν μόνο στη σταθερή διεύθυνση και στροφή της ψυχής προς τον Πατέρα του, στην οποία συνήθως περικλείουν την έννοια της θεόπνευστης προτροπής «Ασταμάτητα να προσεύχεστε», αλλά είχε στη ζωή του και ειδικά καθορισμένες στιγμές, αφιερωμένες εξ’ ολοκλήρου στην προσευχή (g). «Διότι αν έφαγε και ήπιε και τον βρίσκουμε να κοιμάται, που είναι το παράξενο αν, αφού ερχόμενος στα δικά μας μέτρα και εκπληρώνοντας ανθρώπινο καθήκον, δεν σταμάτησε να ασχολείται με την προσευχή, ώστε και εμάς να διδάξει να μην είμαστε ράθυμοι σε αυτό;… Διότι έπρεπε σε κάθε αγαθό και ωφελιμότατο πράγμα, να γίνει για μας αρχή και δάσκαλος όχι κάποιος άλλος μάλλον, αλλά αυτός που είναι ο πρώτος σε όλα και δέχεται τις προσευχές από όλους» (Κ). Ο Κύριος όπως φαίνεται και από την προσευχή που προηγήθηκε από την εκλογή των 12 αποστόλων, αλλά και από την προσευχή στη Γεθσημανή, ουδέποτε επιχειρούσε κάποιο μεγάλο έργο, χωρίς προηγουμένως να προσευχηθεί θερμά και με διάρκεια προς τον Πατέρα του. Προσευχόταν στον Πατέρα του και για να εκδηλώσει την προς αυτόν αφοσίωσή του, λατρεύοντας αυτόν με όλες τις πνευματικές του δυνάμεις και αποσπώμενος ως άνθρωπος από τον υλικό κόσμο για να συνενωθεί ως αντιπρόσωπος δικός μας με την ένδοξη στρατιά των αγγέλων και μαζί με τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ, τα οποία πάντα ζουν στο φως της θείας επικοινωνίας κράζοντας Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ.
(2) «Αυτός ο μαθητής ήταν από τους εβδομήντα… Διότι βλέποντας ότι ο διδάσκαλος ζούσε και θέσπιζε καινούργιο τρόπο ζωής, ζήτησε και καινούργια προσευχή κατάλληλη για αυτόν τον τρόπο ζωής» (Ζ). Τα χαρίσματα τα οποία βλέπουμε στους άλλους, πρέπει να μας διεγείρουν ώστε και εμείς να ζηλεύουμε αυτά. Ο ζήλος τους πρέπει να προκαλεί και εμάς σε μίμηση. Γιατί και εμείς να μην είμαστε όπως αυτοί; Πρόσεξε όμως στο ότι ο μαθητής αυτός πλησίασε να ρωτήσει τον Ιησού «μόλις σταμάτησε». Διότι δεν ήθελε να διαταράξει αυτόν όταν προσευχόταν, έστω και αν ο σκοπός του ήταν αγαθός. Υπάρχει καιρός κατάλληλος για κάθε πράγμα.
(3) Μιλά όχι μόνο από μόνος του και για τον εαυτό του, αλλά και εξ’ ονόματος των άλλων (b).
(4) Δίδαξέ μας να προσευχόμαστε. Δώσε μας κανόνα ή τύπο σύμφωνα με τον οποίο να προσευχόμαστε. Δίδαξέ μας τι είναι η προσευχή· διέγειρε την προθυμία μας στο καθήκον αυτό· οδήγησέ μας πώς να προσευχόμαστε· δίδαξέ μας τις κατάλληλες λέξεις, τις οποίες ενδείκνυται να μεταχειριζόμαστε στην προσευχή· δώσε μας στόμα και σοφία στην προσευχή, ώστε να λέμε τα πρέποντα πάντοτε σε αυτήν.
(5) Ο καλός διδάσκαλος οφείλει και ειδικά να διδάσκει τους ακολούθους του να προσεύχονται σωστά. Ο Ιωάννης παρ’ όλα αυτά δεν είχε διδάξει τους μαθητές του να ονομάζουν το Θεό Πατέρα, διότι υπήρξε προνόμιο που επιφυλάχτηκε ειδικά στον Υιό του Θεού να δώσει τη δύναμη και το δικαίωμα αυτό στους μαθητές του (b).
(6) Όταν ο Κύριος προσευχόταν, επικρατούσε σιγή βαθιά μεταξύ των μαθητών. Εξακολούθησε λοιπόν αυτή και για κάποιες στιγμές μετά την κατάπαυση της προσευχής, για να διακοπεί αυτή με την ερώτηση την οποία πρόβαλε ο μαθητής. Η όλη έκφραση του σ. δείχνει την βαθιά εντύπωση, η οποία είχε προκληθεί στους μαθητές και τον βαθύ σεβασμό, με τον οποίο ο μαθητής υπέβαλε το αίτημά του (ο).
11.2 εἶπεν δὲ αὐτοῖς, ῞Οταν προσεύχεσθε, λέγετε(1), Πάτερ(2) ημών ο εν τοις ουρανοίς (3), ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου(4)· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου(5)· γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ(6), και επί της γης(7)·
2 Κι ο Ιησούς τους είπε: «Όταν προσεύχεστε να λέτε: Πατέρα μας, που βρίσκεσαι στους ουρανούς, κάνε να σε δοξάσουν όλοι ως Θεό, κάνε να έρθει η βασιλεία σου,
κάνε να γίνει το θέλημά σου και από τους ανθρώπους όπως γίνεται από τις ουράνιες δυνάμεις.
(1) Ο Ματθαίος τοποθετεί την παράδοση της Κυριακής προσευχής στους μαθητές πολύ νωρίτερα, στην επί του όρους ομιλία. (δες Ματθ. στ 9-15 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις). Ο Χριστός είναι δυνατόν να απήγγειλε την προσευχή αυτή την πρώτη φορά αυτόματα σε ευρύτατο κύκλο μαθητών, και έπειτα πάλι με την αίτηση ενός από τους μαθητές σε στενότερο κύκλο μαθητών, οι οποίοι δεν ήταν παρόντες όταν την πρώτη φορά την παρέδωσε ο Κύριος (p). Υπάρχουν διαφορετικές γραφές, αρκετά σοβαρές στα παλαιότερα χειρόγραφα. Σύμφωνα με τα αλεξανδρινά χειρόγραφα ο στίχος έχει ως εξής: «Πάτερ· αγιασθήτω το όνομά σου· ελθέτω η βασιλεία σου», οπότε παραλείπεται τελείως το αίτημα «γενηθήτω… και επί της γης». Υπάρχουν μερικές διαφορές στην Κυριακή προσευχή ανάμεσα στον Ματθαίο και τον Λουκά. Από αυτό φαίνεται, ότι ο Χριστός δεν αποσκοπούσε να δέσει τους μαθητές του σε μόνες τις λέξεις, τις οποίες περιλάμβανε στον τύπο της προσευχής, τον οποίο τους παρέδιδε, διότι σε τέτοια περίπτωση δεν θα υπήρχαν οι διαφορές αυτές μεταξύ Ματθαίου και Λουκά. Ο Κύριος θέλησε γενικά και στις κύριες γραμμές του, να μας δώσει τον τύπο της αρεστής στο Θεό προσευχής και μας αφήνει ελεύθερους στο πνεύμα αυτό να διαμορφώνουμε τις προσευχές μας.
(2) «Τι πολλή αφθονία! Τι γαλήνη ασύγκριτη και που μόνο σε αυτόν πρέπει! Χαρίζει σε μας την δική του δόξα, ανεβάζει τους δούλους σε ελεύθερο αξίωμα και επιθυμεί να ονομάζουμε Πατέρα τον Θεό διότι ανήκουμε στην τάξη των υιών… Διότι έχουμε διαμορφωθεί στο να είμαστε γιοι, με την πνευματική γέννηση, που τελείται σε εμάς όχι από σπέρμα φθαρτό μάλλον, αλλά με λόγο του ζωντανού Θεού (Ιακ. α 18)» (Κ), «και δεν μας ανεβάζει στη φύση του Θεού, αλλά μεταδίδει την χάρη και χαρίζει σε μας το δικό του αξίωμα» (Ω). «Προστάζει λοιπόν να έχουν θάρρος και να λένε στις προσευχές «Πατέρα». Και πάρα πολύ σχεδιασμένα δίνει στους προσευχομένους και καταλάβουν και το εξής· αν δηλαδή αποκαλούμε Πατέρα το Θεό και αξιωθήκαμε της τόσο λαμπρής τιμής, πώς δεν θα ζήσουμε με τρόπο άξιο σε σχέση με αυτόν που μας τίμησε; Αυτό είπε ένας από τους αγίους αποστόλους· Αν επικαλείστε με την ονομασία «πατέρα» αυτόν που κρίνει, χωρίς να υπολογίζει πρόσωπα, σύμφωνα με το έργο του καθενός, με φόβο να ζείτε τον χρόνο της προσωρινής σας διαμονής στη γη (Α΄Πέτρ. α 17)» (Κ). Είναι ο Πατέρας μας, ο κοινός πατέρας όλης της ανθρωπότητας, λόγω της δημιουργίας. «Δεν είναι ένας ο πατέρας όλων μας; Δεν μας έπλασε ένας Θεός;» (Μαλ. β 10). Δες και Πράξ. ιζ 28. Αλλά ειδικότερα είναι Πατέρας των αγίων με την αναγέννηση και υιοθεσία. Δες Εφεσ. α 5,Γαλ. δ 6. Και εφόσον είναι Πατέρας μας, θα μας σπλαχνιστεί στις ασθένειες και αδυναμίες μας (Ψαλμ. ρβ 13), θα μας λυπηθεί (Μαλ. γ 17), δεν θα μας αρνηθεί οτιδήποτε καλό (Λουκ. ια 11-13). Μπορούμε λοιπόν με θάρρος να τον πλησιάζουμε ως Πατέρα μας. Και όταν μεν αμαρτάνουμε, μετανοώντας για τις αμαρτίες μας πρέπει να προσβλέπουμε προς αυτόν ως προς Πατέρα, όπως ο άσωτος γιος (Λουκ. ιε 18) ζητώντας την άφεση και ευσπλαχνία του. Όταν πάλι ερχόμαστε για να ζητήσουμε χάρες από αυτόν και ειρήνη και την κληρονομιά και ευλογία των παιδιών, μας δίνει θάρρος το ότι ερχόμαστε στο Θεό όχι σαν σε κριτή εκδικητή, αλλά σαν σε στοργικό και συμφιλιωμένο με μας Πατέρα. Τι προνόμιο πράγματι, εμείς οι φτωχοί αμαρτωλοί, που πέσαμε από την κατάσταση στην οποία ο Δημιουργός μάς είχε υψώσει, που δεν έχουμε κανένα δικαίωμα ούτε καν να αντικρύζουμε το πρόσωπό του, να παίρνουμε την άδεια από αυτόν τον Σωτήρα να ονομάζουμε το Θεό Πατέρα μας. Το χάσμα λοιπόν ανάμεσα σε μας και το Θεό γεφυρώθηκε και το ανίατο τραύμα της αμαρτίας θεραπεύτηκε. Και το αποτέλεσμα αυτό, το οποίο θαύμασε ολόκληρος ο ουράνιος κόσμος, επήλθε ως συνέπεια του σταυρικού παθήματος του Χριστού. Όταν λοιπόν λέμε «Πατέρα μας», ας θυμόμαστε συγχρόνως και τον Σταυρό του Κυρίου. Το δικαίωμά μας αυτό εξαγοράστηκε ακριβά και πληρώθηκε με τίμημα ανυπολόγιστης αξίας, με το πολύτιμο δηλαδή αίμα του Κυρίου. Μέσω του Χριστού ονομάζουμε το Θεό Πατέρα μας. Μην ξεχνάμε ακόμη, ότι κάθε προνόμιο και δικαίωμα είναι συνδεδεμένο και με αντίστοιχο καθήκον. Πράγματι· εάν ο Θεός είναι Πατέρας μας, θεμελιώδες καθήκον μας είναι να συμπεριφερόμαστε ως παιδιά αντάξια τέτοιου Πατέρα προσέχοντας να μην βλασφημείται και κακολογείται το όνομα του πατέρα από τον άτακτο και σκανδαλιστικό βίο μας.
(3) Ο Ω. έχοντας υπόψη χειρόγραφο που παραλείπει την φράση, παρατηρεί: «Ο Ματθαίος μεν προσθέτει στο «Πάτερ ημών», το «εν τοις ουρανοίς», επειδή μιλούσε για τη βασιλεία των ουρανών και επειδή διηγείται ότι ο Σωτήρας δίδασκε τους παρόντες μετά τους μακαρισμούς και τον λόγο σχετικά με την προσευχή. Ο Λουκάς όμως, επειδή διδάσκει για τη βασιλεία του Θεού σε όλο το ευαγγέλιό του, αποσιώπησε το «εν τοις ουρανοίς», διδάσκοντας ότι το θείο είναι υψηλότερο και ανώτερο από τόπο… και ούτε το «να σωθούμε από τον πονηρό» προσθέτει (ο Λουκάς), όπως το λέει ο Ματθαίος» (Ω). Μας διδάσκει να λέμε στην προσευχή Πατέρα μας που είσαι στους ουρανούς, έτσι ώστε να μας γίνει περισσότερο οικείος ο κόσμος πάνω από εμάς και για να προετοιμαζόμαστε καλύτερα για αυτόν. Και είναι μεν πανταχού παρών ο Θεός, στον ουρανό όμως φανερώνει περισσότερο την δόξα του, διότι «στον ουρανό ετοίμασε τον θρόνο του» (Ψαλμ. ρβ 19) και εκεί πρέπει και εμείς να κατευθύνουμε τις προσευχές μας, διότι και ο Χριστός ο μεσίτης και αρχιερέας εκεί είναι τώρα και εκεί υπάρχει ο θρόνος της χάρης του.
(4) Η λέξη όνομα εδώ, δεν είναι απλή περίφραση για να δηλώσει το Θεό. Υπονοεί τις ιδιότητες του Θεού που έχουν αποκαλυφθεί σε μας και την σχέση του με μας (p). «Άραγε παρακαλούμε να γίνει προσθήκη αγιασμού στον πανάγιο Θεό; Καθόλου. Διότι είναι πλήρης από τον εαυτό του και έχει κάθε τελειότητα μέσα στον εαυτό του και αυτός είναι που χορηγεί στην κτίση αγιασμό από τη δική του πληρότητα. Αλλά μαζί με αυτά επίσης, είναι ανόητο και άξιο για γέλια, το να νομίζει κάποιος ότι, αυτοί που προσεύχονται κάνουν τις προσευχές όχι για τους εαυτούς τους αλλά για το Θεό… Δεν παρακαλούμε λοιπόν να υπάρξει προσθήκη αγιασμού στον Θεό που κυριαρχεί στα πάντα… αλλά σε εμάς, λέει, ας είναι άγιο το όνομά σου. Διότι αυτό σημαίνει το «ας αγιαστεί». Και παρακαλούμε αυτό, όχι μόνο για τους εαυτούς μας, αλλά και για όλο τον κόσμο. Διότι σκέψου ότι σε αυτούς που δεν έχουν ακόμη πλουτίσει με το φως της αλήθειας, ούτε παραδέχτηκαν την πίστη, ακόμη περιφρονείται το όνομα του Θεού. Διότι δεν το θεωρούν ακόμη αυτοί ότι είναι άγιο και ιερό και προσκυνητό» (Κ). «Αν λοιπόν η ονομασία «Θεός» μπαίνει από αυτούς που απιστούν στην αλήθεια στα αγάλματα και στα δαιμόνια και στην κτίση αντί για τον κτίστη, δεν έχει λοιπόν ακόμη αγιαστεί το όνομα του Θεού ούτε έχει διαχωριστεί από αυτά, από τα οποία πρέπει αυτός [ο Θεός] να διαχωριστεί. Μας διδάσκει λοιπόν να προσευχόμαστε να συμβεί γρήγορα το καλό τέλος, για να εφαρμοστεί η ονομασία «Θεός» στον Κύριο, ως τον μόνο αληθινό Θεό» (Ω). Επίσης «ας αγιάζεται, λέει, από εσάς, δηλαδή να ομολογείται άγιος. Διότι πράγματι είναι αυτό από τη φύση του… Διότι η έννοια «άγιος», ως προς την ουσία της, δεν αρμόζει σε τίποτα από όσα ήλθαν στην ύπαρξη από την ανυπαρξία, αλλά αρμόζει σε μόνη την ανώτατη και πάνω από όλα φύση [τον Θεό]. Όταν λοιπόν πιστεύουμε, ότι είναι άγιος από τη φύση του… τότε ομολογούμε μαζί ότι είναι και Θεός αληθινός, και επιπλέον είναι και ξεχωριστός από τα υπόλοιπα και είναι και σε μέγιστη υπεροχή» (Κ). Μάθε πώς πρέπει να ενεργείς και να συμπεριφέρεσαι ώστε και μέσα από σένα να δοξάζεται το όνομα του Θεού. Α) Δεν αγιάζει το όνομα του Θεού εκείνος ο οποίος όσες φορές μιλά για αυτόν, δεν πράττει αυτό με μέγιστη ευλάβεια και βαθύτατο σεβασμό. Β) Εκείνος ο οποίος θέλει να αγιάζεται και μέσω αυτού του όνομα του Θεού, οφείλει να είναι πολύ επιμελής στη συμμετοχή στη δημόσια και κοινή λατρεία. Αυτός που είναι ανελλιπώς στο ναό του Κυρίου και συμμετέχει στη λατρεία σε αυτόν, τιμά δημόσια και δοξάζει τον Θεό. Γ) Απαραιτήτως όμως οφείλει αυτός να ρυθμίζει έτσι τον βίο και την γενικότερη συμπεριφορά του, να φέρεται έτσι στην εξάσκηση του επαγγέλματός του, να κανονίζει έτσι τις σχέσεις του με όλους τους ανθρώπους, ώστε με όλα αυτά να φαίνεται σαφώς, ότι η δόξα του Θεού είναι το κύριο ελατήριο και ο κύριος σκοπός όλων των ενεργειών του. Ο Κύριός μας είπε ότι η ζωή των μαθητών του πρέπει να λάμπει με τα έργα της αρετής έτσι, ώστε όλοι βλέποντας τα καλά τους έργα να δοξάζουν τον ουράνιο Πατέρα τους.
(5) Η φράση «η βασιλεία του Θεού» σημαίνει τη νέα τάξη, που σε καθορισμένο χρόνο εγκαθιδρύθηκε από τον Χριστό και αναπτύσσεται στη γη με την πίστη σε αυτόν, έως ότου κάθε θέληση υποταχτεί ελεύθερα στη θέληση του Θεού και με την υποταγή αυτή προέλθει η εξωτερική και κοινωνική κατάσταση, η οποία θα πραγματοποιήσει τον προορισμό της ανθρωπότητας που έχει θέσει το σχέδιο του Θεού (g). Η έννοια του αιτήματος είναι: Η κυριαρχία σου ας επεκταθεί από τους ουρανούς και στον κόσμο αυτόν (στον οποίο ήδη κοσμοκράτωρ είναι ο σατανάς) έτσι ώστε να εξαλειφθεί κάθε κακία (p). Πατέρα, ας αγιαστεί και ας δοξαστεί το όνομά σου και ας κυριαρχήσει η βασιλεία σου και ας γίνει το θέλημά σου και στην γη αυτή, η οποία είναι αποξενωμένη από εσένα και το θέλημά σου, όπως δοξάζεται το όνομά σου και κυριαρχεί η βασιλεία σου και γίνεται το θέλημά σου στον ουρανό ο οποίος είναι εξ’ ολοκλήρου αφοσιωμένος και παραδομένος σε σένα. «Ας έλθει η βασιλεία σου, για να καταργηθεί μεν κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη αλλά και κάθε βασιλεία του κόσμου και η αμαρτία που βασιλεύει στα θνητά μας σώματα, και σε όλα αυτά να βασιλεύσει ο Θεός… Αυτά βεβαίως θα μπορούσε κανείς να τα ζητήσει και για την βασιλεία που σχετίζεται με τον καθένα χωριστά. Ας μην βασιλεύει πια εναντίον μου ο θάνατος, ούτε να με σέρνει με την αμαρτία αιχμάλωτο, αλλά ας έλθει σε μένα η βασιλεία σου, ώστε να περιέλθουν σε ανυπαρξία τα πάθη που τώρα εξουσιάζουν και βασιλεύουν» (Ω). Αξιοσημείωτη και η επόμενη: «Αφού όμως πάντοτε βασιλεύει και εξουσιάζει τα πάντα ο Θεός, τι νόημα έχει το «Ας έλθει η βασιλεία σου»; Αυτοί που λένε αυτό στις προσευχές, φαίνεται ότι επιθυμούν να δουν να λάμψει πάλι στον κόσμο ο Σωτήρας των όλων Χριστός. Διότι θα έλθει, θα έλθει και θα κατέβει κριτής και όχι τότε με την ταπεινή μορφή της δικής μας φύσης, αλλά με δόξα που πρέπει σε Θεό με συνοδεία αγγέλων, για να κρίνει τον κόσμο… Οι παράνομοι λοιπόν και βέβηλοι δεν θα έπρεπε με κανέναν τρόπο να λένε στις προσευχές «Ας έλθει η βασιλεία σου»… Ζητούν λοιπόν οι άγιοι να φτάσει ο καιρός της ολοκληρωτικής βασιλείας του Σωτήρα μας, επειδή βεβαίως κοπίασαν σε όσα έπρεπε και ζητούν τις αμοιβές για όσα ήδη έπραξαν. Διότι έχουν θάρρος ότι θα καταστούν λαμπροί» (Κ). Καθένας που απευθύνει το αίτημα «ας έλθει η βασιλεία σου» προσεύχεται, ώστε όλοι οι άνθρωποι και γενικά τα πάντα να κυβερνιούνται από τους νόμους του Χριστού, καθετί αντίθετο με το πνεύμα του ευαγγελίου να διωχτεί από τον κόσμο, κάθε πικρία, κάθε κακεντρέχεια, κάθε ψεύδος, κάθε απάτη να φύγει και εξαφανιστεί, κάθε φιληδονία και κάθε ξένο με την αγάπη του Θεού να γίνει άγνωστο μεταξύ των ανθρώπων και ο σταυρός του Χριστού να γίνει ο κανόνας με τον οποίο οι άνθρωποι θα μετρούν τα πάντα.
(6) «Αυτοί που λένε αυτό, παρακαλούν να δοθεί δύναμη στους ανθρώπους στη γη, ώστε να κάνουν το θέλημα του Θεού και να μιμούνται τον υψηλό και ουράνιο τρόπο ζωής, αυτόν βεβαίως, εννοώ, που έχουν οι άγιοι άγγελοι· έτσι ώστε, όπως ο Παύλος λέει, αν και περπατούν στη γη να έχουν τη ζωή τους στον ουρανό. Μαζί με αυτά όμως λέμε ότι, αυτοί που λένε «Ας γίνει το θέλημά σου» ζητούν να δουν την καταστροφή της αμαρτίας… Διότι θέλημα του Θεού που εξουσιάζει τα πάντα, είναι, όσοι είναι στη γη να ζουν άγια, έτσι ώστε η εκκλησία που βλέπουμε στη γη να είναι κατά κάποιο τρόπο απομίμηση και εικόνα της εκκλησίας των πρωτογέννητων, της ουράνιας εκκλησίας εννοώ, και έτσι να ευφραίνει πλήρως το Χριστό» (Κ). Το αίτημα «ας γίνει το θέλημά σου» υπονοεί πλήρη υποταγή του εαυτού μας στο θέλημα του Θεού· πόθο να εκτελούμε το θέλημα του Θεού· υπονοεί να γίνεται το θέλημα του Θεού σε εμάς με οποιαδήποτε θυσία και τα είδωλα, τα οποία ήδη λατρεύονται από εμάς και τα οποία όλα από κάποια άποψη είναι εικόνες του μεγάλου ειδώλου μας, το οποίο λέγεται Εγώ, να καταργηθούν και τη θέση τους να πάρει ο ένας και μόνος Θεός, του οποίου το θέλημα να ρυθμίζει ολόκληρη τη ζωή μας και να εξουσιάζει ολόκληρο τον εαυτό μας.
(7) Τα πρώτα αιτήματα αναφέρονται κατευθείαν στη δόξα του Θεού, ενώ τα επόμενα 3 στις ανάγκες του ανθρώπου και καταλαμβάνουν στην όλη προσευχή την δευτερεύουσα θέση. Η προτεραιότητα αυτή η απόλυτη, που παρέχεται στα αιτήματα, που αναφέρονται στη δόξα του Θεού, υπονοεί για τον άνθρωπο που με επίγνωση έτσι προσεύχεται, απογύμνωση και απάρνηση του εαυτού του, αγάπη και ζήλο για το Θεό και το θέλημά του, αυτά όμως προϋποθέτουν καρδιά πλήρως αναγεννημένη, καρδιά παιδιού του Θεού, που απασχολείται προπαντός με τα θεία ενδιαφέροντα. Αφού λοιπόν έτσι λησμόνησε τον εαυτό του και κατά κάποιο τρόπο χάθηκε στο Θεό, ο Χριστιανός επανέρχεται στον εαυτό του με τα δεύτερα 3 αιτήματα. Και αφού ξαναβρίσκει τον εαυτό του στο Θεό, δεν ξαναβρίσκεται μόνος του, αλλά ως μέλος της οικογένειας του Θεού, και δεν λέει πλέον «Εσύ», όπως στα πρώτα αιτήματα, αλλά συνεχίζει με το «εμάς». Το αδελφικό πνεύμα γίνεται έτσι στο δεύτερο τμήμα της προσευχής του, το συμπλήρωμα του πνεύματος παιδιού-πατέρα, το οποίο υπαγόρευσε το πρώτο τμήμα (g).
11.3 τὸν ἄρτον(1) ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον(2) δίδου(3) ἡμῖν τὸ καθ᾽ ἡμέραν(4)·
3 Δίνε μας κάθε μέρα τον απαραίτητο για τη ζωή μας άρτο.
(1) Πολλοί από τους αρχαίους ερμηνευτές δέχτηκαν ότι αυτό αναφέρεται στον πνευματικό άρτο. Έτσι ο Ω. (περί ευχής κζ 7), ο Κυπριανός (de orat. 18.19) και μάλιστα ο Μαρκίων («οι οπαδοί του Μαρκίωνος έχουν την φράση ως εξής: Τον άρτον σ ο υ τον επιούσιον» Ω). «Θεωρούν ίσως κάποιοι ανάρμοστο… στους αγίους το να ζητούν από το Θεό τα σωματικά, και για αυτόν το λόγο μεταφέρουν το ρητό σε πνευματική θεώρηση. Και λένε λοιπόν, ότι ζητούν άρτο όχι επίγειο, όχι σωματικό, αλλά εκείνον μάλλον που κατεβαίνει από ψηλά και από τον ουρανό και παρέχει ζωή στον κόσμο, ή, όπως λένε, ο οποίος [άρτος] είναι για την αληθινή και ασώματη ουσία, δηλαδή την ψυχή· διότι αυτή είναι με την κύρια έννοια ουσία, επειδή δεν έχει κάποια ρευστότητα. Εγώ βεβαίως ότι, από τη μία, στους αγίους θα άρμοζε κατεξοχήν το να θεωρούν επείγον να μετέχουν σε πνευματικά χαρίσματα, δεν θα δίσταζα καθόλου να το πω. Όμως αξίζει να δούμε και εκείνο, ότι δηλαδή και αν ακόμη ζητούν τον συνηθισμένο άρτο… το αίτημά τους είναι ελεύθερο από κάθε κατηγορία… Διότι με το να έχει προστάξει να ζητούν άρτο, δηλαδή την εφήμερη τροφή, είναι ολοφάνερο ότι δεν τους αφήνει να έχουν τίποτα, αλλά μάλλον να ασχολούνται με την πτωχεία που αρμόζει σε αγίους. Διότι το να ζητούν, δεν ταιριάζει σε κάποιους που έχουν, αλλά σε αυτούς που τους σπανίζουν. Αν λοιπόν κάποιος που δεν έχει ανάγκη τίποτα, λέει στον παντογνώστη Θεό «Δώσε σε μας τον εφήμερο άρτο», θα έδινε την εντύπωση ότι ειρωνεύεται μάλλον, παρά βεβαίως ότι πραγματικά θέλει να πάρει» (Κ). Αξιόλογη και η παρατήρηση: Ζητούμε το ψωμί μας, που αποκτούμε από την εργασία μας και που δεν αποσπούμε από το στόμα των άλλων. Όχι το ψωμί από ζυγό δόλιο (Παρ. κ 23) ούτε το ψωμί των τεμπέλικων σταριών (Παρ. λα 27), αλλά το ψωμί που αποκτήθηκε έντιμα.
(2) Εκτός από τις εκδοχές που αναφέρονται στο υπόμνημα στον Ματθαίο σελ. 121, είναι αξιοσημείωτες και οι επόμενες: Η λέξη είναι δυνατόν να παράγεται και από το: επί την οὖσαν (ημέρα)=τον άρτο της παρούσας ημέρας· από το επείναι, οπότε το επιούσιος έχει την ίδια σημασία με το λατινικό quotidianus (=ο καθημερινός) (L). Ο Γιάνναρης ισχυρίζεται, ότι η λέξη δεν έχει καμία σχέση με την έννοια του χρόνου. Υπενθυμίζει την στους Ο΄ χρήση της λέξης περιούσιος, που σχηματίστηκε προφανώς από τη λέξη περιουσία (=πλούτος, αφθονία) και σημαίνει σχηματισμένη και σοβαρή ιδιοκτησία (Εξ. ιθ 5,Δευτ. ζ 6,ιδ 2, κστ 18). Ερμηνεύεται λοιπόν=Να ζητάς όχι άρτο περιούσιο, που φυλάγεται ως θησαυρός σε πλούτο, αλλά άρτο επιούσιο, απλώς και μόνο ψωμί. Η λέξη επιούσιος δηλαδή είναι πρόσφατα σχηματισμένη λέξη σε αναλογία και αντίθεση με τη λέξη περιούσιος με σκοπό να εκφράσει την αντίθετη με αυτήν έννοια. Αυτήν την ερμηνεία δέχεται στα ουσιώδη της σημεία και ο Tholuck (p).
(3) Το αίτημα αυτό όπως είναι στον Λουκά περιλαμβάνει περισσότερα από το αίτημα στον Ματθαίο. Σύμφωνα με το αίτημα, όπως είναι στον Ματθαίο, ζητούμε να μας δώσει τον άρτο της ημέρας. Ενώ όπως είναι στον Λουκά, ζητούμε να μας δίνει εξακολουθητικά τον άρτο αυτόν (p). Το δος του Ματθαίου αναφέρεται σε αυτό που γίνεται μία φορά, ενώ το δίδου παριστάνει αυτό που γίνεται συνήθως και τακτικά (δ).
(4) «Το «καθ’ ημέραν» έχει περισσότερη έμφαση από το «σήμερον» του Ματθαίου» (Ω). Αιτιατικοφανές επίρρημα· λείπει η λέξη «διάστημα», δηλαδή το διάστημα που εκτείνεται σε κάθε ημέρα=το απλό «κάθε μέρα» (δ). Το πνεύμα αυτού του αιτήματος, είναι αυτό της πλήρους και ολοκληρωτικής εξάρτησής μας από το Θεό. Αυτοί που το απευθύνουν, αναγνωρίζουν την πηγή, από την οποία τα πάντα προέρχονται και πηγάζουν σε μας. Διότι αν και ο καθημερινός μας άρτος είναι δώρο Θεού, πολύ περισσότερο όλες οι άλλες ευλογίες, οι οποίες δεν είναι τόσο κοινές και συνηθισμένες όπως ο καθημερινός άρτος. Αναγνωρίζεται επίσης, ότι η από το Θεό εξάρτησή μας είναι συνεχής και καθημερινή και ότι οφείλουμε κάθε μέρα να ζητάμε, εάν θέλουμε να έχουμε κάθε μέρα. Τα μαθήματα λοιπόν, τα οποία παίρνουμε από το αίτημα αυτό είναι α) πεποίθηση και εμπιστοσύνη στη θεία Πρόνοια, β) μάθημα χριστιανικής απλότητας, διότι ζητούμε με αυτό, τον άρτο μόνο που αρκεί για τις ανάγκες μας, γ) μάθημα ευγνωμοσύνης που οφείλεται στο Θεό για όλες τις πολλαπλές εύνοιές του προς εμάς. Διότι εάν ζητάμε τον καθημερινό μας άρτο, αναμφίβολα πρέπει εγκάρδια να ευχαριστούμε το Θεό για εκείνο, το οποίο ήδη πήραμε, δ) όπως προσευχόμαστε και είμαστε ευγνώμονες για τον καθημερινό μας άρτο, μύριες φορές περισσότερο οφείλουμε να παρακαλούμε και να είμαστε ευγνώμονες για τον άρτο της αιώνιας ζωής.
11.4 καὶ ἄφες ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, καὶ γὰρ αὐτοὶ ἀφίεμεν(1) παντὶ ὀφείλοντι(2) ἡμῖν· καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν(3),αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού(4).
4 Συγχώρησε τις αμαρτίες μας, γιατί κι εμείς συγχωρούμε όλους όσοι μας φταίνε.
Και μη μας αφήσεις να πέσουμε σε πειρασμό, αλλά γλίτωσέ μας από τον πονηρό».
(1) Υπάρχει και η γραφή αφίομεν, που είναι ενεστώτας του αφίω.
(2) «Πρέπει λοιπόν να ζητούμε από το Θεό την άφεση των αμαρτιών, αφού πρώτα συγχωρήσαμε εμείς αυτούς με τους οποίους συγκρουστήκαμε σε κάτι, όταν αμαρτάνουν απέναντι σε εμάς και όχι στην θεία και υπέρτατη δόξα· διότι δεν είμαστε εμείς κύριοι για εκείνα (τα αμαρτήματα), αλλά μόνο για αυτά που έγιναν σε μας» (Κ).
(3) «Διδάσκοντας να λέμε αυτά, δεν μας θέλει να είμαστε ούτε άνανδροι ούτε δειλοί, αλλά μάλλον ρωμαλέοι και τολμηροί για όλα όσα είναι άξια επαίνου· μαζί με αυτά πάλι, μας θέλει να είμαστε και μετριόφρονες και φτωχοί στο πνεύμα και να μην νομίζουμε ότι παντού και οπωσδήποτε θα νικήσουμε κάθε πειρασμό… Πρέπει λοιπόν να μην δείχνουμε θράσος απέναντι στους πειρασμούς, αλλά να σκεφτόμαστε μάλλον την αδυναμία της διάνοιάς μας. Επομένως να υποχωρούμε, από τη μία, όταν πειραζόμαστε, όταν όμως, από την άλλη, η περίσταση καλεί αναγκαστικά σε αυτό, τότε βεβαίως, τότε πρέπει να αγωνιζόμαστε χρησιμοποιώντας κάθε δύναμη… Πρέπει λοιπόν επομένως, όταν βρισκόμαστε κοντά σε τόσο φοβερά κακά, δηλαδή όταν δεν έχουμε ακόμη έλθει σε αυτά, να προσευχόμαστε και να λέμε, Μην μας εισαγάγεις σε πειρασμό. Όταν όμως πέσει πάνω σου πειρασμός, τότε στάσου γενναία, μάλωσε τη σάρκα, βάλε χαλινάρι στο νου, ζήτησε τη βοήθεια του Θεού. Διότι θα βοηθήσει τότε και θα δώσει τη νίκη ο των όλων Σωτήρας και Κύριος» (Κ). «Επειδή λοιπόν πρόσταξε να προσεύχονται «Μη μας βάλεις σε πειρασμό», αυτό το ίδιο διδάσκει αυτούς με αυτό που έκανε λέγοντας, «Πατέρα, αν είναι δυνατόν ας φύγει από εμένα αυτό το ποτήρι», διδάσκοντας όλους τους αγίους, να μην πηδάμε μέσα στους κινδύνους ούτε να ρίχνουμε τους εαυτούς μας σε αυτούς, αλλά να αναμένουμε μεν να έλθουν και να δείχνουμε κάθε ανδρεία· να μην πηδάμε όμως εμείς πρώτα σε αυτούς, ούτε πρώτοι να ριχνόμαστε στα κακά» (Χ). Καμία ασυμφωνία δεν υπάρχει ανάμεσα στο αίτημα αυτό και στο χωρίο Ιακ. α 2 («Να θεωρείτε άξιο κάθε χαράς, αδελφοί μου, όταν πέσετε σε ποικίλους πειρασμούς»). Το αίτημα αυτό αναφέρεται ειδικά στις εσωτερικές παρορμήσεις του διαβόλου, όπως φαίνεται και από τα ακόλουθα («σώσε μας από τον πονηρό»). Ο θείος Ιάκωβος αναφέρεται κυρίως στις εξωτερικές δοκιμασίες, που προέρχονται από την πολύμορφη φτώχια (α 5, 9) ή τους διωγμούς (β 6,7). Επίσης δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της χαράς στους πειρασμούς τους οποίους ο Θεός με τη σοφία του επιτρέπει για δοκιμασία μας, και της προσευχής να μην μπούμε σε τέτοιες δοκιμασίες λόγω της φυσικής μας αδυναμίας (p). Όταν ευχόμαστε να μην μας βάλει ο Κύριος σε πειρασμό, πρέπει να μην λησμονούμε, ότι οφείλουμε να ενεργούμε και εμείς σύμφωνα με το αίτημά μας αυτό. Δηλαδή αν παρακαλούμε να μην πέσουμε σε πειρασμό, πρέπει συγχρόνως και να φροντίζουμε να μην ρίχνουμε και εμείς οι ίδιοι τους εαυτούς μας σε πειρασμό.
(4) Οι Αλεξανδρινοί συγγραφείς και τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν ολόκληρη τη φράση: « «Και μη εισενέγκης ημας εις πειρασμόν». Σε αυτό μεν το σημείο σταματά την προσευχή ο Λουκάς· ο Ματθαίος, από την άλλη, βρίσκεται να προσθέτει· Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. Υπάρχει βεβαίως μέσα στα λόγια αυτά μία πολλή μεγάλη συμφωνία· διότι οπωσδήποτε το να μην μπούμε σε πειρασμό θα το ακολουθήσει το να σωθούμε από τον πονηρό. Ή, ίσως, αν πει κάποιος ότι, είναι το ίδιο το να σωθεί κανείς με το να μην μπει σε πειρασμό, δεν θα έσφαλλε ως προς την αλήθεια» (Κ). Η παρούσα ζωή είναι ζωή αγώνα και όχι καιρός ανάπαυσης. Η ανάπαυση βρίσκεται στη μέλλουσα ζωή, όπου τίποτα πονηρό δεν μπορεί να μπει. Ο αληθινός χριστιανός δεν εύχεται μόνο «μη μας βάλεις σε πειρασμό αλλά σώσε μας από τον πονηρό», αλλά συναισθάνεται ακόμη, ότι, αφού ο Θεός τον τοποθέτησε σε αυτόν τον κόσμο, ο οποίος είναι γεμάτος από σκάνδαλα και λόγω αυτού υπόκειται σε αυτόν σε πειρασμούς, καθήκον του είναι συνεχώς να αντιστέκεται εναντίον τους και ως κύριό του έργο να έχει, να αγωνίζεται πάντοτε εναντίον του εχθρού της ψυχής του, ο οποίος υποκινεί στα σκάνδαλα και τους πειρασμούς και να διατηρεί και να φυλάει την καρδιά του αγνή και ναό αμόλυντο και άγιο, αντάξιο του Αγίου Πνεύματος που κατοικεί σε αυτήν.
11.5 Καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς(1), Τίς ἐξ ὑμῶν(2) ἕξει φίλον καὶ πορεύσεται πρὸς αὐτὸν μεσονυκτίου(3) καὶ ερεί αὐτῷ, Φίλε, χρῆσόν(4) μοι τρεῖς(5) ἄρτους,
5 «Φανταστείτε», συνέχισε, «πως κάποιος από σας πάει τα μεσάνυχτα στο σπίτι του φίλου του και του λέει: “φίλε, δάνεισέ μου τρία ψωμιά,
(1) «Αφού δίδαξε να προσεύχονται, θέλει να δείξει και ότι η επιμονή της προσευχής πετυχαίνει το ζητούμενο και χρησιμοποιεί παραβολή που παριστάνει αυτό. Και έχει φτιαχτεί η παραβολή με πολλές λεπτομέρειες για να είναι πιο πειστική» (Ζ). Μας διδάσκει λοιπόν με την παραβολή «να κάνουμε μεν τις προσευχές, σύμφωνα με το υπόδειγμα που δόθηκε, αλλά να το κάνουμε αυτό όχι με βαρεμάρα ούτε με ραθυμία· οπότε έπειτα, επειδή δεν ακουστήκαμε από την πρώτη προσευχή ή και την δεύτερη, να σταματήσουμε τις ικεσίες επειδή τάχα δεν φέρνουν καμία ωφέλεια» (Κ). Η παραβολή αυτή είναι παράλληλη με αυτήν του άδικου Κριτή (Λουκ. ιη 1-8). Και οι δύο είναι αποκλειστικές του Λουκά του οποίου το ευαγγέλιο με κάποια ειδική έννοια είναι ευαγγέλιο προσευχής. Και οι δύο παραβολές διδάσκουν ότι η προσευχή πρέπει να γίνεται ευκαίρως ακαίρως και με επιμονή (p).
(2) Είναι κάπως ανώμαλη η σύνταξη. Η αρχική ερώτηση Τις εξ υμων έξει φίλον…; μεταβάλλεται με επιμήκυνση της πρότασης, σε πρόταση υποθετική «καὶ εἴπῃ αὐτῷ, Φίλε, χρῆσόν…». Η γραφή στο κείμενο «ερεί» αποτελεί απόπειρα διόρθωσης της ανωμαλίας. Η ερωτηματική μορφή άρμοζε καλύτερα στην αρχή, διότι προκαλεί αμεσότερα τον ακροατή, δεν μπορούσε όμως η μορφή αυτή να παραταθεί για πολύ (g). Η σύνταξη της πρότασης θα εξομαλυνόταν ως εξής: κανείς από σας δεν θα έχει φίλο και θα πάει σε αυτόν και θα πει φίλε δάνεισέ μου τρεις άρτους, και θα απαντήσει σε αυτόν αυτός, Μη με κουράζεις (δ).
(3) Σε χρόνο δηλαδή πολύ ακατάλληλο. Ως προς το Θεό όμως κανείς χρόνος δεν είναι ακατάλληλος για να μας ακούσει και να μας δώσει (b). Δεν μπορούμε εμείς να προκαλέσουμε ανησυχία σε αυτόν, ούτε με την αναίδειά μας ή την άκαιρη προσέλευση και επιμονή μας να μεταβάλλουμε τις σκέψεις του και τις βουλές του. Νικάμε την απροθυμία των ανθρώπων με τις ενοχλήσεις μας, επειδή δεν τους αρέσουν και θέλουν να απαλλαχτούν από αυτές. Αλλά του Θεού του αρέσουν οι κραυγές μας και εκείνο το οποίο θα δυσαρεστούσε τους ανθρώπους, ευχαριστεί το Θεό. Τον ευχαριστεί ευκαίρως, ακαίρως, συνεχώς και επίμονα να απευθυνόμαστε σε αυτόν.
(4) «Δηλαδή δάνεισε» (Ζ). Από το ρήμα κίχρημι, το οποίο μόνο εδώ στην Κ.Δ. συναντιέται. Είναι διαφορετικό από το δανείζω (=διαθέτω χρήματα με τόκο) και σημαίνει επίτρεψε να κάνω χρήση φιλικά (p).
(5) Είτε πρόκειται για μικρούς άρτους και ένας από αυτούς δεν είναι επαρκής για ένα πρόσωπο (L), είτε έναν για τον ξένο μου, ένα για μένα, και έναν να περισσεύει γενναιόδωρα στο τραπέζι (b).
11.6 ἐπειδὴ φίλος μου παρεγένετο ἐξ ὁδοῦ(1) πρός με καὶ οὐκ ἔχω ὃ παραθήσω αὐτῷ·
6 γιατί κάποιος φίλος μου ταξιδιώτης ήρθε σπίτι μου και δεν έχω τίποτε να του προσφέρω να φάει”.
(1) Από οδοιπορία και δεν έχω κάτι για τροφή να του παραθέσω (δ).
11.7 κἀκεῖνος ἔσωθεν ἀποκριθεὶς εἴπῃ, Μή μοι κόπους πάρεχε(1)· ἤδη ἡ θύρα κέκλεισται, καὶ τὰ παιδία μου μετ᾽ ἐμοῦ εἰς τὴν κοίτην εἰσίν(2)· οὐ δύναμαι ἀναστὰς δοῦναί σοι.
7 Εκείνος του απαντάει από μέσα: “μη μ’ ενοχλείς· έχω πια κλειδώσει την πόρτα, και τα παιδιά μου κι εγώ είμαστε στο κρεβάτι· δεν μπορώ να σηκωθώ και να σου δώσω”.
(1) Δες Ματθ. κστ 10, Μάρκ. ιδ 6 και Γαλ. στ 17=Μη με ενοχλείς.
(2) Σύμφωνα με τη συνήθεια στην ανατολή, τα στρώματα αφού μαζευτούν την ημέρα, απλώνονται κατά τη νύχτα σχεδόν σε όλο το δάπεδο. Τα παιδιά κοιμούνται σε αυτά και ο οικοδεσπότης δεν μπορεί χωρίς γενική διατάραξη να σηκωθεί για να ανοίξει την πόρτα και να δώσει άρτους (L). Είναι στο κρεβάτι. Πρόθεση (εις) κίνησης με ρήμα ανάπαυσης, αντί για την πρόθεση «εν» με δοτική, σύμφωνα με τις τάσεις της κοινής γλώσσας· και το εισίν σε πληθυντικό στο οποίο προηγείται υποκείμενο ουδέτερο σε πληθυντικό (p).
11.8 λέγω ὑμῖν, εἰ καὶ(1) οὐ δώσει αὐτῷ ἀναστὰς διὰ τὸ εἶναι φίλον(2) αὐτοῦ, διά γε τὴν ἀναίδειαν(3) αὐτοῦ ἐγερθεὶς δώσει αὐτῷ ὅσων χρῄζει(4).
8 Σας βεβαιώνω πως κι αν ακόμη δεν τον εξυπηρετήσει επειδή είναι φίλος του, για την αναίδειά του θα σηκωθεί και θα του δώσει ό,τι χρειάζεται.
(1) Διαφέρει από το «και ει» στο ότι η υπόθεση υπονοείται με το «ει και» ως γεγονός=Παρόλο που δεν θα δώσει… (p).
(2) Ο Θεός όμως ακούει λόγω της αγάπης του σε μας και δεν υπόκειται σε ανησυχία και θορύβους εκ μέρους μας (b).
(3) Την οποία έδειξε με το να έλθει τη νύχτα (b). «Βλέπεις πως, αυτό που δεν κατάφερε η φιλία, αυτό το κατόρθωσε η επίμονη παρουσία;… Και αν ακόμη η φιλία, λέει, δεν κατορθώσει αυτό, αλλά η διαρκής παρουσία θα πετύχει αυτό που δεν μπόρεσε η φιλία» (Χ).
(4) Όλα «τα σημεία της παραβολής επιχείρησαν μεν κάποιοι να τους δώσουν συμβολικό νόημα, αλλά δεν μπόρεσαν να προσαρμόσουν αυτά στο σκοπό της… Μου φαίνεται λοιπόν ότι όλη η παρούσα παραβολή, τίποτα άλλο δεν δείχνει, παρά μόνο αναγκαιότατη αίτηση και πολύ εύλογη άρνηση, για να φανεί ότι λόγω της επιμονής ακούστηκε αυτός που ζητούσε, και έτσι να γίνει πειστική η συμβουλή με την παραβολή» (Ζ). «Έλα λοιπόν, ας μεταφέρουμε αυτό που παρουσιάζεται με μορφή παραβολής, στην πραγματικότητα. Ενόχλησε με προσευχή, πλησίασε τον φιλάγαθο Θεό και πάρα πολύ συχνά· και αν δεις να αναβάλλεται το δόσιμο της χάρης, μην απελπίζεται για όσα προσδοκάς, ούτε να απομακρυνθείς από την ελπίδα που έχεις μπροστά σου… Αλλά να καταλάβεις μάλλον το εξής μέσα σου. Τα σχετικά με μας, τα γνωρίζει περισσότερο από μας ο προνοητής των πάντων. Μερικές φορές ζητάς αυτά που είναι πέρα από τα μέτρα σου. Ξέρει αυτός που δίνει τον πρέποντα καιρό των ευεργεσιών. Πρέπει λοιπόν εμείς, συνετά μαζί και έντονα, να κάνουμε τις προσευχές στο Θεό, έστω και αν γίνει κάποια ματαίωση των αιτημάτων. Διότι αυτό που αποκτήθηκε χωρίς ιδρώτα και το πήραμε έτοιμο, συνηθίζουμε να το περιφρονούμε» (Κ). Τι διδασκόμαστε από την παρομοίωση αυτή; Πρέπει να πλησιάζουμε το Θεό με θάρρος και εμπιστοσύνη για ό,τι χρειαζόμαστε, όπως έρχεται κάποιος στο σπίτι γείτονα ή φίλου, ο οποίος τον γνωρίζει, τον αγαπά και είναι διατεθειμένος να εκδηλώνει πάντοτε συμπάθεια προς αυτόν. Πρέπει να πλησιάζουμε το Θεό για να ζητήσουμε άρτο, δηλαδή καθετί αναγκαίο, χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να είμαστε είτε άνθρωποι, είτε χριστιανοί. Πρέπει να ερχόμαστε προς αυτόν και για τους άλλους και όχι μόνο για τους εαυτούς μας. Ο άνθρωπος της παρούσας παραβολής ζητά τους άρτους για τον φίλο του και όχι για τον εαυτό του. Πρέπει να επιμένουμε στην προσευχή και να αγρυπνούμε με καρτερία σε αυτήν.
11.9 (1)κἀγὼ ὑμῖν λέγω(2), αἰτεῖτε(3), καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε(4), καὶ εὑρήσετε· κρούετε(4), καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν.
9 »Σας λέω λοιπόν: ζητάτε και θα σας δοθεί, ψάχνετε και θα βρείτε, χτυπάτε την πόρτα και θα σας ανοιχτεί.
(1) Δες Ματθ. ζ 7-11 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Επειδή αυτούς του είδους η επίμονη αίτηση και στους κοσμικούς πετυχαίνει, και εγώ σας λέω… (δ). Το εγώ έχει έμφαση και λόγω του ότι μπαίνει στην αρχή και διότι λέγεται, ενώ θα μπορούσε παραλειπόμενο να υπονοηθεί στο ρήμα· το «σε εσάς» έχει επίσης έμφαση λόγω της θέσης στην οποία βρίσκεται=Η παραβολή σάς διδάσκει. Αλλά και εγώ ομοίως σας διδάσκω λέγοντας (p).
(3) Τα 3 ρήματα και οι προσταγές που μέσω αυτών απευθύνονται, έχουν παρθεί προφανώς από την παραβολή και αποτελούν σκάλα αυξανόμενης σπουδής. Και τα 3 σε ενεστώτα φανερώνουν αυτό που γίνεται συνεχώς και κατ’ εξακολούθηση (p). «Δες την ακρίβεια της λέξης. Δεν είπε, Αιτήστε (μία φορά δηλ.) και θα σας δοθεί, αλλά Να αιτείτε, με την έννοια του παντοτινά να ζητάτε» (Θφ).
(4) «Λέγοντας επίσης το «να ζητάτε» διατάσσει τον κόπο. Διότι πάντα με κόπο βρίσκεται το ζητούμενο. Αυτός που κρούει, χτυπά με το χέρι με ορμή την πόρτα, έτσι ώστε, ο κύριος του σπιτιού, μην αντέχοντας την ενόχληση των χτυπημάτων, να ανοίξει έστω και χωρίς τη θέλησή του. Μάθε λοιπόν από τις δικές μας καταστάσεις, πώς κυνηγά κανείς το χρήσιμο. Χτύπα, ενόχλησε, ζήτησε· τέτοιοι πρέπει να είναι αυτοί που ζητούν κάτι από το Θεό. Με σύνεση και ένταση πρέπει να προσεύχεσαι» (Κ)
11.10 πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει(1), καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει, καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιχθήσεται.
10 Όποιος ζητάει παίρνει, όποιος ψάχνει βρίσκει, κι όποιος χτυπάει του ανοίγεται.
(1) «Είναι αληθινή η θέση του Σωτήρα που λέει «Ζητάτε και θα σας δοθεί», την οποία και βεβαιώνει με το να πει· Όποιος ζητά παίρνει»· θα ρωτούσε όμως κάποιος: πώς κάποιοι, αν και προσεύχονται, δεν ακούγονται. Σε αυτό πρέπει να πούμε» (Ω), «δεν παίρνει αυτός που ζητά αυτά που δεν συμφέρουν. Η αίτηση δηλαδή αυτών που δεν συμφέρουν, ούτε καν αίτηση προς τον Θεό δεν θα μπορούσε να ονομαστεί. Διότι αυτός που προσεύχεται στο Θεό, οφείλει να ζητά αυτά που εκείνος δίνει» (Θφ). «Για αυτό όταν δεν παίρνουμε από αυτόν, δεν αποδεικνύεται ψεύτικο το «όποιος ζητά παίρνει». Διότι και όταν ένας δάσκαλος λέει· όποιος έρχεται σε μένα για τα μαθήματα, θα τα μάθει καλά, θεωρούμε ότι έρχεται αληθινά προς τον δάσκαλο, δηλαδή προσέχει με ένταση όσα λέει ο δάσκαλος, ασκείται σε αυτά και μελετά αυτά. Σε αυτόν όμως που δεν ήλθε με αυτόν τον τρόπο, πρέπει να πούμε· δεν ήλθες σε αυτόν με τον τρόπο που προέτρεψε. Το οποίο κάνοντάς το πιο φανερό ο Ιάκωβος… λέει· κάποιοι που νομίζουν ότι ζητούν, δεν παίρνουν, διότι ζητούν με κακό τρόπο χάριν μάταιων ηδονών. Αλλά θα πει κάποιος· Και όμως, και όταν κάποιοι ζητούν θεία γνώση και να πάρουν αρετές, δεν παίρνουν. Σε αυτόν πρέπει να πούμε ότι δεν είχαν την αξίωση να πάρουν από το Θεό για αυτά τα ίδια τα αγαθά, αλλά για να επαινούνται για αυτά. Διότι ένα γνώρισμα αυτών που αγαπούν τις ηδονές, είναι και η χαρά για τους επαίνους. Για αυτό και σε αυτούς δεν δίνονται, επειδή θέλουν να δαπανήσουν σε ηδονές αυτά που αξιώνουν από το Θεό» (Ω).
11.11 τίνα δὲ ἐξ ὑμῶν τὸν πατέρα(1) αἰτήσει ὁ υἱὸς άρτον(2), μη λίθον επιδώσει αυτώ; Ή και ἰχθύν(2), καὶ ἀντὶ ἰχθύος ὄφιν αὐτῷ ἐπιδώσει;
11 Ποιος πατέρας από σας, όταν του ζητήσει ο γιος του ψωμί, θα του δώσει πέτρα; ή όταν του ζητήσει ψάρι, θα του δώσει φίδι αντί για ψάρι;
(1) Το «τον πατέρα» είναι επεξήγηση του ποιον=από ποιον από σας, εννοώ δηλαδή τον πατέρα του… (δ). Ενδέχεται αυτός που ζητά κάτι από κάποιον άγνωστο να μην πάρει το ζητούμενο. Αλλά όταν υπάρχει σχέση πατέρα και γιου και ζητά ο γιος από τον πατέρα, όπως γίνεται στην Κυριακή προσευχή, η επιτυχία είναι βέβαιη. Ο πιστός επικαλείται Πατέρα (g). «Κατανοήστε τη δύναμη των λόγων μου σαν με εικόνα, λέει, δηλαδή με ξεκάθαρο παράδειγμα από όσα συμβαίνουν σε σας τους ίδιους. Έγινες πατέρας παιδιών και θέλεις με κάθε τρόπο από πολλή στοργή να τα ωφελείς. Όταν λοιπόν ζητήσει άρτο το παιδί, χωρίς καθυστέρηση και με χαρά του το προσφέρεις, ξέροντας καλά ότι θα έχει ως δική του την ωφέλιμη τροφή» (Κ).
(2) «Ο γιος ζητά, λέει, ψωμί και ψάρια και αυγό. Όπως ακριβώς λοιπόν αυτά, είναι τροφή του ανθρώπου, έτσι και τα αιτήματά μας οφείλουν να είναι συμφέροντα και ωφέλιμα σε μας» (Θφ). «Όταν όμως το μικρό παιδί επειδή στερείται λογικής, αφού δεν ξέρει ακόμα να ξεχωρίζει όσα βλέπει, ζητήσει πέτρα για να φάει, του δίνεις άραγε, λέει, ή μάλλον το εμποδίζεις από την βλαβερή επιθυμία για αυτό το πράγμα;» (Κ).
11.12 ἢ καὶ εάν αἰτήσει ᾠόν(1), μη ἐπιδώσει αὐτῷ σκορπίον(2);
12 ή αν του ζητήσει αυγό θα του δώσει σκορπιό;
(1) Οι 3 τροφές που απαριθμήθηκαν από τον Κύριο, δεν τέθηκαν τυχαία. Ψωμιά, αυγά βρασμένα και ψάρια ξερά και συντηρημένα αποτελούν συνηθισμένες ταξιδιωτικές προμήθειες των οδοιπόρων ή ταξιδιωτών στην Ανατολή (g).
(2) Αναζητήθηκαν σε παλαιότερους συγγραφείς πληροφορίες για λευκούς σκορπιούς για να υποστηρίξουν την υπόθεση ότι ο σκορπιός με την κυκλική εμφάνισή του όταν είναι στο έδαφος με κυρτωμένο το κάτω τμήμα του, μοιάζει με αυγό. Μάταια όμως. Διότι ο σκορπιός εδώ δεν μπορεί να είναι παρά ο σκούρος που συναντιέται στην Παλαιστίνη. Μπαίνει λοιπόν εδώ ο σκορπιός, όχι για υποτιθέμενη ομοιότητά του με το αυγό, αλλά για να παρουσιαστεί το τέτοιου είδους δόσιμο από τον πατέρα τελείως απίθανο και αδύνατο (L). Το «αντί για πέρκα σκορπιό» φαίνεται να υπήρξε ελληνική παροιμία. Η έννοια που τονίζεται στους στίχους είναι, ότι ο Θεός ανταποκρινόμενος στις προσευχές μας, δεν είναι δυνατόν ούτε ανώφελο (πέτρα) ούτε βλαβερό (σκορπιό, φίδι) να δώσε σε μας (p).
11.13 εἰ οὖν ὑμεῖς ὑπάρχοντες(1) πονηροί(2), οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὁ ἐξ οὐρανοῦ(3) δώσει(4) πνεῦμα αγαθόν(5) τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν.
13 Αν λοιπόν εσείς, παρ’ όλο που είστε αμαρτωλοί, ξέρετε να δίνετε καλά πράγματα στα παιδιά σας, πολύ περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας θα δώσει το Άγιο Πνεύμα σε όσους του το ζητούν».
(1) Πιο έντονο από το όντες (από το ειμί=είσαστε)· δηλαδή, εσείς που από την αρχή είστε (p).
(2) «Οι οποίοι δηλαδή έχετε διάνοια δεκτική στην κακία και όχι αμετακίνητη στο αγαθό, όπως ο Θεός των όλων» (Κ).
(3) Υπάρχει και η γραφή χωρίς το άρθρο «ο πατήρ εξ ουρανού δώσει», οπότε μπορεί το εξ’ ουρανού να συνδεθεί με το δώσει. Τα συμφραζόμενα όμως δεν απαιτούν μία τέτοια έννοια (g).
(4) Είναι αξιοσημείωτη η αλλαγή του επιδώσει, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στους προηγ. στίχους, σε «δώσει» προκειμένου για χορηγία που γίνεται από το Θεό. Εδώ αυτό που δίνεται, δεν δίνεται από χέρι σε χέρι, όπως κάνει ο επίγειος πατέρας στα παιδιά του (g).
(5) Πιο σωστή γραφή: Πνεύμα Άγιον. Ο Λουκάς εξειδικεύει την γενική έκφραση του Ματθαίου (αγαθά) για να δηλώσει το ύψιστο των αγαθών, από όσα ο Θεός χορηγεί στα παιδιά του. Εφόσον όμως ο Θεός παρέχει το ανώτερο και μέγιστο, πολύ περισσότερο θα δώσει και το ελάχιστο (δ). Η γραφή πνεύμα αγαθόν, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Πνεύματος στο Ψαλμ. ρμβ 10, προήλθε από το «δόματα αγαθά» που προηγήθηκε. Όταν μας δοθεί το Άγιο Πνεύμα, τίποτα άλλο πλέον δεν χρειαζόμαστε για να γίνουμε ευτυχείς. Διότι το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που εργάζεται μέσα μας την πνευματική ζωή και είναι ο αρραβώνας της μέλλουσας και αιώνιας ζωής. Η δωρεά λοιπόν του Αγίου Πνεύματος είναι κάτι, για το οποίο ο καθένας μας πρέπει με πόθο και επίμονα να παρακαλεί να του δοθεί.
Στίχ. 14-26. Η θεραπεία του δαιμονισμένου κωφαλάλου και η βλασφημία των Φαρισαίων.
11.14 Καὶ(1) ἦν ἐκβάλλων(2) δαιμόνιον, καὶ αὐτὸ αὐτὸ ἦν κωφόν(3)· ἐγένετο δὲ τοῦ δαιμονίου ἐξελθόντος ἐλάλησεν ὁ κωφός. καὶ ἐθαύμαζον(4) οἱ ὄχλοι·
14 Κάποτε ο Ιησούς θεράπευσε έναν βουβό, που ήταν δαιμονισμένος. Όταν βγήκε το δαιμόνιο, ο βουβός άρχισε να μιλάει. Ο κόσμος έμενε κατάπληκτος.
(1) Δες Ματθ. θ 32-34, ιβ 22-30 και Μάρκ. γ 19-27 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Μαζί με την διδασκαλία, έβγαλε. Ο παρατατικός δεν φανερώνει κάποια δυσκολία για το διώξιμο, αλλά την ταυτόχρονη με την διδασκαλία ενέργεια της θεραπείας (δ).
(3) «Ισχυριζόμαστε ότι εδώ κωφός ονομάζεται ο άλαλος. Δεν ήταν όμως από τη φύση το πάθημα, αλλά επιβουλή του δαίμονα που έδεσε την γλώσσα» (Κ). Η αδυναμία τού να μιλήσει ο θεραπευμένος κωφός ήταν φύσεως ψυχικής, που προερχόταν από δαιμονοληψία (g). Για αυτό όταν το δαιμόνιο βγήκε, μίλησε ο κωφός.
(4) Σύμφωνα με τον Ματθαίο το δαιμόνιο ήταν τυφλό και κωφό. Οπότε για τους συνηθισμένους στους Ιουδαίους εξορκιστές, η περίπτωση ήταν τελείως απρόσιτη, διότι εφόσον το θύμα του δαίμονα είχε καταστεί από αυτόν τυφλό και κουφό και δεν μπορούσε ούτε να δει τις χειρονομίες που γίνονταν πάνω του από τους εξορκιστές, ούτε να ακούσει τις τελετουργικές επικλήσεις τους, κάθε επικοινωνία μεταξύ αυτών και του ασθενούς γινόταν ανέφικτη (p). Για αυτό, όταν αυτός που έτσι έπασχε «καθαρίστηκε και συντελέστηκε το θαύμα, πανηγύριζε μεν δυνατά το πλήθος με τους επαίνους και βιαζόταν να στεφανώσει τον θαυματουργό με δόξα που πρέπει στο Θεό» (Κ). Αξιόλογα και τα επόμενα: Δεν ήταν μόνος εκείνος ο δαιμονισμένος «κουφός. Αλλά ο ένας ήταν δείγμα για όλους· θεραπεύει λοιπόν τον ένα, για να δώσει μία γενική γεύση της οικουμενικής σωτηρίας». «Διότι όταν οι πονηρότατοι δαίμονες κυρίευσαν την ελεύθερη διάθεση των ανθρώπων που άκουγε εύκολα το Θεό, κατέστρεψαν σε μας την ακοή της ψυχής· για αυτό ήλθε ο Χριστός, για να βγάλει το δαιμόνιο το κουφό και να ακούσουμε λόγο αλήθειας». «Και όταν ένας εκ γενετής τυφλός ευεργετείται σωματικά, όλοι ευαγγελιζόμαστε πνευματικά· και όταν ένας παράλυτος βαδίσει, ένας μεν με τα πόδια τρέχει ανέλπιστα, ο κόσμος όμως μαζί με τον ένα, μέσω της πίστης τρέχει τον δρόμο της αλήθειας» (Τίτος Βοστρών).
11.15 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν(1) εἶπον, ᾽Εν Βεελζεβοὺλ(2) τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια·
15 Μερικοί όμως απ’ αυτούς είπαν πως με τη δύναμη του άρχοντα των δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια.
(1) «Κάποιοι όμως, λέει, από αυτούς, αυτοί βεβαίως ήταν Γραμματείς και Φαρισαίοι, έχοντας την καρδιά τους να μεθάει από αλαζονεία και φθόνο, παρουσίασαν το θαύμα ως προσθήκη στη νόσο. Διότι αφού αρνήθηκαν αυτά που αυτός εργάστηκε με τρόπο που αρμόζει σε Θεό, απέδωσαν στο διάβολο το ότι μπορεί να κατορθώσει τα πάντα» (Κ).
(2) Υπάρχει και η γραφή Βεεζεβούλ. Δες Ματθ. ι 25 και την εκεί σημείωση.
11.16 ἕτεροι δὲ πειράζοντες(1) σημεῖον παρ᾽ αὐτοῦ ἐζήτουν ἐξ οὐρανοῦ(2).
16 Άλλοι πάλι ήθελαν να τον φέρουν σε δύσκολη θέση και ζητούσαν να αποδείξει με ένα θαυματουργικό σημάδι τη θεϊκή του αποστολή.
(1) Ουσιαστικά επρόκειτο για ανανέωση του τρίτου πειρασμού στην έρημο (Λουκ. δ 9-12)(g).
(2) «Άλλοι, που τους τρυπούσαν εξίσου τα ίδια κεντριά του φθόνου, ζητούσαν να δουν από αυτόν θαύμα από τον ουρανό· σχεδόν φωνάζοντας· Και αν ακόμη διώξεις από άνθρωπο κακό δαιμόνιο, αλλά δεν είναι ακόμα μεγάλο το έργο, ούτε αυτή η πράξη αποδεικνύει θεία ενέργεια. Δεν έχουμε δει ακόμη κάτι όμοιο με τα αρχαία θαύματα. Δείξε χωρίς δισταγμό κάτι από τα θαύματα που ενεργούνται από τον ουρανό» (Κ). Θαύμα όμοιο με τη φωτιά που κατέβηκε από τον ουρανό με την επίκληση του Ηλία (Δ΄ Βασ. α 10) ή το μάννα που δόθηκε με τη μεσιτεία του Μωϋσή (g), ή όπως ο «Ιησούς (του Ναυή) σταμάτησε τον ήλιο στη Γαβαώ και τη σελήνη στο φαράγγι Αρνών. Σταμάτησε τον Ιορδάνη και έδεσε τα νερά του» (Κ). Πεισματική απιστία πάντοτε θα βρει κάτι να πει ως πρόφαση και δικαιολογία της άρνησής της, παρόλο που αυτό μπορεί εύκολα να ελεγχθεί ως μάταιο και παράλογο.
11.17 αὐτὸς δὲ εἰδὼς αὐτῶν τὰ διανοήματα(1) εἶπεν αὐτοῖς, Πᾶσα βασιλεία ἐφ᾽ ἑαυτὴν διαμερισθεῖσα ἐρημοῦται, καὶ οἶκος ἐπὶ οἶκον πίπτει(2).
17 Ο Ιησούς όμως, που γνώριζε τις σκέψεις τους τούς είπε: «Κάθε βασίλειο που χωρίζεται σε αντιμαχόμενες παρατάξεις ερημώνεται· το ίδιο και κάθε οικογένεια που τα μέλη της μαλώνουν μεταξύ τους.
(1) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ., που συχνά συναντιέται στους Ο΄. Σημαίνει τις σκέψεις και όχι τις δολοπλοκίες, έννοια την οποία η λέξη δεν έχει πουθενά (p). «Πρώτα αποδεικνύει για τον εαυτό του ότι είναι Θεός, από το ότι γνωρίζει και αυτό που κρυφά ψιθύρισαν· διότι γνώρισε τους λογισμούς τους» (Κ).
(2) Ή, σπίτι που χωρίστηκε με σπίτι, πέφτει και διαλύεται· λαμβάνεται δηλαδή το όλο αντί για το μέρος, δηλαδή ένα τμήμα του σπιτιού αν χωριστεί εναντίον του άλλου, γίνεται αιτία της πτώσης του όλου (δ). Ή, τα Ματθ. ιβ 25 και Μάρκ. γ 25 δεν αποδεικνύουν ότι πρέπει εδώ να υπονοηθεί το «διαμερισθείς (που χωρίστηκε)». Σε αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να γράφει οίκος εφ’ εαυτόν (=πάνω στον εαυτό του) ή καθ’ εαυτού (=εναντίον του εαυτού του). Πιο σωστό λοιπόν θα ήταν να πάρουμε τη φράση «καὶ οἶκος ἐπὶ οἶκον πίπτει» ως διαπλάτυνση επεξηγηματική του ἐρημοῦται (=ερημώνεται). Ερημώνεται η βασιλεία όταν πέφτει το ένα σπίτι πάνω στο άλλο, ή όταν πέφτει το ένα σπίτι μετά το άλλο (p). Η κατάρρευση των σπιτιών δηλαδή επέρχεται ως συνέπεια της κατάρρευσης του συνόλου (g). Η δεύτερη εκδοχή είναι πιο πιθανή.
11.18 εἰ δὲ καὶ ὁ σατανᾶς(1) ἐφ᾽ ἑαυτὸν διεμερίσθη, πῶς σταθήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ; ὅτι λέγετε(2) ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλειν με τὰ δαιμόνια.
18 Λέτε πως εγώ βγάζω τα δαιμόνια με τη δύναμη του Βεελζεβούλ. Αν όμως ο σατανάς πολεμάει τον εαυτό του πώς μπορεί να σταθεί η κυριαρχία του;
(1) Η ίδια αρχή ισχύει και για τον σατανά. Η αρχή δηλαδή ότι η διαίρεση οδηγεί στην καταστροφή (p). Ο σατανάς ενεργεί εναντίον του εαυτού του όχι μόνο με το θαύμα, το οποίο καταργεί την εξουσία του πάνω στα σώματα των ανθρώπων, τα οποία έως τώρα κατείχε και τώρα ελευθερώνονται από την κατοχή του, αλλά πολύ περισσότερο με την διδασκαλία, την οποία το θαύμα αποσαφηνίζει και επικυρώνει και η οποία αποβλέπει στην κατάρρευση του κράτους του σατανά στις ψυχές των ανθρώπων με την θανάτωση της αμαρτίας και την επιστροφή των ανθρώπων στο Θεό. Αλλά μπορεί κάποιος να ισχυριστεί κάτι τέτοιο για το σατανά, ο οποίος τόσο πανούργα και δραστήρια εργάζεται για να στηρίξει το κράτος του;
(2) Η πρόταση είναι ελλειπτική=Λέω αυτά διότι λέτε εσείς κλπ. Κρύβεται κάποια αγανάκτηση σε αυτήν την μορφή της έκφρασης (g).
11.19 εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ(1) ὑμῶν(2) ἐν τίνι ἐκβάλλουσιν; διὰ τοῦτο αὐτοὶ ὑμῶν κριταὶ ἔσονται.
19 Κι αν εγώ βγάζω τα δαιμόνια με τη δύναμη του Βεελζεβούλ, οι δικοί σας με ποια δύναμη τα βγάζουν; Αυτοί, λοιπόν, αποτελούν απόδειξη πως έχετε άδικο.
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση. Ποιοι είναι αυτοί; Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «οι μακάριοι μαθητές» οι οποίοι «ήταν Ιουδαίοι και κατάγονταν από Ιουδαίους και πήραν από το Θεό την εξουσία κατά των ακαθάρτων πνευμάτων… και έλεγαν στους δαιμονισμένους το «στο όνομα του Ιησού Χριστού»» (Κ). Αλλά ο συλλογισμός, σε μία τέτοια εκδοχή, δεν θα είχε καμία αξία για τους Ιουδαίους, οι οποίοι δεν θα δίσταζαν να εφαρμόσουν και για τις θεραπείες των μαθητών την ίδια εξήγηση την οποία εφάρμοσαν και στις θεραπείες του Διδασκάλου. Πιο σωστό είναι να θεωρήσουμε, ότι μιλά για τους Ιουδαίους εξορκιστές, για τους οποίους εκτός από τον Ιώσηπο μιλά και το Ταλμούδ (Tanch. f. 70,1) ότι είχαν τον Δαβίδ, ο οποίος θεράπευσε τον Σαούλ, πάτρωνά τους και θεωρούσαν τον Σολομώντα ως επινοητή των επωδών τους (g).
(2) Μάλλον οι συμπατριώτες σας, η σάρκα σας και το αίμα σας, το οποίο δεν σας έρχεται ούτε καν σκέψη να απαρνηθείτε, αλλά για τους οποίους και καυχιέστε, όταν επιτελούν θεραπείες σαν τις δικές μου (g). Αποτελεί χονδροειδή υποκρισία να καταδικάζουμε αυτούς που μας ελέγχουν και μας αποδοκιμάζουν, για εκείνο, το οποίο επιτρέπουμε σε άλλους, οι οποίοι μας κολακεύουν.
11.20 εἰ δὲ ἐν δακτύλῳ(1) θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ᾽ ὑμᾶς(2) ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ(3).
20 Αν όμως εγώ βγάζω τα δαιμόνια με τη δύναμη του Θεού, αυτό σημαίνει ότι έφτασε σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού.
(1) Ή «δάκτυλο Θεού εννοεί το Άγιο Πνεύμα. Διότι χέρι και μπράτσο του Θεού και Πατέρα, από τη μία, έχει ονομαστεί αυτός (ο Υιός), επειδή ενεργεί τα πάντα ο Πατέρας μέσω αυτού. Ενεργεί όμως όμοια και ο Υιός μέσω του Πνεύματος. Όπως ακριβώς λοιπόν το δάχτυλο κρεμιέται (εξαρτάται) από το χέρι, χωρίς να είναι ξένο με αυτό, αλλά βρίσκεται σε αυτό κατά τρόπο φυσικό, έτσι και το Πνεύμα το Άγιο ως προς την έννοια της ίδιας ουσίας, είναι συνδεδεμένο με ένωση με τον Υιό, έστω και αν εκπορεύεται από τον Θεό και Πατέρα» (Κ). «Το Πνεύμα έχει ονομαστεί δάχτυλο Θεού σε αυτά τα θαύματα του Μωϋσή και του Κυρίου, όχι επειδή είναι μία μικρή δύναμη που συνυπάρχει με το Θεό, όπως ακριβώς το δάχτυλο με το σώμα, αλλά επειδή το χάρισμα των θαυμάτων και θεραπειών, είναι ένα από τα χαρίσματα που διαμοιράζει, οπότε αυτό το ένα ονομάζει δάχτυλο και όχι το σύνολο των χαρισμάτων του Πνεύματος… Θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι όλα αυτά και όσα άλλα χαρίσματα ανήκουν στο Πνεύμα, είναι κατά κάποιο τρόπο σαν ένα σώμα του, ενώ το κάθε ένα χωριστά από τα χαρίσματα, είναι δάχτυλό του» (Β). Ή, πιο σωστά, λέγεται εδώ το μέρος (δάχτυλο) αντί για το όλο=με το χέρι, με τη δύναμη (δ). Δες Εξ. η 19,λα 18,Δευτ. θ 10 Ψαλμ 90,3 (p). «Δείχνει ότι το να βγάζει κάποιος δαίμονες είναι έργο μέγιστης δύναμης και όχι της τυχαίας χάρης» (Χ). Αξιόλογη και η επόμενη: Με δάχτυλο Θεού λέει ο Χριστός. Χωρίς τίποτα από αυτές τις προσποιήσεις και τις μαγικές επωδές και επικλήσεις, τις οποίες χρησιμοποιούν οι εξορκιστές. Αρκεί και μόνο να σηκώσει το δάχτυλό του, ώστε ο σατανάς να εγκαταλείψει ελεύθερο το θύμα του. Είναι αυτό το έμβλημα της μέγιστης ευκολίας, με την οποία διώχνονται τα δαιμόνια (g). Με δύναμη προφανώς θεία και χωρίς κάποια δυσκολία (b). Όχι κινητοποιώντας τον βραχίονα του Κυρίου, τον υψηλό και δυνατό, αλλά με ενέργεια κάποιου κατωτέρου βαθμού. Το ωρυόμενο αυτό λιοντάρι κατασυντρίβεται, όταν αυτό αρέσει στο Θεό, σαν μία μύγα με την επαφή δαχτύλου.
(2) Κρύβει η φράση και κάτι το απειλητικό. Έφθασε σαν μία κρίση η οποία πρόκειται να σας πλήξει (g), εάν δεν υποδεχτείτε αυτήν.
(3) «Θέλει μεν από αυτά τα λόγια να σκεφτούν και να πουν, ότι αν ισχύει αυτό, άρα ο Υιός του Θεού ήλθε. Αλλά αυτό μεν δεν το λέει, αλλά έμμεσα και χωρίς να είναι ενοχλητικό για αυτούς, υπαινίσσεται αυτό λέγοντας: Άρα έφθασε» (Χ).
11.21 ὅταν(1) ὁ ἰσχυρὸς καθωπλισμένος φυλάσσῃ τὴν ἑαυτοῦ αὐλήν(2), ἐν εἰρήνῃ(3) ἐστὶν τὰ ὑπάρχοντα(4) αὐτοῦ·
21 Όταν ένας δυνατός οπλιστεί γερά για να προστατεύσει το σπιτικό του, τα υπάρχοντά του είναι ασφαλισμένα.
(1) «Χρησιμοποιεί παράδειγμα σαφές και ξεκάθαρο, με το οποίο δίνεται η δυνατότητα σε αυτούς που θέλουν, να δουν ότι έχει νικήσει τον άρχοντα αυτού του αιώνα και αφού τον αποδυνάμωσε κατά κάποιο τρόπο και τον κατέστησε γυμνό από τη δύναμη που είχε, του άρπαξε αυτούς που ήταν γνωστοί του. Διότι, όσο μεν, λέει, ο δυνατός έχει τη δύναμη και φυλάει τα δικά του, δεν υποπτεύεται καθόλου ότι κάποιος θα του τα πάρει. Όταν όμως κάποιος ισχυρότερός του έλθει και τον νικήσει, τότε τα αρπάζει. Αυτό το παράδειγμα ειπώθηκε σαν να αναφέρεται σε ανθρώπους. Έπαθε όμως το ίδιο και ο μισόκαλος διάβολος» (Κ).
(2) Ο γύρω από το σπίτι περιτειχισμένος και υπαίθριος τόπος, στον οποίο φυλάσσονται τα ζώα και τα πράγματα, τα υπάρχοντα του κυρίου όπως λέει πιο κάτω (δ). Αξιόλογη και η ερμηνεία: αυλή=βασιλικό ανάκτορο (L). Η καρδιά κάθε αμαρτωλού που δεν έχει επιστρέψει, αποτελεί μέρος του ανακτόρου και της αυλής του διαβόλου, όπου ο διάβολος διαμένει και εξουσιάζει. Αναμφίβολα η καρδιά η ανθρώπινη είναι ανάκτορο, μέγαρο και διαμονή ευγενής. Αλλά η μη εξαγιασμένη καρδιά είναι ανάκτορο του πονηρού. Οι επιθυμίες του γίνονται και επιθυμίες δικές της, τα θελήματά του εκτελούνται από αυτήν δουλικά και σφετερίζεται αυτός τον θρόνο της ψυχής για να την σύρει όπου αυτός θέλει. Είναι λοιπόν ο σατανάς σαν ένας ισχυρός πάνοπλος και φρουρεί την αυλή του αυτήν πράττοντας το παν για να εξασφαλίσει αυτήν για τον εαυτό του και για να την οχυρώσει εναντίον του Χριστού. Όλες οι πλάνες και προλήψεις και δεισιδαιμονίες, με τις οποίες σκληραίνει τις καρδιές των ανθρώπων εναντίον της αλήθειας και αγιότητας, είναι τα ισχυρά οχυρά, τα οποία χτίζει για υπεράσπιση της αυλής του.
(3) Υπάρχει μία επάλειψη ειρήνης στην ψυχή που δεν έχει επιστρέψει, για όσο χρόνο ο σατανάς ως ισχυρός οπλισμένος φυλάει αυτήν. Ο αμαρτωλός μέσα στην υπερηφάνειά του έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, ζει σε αμεριμνησία και απατηλή ασφάλεια, δεν αμφιβάλλει για το ότι η κατάστασή του είναι καλή, ούτε έρχεται στο νου του ο φόβος της μέλλουσας κρίσης. Κολακεύει τον εαυτό του και φωνάζει ότι έχει ειρήνη.
(4) Και «ισχυρό μεν ονομάζει τον διάβολο, που νίκησε τελείως το γένος των ανθρώπων. Αυλή του ονομάζει τον τόπο των θνητών στη γη, ενώ υπάρχοντα όλα εκείνα, τα οποία βεβαίως όταν κάποτε τα έδειξε στον Σωτήρα, έλεγε· Όλα αυτά θα σου τα δώσω αν πέσεις και με προσκυνήσεις, όταν στο ψηλό βουνό έδειξε σε αυτόν τις βασιλείες του κόσμου και την δόξα του» (Ε).
11.22 ἐπὰν δὲ ο ἰσχυρότερος αὐτοῦ ἐπελθὼν νικήσῃ αὐτόν(1), τὴν πανοπλίαν(2) αὐτοῦ αἴρει ἐφ᾽ ᾗ ἐπεποίθει, καὶ τὰ σκῦλα(3) αὐτοῦ διαδίδωσιν(4).
22 Όταν όμως του επιτεθεί ένας δυνατότερος και τον νικήσει, τότε παίρνει τον οπλισμό στον οποίο εκείνος στηριζόταν και μοιράζει εδώ κι εκεί τα λάφυρά του.
(1) «Αφού έλθει εναντίον του, τον νικήσει». Έρχεται εναντίον του αιφνίδια, όταν τα υπάρχοντά του βρίσκονται σε ειρήνη και νομίζει ο σατανάς, ότι αυτά θα ανήκουν πάντα σε αυτόν. «Αλλά παλαιότερα μεν αυτά τα υπάρχοντά του βρίσκονταν σε ειρήνη, αφού κανείς δεν τα αφαιρούσε από αυτόν· όταν όμως ήλθε εναντίον του ο ισχυρότερός του και πάλεψε νικηφόρα με αυτόν και τον έδεσε, τότε αφαίρεσε και την πανοπλία του, στην οποία είχε στηρίξει την πεποίθησή του, και αφού άρπαξε τα λάφυρά του, τα μοίρασε» (Ε). Και η επιστροφή κάποιας ψυχής στο Θεό είναι νίκη του Χριστού κατά του διαβόλου και της δύναμής του στην ψυχή αυτήν, νίκη που αποκαθιστά την ψυχή στην ελευθερία της και εγκαθιδρύει την κυριαρχία του Θεού σε αυτήν. Απόδειξη λοιπόν της νίκης αυτής είναι ότι πρώτον αφαιρεί την πανοπλία του ισχυρού και αφήνει αυτόν άοπλο και δεύτερον διαμοιράζει την λεία και τα λάφυρα τα οποία κατέκτησε από αυτόν.
(2) Όπως υπάρχει πανοπλία του Θεού (Εφεσ. στ 11,20) έτσι υπάρχει και πανοπλία του πονηρού, από την οποία όταν απογυμνωθεί ο σατανάς, ο οποίος εδώ αναφέρεται συμβολικά σαν ο πάνοπλος ισχυρός, τότε η ισχύς του παραλύει και η δύναμή του να ενεργεί το κακό εξουδετερώνεται (ο). Πανοπλία=κοινώς αρματωσιά, ο όλος οπλισμός, όλα δηλαδή τα πονηρά μέσα, τα οποία διαθέτει ο σατανάς για υποδούλωση των ψυχών και αυτών ακόμη των σωμάτων των ανθρώπων (δ,g), άρα επομένως και «η πολύθεη πλάνη των δαιμόνων. Διότι όπλα του διαβόλου είναι οι εγκατεστημένοι παντού στη γη δαίμονες, που συνεργάζονται με αυτόν στην τυραννία εναντίον των ανθρώπων» (Ε). Αφαιρεί την πανοπλία του. Όταν η δύναμη της αμαρτίας και της διαφθοράς συντριφτεί στην ανθρώπινη ψυχή, όταν οι πλάνες αποδιωχτούν με την γνώση της αλήθειας, όταν τα μάτια της ψυχής ανοίξουν, όταν η καρδιά ταπεινωθεί και μεταβληθεί και γίνει σοβαρή και πνευματική, τότε η πανοπλία του σατανά αφαιρείται από αυτήν και ο σατανάς είναι άοπλος απέναντί της.
(3) Η λέξη λάφυρα μπορεί να ταυτιστεί και με το «πανοπλία» και με το «υπάρχοντα» του προηγούμενου στίχου. Σύμφωνα με την τελευταία εκδοχή «λάφυρά του ήταν οι ψυχές των ανθρώπων, που σύρθηκαν αιχμάλωτες από τον διαβολικό οπλισμό… τα έθνη που από παλιά είχαν υποδουλωθεί στην τυραννία του» (Ε). Πάντως είτε το «λάφυρα» ταυτιστεί με το πανοπλία είτε με τα υπάρχοντα, φανερώνει ότι ο Χριστός και τις δυνάμεις ακόμη του άδη περιόρισε ώστε να συντελούν αυτές, έστω και αρνητικά, για καλό αυτών που αγαπούν το Θεό (p).
(4) «Τα λάφυρά του τα μοίρασε ο Κύριος σε δικούς του ηγεμόνες και άρχοντες, στους στρατιώτες της βασιλείας των ουρανών που είναι υποταγμένοι σε αυτόν, στους αποστόλους δηλαδή» (Ε). Το διαδίδω που είναι δανεισμένο από τη διανομή της λείας και των λαφύρων, την οποία κάνει κάποιος στρατηγός στους στρατιώτες του, υπαινίσσεται ίσως την δύναμη που δόθηκε από τον Ιησού στους μαθητές για εκδίωξη των δαιμόνων (g). Πάντως είναι αλήθεια, ότι το τρόπαιο του Χριστού γίνεται κοινό για όλους τους ακόλουθούς του και μετέχουν αυτοί στα αγαθά και τις σωτήριες ευεργεσίες της νίκης του Κυρίου όταν συντρίβεται ο σατανάς κάτω από τα πόδια και του καθενός από αυτούς.
11.23 ὁ μὴ ὢν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστιν, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾽ ἐμοῦ σκορπίζει(1).
23 Όποιος δεν είναι με το μέρος μου, είναι εναντίον μου· κι όποιος δε μαζεύει μαζί μου, σκορπίζει».
(1) Ο στίχος είναι κατά λέξη ίδιος με το Ματθ. ιβ 30. Η σύνδεση με τα παραπάνω φαίνεται να είναι η εξής: Ο μεταξύ Χριστού και σατανά αγώνας είναι τέτοιος, ώστε κανείς σε αυτόν δεν μπορεί να παραμείνει ουδέτερος (p). Στις μικρές διαφορές, οι οποίες μπορούν να εμφανιστούν μεταξύ των μαθητών του Χριστού, διδαχτήκαμε να δείχνουμε συμβιβαστικό πνεύμα και να επιδιώκουμε την ειρήνη θεωρώντας ότι αυτοί που δεν είναι εναντίον μας, ότι είναι υπέρ μας (Λουκ. θ 50). Στον μεγάλο όμως αγώνα μεταξύ του Χριστού και του διαβόλου, ούτε ειρήνη μπορεί να επιδιωχτεί ούτε κάποιος συμβιβασμός επιτρέπεται. Εκείνος ο οποίος δεν ανήκει με όλη την καρδιά στο Χριστό, υπολογίζεται ως πραγματικά εναντίον του. Ο ψυχρός ή και χλιαρός στον αγώνα αυτόν, θεωρείται ως εχθρός. Όταν η πάλη είναι μεταξύ Χριστού και Βελίαλ δεν επιτρέπεται για κανένα λόγο να κουτσαίνει κάποιος «και στα δύο πόδια» (Γ΄Βασ. ιη 21). Διότι η βασιλεία του Χριστού είναι αιώνια αντίθετη και εχθρική με το κράτος του σατανά και αιώνια θα θριαμβεύσει εναντίον του καταργώντας αυτό για πάντα. Αξιόλογη και η επόμενη: «Εγώ μεν ήλθα, λέει, για να τους σώσω όλους από τα χέρια του διαβόλου, για να ελευθερώσω αυτούς που είναι αιχμάλωτοι και να φωτίσω τους σκοτισμένους… για να συγκεντρώσω σε ένα μέρος τα παιδιά του Θεού που έχουν, εννοείται, από εκείνον διασκορπιστεί. Ο σατανάς όμως, βεβαίως, επειδή δεν είναι μαζί μου, επιχειρεί να σκορπίζει αυτά που μάζεψα και έσωσα. Πώς λοιπόν αυτός που μάχεται στο δικό μου θείο σχέδιο, μού δίνει δύναμη εναντίον του;» (Κ).
11.24 ῞Οταν(1) τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι᾽ ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυσιν(2), καὶ μὴ εὑρίσκον λέγει, ῾Υποστρέψω εἰς τὸν οἶκόν μου(3) ὅθεν ἐξῆλθον·
24 «Όταν το δαιμονικό πνεύμα βγει από τον άνθρωπο, περνάει από ξερούς τόπους ψάχνοντας να βρει κάπου να ξεκουραστεί, μα δε βρίσκει. Τότε λέει: “θα γυρίσω ξανά στην κατοικία μου απ’ όπου έφυγα”.
(1) Δες Ματθ. ιβ 43-45 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Δεν είναι πιθανόν ότι υπάρχει εδώ κάποια αναφορά στις επιτυχίες των Ιουδαίων εξορκιστών, για να τονιστεί, ότι αυτές είναι πρόσκαιρες μόνο και οδηγούν σε χειροτέρευση του κακού. Το συμπέρασμα που βγαίνει από τους στίχους αυτούς αναφέρεται στις ολέθριες συνέπειες, οι οποίες ακολουθούν την κακή διαγωγή αυτών που λυτρώθηκαν από την αιχμαλωσία των δαιμόνων. Το αναφερόμενο λοιπόν παράδειγμα του δαιμονισμένου, ο οποίος θεραπεύτηκε και αφήνει στη συνέχεια τον εαυτό του να ξανακυριευτεί από το δαιμόνιο, έγινε παραβολή και παρομοίωση ώστε με αυτήν, να γίνει εμφανές ποιο θα είναι το άθλιο κατάντημα ενός αμαρτωλού που μετανόησε μεν για τις αμαρτίες του, αλλά δεν κατέβαλλε καμία προσπάθεια για να αποκτήσει την αγιότητα. Ένας τέτοιος άνθρωπος αποδεικνύει πόσο αδύνατον είναι να παραμείνει κάποιος ουδέτερος στον αγώνα μεταξύ του Χριστού και του σατανά. Έφυγε αυτός από τον σατανά χωρίς να προσκολληθεί στο Χριστό, και έτσι ξαναπέφτει μονιμότερα και βαρύτερα στην κυριαρχία του σατανά (p). Πρόκειται για τους ανθρώπους, οι οποίοι «ενώ απέφυγαν τα μιάσματα του κόσμου με την επίγνωση του κυρίου και Σωτήρα Ιησού Χριστού, αφού ενεπλάκησαν πάλι σε αυτά, υφίστανται ήττα» (Β΄Πέτρ. β 20). Καθαρίστηκαν από τους πιο φανερούς μολυσμούς, αλλά δεν επέμειναν να εξαλείψουν και τις βαθύτερες κλίσεις προς την αμαρτία, η οποία έτσι έμεινε κρυμμένη σαν δύναμη στα βάθη τους. Το σπίτι τους καθαρίστηκε εξωτερικά, αλλά η ποιότητά του δεν αλλοιώθηκε.
(2) Ανάπαυση μετά την περιπλάνησή του σε άνυδρα μέρη. Ο δαίμονας ζητά κάποια ψυχή, για να αναπαυτεί σε αυτήν. Μπορούμε να συνδέσουμε το «και μη βρίσκοντας» με το «ζητώντας ανάπαυση» (=ζητά ανάπαυση, αλλά δεν την βρίσκει). Αλλά τότε θα βάλουμε τελεία μετά το «μη ευρίσκον». Είναι προτιμότερο λοιπόν να συνδέσουμε το «μη ευρίσκον» με το «λέγει» (p).
(3) Αποκαλεί ακόμη τον άνθρωπο, από τον οποίο βγήκε, σπίτι του, διότι κανείς άλλος στο μεταξύ δεν κυρίευσε αυτό (p).
11.25 καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σεσαρωμένον καὶ κεκοσμημένον(1).
25 Έρχεται και τη βρίσκει σκουπισμένη και στολισμένη.
(1) Έτοιμο να δεχτεί καθέναν που περνά, οσοδήποτε ανεπιθύμητος και αν είναι. Ίσως το «σεσαρωμένον και κεκοσμημένον» να αναφέρεται και στη φυσική και διανοητική βελτίωση και αποκατάσταση του πρώην δαιμονιζομένου ανθρώπου (p).
11.26 τότε πορεύεται καὶ παραλαμβάνει επτά ἕτερα πνεύματα(1) πονηρότερα ἑαυτοῦ(2), καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ(3) ἐκεῖ, καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα(4) τῶν πρώτων(5).
26 Τότε πηγαίνει και παίρνει άλλα εφτά πνεύματα, πιο πονηρά από το ίδιο, και μπαίνουν και κατοικούν εκεί. Έτσι, η τελευταία κατάσταση του ανθρώπου εκείνου γίνεται χειρότερη από την προηγούμενη».
(1) Επιστρέφει δηλαδή «με όλη του τη δύναμη. Διότι αυτό φαίνεται να φανερώνει, λέγοντας επτά άλλα πνεύματα μαζί του, όπως ακριβώς συνηθίζει να ονομάζει η Γραφή αυτόν τον αριθμό όταν πρόκειται για πλήθος, όπως όταν λέει, ότι «η στείρα γέννησε επτά και αυτή που είχε πολλά παιδιά ασθένησε»» (Ω).
(2) Πονηρότερα. Φαίνεται λοιπόν ότι και μεταξύ των δαιμόνων υπάρχουν διαβαθμίσεις κακίας και πονηρίας. Πιθανώς οι βαθμοί της κακίας τους είναι ανάλογοι με τους βαθμούς της προηγούμενής τους αγιότητας, από την οποία εξέπεσαν.
(3) Αφού δεν υπάρχει κάποια αντίσταση μπαίνουν και εγκαθίστανται εκεί σαν σε μόνιμη κατοικία (p). Έχουμε εδώ την κατάσταση ανθρώπου, ο οποίος κατέληξε σε αποστασία. Οι αποστάτες είναι συνήθως οι χειρότεροι των ανθρώπων, οι περισσότερο μάταιοι και αχαλίνωτοι, οι τολμηρότεροι και πιο αναίσχυντοι στο να διαπράττουν εκείνα, για τα οποία προηγουμένως είχαν επιδείξει κάποια μετάνοια. Οι συνειδήσεις τους καταλήγουν σε πώρωση και οι αμαρτίες τους γίνονται βαρύτερες από ποτέ άλλοτε.
(4) Χειρότερα, αλλά όχι και τελείως απελπιστικά σε σχέση με τη δύναμη του Ιησού (L).
(5) Ο Λουκάς παραλείπει τα λόγια στο Ματθαίο «Έτσι θα συμβεί στη γενιά αυτήν την πονηρή»· λόγια που δείχνουν την πρώτη εφαρμογή της παραβολής (p). Η εφαρμογή αυτή εφαρμόστηκε με διάφορους τρόπους στους Ιουδαίους. Ή α) η γενιά αυτή, αρνούμενη να αναγνωρίσει την έλευση της βασιλείας του Θεού και την νίκη του Ιησού, εκτίθεται σε κίνδυνο να ολισθήσει σε κατάσταση θρησκευτική πολύ χειρότερη από εκείνην, στην οποία ήταν πριν γίνει μάρτυρας των θαυμάτων μου (L). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, β) η λατρεία των ειδώλων εξορκίστηκε, αλλά ο δαίμονας επανήλθε με την λατρεία του γράμματος και μαζί με αυτήν ήλθαν και τα δαιμόνια της πλεονεξίας, της υποκρισίας, της πνευματικής αλαζονείας, της ασπλαχνίας, της απιστίας, της προσκόλλησης στους εξωτερικούς τύπους και του φανατισμού (p). Ή, γ) μετά την ευνοϊκή μεταβολή, την οποία ο Ισραήλ υπέστη με τη δράση του Ιωάννη, ξαναέπεφτε τώρα με την αντίθεσή του προς τον Ιησού, σε κατάσταση πολύ χειρότερη από την προηγούμενη (Weiss). Ή, δ) οι Ισραηλίτες «όταν ήταν στην Αίγυπτο, έμενε μέσα τους το πνεύμα το πονηρό επειδή συναναστρέφονταν με τα ήθη και τους νόμους των Αιγυπτίων» (Ω). «Όταν όμως λυτρώθηκαν από τον Μωϋσή, αφού τους σπλαχνίστηκε ο Θεός και απέκτησαν νόμο παιδαγωγό, που τους καλούσε στο φως της αληθινής θεογνωσίας, διώχτηκε το βέβηλο και ακάθαρτο πνεύμα» (Κ). «Τώρα όμως, επειδή δεν πίστεψαν στο Χριστό, αλλά απομάκρυναν τον λυτρωτή, έπεσε πάλι πάνω τους το ακάθαρτο πνεύμα και αφού τους βρήκε να μην έχουν πλέον μέσα τους τίποτε θεϊκό, αλλά να είναι έρημοι και να μένουν άπρακτοι ώστε να κατοικήσει μέσα τους, κατοίκησε με όλη του τη δύναμη… Διότι αυτοί που απίστησαν στον υιό μου (λέει ο Πατήρ), δεν έχουν τέτοιο ακάθαρτο πνεύμα, όπως το πνεύμα που είχαν στην Αίγυπτο, αλλά έχουν γεμίσει και με άλλα πνεύματα πονηρά και έγιναν σε αυτούς τα τελευταία χειρότερα από τα πρώτα… Και δεν θα λέει πλέον σε αυτούς προφήτης: Αυτά λέει ο Κύριος, δεν θα υπάρχει πλέον θαύμα σε αυτούς, ούτε τρομακτικό υπερφυσικό γεγονός, ούτε πλέον θαύμα εμφάνισης και παρουσίας του Θεού· διότι μεταφέρθηκαν τα αγαθά στους εθνικούς» (Ω). Ή, ε) ο Ισραήλ αφού θεραπεύτηκε από την ειδωλολατρεία με την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, έπεσε τώρα σε χειρότερη κατάσταση (Stier). Η πρώτη και η τρίτη ερμηνεία είναι περισσότερο πιθανές από τις άλλες.
Στίχ. 27-28. Μακαρισμός της Θεοτόκου.
11.27 ᾽Εγένετο δὲ(1) ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις(2) γυνὴ(3) φωνήν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ, Μακαρία ἡ κοιλία(4) ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ(4) οὓς ἐθήλασας.
27 Ενώ έλεγε αυτά ο Ιησούς, κάποια γυναίκα από το πλήθος έβγαλε μια δυνατή φωνή και του είπε: «Χαρά στη μάνα που σε γέννησε και σε θήλασε!»
(1) Οι δύο αυτοί στίχοι βρίσκονται αποκλειστικά στον Λουκά. Του Χριστού η μητέρα διακηρύσσεται μία ακόμη φορά μακάρια (Λουκ. α 42) από γυναίκα, και η προφητεία της Μαρίας για τον εαυτό της αρχίζει να εκπληρώνεται (α 48)(p).
(2) ««Επάρασα», δηλαδή ύψωσε. Επειδή δηλαδή αποδέχτηκε πάρα πολύ τα λόγια του, μακάρισε μεγαλόφωνα αυτήν που τον γέννησε, επειδή αξιώθηκε να γίνει μητέρα τέτοιου προσώπου» (Ζ).
(3) Ενώ οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι τον περιφρονούσαν και τον βλασφημούσαν, η αγαθή αυτή γυναίκα τον θαύμαζε για την σοφία και δύναμη που έβγαινε από το στόμα του («την ώρα που έλεγε αυτός αυτά»). Ενθουσιασμένη από την πειστικότητα, με την οποία ντρόπιασε τους Φαρισαίους και τους νίκησε, δεν συγκρατήθηκε από το να φωνάξει: Τι θαυμάσιος, τι έξοχος και μοναδικός διδάσκαλος είναι αυτός! Ασφαλώς κανείς ποτέ άλλος μεγαλύτερος και καλύτερος από αυτόν δεν γεννήθηκε από γυναίκα. Ευτυχής και μακάρια η γυναίκα που τον γέννησε!
(4) Αναφέρονται τα μέλη αντί για το πρόσωπο=μακάρια αυτή που γέννησε και ανέθρεψε τέτοιο γιο (δ). Η γυναίκα θαυμάζει και τιμά τον Ιησού, ορμώμενη από την ακρόαση των λόγων του. Αλλά και για όλους όσους πιστεύουν τον λόγο του Χριστού, το πρόσωπό του είναι πολύτιμο και για αυτούς είναι «ο εκλεκτός αυτός λίθος» τιμή, που τους καθιστά «γένος εκλεκτό, λαό άξιο φροντίδας» (Α΄Πέτρ. β 7)
11.28 αὐτὸς δὲ εἶπεν, Μενοῦνγε(1) μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αυτόν(2).
28 Κι εκείνος είπε: «Πιο πολύ χαρά σ’ εκείνους που ακούν το λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν!»
(1) Άλλη γραφή: μενοῦν. Και το μενοῦνγε την ίδια έννοια εκφράζει την οποία και το μενοῦν. Με αυτό άλλοτε επιβεβαιώνεται αυτό πριν λίγο ειπώθηκε και άλλοτε διορθώνεται. Από τα συμφραζόμενα καθορίζεται η έννοιά του (L)· λοιπόν ή=ναι, πράγματι, σε περίπτωση επιβεβαίωσης, ή=ναι μεν αυτό μπορεί να είναι έτσι, αλλά…, σε περίπτωση διόρθωσης (p). Εδώ ο Κύριος συμπληρώνει την έννοια της γυναίκας (δ). Δεν αρνείται ο Κύριος αυτό που είπε η γυναίκα, αλλά δείχνει ότι δεν είναι πλήρες επειδή δεν εκφράζει ολόκληρη την αλήθεια (p).
(2) «Μακαρίζει αυτούς που φυλάνε τον λόγο του Θεού, χωρίς να βγάζει έξω από τον μακαρισμό την μητέρα του, αλλά δείχνοντας, ότι ακόμη και εκείνη δεν θα ωφεληθεί καθόλου από το ότι τον γέννησε και τον θήλασε, αν δεν έχει και όλη την άλλη αρετή» (Θφ). Δες και Ματθ. ιβ 50. Είναι βεβαίως μέγα προνόμιο το να αξιωνόμαστε να ακούμε τον λόγο του Θεού. Παρ’ όλα αυτά μόνο εκείνοι διακηρύχτηκαν μακάριοι από τον Χριστό, οι οποίοι ακούνε τον λόγο αυτόν και φυλάνε αυτόν. Τον φυλάνε διαρκώς στη μνήμη τους και τον τηρούν, έχοντας αυτόν κανόνα της συμπεριφοράς και του βίου τους. Σε αντίθετη περίπτωση, μόνο το να ακούμε το λόγο του Θεού επόμενο είναι να αποβεί σε καταδίκη μας. Διότι βεβαιώνει ο Κύριος «εάν κάποιος ακούσει τα λόγια μου και δεν τα φυλάξει… ο λόγος τον οποίο είπα, εκείνος θα τον κρίνει την έσχατη ημέρα» (Ιω. ιβ 47,48).
Στίχ. 29-36. Το θαύμα του Ιωνά. Καταδίκη της γενιάς του Κυρίου.
11.29 Τῶν δὲ ὄχλων(1) ἐπαθροιζομένων(2) ἤρξατο λέγειν(3), ῾Η γενεὰ αὕτη γενεὰ πονηρά ἐστιν(4)· σημεῖον ζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται(5) αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον ᾽Ιωνᾶ του προφήτου(6).
29 Όταν το πλήθος πύκνωσε, ο Ιησούς άρχισε να λέει: «Η σημερινή γενιά των ανθρώπων είναι πονηρή· ζητάει σημάδι θαυματουργικό, αλλά σημάδι δε θα της δοθεί εκτός από κείνο του προφήτη Ιωνά.
(1) Δες Ματθ. ιβ 38-42 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Η πρόθεση επί μαζί με το αθροίζομαι, είναι σπάνια σύνθεση. Από τις λέξεις που λέγονται μοναδική φορά στην Κ.Δ. (p). Σημαίνει το «προς αυτόν», προς το μέρος που ήταν, για να τον ακούσουν (δ).
(3) «Τώρα απολογείται και για τον άλλο τους λογισμό» (Ζ). Απαντά σε αυτούς που ζητούσαν θαύμα από τον ουρανό στον σ. 16.
(4) Κατηγορεί τώρα όχι μόνο τους γραμματείς και φαρισαίους, αλλά ολόκληρη την σύγχρονη γενιά των Ιουδαίων. Ήταν και αυτή όπως οι αρχηγοί της, διότι δειχνόταν σκληρή απέναντι στα τόσα θαύματα, τα οποία ανάμεσά της είχε διαπράξει. Και μαζεύτηκαν τώρα όχι για να διαφωτιστούν από την διδασκαλία του, αλλά για να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους με τα θαύματά του, αξιώνοντας να δουν και μεγαλύτερα θαύματα. Γενιά όμως η οποία δεν πείστηκε από τόσα θαύματα, θα παραμείνει σκληρή, οποιαδήποτε άλλα θαύματα και αν συντελεστούν μπροστά στα μάτια της. Για αυτό και χαρακτηρίζει αυτήν γενιά πονηρή.
(5) «Ζητούν από πονηριά. Για αυτό και δεν επιτυγχάνουν, σύμφωνα με το: Θα με ζητήσουν κακοί και δεν θα με βρουν (Ωσηέ ε 6)» (Κ). Τα θαύματα δόθηκαν σε εκείνους, οι οποίοι αφού πίστεψαν ήδη, ζήτησαν αυτά για μεγαλύτερη στερέωση της πίστης τους, όπως ο Αβραάμ και ο Γεδεών. Δεν δόθηκαν όμως σε αυτούς που ζήτησαν αυτά για δικαιολογία της απιστίας τους.
(6) Θα δοθεί παρ’ όλα αυτά θαύμα άλλο, διαφορετικό όμως από όλα εκείνα, τα οποία ο Κύριος συντελούσε τώρα μπροστά στα μάτια τους. Και το θαύμα αυτό θα ήταν η ανάστασή του. Επιφυλασσόταν αυτό ως επισφράγιση της όλης δράσης του, διότι αυτό θα αποτελούσε τη μέγιστη απόδειξη, ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας, επειδή με αυτό θα αναδεικνυόταν «γιος Θεού με δύναμη από το Πνεύμα που αγιάζει, όταν αναστήθηκε από τους νεκρούς» (Ρωμ. α 4). Το θαύμα αυτό θα ξεπερνούσε όλα τα άλλα θαύματά του, θα συμπλήρωνε αυτά και θα επισφράγιζε αυτά. Και όμως η απιστία των Ιουδαίων βρήκε και απέναντι σε αυτό την ένοχη υπεκφυγή της με τον λόγο: «Οι μαθητές του ήλθαν και τον έκλεψαν». Διότι δεν είναι άλλοι τόσο αθεράπευτα τυφλοί, όσο αυτοί που πεισματικά δεν θέλουν να δουν (Henry). Σημείο εδώ=τεκμήριο υπερφυσικό, με το οποίο κάποιο πρόσωπο γνωρίζεται και ξεχωρίζει από τα άλλα. Το σημείο Ιωνά=το σημάδι το υπερφυσικό που συνέβη στον Ιωνά, με το οποίο ο Θεός ενεργά προέτρεπε τους Νινευίτες και σε αυτούς έδειχνε τι έπρεπε αυτοί να πράξουν. Θα δοθεί στη γενιά αυτή το θαύμα του Ιωνά του προφήτη=Θαύμα όμοιο με του Ιωνά, το οποίο δόθηκε για επιβεβαίωση της αποστολής και του κηρύγματός του στους Νινευίτες για μετάνοια (Grimm).
11.30 καθὼς γὰρ ἐγένετο ᾽Ιωνᾶς σημεῖον τοῖς Νινευίταις(1), οὕτως ἔσται(2) καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τῇ γενεᾷ ταύτῃ σημεῖον.
30 Όπως ο Ιωνάς ήταν σημάδι για τους Νινευίτες, έτσι θα είναι κι ο Υιός του Ανθρώπου σημάδι για τη σημερινή γενιά.
(1) «Όπως εκείνος κατέστη υπερφυσικό σημάδι για τους Νινευίτες, δηλαδή παράδοξο άκουσμα, ότι υπερφυσικά σώθηκε από την κοιλιά του κήτους μετά από τρεις μέρες, έτσι και αυτός θα καταστεί θαύμα στη γενιά των άπιστων Ιουδαίων, δηλαδή παράδοξο άκουσμα, ότι υπερφυσικά σώθηκε από την κοιλιά της γης μετά από τρεις μέρες» (Ζ).
(2) Εκ πρώτης όψεως ο Λουκάς φαίνεται να παραλληλίζει τον Ιωνά και το Χριστό μόνο στο κήρυγμα της μετανοίας. Αποσιωπά την εξήγηση, ότι ο Ιωνάς ήταν τύπος της ταφής και της ανάστασης του Χριστού. Αλλά τα ρήματα δοθήσεται και έσται που εκφέρονται σε μέλλοντα χρόνο, δείχνουν ότι υπονοείται και η εξήγηση αυτή. Ο Χριστός κήρυττε εδώ και πολύ χρόνο. Όμως δεν λέει ότι το θαύμα δόθηκε ή εξακολουθεί να δίνεται, αλλά λέει ότι «θα δοθεί» και ότι θα είναι ο υιός του ανθρώπου θαύμα (p). Όπως εξηγείται στο κατά Ματθαίον, ό,τι για τον Ιωνά υπήρξε η κοιλιά του κήτους, αυτό υπήρξε για τον Ιησού ο τάφος. Μπήκε εκεί ως λύτρο, για να σωθούν οι ψυχές των ανθρώπων από την τρικυμία και τον σάλο της αμαρτίας, όπως ρίχτηκε ο Ιωνάς από το πλοίο για να διαφύγουν το ναυάγιο όσοι ήταν σε αυτό. Και παρέμεινε εκεί, όσο χρόνο και ο Ιωνάς στην κοιλιά του κήτους, κατασκηνώνοντας «με ελπίδα, ότι δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη ούτε θα δώσεις στον όσιό σου να δει διαφθορά» (Πραξ. β 26,27), όπως και ο Ιωνάς παρηγοριόταν στην κοιλιά του κήτους από την ελπίδα ότι «θα αξιωθεί να δει τον άγιο ναό του Θεού» (Ιωνά β 5). Όπως λοιπόν ο Ιωνάς την τρίτη ημέρα απαλλάχτηκε από την φυλακή του και επέστρεψε στη χώρα των ζωντανών, για να κηρύξει μετάνοια στους Νινευίτες, έτσι και ο Χριστός την τρίτη ημέρα αναστήθηκε από τον τάφο, για να στείλει τους μαθητές του για διάδοση του ευαγγελίου του στα έθνη.
11.31 βασίλισσα νότου(1) ἐγερθήσεται(2) ἐν τῇ κρίσει μετὰ(3) τῶν ἀνδρῶν τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτούς· ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶντος(4), καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος ὧδε(5).
31 Η βασίλισσα του Νότου θα αναστηθεί κατά την τελική κρίση μαζί με τους ανθρώπους της σημερινής γενιάς και θα τους κατηγορήσει, γιατί εκείνη ήρθε από την άλλη άκρη του κόσμου για ν’ ακούσει τη σοφία του Σολομώντα. Κι όμως εδώ υπάρχει κάποιος μεγαλύτερος από το Σολομώντα.
(1) Η χώρα Σαβά βρισκόταν στο νότιο μέρος της Αραβίας. Ήταν η νεότερη Υεμένη, κοντά στα νότια σύνορα του τότε γνωστού κόσμου (p).
(2) Η λέξη εγερθήναι φανερώνει τη στιγμή της έγερσης και κατά κάποιο τρόπο αφύπνισης των σωμάτων από τους τάφους κατά την μεγάλη ημέρα της κρίσης (g).
(3) =μαζί με τους άνδρες. Θα παρουσιαστεί μπροστά στους Ιουδαίους, έτσι ώστε ο πόθος της για γνώση της αλήθειας να δημιουργεί αντίθεση με την αναισθησία αυτών (g).
(4) «Έδειξε ζήλο για να ακούσει τον Σολομώντα βάρβαρη γυναίκα και έκανε τόσο δρόμο για αυτό, για να ακούσει σοφία σχετικά με τα ορατά και τα ζώα και τη φύση των φυτών. Εσείς όμως, ενώ είστε εδώ παρόντες και ακούτε για αόρατα και ουράνια πράγματα, και ενώ η ίδια η σοφία ήλθε σε σας και βεβαίωσε τον λόγο με έργα και εντυπωσιακά θαύματα, αποξενώνεστε από τον λόγο και αναίσθητα αρνείστε και το θαύμα μαζί με τα λόγια; Πώς λοιπόν δεν είναι ανώτερα εδώ από τον Σολομώντα;» (Κ). Υπάρχει τριπλή αντίθεση στο παράδειγμα αυτό. Μεταξύ εθνικής βασίλισσας και των Ιουδαίων· μεταξύ των περάτων της γης και του «εδώ»· μεταξύ του Σολομώντα και του υιού του ανθρώπου. Ίσως και μία τέταρτη, μεταξύ γυναίκας και ανδρών (p). Η βασίλισσα Σαβά δεν έλαβε κάποια πρόσκληση να έλθει να ακούσει τον Σολομώντα, ούτε κάποια υπόσχεση από πριν ότι θα ήταν ευπρόσδεκτη. Οι Ιουδαίοι όμως είχαν κληθεί από το Χριστό για να παρακαθίσουν στα πόδια του και να ακούσουν το λόγο του. Ο Σολομώντας υπήρξε απλώς ένας σοφός, αλλά ο Χριστός ήταν η ίδια η σοφία που ενανθρώπησε, στην οποία υπάρχουν όλοι οι θησαυροί της σοφίας απόκρυφοι. Η βασίλισσα Σαβά είχε τόσες δυσκολίες να ξεπεράσει. Ήταν γυναίκα και επρόκειτο να διανύσει μακρό και επικίνδυνο ταξίδι. Ήταν βασίλισσα, την οποία κρατούσαν δέσμια στη χώρα της οι υποθέσεις του βασιλείου της. Ενώ οι Ιουδαίοι κανένα από τα εμπόδια αυτά δεν είχαν να ξεπεράσουν. Ήλθε εκείνη από τα πέρατα της γης ενώ οι Ιουδαίοι είχαν ανάμεσά τους τον Ιησού, να στέκεται στην πόρτα τους και να κρούει. Η σοφία την οποία ερχόταν να ακούσει η βασίλισσα, αναφερόταν στη φιλοσοφία και πολιτική. Ενώ η σοφία στην οποία μας μυεί ο Κύριος είναι σοφία σωτήρια. Η βασίλισσα θα άκουγε την σοφία του Σολομώντα και ο Σολομώντας δεν θα μπορούσε να καταστήσει και αυτήν σοφή. Ενώ ο Χριστός μεταδίδει σοφία σε αυτούς που έρχονται σε αυτόν.
(5) «Και δες πάλι, σε παρακαλώ, την τέχνη του λόγου. Διότι, γιατί λέει το «εδώ» και δεν λέει μάλλον «(είναι ανώτερα) με εμένα»; Για να μας πείσει να ταπεινοφρονούμε, ακόμα και αν είμαστε γεμάτοι με χαρίσματα πνευματικά… Μετριοφρονεί λοιπόν από συγκατάβαση ο Σωτήρας λέγοντας το «εδώ» αντί για το «με εμένα»» (Κ).
11.32 ἄνδρες Νινευΐ(1) ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν· ὅτι μετενόησαν(2) εἰς τὸ κήρυγμα ᾽Ιωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον ᾽Ιωνᾶ ὧδε(3).
32 Οι κάτοικοι της Νινευή θ’ αναστηθούν κατά την τελική κρίση μαζί με τη σημερινή γενιά και θα την κατηγορήσουν, γιατί εκείνοι μετανόησαν όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιωνά. Κι όμως εδώ υπάρχει κάποιος μεγαλύτερος από τον Ιωνά».
(1) «Λέει ότι και οι Νινευίτες θα τους καταδικάσουν στον καιρό της κρίσης. Διότι ήταν άνδρες ωμοί και βάρβαροι, που δεν γνώριζαν αυτόν που από τη φύση του και αληθινά είναι Θεός, και δεν είχαν ακούσει καθόλου τα θεσπίσματα του Μωϋσή και δεν γνώριζαν τον ωραίο προφητικό λόγο. Αλλά και παρόλο, λέει, που είχαν τέτοιο φρόνημα, μετανόησαν στο κήρυγμα του Ιωνά. Είναι λοιπόν πολύ καλύτεροι από τους Ισραηλίτες και θα τους καταδικάσουν» (Κ). Είναι άριστη και η επόμενη εφαρμογή στους χριστιανούς: «Διότι εκείνοι μεν, ενώ μία φορά άκουσαν, κατόρθωσαν, εμείς όμως δεν επιστρέψαμε, ούτε και πολλές φορές που ακούσαμε. Εκείνοι έδειξαν ολοκληρωμένη αρετή, ενώ εμείς ούτε ένα μέρος αρετής. Εκείνοι όταν άκουσαν ότι θα γκρεμιστεί εκ θεμελίων η χώρα τους φοβήθηκαν, ενώ εμείς ούτε για κόλαση ακούγοντας φοβόμαστε· εκείνοι χωρίς να έχουν ακούσει προφητείες, ενώ εμείς αν και απολαμβάνουμε συνεχή διδασκαλία και πολλή χάρη» (Χ).
(2) Ο Ματθαίος τοποθετεί το παράδειγμα των Νινευϊτών πρώτο και αυτό το κάνει από την τάση να συνδεθεί το παράδειγμα αυτό με το θαύμα του Ιωνά. Η σειρά την οποία προτιμά ο Λουκάς, παρουσιάζει ηθική διαβάθμιση και κλίμακα καλύτερη. Είναι σοβαρότερο ηθικά να μένει κάποιος αναίσθητος στο κακό το οποίο διέπραξε, παρά να μην έχει πόθο γνώσης της αλήθειας (g).
(3) «Και το δικό μου αξίωμα και το είδος του κηρύγματος, φανερώνει πολλή διαφορά. Εγώ είμαι δεσπότης, εκείνος δούλος. Εγώ κηρύσσω βασιλεία ουρανών, εκείνος σωτηρία από την καταστροφή. Εγώ με θαύματα, εκείνος χωρίς να κάνει κανένα θαύμα» (Θφ). «Οι συγκρίσεις αυξάνουν την κατηγορία και μάλιστα όταν συγκρίνονται άνισοι, όπως και ο Χριστός λέει εδώ: Άνδρες Νινευΐτες» (Χ). Ο Ιωνάς ήταν άνθρωπος ομοιοπαθής με μας, υποκείμενος και σε ένοχες αδυναμίες, όπως εμείς, ενώ ο Χριστός είναι ο υιός του Θεού. Ο Ιωνάς ήταν ξένος και αλλοεθνής ως προς τους Νινευΐτες, οι οποίοι ήταν και προκατειλημμένοι αρνητικά εναντίον της πατρίδας του προφήτη. Ο Χριστός ήλθε στους δικούς του και σε αυτούς που κατάγονταν από τους ίδιους προγόνους από τους οποίους καταγόταν και ο ίδιος σωματικά. Ο Ιωνάς δίδαξε για λίγο, για τρεις το πολύ ημέρες, απλώς και μόνο διαβαίνοντας τους δρόμους της Νινευΐ σαν ένας πλανώδιος ιεροκήρυκας. Ο Ιησούς για τριετία ολόκληρη και στο ναό και στις συναγωγές και στα σπίτια και στην ύπαιθρο κήρυξε τα λόγια της ζωής. Ο Ιωνάς κανένα θαύμα δεν έκανε για επιβεβαίωση του κηρύγματός του, το οποίο υπήρξε εξ’ ολοκλήρου απειλητικό και εκφοβιστικό. Ενώ ο Χριστός εργάστηκε πλήθος αναρίθμητων θαυμάτων, στα οποία πάντοτε έδειχνε την αγάπη του και το έλεός του. Και όμως οι Νινευΐτες μετανόησαν, ενώ αντίθετα οι Ιουδαίοι παρέμειναν αμετανόητοι.
11.33 Οὐδεὶς(1) δε λύχνον ἅψας εἰς κρύπτην(2) τίθησιν οὐδὲ ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾽ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι τὸ φέγγος βλέπωσιν(3).
33 «Όταν ανάβει κανείς ένα λυχνάρι, δεν το βάζει σε κάποιο κρυφό μέρος ούτε κάτω από το δοχείο με το οποίο μετράνε το σιτάρι, αλλά στο λυχνοστάτη, ώστε όλοι όσοι μπαίνουν στο σπίτι να μπορούν να δουν.
(1) Οι λόγοι αυτοί (σ. 33-36) φαίνεται να αποτελούσαν μέρος της συνηθισμένης διδασκαλίας του Κυρίου και για αυτό να επαναλήφθηκαν επανειλημμένως και με διάφορες εφαρμογές (p). Δες Ματθ ε 15 και στ 22 και Μάρκ. δ 21 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Ποια η σχέση με τα προηγούμενα; Ή «Πριν τον ερχομό του Σωτήρας μας, κατασκοτείνιασε τη γη ο πατέρας του σκότους, δηλαδή ο σατανάς και με νοερό σκοτάδι μαύριζε τα πάντα. Επειδή λοιπόν βρισκόμασταν σε αυτή την κατάσταση, ο Πατέρας έδωσε τον Υιό στη γη σαν ένα λυχνάρι, για να αστράψει σε μας το θείο φως και να μας σώσει από το διαβολικό σκοτάδι. Αλλά, Ιουδαίε, αν μεν κατηγορείς το λυχνάρι επειδή δεν κρύβεται μάλλον, αλλά υψώνεται και βρίσκεται στο λυχνοστάτη και χύνει σε αυτούς που βλέπουν το φως, κατηγόρησε τότε το Χριστό που δεν θέλει να κρυφτεί, αλλά να γίνει ορατός από όλους και φωτίζει τους σκοτεινιασμένους και χύνει το φως της αληθινής θεογνωσίας» (Κ). Ή, ο Χριστός απαντώντας σε αυτούς που ζητούσαν από αυτόν θαύμα, απαντά ότι εκείνοι των οποίων η πνευματική όψη δεν σκοτείνιασε από την αδιαφορία και αμετανοησία, δεν έχουν ανάγκη από θαύμα από τον ουρανό (p). Όταν ο ήλιος ανατείλει, κανείς που έχει υγιή την όραση δεν ζητά από αυτόν απόδειξη για το ότι είναι το άστρο της ημέρας. Αρκεί η λάμψη του να βεβαιώσει αυτό. Εκείνος ο οποίος είναι το φως του κόσμου, φανερώθηκε και στέλνει τις λαμπρές ακτίνες του. Για καθέναν που έχει το πνευματικό μάτι υγιές, αυτό αρκεί και δεν υπάρχει ανάγκη θαύματος (g). Η δεύτερη ερμηνεία είναι πιο σοβαρή.
(2) Υπάρχει και η γραφή «εις κρύπτην»= «Κρύπτη εννοεί εδώ το κρυφό σπίτι» (Ζ)· υπόγειο δωμάτιο στον Ιώσηπο (Ιουδ. Πολ. 5,7,4) (L).
(3) Ο Θεός τον Χριστό ως φως, δεν τον έκρυψε. Λάμπει για όλο τον κόσμο και δεν έχει ανάγκη κάποιου άλλου θαύματος για να γίνει ολοφάνερος (L). «Λάμποντας με το κήρυγμα στην αγία εκκλησία σαν πάνω σε λυχνοστάτη, φωτίζει πλήρως τις διάνοιες όλων, γεμίζοντάς τους με θεία γνώση» (Κ).
11.34 ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός(1). ὅταν ουν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς(2) ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἐστιν· ἐπὰν δὲ πονηρὸς ᾖ, καὶ τὸ σῶμά σου σκοτεινόν.
34 Το λυχνάρι του σώματος είναι τα μάτια. Αν, λοιπόν, τα μάτια σου είναι γερά, όλο σου το σώμα θα είναι φωτεινό· αν όμως είναι χαλασμένα, τότε και όλο το σώμα σου θα είναι σκοτεινό.
(1) Δεύτερη σύγκριση προστίθεται σε αυτήν που προηγήθηκε. Το πνευματικό φως συγκρίνεται εδώ με το υλικό φως. Το φως λοιπόν αυτό γίνεται αισθητό με το μάτι (L), με το οποίο και το σώμα μας απολαμβάνει αυτό. Τα πόδια, τα χέρια στις διάφορες σχέσεις τους, δεν βλέπουν καθαρά παρά δια μέσου του ματιού. Το μάτι λοιπόν είναι το λυχνάρι που φωτίζει το σώμα, διότι μέσω αυτού διαβιβάζεται το φως στο όλο σώμα. Και η ψυχή έχει ένα όργανο με το οποίο το πνευματικό φως διαβιβάζεται σε αυτήν (g).
(2) Ούτε το απλός ούτε το πονηρός λέγονται συνήθως για την υγιή ή κακή κατάσταση του σωματικού ματιού. Φαίνεται λοιπόν ότι εξεπίτηδες διαλέχτηκαν αυτά τα επίθετα εδώ και προσαρμόζονται μάλλον στην εδώ πνευματική σημασία τους. Το απλό μάτι είναι ο νους, που βλέπει τα πράγματα με ευθύτητα· το κακό μάτι είναι αυτός που κρίνει με συναισθήματα φθόνου και κακής διάθεσης (L). «Όπως ακριβώς το μάτι του σώματος… αν μεν είναι φωτεινό, θα είναι και το σώμα στο φως· αν όμως είναι σκοτεινό, θα βρίσκεται και εκείνο στο σκοτάδι. Με τον ίδιο τρόπο σχετίζεται η ψυχή με το νου. Η ψυχή λοιπόν, το μάτι και το φως που πήρε από το Θεό, αυτό το μάτι αν βρεθεί να σκοτεινιάζει ή από φθόνο ή φιλοχρηματία ή, γενικά μιλώντας, από αγάπη στην ύλη, τότε σκοτεινιάζει και αυτή» (Θφ). Εάν ο νους μας δέχεται πλήρως το φως του ευαγγελίου, γεμίζει η ψυχή μας από το φως αυτό και το σκοτάδι δεν έχει θέση σε αυτήν. Εάν όλες οι δυνάμεις της ψυχής μας μπουν κάτω από την κυβέρνηση και επίδραση του ευαγγελίου και εξαγιαστούν όλες, τότε η όλη ψυχή μας θα είναι γεμάτη από φως, γεμάτη από αγιότητα και ειρήνη και δύναμη. Εάν όμως το μάτι της ψυχής είναι πονηρό, εάν η κρίση και η συνείδηση είναι προκατειλημμένες και σκοτεινές από τις διεφθαρμένες και πονηρές διαθέσεις της καρδιάς και του πλανεμένου νου, από την υπερηφάνεια δηλαδή και τον φθόνο, από την αγάπη του κόσμου και τις ηδονές των αισθήσεων· εάν η διάνοια έχει προκατάληψη εναντίον των θείων αληθειών και είναι αποφασισμένη να μην δεχτεί αυτές, παρόλο που προσφέρονται σε αυτήν με πειστική σαφήνεια, κατά φυσική τότε συνέπεια η όλη ψυχή θα παραμείνει βυθισμένη στο σκοτάδι.
11.35 σκόπει οὖν μὴ τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστίν(1).
35 Πρόσεχε, λοιπόν, μη μεταβληθεί το φως που έχεις σε σκοτάδι.
(1) Στο άκουσμα αυτού του λόγου, κάθε ακροατής πρέπει να εξετάσει τα βάθη του, μήπως το εσωτερικό μάτι πάσχει και για αυτό δεν μπορεί να διακρίνει το φως που έλαμψε μέσω του Ιησού και συνεπώς δεν είναι σε θέση να καταστήσει αυτό και δικό του φως (g). «Πρόσεξε μήπως ο νους σου, ο φωταγωγός της ψυχής σου, σκοτεινιάσει από τα πάθη» (Ζ). Και ως προς αυτούς που ζητούσαν θαύμα από τον Ιησού: «είχατε τη δυνατότητα να καταστήσετε καθαρό το νου σας και για αυτό να κάνετε λαμπρά και τα λόγια και τις πράξεις σας. Εσείς όμως κάνετε το αντίθετο, και από εκεί από όπου έπρεπε να βγάζετε φως, από εκεί βγάζετε σκοτάδι, έχοντας φθόνο από πονηρές σκέψεις» (Ω). Να είσαι ειλικρινής στις έρευνές σου για εύρεση της αλήθειας και έτοιμος να δεχτείς αυτήν και να μην μοιάσεις ποτέ με τους ανθρώπους της γενιάς εκείνης, στην οποία κήρυξε ο Χριστός, αλλά η οποία ουδέποτε είχε τη διάθεση ειλικρινά να γνωρίσει το θέλημα του Θεού και να συμμορφωθεί με αυτό, για αυτό και παρέμεινε διαρκώς στο σκοτάδι, έως ότου κατέληξε σε όλεθρο αιώνιο.
11.36 εἰ οὖν(1) τὸ σῶμά σου ὅλον φωτεινόν, μὴ ἔχον μέρος τι σκοτεινόν, ἔσται φωτεινὸν ὅλον(2) ὡς ὅταν ὁ λύχνος τῇ ἀστραπῇ(3) φωτίζῃ σε.
36 Γιατί αν ολόκληρο το σώμα σου είναι φωτεινό χωρίς κανένα σκοτεινό μέρος, τότε θα φωτίζει γύρω του πραγματικά, όπως το λυχνάρι φωτίζει με τη λάμψη του».
(1) Ο σ. αυτός δεν βρίσκεται στον Ματθαίο και είναι συμπλήρωση του Λουκά, η οποία αποσκοπεί να καταδείξει την αληθινή εικόνα του πνευματικά υγιή (δ).
(2) Εκ πρώτης όψεως παρουσιάζεται να λέει το ίδιο στην απόδοση της υπόθεσης. Η ταυτολογία όμως είναι φαινομενική. Στην υποθετική πρόταση («αν το σώμα σου ό λ ο είναι φωτεινό») η έμφαση είναι στο «όλο», το οποίο ακριβώς εξηγείται αμέσως με το «μη έχοντας κάποιο μέρος σκοτεινό». Στην κύρια πρόταση η έμφαση είναι στο φωτεινό, το οποίο επεξηγείται με το «όπως όταν το λυχνάρι»=Πλήρης και ολοκληρωτικός φωτισμός είναι πραγματικός φωτισμός και όσοι έχουν αυτόν, καμία ανάγκη δεν έχουν θαύματος από τον ουρανό για αναγνώριση της αλήθειας (p). Όταν ο άνθρωπος παραδοθεί ολόκληρος, ανεπιφύλακτα στην ενέργεια του φωτός, αποβαίνει εσωτερικά και εξωτερικά φωτεινός, σαν άνθρωπος από τον οποίο μία φωτεινή εστία εκπέμπει το φως της. Δες Β Κορ. γ 18 (g).
(3) «Ο φωτισμός του νου μοιάζει με λαμπρότατη αστραπή» (Ω). «Όπως ακριβώς δηλαδή στο σώμα, έτσι και στην ψυχή, εάν αυτή είναι όλη φωτεινή, μη έχοντας κανένα μέρος σκοτεινό από πάθος, ούτε το μέρος της που σκέφτεται, ούτε αυτό που αισθάνεται, ούτε αυτό που επιθυμεί, θα είναι όλη φωτεινή έτσι όπως όταν το λυχνάρι σε φωτίζει με την λάμψη του, η οποία είναι, δηλαδή, λαμπρότατη και γλυκύτατη» (Ζ).
Στίχ. 37-54 . Έλεγχος των Φαρισαίων και γραμματέων.
11.37 ᾽Εν δὲ τῷ λαλῆσαι αὐτὸν ταύτα(1) ηρώτα(2) αυτόν Φαρισαῖος τις ὅπως ἀριστήσῃ(3) παρ᾽ αὐτῷ(4)· εἰσελθὼν(5) δὲ ἀνέπεσεν(6).
37 Όταν τελείωσε ο Ιησούς, ένας Φαρισαίος τον παρακάλεσε να γευματίσει μαζί του. Μπήκε ο Ιησούς στο σπίτι και κάθισε στο τραπέζι.
(1) Ο Φαρισαίος είχε ακούσει κατά πάσα πιθανότητα τα προηγούμενα λόγια (g). Δεν μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι για το ότι η πρόσκληση του Φαρισαίου ακολούθησε ως αποτέλεσμα των λόγων του Κυρίου (p).
(2) «Αντί να πει παρακαλούσε» (Ζ).
(3) Μάλλον το πρόγευμα ή το πρωινό φαγητό σημαίνεται εδώ, παρά το γεύμα ή το δείπνο (p), παρόλο που οι μεταγενέστεροι το μεν πρωινό το ονόμαζαν ακράτισμα, ενώ το γεύμα άριστον (Grimm).
(4) Όπως φαίνεται από τους σ. 45 και 53 στο άριστο είχαν προσκληθεί από τον Φαρισαίο και άλλοι συνάδελφοί του (g).
(5) «Ο Χριστός πείθεται, διότι ήθελε να χρησιμοποιήσει το γεύμα για νουθεσία αυτού που το παρέθετε» (Ζ). «Γνώριζε μεν την κακία των Φαρισαίων ο Κύριος, αλλά όμως συνέτρωγε μαζί τους για αυτό ακριβώς, επειδή ήταν πονηροί και χρειάζονταν διόρθωση» (Θφ). «Διότι αυτούς κατεξοχήν έσπευδε να συμβουλεύει, μιμούμενος τους άριστους από τους γιατρούς, οι οποίοι σε αυτούς που ασθενούν βαρύτερα, προσφέρουν τις υπηρεσίες του επαγγέλματός τους» (Κ).
(6) Χωρίς να πλυθεί, ίσως και διότι ήταν κουρασμένος (b).
11.38 ὁ δὲ Φαρισαῖος ἰδὼν ἐθαύμασεν(1) ὅτι οὐ πρῶτον ἐβαπτίσθη(2) πρὸ τοῦ ἀρίστου.
38 Ο Φαρισαίος παραξενεύτηκε που δεν πλύθηκε πριν από το φαγητό, σύμφωνα με το θρησκευτικό έθιμο.
(1) «Έδινε λοιπόν την αφορμή της συζήτησης ο Φαρισαίος που δύσκολα μάθαινε. Διότι θαύμασε, λέει, που δεν πλύθηκε πριν το φαγητό» (Κ), «όπως ήταν συνήθεια όχι μόνο στους Φαρισαίους, αλλά και σε όλους τους Ιουδαίους… Διότι πουθενά μεν ο Θεός δεν διέταξε τέτοιο πλύσιμο· αλλά οι πρεσβύτεροι μαζί με τα άλλα έθιμα, παρέδωσαν και αυτό σε αυτούς, θεωρώντας ότι ξεπλένονται από κάθε βρωμιά με την οποία ήρθαν σε επαφή στην αγορά» (Ζ). Ο Κύριος λοιπόν τώρα προερχόταν από επαφή με τον όχλο και επιπλέον είχε βγάλει δαιμόνιο. Και ο Φαρισαίος περίμενε ασφαλώς, ότι θα καθάριζε τον εαυτό του πριν κάτσει στο τραπέζι (p). «Διότι πλένονταν πριν την τροφή, θεωρώντας ότι απαλλάσσονται από κάθε βρωμιά (πνευματική)· το έκαναν αυτό πάρα πολύ ασύνετα. Διότι το μεν πλύσιμο με νερό είναι πολύ αναγκαίο για τους σωματικά βρώμικους. Αλλά από την ακαθαρσία του νου και της καρδιάς, πώς θα μπορούσε να απαλλάξει κάποιους;» (Κ).
(2) Η λέξη δεν πρέπει να παρθεί κατά γράμμα ότι σημαίνει πλήρες λουτρό. Πιθανότερο φαίνεται, ότι σημαίνει το πλύσιμο των χεριών και των ποδιών. Αυτό συχνά γινόταν στο τραπέζι όπου οι υπηρέτες έφερναν νερό σε καθέναν από τους τους καθισμένους. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Κύριος εξεπίτηδες απέφυγε να πλυθεί, διαμαρτυρόμενος έτσι έμπρακτα κατά της επιβολής φορτίων βαρέων και δυσβάσταχτων και κατά της απόπειρας του να αντικαταστήσουν τα βαρύτερα του νόμου με την τήρηση κάποιων εξωτερικών τύπων (p).
11.39 εἶπεν δὲ ὁ κύριος πρὸς αὐτόν(1), Νῦν(2) ὑμεῖς οἱ Φαρισαῖοι τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τοῦ πίνακος καθαρίζετε(3), τὸ δὲ ἔσωθεν ὑμῶν(4) γέμει ἁρπαγῆς καὶ πονηρίας(5).
39 Ο Κύριος όμως του είπε: «Εσείς οι Φαρισαίοι καθαρίζετε το εξωτερικό του ποτηριού και του πιάτου, ενώ το εσωτερικό σας είναι γεμάτο πλεονεξία και πονηριά.
(1) Ο Φαρισαίος ίσως θεωρούσε αυτόν ως κάποιον απλό φιλοξενούμενο. Αλλά ο Κύριος έχει ένα μήνυμα να του αναγγείλει (p). Η λέξη Κύριος δεν χρησιμοποιήθηκε εδώ χωρίς λόγο. Ο Ιησούς πρόκειται ως Κύριος και ως Διδάσκαλος να μιλήσει (L). Δεν αποτελεί λοιπόν απρέπεια για τον Κύριο το ότι στο ίδιο το σπίτι αυτού που τον φιλοξενεί, χρησιμοποιεί τέτοια γλώσσα. Η συνείδηση της αποστολής του, αποτελούσε για τον Κύριο υποχρέωση βαρύτερη και σπουδαιότερη από κάθε κοινωνική και κατά συνθήκη υποχρέωση (g).
(2) Τώρα (δ). Να έχουμε τη στιγμή αυτή κατάλληλη περίπτωση (p). «Επειδή εκείνη την ώρα προσφέρονταν ποτήρια και πιάτα, από αυτά έξυπνα πήρε το παράδειγμα» (Ζ) και «από αυτά που είχαν μπροστά στα μάτια τους, φέρνει την μαρτυρία και πείθει τον Φαρισαίο» (Θφ).
(3) Δες Ματθ. κγ 25 και τις εκεί σημειώσεις. Η αντίθεση όμως εδώ είναι διαφορετική από του Ματθαίου.
(4) Εδώ το εξωτερικό του ποτηριού και του πιάτου αντιτίθεται στις καρδιές των Φαρισαίων. Ενώ στον Ματθαίο αντιτίθεται με τα φαγητά μέσα στο ποτήρι και το πιάτο που αποκτήθηκαν από αρπαγή και αδικία (p)=Εσείς οι Φαρισαίοι διατηρείτε το εξωτερικό του ποτηριού και του πιάτου, αλλά συγχρόνως το εσωτερικό σας είναι γεμάτο από αρπαγή και αδικία (b). Έδειχναν αυτοί μεγάλη φροντίδα για την εξωτερική καθαριότητα, την ώρα που παραμελούσαν την δικαιοσύνη και αγάπη, η τήρηση των οποίων έκανε καθαρό το εσωτερικό τους (L). «Δείχνει με σαφήνεια, ότι πρέπει να είναι καθαροί και πλυμένοι αυτοί που ειλικρινά λατρεύουν το Θεό, και όχι μόνο, βέβαια, από ακαθαρσία σωματική, αλλά και από αυτήν που είναι κρυμμένη μέσα στο νου» (Κ).
(5) Αρπαγή είναι η πλεονεξία στην πράξη· πονηρία είναι η εσωτερική κακία και διαστροφή (g). Η αρπαγή καταργεί την δικαιοσύνη, η πονηρία την αγάπη.
11.40 ἄφρονες(1), οὐχ ὁ ποιήσας τὸ ἔξωθεν καὶ τὸ ἔσωθεν ἐποίησεν(2);
40 Ανόητοι. Ο ίδιος δημιουργός δεν έφτιαξε το εξωτερικό και το εσωτερικό;
(1) Έντονη λέξη και εξολοκλήρου κλασική, αλλά στην Κ.Δ. χρησιμοποιείται σχεδόν από μόνον τον Λουκά και τον Παύλο (p).
(2) «Δηλαδή αυτός που έφτιαξε το σώμα, δημιούργησε και την ψυχή. Πρέπει επομένως, αφού είναι δημιουργήματα ενός, του Θεού που αγαπά την αρετή, να πλένονται και τα δύο μαζί ταυτόχρονα» (Κ). Σώμα καλά λουσμένο δεν θα καταστήσει ευπρόσδεκτη στο Θεό ψυχή μολυσμένη, όπως και ένα πιάτο που λάμπει και αστράφτει δεν καθιστά αρεστά τα ακάθαρτα σε αυτό φαγητά (g). Και το σώμα και την ψυχή ο ίδιος Θεός τα δημιούργησε. Η ψυχή μάλιστα δημιουργήθηκε πιο θαυμάσια και περισσότερο προικισμένη παρά το σώμα. Εάν λοιπόν ο Θεός και τα δύο τα δημιούργησε, περιμένει ότι και εσείς και για τα δύο θα προνοήσετε και τα δύο θα φροντίζετε. Δεν πρέπει λοιπόν να πλύνετε μόνο το σώμα, του οποίου ο Θεός είναι ο Πλάστης, αλλά πρέπει να καθαρίζετε και την ψυχή, της οποίας ο Θεός είναι Πατέρας και Κριτής.
11.41 πλὴν τὰ ἐνόντα(1) δότε ἐλεημοσύνην(2), καὶ ἰδοὺ άπαντα καθαρὰ(3) ὑμῖν έσται.
41 Δώστε λοιπόν ελεημοσύνη το περιεχόμενο του ποτηριού και του πιάτου και τότε θα τα έχετε όλα καθαρά.
(1) Διάφοροι ερμήνευσαν με διάφορους τρόπους. Ή «τα «ενόντα» δηλαδή τα υπάρχοντά σας» (Θφ), «τα φυλαγμένα σας χρήματα δώστε τα ελεημοσύνη στους φτωχούς και θα καθαριστούν όλα μαζί, και σώμα και ψυχή. Πάρα πολύ σχεδιασμένα βεβαίως είπε αυτό, θέλοντας να τους απαλλάξει από το πάθος που επικρατούσε. Διότι συνηθίζουν οι πολυμήχανοι διδάσκαλοι, να τονίζουν την αρετή, για την οποία προτρέπουν τους ακροατές» (Ζ). Σχετική και η επόμενη: Αλλά όμως, σύμφωνα με τα μέσα που έχετε, σύμφωνα με τη δύναμή σας, δώστε ελεημοσύνη και να, όλα τα μέσα και τα έξω είναι καθαρά για σας (δ). Ή, πιο σωστά: Αυτά που είναι μέσα στα ποτήρια και τα πιάτα, δώστε τα ελεημοσύνη. Η χρήση των αγαθών σας για αγαθοεργία και ευεργεσία θα ήταν το καλύτερο μέσο, ώστε να καθαριστούν τα γεύματά σας, παρά ο καθαρισμός ο εξωτερικός των ποτηριών και πιάτων σας (g). Τα περιεχόμενα του ποτηριού και του πιάτου δώστε τα ελεημοσύνη και να, όλα είναι πλέον καθαρά για σας· τα όσα τρώτε πλέον, καθαρίστηκαν (p).
(2) «Επειδή τους κατηγόρησε για δύο πάθη, με ένα φάρμακο αποβάλλει αυτά, με την ελεημοσύνη, η οποία είναι η πρώτη θύρα της αγάπης που θεοποιεί· όταν λοιπόν η αγάπη είναι παρούσα, πού να φανεί πλεονεξία («αρπαγή») και φθόνος («πονηρία»)(Θφ).
(3) Αξιόλογη και η επόμενη. «Όλα αυτά, δηλαδή, όσα με την αρπαγή και την πλεονεξία αμαρτάνουμε και πονηρευόμαστε» (Β).
11.42 ἀλλ’ οὐαὶ(1) ὑμῖν τοῖς Φαρισαίοις, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ πήγανον καὶ πᾶν λάχανον(2), καὶ παρέρχεσθε(3) τὴν κρίσιν(4) καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ θεοῦ(5)· ταῦτα ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ αφιέναι(6).
42 »Αλίμονό σας, Φαρισαίοι. Δίνετε στο ναό το ένα δέκατο από το δυόσμο, το πήγανο κι από κάθε χορταρικό, και παραμελείτε τη δικαιοσύνη και την αγάπη του Θεού. Αυτά όμως έπρεπε να κάνετε, χωρίς βέβαια να παραμελείτε κι εκείνα.
(1) Δες Ματθ. κγ 23 και τις εκεί σημειώσεις. Αλλά ουαί=Αλλά αφού δεν κάνετε αυτό, κατάρα σε σας (p). Επειδή είστε μακριά από την ελεημοσύνη και την αγάπη, αλίμονο σε σας (δ).
(2) Αντί για τα άνηθον και κύμινον που γράφει ο Ματθαίος, ο Λουκάς αναφέρει το πήγανον, άλλο είδους ευτελούς λαχάνου και προσθέτει και κάθε άλλο λάχανο (p).
(3) Παραβαίνετε χωρίς να εξετάζετε. Το αντίθετο του τηρώ. Δες Λουκ. ιε 29 (δ).
(4) Εννοεί την διάκριση μεταξύ του δικαίου και αδίκου, την δικαιοσύνη, την ευθυκρισία (p). «Έργο της κρίσης είναι η δικαιοκρισία και να δίνουμε ίση φροντίδα για όσα έχουν θεσπιστεί και να μην δείχνουμε ραθυμία, από τη μία, για τα αναγκαία, προσέχοντας, από την άλλη, μόνο όσα μας φέρνουν κέρδος, αλλά να κλίνει σωστά η απόφασή μας σε κάθε πράγμα. Διότι η άδικη κρίση, δεν δείχνει ανθρώπους που τηρούν αγάπη στους αδελφούς» (Κ).
(5) «Με το να πει «την αγάπη του Θεού» φανερώνει την ολοκληρωτική διάθεση προς τον Θεό» (Θφ). «Έργο αγάπης προς τον Θεό, είναι το να μην συγκρούεται κάποιος με αυτόν με κανένα τρόπο, αλλά να φοβάται την παράβαση του όλου νόμου» (Κ).
(6) Υπάρχει και η γραφή «μη παρείναι». «Ο Κύριος λέει, ότι όπως ακριβώς αυτά δεν τα αμελείτε, έπρεπε να φροντίζετε πολύ και για την κρίση και την αγάπη του Θεού» (Θφ). Δεν καταδικάζει ο Κύριος εδώ την ακρίβεια, με την οποία αποδεκατούσαν οι Φαρισαίοι, αλλά το φρόνημά τους, ότι η ακριβής τήρηση της δεκάτης εξιλέωνε αυτούς για τις βαρύτερες παραβάσεις τους. Προσπερνάτε την κρίση και την αγάπη του Θεού, λέει προς αυτούς. Δεν σας τύπτει η συνείδηση, όταν στους μεν ανθρώπους δεν αποδίδετε το δίκαιο που τους ανήκει και στον Θεό την οφειλόμενη σε αυτόν αγάπη. Η γνήσια και ειλικρινής υπακοή στο νόμο εκδηλώνεται απέναντι σε όλα τα παραγγέλματα αυτού. Και τότε κάποιος «δεν θα ντραπεί να προσέχει όλες τις εντολές του Κυρίου» (Ψαλμ. ριη 6). Το να τηρεί κάποιος μόνο τα ελαφρύτερα, τα οποία απαιτούν εύκολες θυσίες, αλλά να παραβαίνει αυτά που απαιτούν βαρύτερες θυσίες και κόπους, αποτελεί καθαρή υποκρισία.
11.43 οὐαὶ ὑμῖν τοῖς Φαρισαίοις(1), ὅτι ἀγαπᾶτε τὴν πρωτοκαθεδρίαν(2) ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς(3) ἐν ταῖς ἀγοραῖς(4).
43 »Αλίμονό σας Φαρισαίοι. Αγαπάτε την πρωτοκαθεδρία στις συναγωγές και τους ασπασμούς στις αγορές.
(1) Δες Ματθ. κγ 6 και Μάρκ. ιβ 39.
(2) Τα πρώτα καθίσματα στις συναγωγές επιφυλάσσονταν στους διδασκάλους (g). Με αυτά τα καθίσματα φτιαχνόταν ημικύκλιο απέναντι από το κιβώτιο που είχε μέσα τις γραφές (p).
(3) «Ήθελαν από κάθε άνθρωπο να τιμώνται και να χαιρετίζονται ως διδάσκαλοι στις αγορές· διότι αυτό σημαίνει ο ασπασμός, τον χαιρετισμό» (Θφ).
(4) Η ίδια μομφή βρίσκεται περισσότερο αναπτυγμένη στο κεφ. κ 45-47. Δεν κατακρίνονται εδώ η πρωτοκαθεδρία και οι ασπασμοί στις αγορές, αλλά το να θέλουν και να επιζητούν αυτά.
11.44 οὐαὶ ὑμῖν, γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί, ὅτι ἐστὲ ὡς τὰ μνημεῖα τὰ ἄδηλα, καὶ οἱ ἄνθρωποι περιπατοῦντες ἐπάνω οὐκ οἴδασιν(1).
44 »Αλίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές. Μοιάζετε με τάφους που δε φαίνονται, και όμως οι άνθρωποι που βαδίζουν από πάνω τους δεν έχουν ιδέα ότι μολύνονται».
(1) Η ίδια εικόνα βρίσκεται και στον Ματθαίο (κγ 27), αλλά με εφαρμογή τελείως διαφορετική. Εκεί γίνεται λόγος για τα μνήματα, «τα οποία διαπρέπουν μεν στους εξωτερικούς στολισμούς, είναι όμως γεμάτα από κάθε ακαθαρσία» (Κ). Εδώ η κατηγορία σχετίζεται με την απαγόρευση στο Αριθμ. ιθ 16, σύμφωνα με την οποία η επαφή τάφου, καθιστούσε αυτόν που άγγιξε για 7 μέρες ακάθαρτο, όπως και η επαφή νεκρού. Τίποτα λοιπόν ευκολότερο δεν υπήρχε από το να μολυνθεί κάποιος ακουμπώντας ανύποπτα το πόδι σε τάφο καλυμμένο από χλόη. Κάπως έτσι σε αποτελέσματα πάνω στην ψυχή, γινόταν και η συναναστροφή και επαφή με τους Φαρισαίους. Παραδινόταν κάποιος με εμπιστοσύνη στην επίδρασή τους, θεωρώντας αυτούς ως αγίους και στο τέλος βρισκόταν μολυσμένος από το πνεύμα της αλαζονείας και υποκρισίας τους, για το οποίο ανύποπτος δεν έπαιρνε κανένα μέτρο (g).
11.45 ᾽Αποκριθεὶς δέ τις τῶν νομικῶν(1) λέγει αὐτῷ, Διδάσκαλε, ταῦτα λέγων καὶ ἡμᾶς ὑβρίζεις(2).
45 Τότε κάποιος νομοδιδάσκαλος του λέει: «Διδάσκαλε, με όσα λες προσβάλλεις κι εμάς».
(1) Ο νομικός αυτός είχε σπουδάσει τον νόμο, ήταν λόγιος φαρισαίος (δ). Δεν ήταν όλοι οι φαρισαίοι νομικοί, δηλαδή από επάγγελμα ειδήμονες στο νόμο, και νομοδιδάσκαλοι, δηλαδή αυτοί που δίδασκαν τους άλλους τα του νόμου (p) και γραμματείς, δηλαδή ασχολούμενοι είτε με την θεωρητική διδασκαλία του νόμου είτε με την πρακτική εφαρμογή του (g).
(2) «Είναι κάπως δύσκολο πάντοτε, σε κάθε άνθρωπο, το να υπομένει ελέγχους, αλλά δεν είναι χωρίς ωφέλεια στους αγαθούς· διότι τους κάνει καλύτερους. Δες ότι αυτό έπαθαν οι λεγόμενοι στους Ιουδαίους νομικοί… οι οποίοι καλύτερο θα ήταν να αγαπήσουν μεν τον έλεγχο, να ζητήσουν επίσης την θεραπεία των αρρωστιών και να μην ονομάζουν με αμάθεια βρισιά τον έλεγχο, που είναι ωφέλιμος και χρήσιμος» (Κ). Αμαρτωλοί που στερούνται ταπείνωσης και συντριβής θεωρούν ως βρισιά τους ελέγχους για διόρθωσή τους. Αποτελεί πραγματική σοφία όσων επιθυμούν να ελευθερωθούν από την αμαρτία, το να χρησιμοποιούν καλά όχι μόνο τους ελέγχους από αγάπη, αλλά και τις κατηγορίες από κακή πρόθεση. Πόση λοιπόν είναι η ανοησία εκείνων, οι οποίοι επαναστατούν εξαιτίας των φιλικών και αδελφικών προτροπών, τις οποίες για διόρθωσή τους τούς απευθύνουν άνθρωποι που ειλικρινά τους αγαπούν;
11.46 ὁ δὲ εἶπεν(1), Καὶ ὑμῖν τοῖς νομικοῖς οὐαί, ὅτι φορτίζετε(2) τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα, καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων(3) ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῖς φορτίοις(4).
46 Κι ο Ιησούς είπε: «Αλίμονο και σ’ εσάς, νομοδιδάσκαλοι. Φορτώνετε τους ανθρώπους με δυσβάστακτα φορτία κι εσείς ούτε με το δάκτυλό σας δεν τα αγγίζετε, να τους βοηθήσετε.
(1) Ακολουθούν 3 ουαί και εναντίον των νομικών (στίχ. 46,47,52) όπως και κατά των φαρισαίων (42-44). Για το πρώτο αυτό ουαί δες Ματθ. κγ 4 (p). Καυχιόντουσαν διότι σπούδαζαν το νόμο και παρουσιάζονταν ως διδάσκαλοι του λαού στη γνώση του νόμου, τους μακάριζαν επίσης οι άλλοι και έχαιραν μεγάλης φήμης και τιμής στο λαό, αλλά ο Χριστός αποκηρύσσει αυτούς, διότι δεν κρίνει ο Κύριος την εξωτερική κρίση, όπως κρίνουν οι άνθρωποι.
(2) Αναφέρεται στο δυσβάσταχτο φορτίο των ερμηνειών, με τις οποίες οι νομικοί έκαναν βαρύτερο και φορτικότερο τον γραπτό νόμο. Τον παρουσίαζαν αυστηρότερο από όσο πράγματι ήταν, εξηγώντας κάθε αμφίβολο σημείο του με το πνεύμα της αυστηρής τυπολατρείας (p).
(3) Αντιτίθεται στο φορτώνετε. Στους άλλους φορτώνετε πάνω στους ώμους, εσείς όμως ούτε με ένα από τα δάχτυλά σας δεν αγγίζετε το φορτίο αυτό.
(4) Με την ίδια περιπτωσιολογία τους, με την οποία έκαναν βαρύ φορτίο για τους άλλους τις διατάξεις του νόμου, άνοιγαν για τους εαυτούς τους παραθυράκια, με τα οποία ξέφευγαν από την τήρηση των δυσβάσταχτων αυτών υποχρεώσεων (L). Με την λέξη φορτία, πρέπει κυρίως να εννοήσουμε τον νόμο, όπως κατέληγε να είναι αυτός με τις ερμηνείες των νομικών και όχι μόνες τις παραδόσεις των πρεσβυτέρων, τις οποίες οι νομικοί με ακρίβεια τηρούσαν και διαμέσου των οποίων αυτοί ξέφευγαν από τις βαριές υποχρεώσεις, τις οποίες βάσει του νόμου δημιουργούσαν για τους άλλους (p).
11.47 οὐαὶ ὑμῖν(1), ὅτι οἰκοδομεῖτε(2) τὰ μνημεῖα τῶν προφητῶν, οἱ δὲ πατέρες ὑμῶν ἀπέκτειναν αὐτούς.
47 »Αλίμονό σας. Χτίζετε μνημεία για τους προφήτες, που τους έχουν σκοτώσει οι πρόγονοί σας·
(1) Δες Ματθ. κγ 30 και τις εκεί σημειώσεις. Καμία ερμηνευτική δυσκολία δεν υπάρχει στον Ματθαίο, όπου παρουσιάζονται οι γραμματείς να χτίζουν μεν τους τάφους των προφητών, σαν να διαμαρτύρονταν για το έγκλημα των προγόνων τους, πράττοντας όμως και οι ίδιοι τα ίδια με αυτούς. Η δυσκολία στον Λουκά έγκειται, στο ότι ο Ιησούς φαίνεται να λέει, ότι με το χτίσιμο των μνημείων οι νομικοί συμπλήρωναν το έργο των προγόνων τους και συμμετείχαν έτσι στην ενοχή τους (L). Οι πατέρες σας φόνευσαν τους προφήτες και εσείς τους θάβετε, συμπληρώνοντας το έργο τους (g). Λέγοντας όμως αυτά ο Κύριος, έχει στο νου του τις πραγματικές προθέσεις των νομικών (L), οι οποίοι ήταν σε όλα όμοιοι με τους πατέρες τους ως προς την ανυπακοή στις εντολές του Θεού, για την οποία τους έλεγχαν οι προφήτες (δ).
(2) Αυτό από μόνο τους δεν ήταν κάτι κακό, αλλά το κακό ήταν ότι αυτοί που έχτιζαν, μιμούνταν τους προγόνους τους (b). «Εδώ κατηγορεί την πρόθεση με την οποία έχτιζαν, ότι δηλαδή, δεν έχτιζαν τους τάφους για την τιμή των σφαγιασμένων» (Χ). Ενεργούσαν υποκριτικά. Η υποκρισία τους δειχνόταν ξεκάθαρα από τον βαθύ σεβασμό, τον οποίο φαινομενικά μόνο απένεμαν στους προφήτες. Διότι περιορίζονταν μόνο στο να χτίζουν τα μνημεία τους, χωρίς να μιμούνται και τον άγιο και άμεμπτο βίο τους. Το τελευταίο λοιπόν αυτό τους αποδείκνυε ότι εγκάρδια συμπαθούσαν αυτούς που φόνευσαν τους προφήτες. Ο υποκριτικός λοιπόν αυτός σεβασμός σε ανθρώπους, των οποίων η αγία ζωή και η θεόπνευστη διδασκαλία ήταν τελείως διαφορετική με όσα αυτοί έπρατταν και φρονούσαν, επιβάρυνε την ενοχή τους, αφού στη φονική διάθεση, την οποία είχαν κοινή με τους προγόνους τους, προστίθετο και η μισητή αμαρτία της υποκρισίας (ο).
11.48 ἄρα μαρτυρείτε καὶ συνευδοκεῖτε τοῖς ἔργοις τῶν πατέρων ὑμῶν, ὅτι αὐτοὶ μὲν ἀπέκτειναν αὐτοὺς ὑμεῖς δὲ οἰκοδομεῖτε αυτών τα μνημεία(2).
48 άρα χτίζοντας μνημεία γι’ αυτούς που εκείνοι σκότωσαν, αποδεικνύετε ότι είστε μάρτυρες και συνένοχοι στα έργα των προγόνων σας.
(1) Υπάρχει και η γραφή: μάρτυρές εστε. Ή, αναφέρεται στα προηγούμενα και όχι στα επόμενα (L). Ήταν μάρτυρες «που ομολογούσαν, ότι οι προφήτες αναδείχτηκαν ιεροί και τίμιοι και στόλισαν τους τάφους τους δηλαδή τα μνημεία, απονέμοντας την τιμή που κατεξοχήν έπρεπε στους αγίους. Επομένως, φόνευσαν μεν οι πατέρες τους, αυτοί όμως οι τωρινοί, πιστεύοντας ότι είναι οι φονευμένοι προφήτες και άνδρες άγιοι, έγιναν κριτές των φονιάδων τους. Από το γεγονός λοιπόν ότι τιμούν τους φονευμένους, από το ίδιο γεγονός κατηγορούν τους πατέρες τους ότι έδειξαν ασέβεια» (Κ). Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή το ακόλουθο «και συνευδοκεῖτε»=Και όμως συνευδοκείτε. Δηλαδή παρ’ όλα αυτά «αυτοί που τους ίδιους τους τους πατέρες, τους καταδίκασαν για τόσο φοβερούς φόνους, επρόκειτο να πέσουν στα ίδια κακά και να προχωρήσουν στα ίδια σφάλματα, ή μάλλον και σε ακόμη χειρότερα… Διότι φόνευσαν τον αρχηγό της ζωής» (Κ). Ή, το μαρτυρείτε αναφέρεται στα επόμενα=είστε μάρτυρες. Εκτελείτε στο αιματηρό αυτό δράμα το έργο των μαρτύρων, έκφραση δηλαδή η οποία φαίνεται να εμπερικλείει υπαινιγμό στον επίσημο ρόλο των μαρτύρων κατά την εκτέλεση της ποινής του λιθοβολισμού (Δευτ. ιζ 17,Πράξ. ζ 58). Οι δύο λέξεις, μάρτυρας και συνευδοκώ, βρίσκονται συνενωμένες και στην αφήγηση του μαρτυρίου του Στεφάνου, ακριβώς όπως και εδώ (g)=Δίνετε μαρτυρία επιδοκιμασίας και συμφωνείτε με τα έργα των πατέρων σας, διότι αυτοί μεν φόνευσαν αυτούς, ενώ εσείς οικοδομείτε τα μνημεία των φονευμένων ως τρόπαια της νίκης των πατέρων σας, για να διασώσετε για πάντα την μνήμη του κακουργήματος και όχι από σεβασμό προς τους προφήτες (δ). Και οι δύο ερμηνείες σοβαρές.
(2) Πραγματικά ατίμαζαν τους προφήτες το ίδιο με τους φονιάδες τους, διότι παραμελούσαν τα καθήκοντα, στην εκπλήρωση των οποίων τους καλούσαν οι προφήτες και αγνοούσαν από θεληματική τύφλωση την μαρτυρία τους για το Χριστό (p).
11.49 διὰ τοῦτο(1) καὶ(2) ἡ σοφία τοῦ θεοῦ(3) εἶπεν(4), ᾽Αποστελῶ(5) εἰς αὐτοὺς προφήτας καὶ ἀποστόλους(6), καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενοῦσιν καὶ εκδιώξουσιν(7),
49 Γι’ αυτό και η σοφία του Θεού είπε: “θα τους στείλω προφήτες και αποστόλους, αλλά μερικούς απ’ αυτούς θα τους σκοτώσουν και θα τους καταδιώξουν”.
(1) Επειδή μαρτυρείτε και επιδοκιμάζετε τα έργα των πατέρων σας (δ).
(2) Η απόδοση της πρότασης είναι στο είπε=για αυτό και μίλησε η σοφία του Θεού (δ).
(3) Ή «Σοφία λέει εδώ την δική του, ή και τον εαυτό του ονομάζει σοφία Θεού… Προλέγει λοιπόν το μέλλον, χρησιμοποιώντας τώρα τύπο προφητείας» (Ζ). Φαίνεται λοιπόν, ότι και παλαιότερα ο Κύριος είπε αυτό και παραθέτει τώρα αυτό που αυτός, η σοφία του Θεού, είπε (δ). Ή, ο Κύριος παραθέτει εδώ χωρίο από βιβλίο που χάθηκε, το οποίο είχε τον τίτλο αυτόν, Σοφία του Θεού, ή το περιεχόμενό του παρουσιαζόταν ως λόγια της Σοφίας του Θεού. Δεν υπάρχει όμως περίπτωση, κατά την οποία ο Χριστός να παραθέτει από βιβλίο που δεν περιλαμβανόταν στον κανόνα της Π.Δ.. Επιπλέον όμως και η λέξη «αποστόλους» προέρχεται προφανώς από την γλώσσα του Κυρίου. Ή, στην προφορική παράδοση του αποστολικού κηρύγματος, είχε γίνει συνηθισμένο στην παράθεση των λόγων αυτών, να αντικαθιστούν την φράση «εγώ είπα» με τη φράση «η σοφία του Θεού είπε». Ή, ο Κύριος παραθέτει ελεύθερα (όχι κατά λέξη) κάποιο χωρίο από την Π.Δ. όπως το Παροιμ. α 23-26. Ή, η φράση «η σοφία του Θεού είπε» εφαρμόζεται, όπως και στο Λουκ. ζ 35, στο σχέδιο της πάνσοφης πρόνοιας του Θεού και σημαίνει «ο Θεός με την σοφία του είπε» (g). Η πρώτη και η τελευταία ερμηνεία είναι οι πιο πιθανές.
(4) Δες Ματθ. κγ 34-36 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(5) Ο Χριστός θα στείλει σε αυτούς. Έτσι διεκδικεί για τον εαυτό του θεία δικαιώματα, διότι ο Θεός έχει την δύναμη να στέλνει και να εξουσιοδοτεί προφήτες. Και η αποστολή αυτή είναι εκδήλωση εύνοιας, διότι γίνεται με σκοπό ευεργεσίας εκείνων, προς τους οποίους στέλνονται οι προφήτες. Εδώ δείχνεται η μακροθυμία του Θεού, η οποία κάνει την ύστατη προσπάθεια να διορθώσει και να συγκρατήσει από τον κατήφορό τους τους Ιουδαίους που εμμένουν στις φονικές διαθέσεις των προγόνων. Και δεν θέλει να τους στείλει την εναντίον τους δίκαιη τιμωρία, προτού και πάλι δοκιμαστούν οι διαθέσεις τους και αποδειχτούν οι Ιουδαίοι αδιόρθωτοι. Έστειλε αυτούς προς τους Ιουδαίους. Πράγματι οι απόστολοι άρχισαν το έργο από την Ιερουσαλήμ. Και οι ευαγγελιζόμενοι τα έθνη Παύλος και Βαρνάβας θεωρούσαν ως αναγκαίο στους Ιουδαίους «πρώτα να λεχθεί ο λόγος του Θεού. Επειδή όμως αυτοί τον απωθούσαν, στρέφονταν οι απόστολοι στα έθνη» (Πράξ. ιγ 46)
(6) Προφήτες είναι αυτοί της Π.Δ., ενώ απόστολοι είναι αυτοί του Ιησού Χριστού (L). Συνενώνοντας τους αποστόλους που διώκονταν με τους προφήτες που διώχτηκαν, δείχνει ο Κύριος μία ακόμη φορά το συνυπεύθυνο των φαρισαίων με τους προφητοκτόνους προγόνους τους (p). Επιπλέον δείχνεται με αυτόν τον τρόπο, ότι αυτοί που στέλνονται τώρα προς αυτούς δεν ήταν σε τίποτα υποδεέστεροι από τους προφήτες της Π.Δ. διότι και αυτοί είχαν εξουσιοδοτηθεί και σταλεί στο έργο τους άμεσα από το Θεό, όπως άλλοτε οι προφήτες και εμπνέονταν κατ’ ευθείαν από το Θεό, όπως εκείνοι, και κήρυτταν το ίδιο θέλημα του Θεού με αυθεντία, όπως αυτοί.
(7) Ο Χριστός προγνωρίζει πώς θα μεταχειριστούν τους αποστόλους του. Και όμως τους στέλνει. Τους στέλνει για να δειχτεί καθαρά η μακροθυμία του. Τους στέλνει διότι έχει κατά νουν ότι θα δοξαστούν και αυτοί με τα παθήματά τους αυτά.
11.50 ἵνα(1) ἐκζητηθῇ(2) τὸ αἷμα πάντων τῶν προφητῶν τὸ ἐκκεχυμένον(3) ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης(4),
50 Έτσι η σημερινή γενιά των ανθρώπων θα δώσει λόγο για τα φονικά που έγιναν εναντίον όλων των προφητών από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος·
(1) Το «ίνα» δείχνει την συνέπεια που καθορίστηκε από το Θεό (p). Έστειλε ο Θεός αυτούς με τον σκοπό να εκδικηθεί το αίμα τους (L).
(2) Το εκζητώ είναι λέξη που λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ. και είναι άγνωστο στους εθνικούς=για να ζητηθεί πίσω ως χρέος οφειλόμενο (p). Παρόλο που ο Θεός μακροθυμεί σε αυτήν την γενιά, δεν θα υπομένει όμως αυτήν για πάντα. Και όταν καταχράται κάποιος την υπομονή του Θεού, πρέπει να αναμένει, ότι στο τέλος αυτή θα στραφεί σε οργή. Όσο περισσότερο οι αμαρτωλοί μαζεύουν θησαυρούς κακίας, τόσο περισσότεροι θα είναι και οι θησαυροί της οργής του Θεού, οι οποίοι θα ξεσπάσουν εναντίον τους.
(3) Περισσότερο μαρτυρημένη γραφή «εκκεχυμένον». Η γραφή όμως εκχυνόμενον είναι δραματική. Παριστάνεται με αυτήν το αίμα να χύνεται μέχρι τη στιγμή κατά την οποία επέρχεται ο εξιλασμός με την τιμωρία (g).
(4) Να ζητηθεί από την γενιά αυτή. Αναφέρεται ειδικά στην καταστροφή των Ιεροσολύμων (p). Παρουσιάζονται αυτοί συνεχιστές αντάξιοι των προκατόχων και προγόνων τους στην κακή αυτή και πονηρή επιχείρηση. Είναι οι σύντροφοι και συνέταιροί τους. Είναι λοιπόν υπεύθυνοι τώρα για να πληρώσουν τα χρέη της όλης επιχείρησης. Και τόσο περισσότερο, όσο ο διωγμός και ο από την γενιά εκείνη φόνος του Χριστού και των αποστόλων, ξεπερνούσε σε εγκληματικότητα και ενοχή τους φόνους που συντελέστηκαν από τους προγόνους.
11.51 ἀπὸ του αἵματος ῞Αβελ ἕως του αἵματος Ζαχαρίου(1) τοῦ ἀπολομένου μεταξὺ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τοῦ οἴκου(2)· ναί, λέγω ὑμῖν(3), ἐκζητηθήσεται ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης.
51 από το φονικό του Άβελ, μέχρι το φονικό του Ζαχαρία, που σκοτώθηκε ανάμεσα στο θυσιαστήριο και στο ναό. Σας βεβαιώνω πως για όλα αυτά η σημερινή γενιά θα δώσει λόγο.
(1) Καθορίζει το «από καταβολής κόσμου» και περιορίζει αυτό έτσι ώστε η φράση αυτή να μην μπορεί πλέον να χαρακτηριστεί ως υπερβολική (L). Οι φόνοι του Άβελ και του Ζαχαρία είναι ο πρώτος και ο τελευταίος από αυτούς που αναφέρονται στα ιστορικά βιβλία της Π.Δ.. Και στις δύο περιπτώσεις τονίζεται η ζήτηση: «Η φωνή του αίματος του αδελφού σου φωνάζει σε μένα από τη γη»(Γεν. δ 10). «Και όταν πέθαινε, είπε· ας δει ο Κύριος και ας κρίνει» (Β΄Παραλ. κδ 22) (p). Πόσο νωρίς άρχισαν οι μαρτυρικοί θάνατοι στον κόσμο! Ο πρώτος που πέθανε από τους ανθρώπους ήταν ο Άβελ και πέθανε για την θρησκεία του.
(2) Οίκο λέει εδώ τον του Θεού (Λουκ. στ 4) δηλαδή το ναό (δ). Ο Ζαχαρίας φονεύτηκε «στην αυλή του οίκου» δηλαδή στον περίβολο του ναού (L).
(3) Δες Λουκ. ζ 26,ιβ 5. Πουθενά αλλού στην Κ.Δ. η φράση (p). Το ναι=αμήν του Ματθαίου, μάλιστα, βεβαίως, αληθινά (δ).
11.52 οὐαὶ ὑμῖν τοῖς νομικοῖς(1), ὅτι ἤρατε τὴν κλεῖδα τῆς γνώσεως(2)· αὐτοὶ οὐκ εἰσήλθετε(3) καὶ τοὺς εἰσερχομένους(4) ἐκωλύσατε(5).
52 »Αλίμονό σας, νομοδιδάσκαλοι. Αφαιρέσατε το κλειδί της γνώσεως· και εσείς δεν μπήκατε, και αυτούς που θέλησαν να μπουν τους εμποδίσατε».
(1) Η έννοια του σ. είναι ουσιαστικά η ίδια με το Ματθ. κγ 13.
(2) «Κλειδί γνώσης θα πούμε ότι είναι ο ίδιος ο νόμος» (Κ). «Διότι ο νόμος (ο μωσαϊκός) είναι οπωσδήποτε χειραγωγός που οδηγεί στο Χριστό» (Θφ). «Έπρεπε λοιπόν οι αποκαλούμενοι νομικοί, επειδή βεβαίως πολυεξέταζαν τον Μωσαϊκό νόμο και δεν αγνοούσαν τις φωνές των αγίων προφητών, να ανοίγουν, κατά κάποιο τρόπο, στους Ιουδαίους τις πόρτες της γνώσης… Αφαίρεσαν λοιπόν οι νομικοί το κλειδί της γνώσης· διότι δεν άφηναν να πιστέψει κάποιος στον Σωτήρα των όλων Χριστό» (Κ). «Αφαίρεσαν το κλειδί της γνώσης, δηλαδή το έκρυψαν, το αφάνισαν και επομένως, αφού το κλειδί έφυγε από τη μέση, δηλαδή η ερμηνεία του νόμου, έμεινε κλεισμένη η πόρτα του» (Θφ). Ο Κύριος παρουσιάζει τη γνώση του Θεού και της σωτηρίας με την εικόνα ενός ιερού άδυτου στο οποίο οι γραμματείς είχαν την αποστολή να εισάγουν το λαό, αλλά του οποίου την πόρτα είχαν κλείσει και κρατούσαν το κλειδί για να μην μπορεί κάποιος να την ανοίξει (g). Το κλειδί της γνώσης=Το κλειδί το οποίο ανοίγει την θύρα προς τη γνώση, όχι την θύρα η οποία είναι η γνώση. Η γενική πτώση είναι όχι επεξηγηματική, αλλά αντικειμενική. Η γνώση είναι αυτή του δρόμου της σωτηρίας, η οποία μπορούσε να επιτευχθεί από την Γραφή. Αλλά οι γραμματείς είχαν αποκόψει την είσοδο σε αυτήν τη γνώση, πρώτον με τις ψευδείς ερμηνείες τους και δεύτερον με την περιφρόνηση του λαού, τον οποίο θεωρούσαν ως ανάξιο και ανεπίδεκτο διδασκαλίας και διαφωτισμού (p). Είχαν, λόγω της θέσης τους, καθήκον να αναπτύσσουν στο λαό πιστά τις γραφές της Π.Δ., οι οποίες οδηγούσαν στο Μεσσία. Και εάν οι γραμματείς ερμήνευαν αυτές με την αληθινή τους έννοια και σημασία, ο λαός θα εγκολπωνόταν το Χριστό και την διδασκαλία του. Αλλά αντί για αυτό διέστρεφαν την έννοια των θεόπνευστων κειμένων, διέστρεφαν και την διδασκαλία του Χριστού, κατασυκοφαντούσαν τον χαρακτήρα των θαυμάτων του, προκαλούσαν σε έριδες τους μαθητές του, έδιωχναν από τη συναγωγή όσους πήγαιναν με το μέρος του και τον παρουσίαζαν ως Σαμαρείτη, μη διστάζοντας να τον παρουσιάσουν ότι βγάζει τα δαιμόνια με τον Βεελζεβούλ και να τον χαρακτηρίσουν ότι έχει δαιμόνιο. Έτσι αφαίρεσαν το κλειδί της ζωής και έκλειναν την βασιλεία των ουρανών μπροστά στους ανθρώπους.
(3) Οι ψευδείς τους ερμηνείες ήταν ολέθριες και σε αυτούς τους ίδιους («και εσείς οι ίδιοι δεν μπήκατε»), όπως και στους άλλους (p). Και αυτοί δεν εγκολπώθηκαν το ευαγγέλιο, παρόλο που με τη γνώση της Π.Δ., την οποία είχαν, έπρεπε να αντιληφθούν ότι ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και πλησίασε η βασιλεία των ουρανών. Έβλεπαν να εκπληρώνονται οι προφητείες στην βασιλεία την οποία ο Κύριος θεμελίωνε, και όμως δεν έμπαιναν σε αυτήν.
(4) Ο ενεστώτας=αυτούς που επιχειρούν συνεχώς να μπουν (p).
(5) Ο αόριστος δείχνει αυτό που έγινε εφάπαξ για όλους ανεξαιρέτως (p).
11.53 λέγοντος δε αυτού(1) προς αυτούς ταύτα ἤρξαντο οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι δεινῶς ἐνέχειν(2) καὶ ἀποστοματίζειν(3) αὐτὸν περὶ πλειόνων,
53 Ενώ ο Ιησούς τους έλεγε αυτά, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι άρχισαν να δείχνουν έντονη εχθρότητα και να τον προκαλούν με πολλές ερωτήσεις·
(1) Υπάρχει και η γραφή Κακείθεν εξελθόντος αυτού=Εξοργισμένοι τον ακολούθησαν και έξω από το σπίτι του φαρισαίου (p).
(2) «Λυπούμενοι από τους ελέγχους, άρχισαν να εξοργίζονται με αυτόν. Το «ενέχω» λέγεται αντί για το αντιτίθεμαι και αγανακτώ» (Κ), «να οργίζονται» (Ζ). Λέγεται και εδώ όπως και στο Μάρκ. στ 19 με έλλειψη της λέξης θυμό ή κότο=άρχισαν να οργίζονται φοβερά εναντίον του (δ). Στο Γεν. μθ 23 με το εχείχον μεταφράζουν οι Ο΄ λέξη εβραϊκή, την οποία στο Γεν. κζ 41 μεταφράζουν με το ρήμα ενεκότει και στο Γεν. ν 15 με το μνησικακήση (L).
(3) «Το «αποστοματίζω» σημαίνει, απαιτώ αυτοσχέδιες και χωρίς καλή σκέψη απαντήσεις σε ερωτήματα που έχουν δόλο» (Ζ). «Απαιτούσαν αμέσως και κατά κάποιο τρόπο χωρίς σκέψη, να απαντήσει στις πανούργες τους ερωτήσεις, νομίζοντας ότι θα πέσει οπωσδήποτε και θα πει κάτι από όσα δεν είναι έξω από κατηγορία» (Κ). Κυριολεκτικά το αποστοματίζω=κάνω κάποιον να μιλήσει από το στόμα, από μνήμης (δ). Υπαγορεύω εκείνα τα οποία πρέπει να αποστηθιστούν και να ειπωθούν από μνήμης (p).
11.54 ἐνεδρεύοντες(1) αὐτὸν, ζητούντες θηρεῦσαί(2) τι ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, ίνα κατηγορήσωσιν αυτού.
54 του έστηναν παγίδες, προσπαθώντας ν’ αρπάξουν κάτι από το στόμα του, με σκοπό να τον κατηγορήσουν.
(1) Το ρήμα συναντιέται μόνο εδώ και στο Πράξ. κγ 21 και πουθενά αλλού στην Κ.Δ.=Τον παραφύλαγαν.
(2) Λέγεται μοναδική φορά. Και το ενεδρεύω και το θηρεύω, είναι λέξεις παραστατικές και περιγραφικές (p). Ζητούσαν με δόλο να τον παγιδεύσουν, να αρπάξουν κάτι από το στόμα του, για να τον κατηγορήσουν (δ). «Διότι θεωρούσαν ότι με το αιφνίδιο και απρόοπτο, σίγουρα θα τον ρίξουν» (Ζ).
Κεφάλαιο 12
Στίχ. 1-12. Ο Κύριος διδάσκει τα πλήθη.
12.1 ᾽Εν(1) οἷς(2) ἐπισυναχθεισῶν τῶν μυριάδων(3) τοῦ ὄχλου, ὥστε καταπατεῖν ἀλλήλους, ἤρξατο λέγειν(4) πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ πρῶτον(5), Προσέχετε ἑαυτοῖς ἀπὸ τῆς ζύμης(6) των Φαρισαίων, ἥτις ἐστὶν ὑπόκρισις(7).
1 Στο μεταξύ είχε μαζευτεί πλήθος κόσμου, έτσι που ο ένας να πατάει πάνω στον άλλο. Τότε ο Ιησούς άρχισε να λέει πρώτα στους μαθητές του: «Προσέχετε απ’ το προζύμι των Φαρισαίων, που είναι η υποκρισία τους.
(1) Το μεγαλύτερο μέρος από τα λόγια του Χριστού, τα οποία ο Λουκάς αναφέρει στο κεφάλαιο αυτό, αναφέρονται και από τον Ματθαίο σε διάφορα μέρη του ευαγγελίου του, κυρίως στην επί του όρους ομιλία (κεφ. ε-ζ) ή στις παραγγελίες και εντολές προς τους 12 (ι 5-42) ή στην εσχατολογική προφητεία (κδ 4-51). Το γεγονός ότι πολλά λόγια του Χριστού ειπώθηκαν από αυτόν επανειλημμένα και σε διάφορες περιστάσεις, εξηγεί εν μέρει τις ομοιότητες και διαφορές, οι οποίες παρατηρούνται μεταξύ του Λουκά και του Ματθαίου (p). Για τους σ. 2-9 δες Ματθ. ι 26-33 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) =Κατά τη διάρκεια αυτών (b). Με το ᾽Εν οἷς τοποθετείται η αμέσως ακόλουθη σκηνή, σε στενή σχέση με τα προηγούμενα (g). Η κίνηση που σημειώθηκε μέσα και έξω από το σπίτι του Φαρισαίου συντέλεσε ώστε να μαζευτεί πολύ πλήθος, του οποίου οι συμπάθειες διασπάστηκαν, διότι μερικές μεν εκδηλώθηκαν υπέρ των Φαρισαίων ενώ άλλες υπέρ του Κυρίου. Το ότι επίσης ο Κύριος απευθύνεται προς τους μαθητές του μάλλον παρά προς τα πλήθη του λαού, υποδηλώνει ότι οι μάζες του πλήθους ήταν μάλλον επηρεασμένες από τους Φαρισαίους (p).
(3) Όχι μόνο το αριθμητικό μύριοι, αλλά και το ουσιαστικό μυριάδες χρησιμοποιείται για δήλωση εξαιρετικά πολλού πλήθους (b). «Νομίζω ότι λέει μυριάδες, το πολυπληθές του όχλου. Διότι συνηθίζουμε μύριους να λέμε τους πολλούς» (Ζ).
(4) Το «άρχισε» δίνει ιδιαίτερη σημασία στα ακόλουθα λόγια. Ο Κύριος απευθύνεται προς τον μικρό όμιλο των μαθητών του, ο οποίος χανόταν ανάμεσα στο πλήθος του λαού που μαζεύτηκε (g).
(5) Το «πρώτον» σημαίνει ότι τα λόγια του απευθύνθηκαν πρώτα στους μαθητές, παρόλο που και από τον όχλο κάποιοι άκουσαν αυτά. Μετά την διακοπή (σ. 15) απευθύνεται ο Ιησούς κατευθείαν προς τα πλήθη (p). Κάποιοι μεγαλογράμματοι κώδικες και αρκετοί από τους μικρογράμματους συνδέουν το «πρώτον» με τα επόμενα=Πριν από καθετί άλλο, προσέχετε (δ). Έλεγε προς τους μαθητές, είτε τους 12 είτε και τους 70. Αυτοί ήταν η οικογένειά του, η σχολή του και για αυτό ιδιαιτέρως αυτούς οδηγούσε ως αγαπημένους γιους. Αυτοί περισσότερο από τους άλλους υπηρετούσαν από επάγγελμα τη θρησκεία και διέτρεχαν περισσότερο από τους άλλους τον κίνδυνο να αποδειχτούν υποκριτές. Επιπλέον μεταξύ αυτών ήταν και ο Ιούδας, ο οποίος ήταν υποκριτής και ο Κύριος γνώριζε αυτό και για αυτό ζητά να προλάβει την απώλεια του μαθητή. Πάντως είναι αξιοσημείωτο, ότι ενώ οι μαθητές ήταν τότε οι άριστοι άνθρωποι στον κόσμο, όμως είχαν ανάγκη να προφυλαχτούν από την υποκρισία.
(6) Η ζύμη στη Γραφή είναι γενικώς τύπος του κακού, το οποίο διαφθείρει και διαδίδεται, αναταράσσοντας, μολύνοντας και ζυμώνοντας αυτό πάνω στο οποίο επιδρά. Η παραβολή της ζύμης (Λουκ. ιβ 20,21) είναι σχεδόν η μόνη εξαίρεση, όπου ο όρος ζύμη βρίσκεται με αγαθή έννοια. Ο Ιγνάτιος ο θεοφόρος (Επιστολή προς Μαγνησ. Κεφ. 10) χρησιμοποιεί τη λέξη και με κακή και με καλή έννοια (p).
(7) «Ονομάζει ζύμη την υποκρισία, επειδή είναι κολλώδης και προέρχεται από την παλαιά κακία και μεταβάλλει και φθείρει μαζί με τον εαυτό της τις γνώμες των ανθρώπων, με τους οποίους τυχόν θα αναμιχθεί. Διότι τίποτα δεν αλλοιώνει τα ήθη όπως η υποκρισία… Είναι λοιπόν γεμάτη από ψεύδος η υποκρισία, επειδή άλλο μεν δείχνει εξωτερικά, ενώ άλλο είναι» (Θφ). Για τη ζύμη των Φαρισαίων δες και Ματθ. ιστ 6 και τις εκεί σημειώσεις.
12.2 οὐδὲν δὲ συγκεκαλυμμένον(1) ἐστὶν ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται(2).
2 Δεν υπάρχει τίποτε σκεπασμένο που δε θα ξεσκεπαστεί, και τίποτε κρυφό που δε θα μαθευτεί.
(1) =συνολικά, τελείως καλυμμένο ώστε να μην φαίνεται κανένα μέρος του. Η πρόθεση συν επιτείνει την έννοια του ρήματος (δ).
(2) «Οι μεν Φαρισαίοι λοιπόν νομίζουν, λέει, ότι κρύβονται με την υποκρισία, φροντίζοντας πολύ να δείχνουν ότι έχουν χρηστά ήθη. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα καλυμμένο που δεν θα αποκαλυφθεί» (Θφ). «Είναι θεομίσητη η υποκρισία· και κάποιες φορές κρύβεται μεν για λίγο, αλλά πέφτει και δεν κρατά για πολύ. Το ότι δηλαδή δεν είναι δυνατόν να διαφύγουν της προσοχής από το θεϊκό μάτι όσα πράττουμε, το έδειξε καθαρά λέγοντας· Τίποτα λοιπόν καλυμμένο δεν υπάρχει που δεν θα αποκαλυφθεί» (Κ). Η κακία που συγκαλύπτεται από ένα εξωτερικό περικάλυμμα ευσέβειας, θα αποκαλυφθεί μία ημέρα. Ίσως και στον κόσμο αυτόν, όπως του Ιούδα και του Σίμωνα του μάγου. Ασφαλώς όμως κατά την μεγάλη εκείνη ημέρα, κατά την οποία τα κρυφά όλων των καρδιών θα φανερωθούν (Σοφ. Σειρ, ιβ 14).
12.3 ἀνθ᾽ ὧν(1) ὅσα ἐν τῇ σκοτίᾳ εἴπατε ἐν τῷ φωτὶ(2) ἀκουσθήσεται, καὶ ὃ πρὸς τὸ οὖς ἐλαλήσατε ἐν τοῖς ταμείοις κηρυχθήσεται ἐπὶ τῶν δωμάτων(2). 3 Ό,τι, λοιπόν, λέτε στο σκοτάδι θα ακουστεί στο φως, κι ό,τι ψιθυρίζετε σε κλειστό χώρο θ’ ανακοινωθεί στα φανερά».
(1) «Το ἀνθ᾽ ὧν λέγεται αντί για το «για αυτό», επειδή, δηλαδή, τίποτα δεν θα κρυφτεί» (Ζ). Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, η έννοια όσων ακολουθούν είναι η εξής: Επειδή τίποτα δεν θα κρυφτεί, προσέχετε τι λέτε κρυφά, διότι αυτό μία ημέρα θα δημοσιευτεί (Weiss). Ό,τι δηλαδή αν πει κάποιος μυστικό, είτε καλό είτε κακό, θα γίνει γνωστό και επομένως και οι υποκριτές δεν θα μείνουν έως τέλους άγνωστοι (δ). Ή, το ἀνθ᾽ ὧν στην αρχή της φράσης μπορεί να έχει την έννοια του «ενώ» και πολύ περισσότερο του «κατά συνέπειαν». Οι μαθητές είχαν αρχίσει να κηρύττουν ιδιαιτέρως, μέσα στα σπίτια. Θα έλθει ώρα που το κήρυγμα θα ακουστεί δημόσια από τα δώματα και αυτό θα προκαλέσει διωγμό κατά των μαθητών (L). Ή, το ἀνθ᾽ ὧν έχει την έννοια του αντιθέτως=Η υποκρισία εκείνων θα αποκαλυφθεί. Αντιθέτως όμως εσείς οι οποίοι τώρα μιλάτε δειλά και κατά κάποιο τρόπο στο αυτί, θα κηρύξετε δημόσια και θα ακουστεί η φωνή σας σε όλο τον κόσμο (g). Οι δύο πρώτες ερμηνείες είναι σοβαρότερες.
(2) «Φως και δώματα εννοεί την δημοσιότητα» (Ζ). Αυτό που ακούσατε στο αυτί… επί των δωμάτων «δεν διατάζει να αφήσουν τα στενά και την αγορά και να κηρύττουν στις ταράτσες. Διότι ούτε φαίνονται ότι έκαναν αυτό οι μαθητές. Αλλά το «στα δώματα» και το «στο φως» υπαινίσσεται το «με θάρρος». Η φράση, από την άλλη, «στο αυτί» και το «στο σκοτάδι» σημαίνει το εξής, ότι δηλαδή αυτό που ακούσατε σε μικρό μέρος της οικουμένης και σε ένα μέρος της Παλαιστίνης, αυτό θα το κάνετε ξακουστό παντού στη γη» (Χ). Είναι μεγάλη παρηγοριά για αυτούς που συνεχίζουν τώρα το έργο του Χριστού και των αποστόλων, ότι το έργο αυτό οπωσδήποτε θα συντελεστεί και θα διαδοθεί. Οποιαδήποτε εμπόδια και αν παρεμβάλλονται στη διάδοση του ευαγγελίου, η αλήθειά του θα λάμψει και θα γίνει γνωστή παντού και σε τίποτα δεν θα ισχύσουν αυτοί που επιχειρούν να στοτεινιάσουν το φως του. Ο λόγος όμως αυτός του Χριστού έχει εφαρμογή και στις συκοφαντίες και κατηγορίες, τις οποίες εναντίον του Χριστού και των διακόνων του εξύφαναν και εξυφαίνουν οι εχθροί του ευαγγελίου. Η αθωότητά τους θα λάμψει και το ψεύδος των εναντίον τους συκοφαντιών θα γίνει ολοφάνερο. Συχνά και στον κόσμο αυτόν γίνεται η αποκατάσταση αυτή. Προ παντός όμως θα λάβει χώρα κατά την ημέρα εκείνη, όταν οι δίκαιοι και λάμψουν όπως ο ήλιος.
12.4 Λέγω δὲ(1) ὑμῖν τοῖς φίλοις μου(2), μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα καὶ μετὰ ταῦτα(3) μὴ ἐχόντων(4) περισσότερόν τι(5) ποιῆσαι.
4 «Σ’ εσάς όμως, φίλοι μου, λέω: Μη φοβηθείτε αυτούς που σκοτώνουν το σώμα και ύστερα δεν μπορούν τίποτα περισσότερο να κάνουν.
(1) Το δημόσιο κήρυγμα θα προκαλέσει διωγμούς. Για αυτό «ετοιμάζει αυτούς που τον αγαπούν, να έχουν πνευματική γενναιότητα» (Κ).
(2) «Δεν αρμόζει, όπως φαίνεται, σε όλους γενικά ο λόγος σχετικά με αυτά, αλλά μάλλον σε εκείνους, στους οποίους φαίνεται ότι υπάρχει μέσα τους το να τον αγαπούν με όλη την καρδιά… Διότι αυτοί που δεν είναι τέτοιοι, μεταφέρονται πολύ εύκολα εδώ και εκεί και είναι πιο έτοιμοι για αποστασία» (Κ). Οι προβλεπόμενοι από τον Κύριο διωγμοί των μαθητών, κάνουν αυτούς πιο αγαπητούς σε αυτόν. Έτσι εξηγείται και η γεμάτη τρυφερότητα ονομασία «σε σας τους φίλους μου». (g).
(3) Αφού δηλαδή σας φονεύσουν.
(4) =Δεν μπορούν.
(5) «Οι άνθρωποι εκτείνουν τις οργές τους μέχρι το σώμα και το τέλος της εναντίον μας κακίας τους, είναι ο θάνατος της σάρκας» (Κ).
12.5 ὑποδείξω(1) δὲ ὑμῖν τίνα φοβηθῆτε(2)· φοβήθητε τὸν μετὰ τὸ ἀποκτεῖναι ἔχοντα ἐξουσίαν ἐμβαλεῖν εἰς τὴν γέενναν(3)· ναί, λέγω ὑμῖν, τοῦτον φοβήθητε.
5 Να σας πω ποιον να φοβηθείτε: το Θεό, που έχει την εξουσία να σας ρίξει στην κόλαση μετά το φυσικό θάνατο. Σας βεβαιώνω πως αυτόν πρέπει να φοβάστε.
(1) Ο Λουκάς βάζει στην αρχή με έμφαση το υποδείξω=θα βάλω στα μάτια σας, θα διδάξω (δ).
(2) Το ρήμα χρησιμοποιείται εντονότατα στον έναν αυτόν σ. 3 φορές (b).
(3) «Εκείνον αξίζει να φοβάστε, ο οποίος τιμωρεί όχι μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή, το αθάνατο αυτό πράγμα, και την υποβάλλει σε αθάνατες τιμωρίες, και τιμωρίες με φωτιά» (Θφ). Ο φόβος αναφέρεται στο Θεό. Στη Γραφή πουθενά δεν μας δίνεται παραγγελία να φοβόμαστε το σατανά, αλλά να αντιστεκόμαστε σε αυτόν θαρραλέα (Ιακ. δ 7,Α΄Πέτρ. ε 9)· «τον Θεό φοβηθείτε, αντισταθείτε στον διάβολο»· αυτό είναι η διδασκαλία της Γραφής. Επιπλέον αν και ο σατανάς προσπαθεί να μας οδηγήσει στη γέεννα, δεν έχει αυτός εξουσία να μας ρίξει σε αυτήν (p), «αλλά αυτό βρίσκεται στην εξουσία του Θεού» (Θφ). «Όταν ο Θεός τιμωρεί, η ζημιά δεν θα σταματήσει μέχρι μόνη τη σάρκα, αλλά και αυτή η αθάνατη ψυχή θα υποφέρει μαζί από τα βασανιστήρια. Επομένως ας έλθει μάλλον ο ένδοξος θάνατος, που μας ανεβάζει στις αρχές της ατέλειωτης ζωής, όπου οπωσδήποτε έχουν ετοιμαστεί και τα αγαθά της θείας γενναιοδωρίας» (Κ). Ομολογώντας τον Χριστό ενδέχεται να προκαλέσετε την οργή των ανθρώπων, αλλά αυτή τίποτα άλλο δεν θα κατορθώσει παρά μόνο το πολύ-πολύ να σας αφαιρεθεί η πρόσκαιρη ζωή και αυτό μάλιστα, εάν επιτραπεί από το Θεό που διευθύνει τα πάντα. Αρνούμενοι όμως το Χριστό, θα προκαλέσετε σίγουρα την οργή του Θεού, ο οποίος έχει τη δύναμη να σας στείλει και στον άδη, χωρίς κανείς να μπορεί να αντισταθεί στην απόφασή του αυτή. Έτσι από τα δύο τούτα φοβερά, το μεγαλύτερο ενδείκνυται να φοβηθεί κάθε συνετός. Φοβηθείτε λοιπόν το Θεό. Είναι αλήθεια ότι για τον φυσικό άνθρωπο η ζωή είναι γλυκιά και ο θάνατος πικρός. Αλλά η αιώνια ζωή είναι ασύγκριτα γλυκύτερη και ο αιώνιος θάνατος ανυπολόγιστα πικρότερος. Είναι δριμύς ο χειμώνας του μαρτυρίου, αλλά γλυκός ο παράδεισος.
12.6 οὐχὶ πέντε στρουθία πωλείται ἀσσαρίων δύο(1); καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν(2) οὐκ ἔστιν ἐπιλελησμένον(3) ἐνώπιον τοῦ θεοῦ(4).
6 Τα πέντε σπουργίτια δεν πουλιούνται για δύο μόνο ασσάρια; Κι όμως ο Θεός ούτε ένα απ’ αυτά δεν ξεχνάει.
(1) Ο μεν Ματθαίος ανέφερε την τιμή των δύο στρουθίων, ενώ ο Λουκάς των 5 επειδή είναι ακόμη πιο ασήμαντη· 2/5 του ασσαρίου, δηλαδή 4 χρυσά λεπτά το καθένα (δ). Φυσικό είναι στην αγορά η χονδρική πώληση να σημειώνει κατώτερες τιμές από την λιανική.
(2) Και οι δύο ευαγγελιστές αναφέρουν «ένα από αυτά» το οποίο είναι πιο εκφραστικό από το «κανένα από αυτά» (p).
(3) Η πρόνοιά του «εκτείνεται μέχρι τα τόσο ασημαντότατα και κατά κάποιο τρόπο κατεβαίνει στα πιο μικρά από όλα τα ζώα» (Κ). «Το ρητό πάλι» που είναι στον Ματθαίο ««δεν θα πέσει στη γη χωρίς τον πατέρα σας», δεν δείχνει την θέληση, αλλά την πρόγνωση· διότι από αυτά που συμβαίνουν, άλλα μεν γίνονται με τη θέληση του Θεού, άλλα δε με την ευαρέσκειά του, ενώ άλλα τα επιτρέπει» (Ω).
(4) Εβραϊκός τρόπος έκφρασης συχνότατος στο Λουκά (Λουκ. α 19,ιστ 15,Πράξ. δ 19,ζ 46. Δες και Λουκ. α 6,15,75,Πράξ. η 21,ι 4). Υπονοεί ότι και καθένα πτηνό ακόμη, βρίσκεται κάτω από τα μάτια του Θεού (p). Ένα σπουργίτι δεν συλλαμβάνεται στην παγίδα του κυνηγού ούτε πέφτει νεκρό από το βλήμα του όπλου του, εν αγνοία του ουράνιου Πατέρα. Οι εχθροί σας θα σας στήσουν παγίδες και ενέδρες και άλλοτε θα ζητήσουν με τα όπλα να σας αφαιρέσουν τη ζωή. Μην τους φοβηθείτε όμως. Διότι οι εχθροί σας δεν θα έχουν άλλη δύναμη εναντίον σας, παρά μόνο εκείνη την οποία θα επιτρέψει σε αυτούς ο Πατέρας σας. Αυτός μπορεί να συντρίψει τις παγίδες τους για να σωθείτε εσείς σαν σπουργίτια από την παγίδα των κυνηγών.
12.7 ἀλλὰ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ὑμῶν πᾶσαι ἠρίθμηνται(1). μὴ ουν φοβεῖσθε(2)· πολλῶν στρουθίων διαφέρετε(3).
7 Ο Θεός έχει μετρημένες ακόμα και τις τρίχες της κεφαλής σας. Μη φοβάστε, λοιπόν, γιατί αξίζετε περισσότερο από πολλά σπουργίτια.
(1) «Πώς θα μπορούσε να ξεχάσει αυτούς που τον αγαπούν, ή να αγνοήσει κάτι από όσα τους συμβαίνουν, αυτός ο οποίος, βεβαίως, τόσο πολύ προνοεί για αυτούς, που το καθένα από τα σχετικά με αυτούς, το γνωρίζει λεπτομερώς και έχει αριθμημένες, κατά κάποιο τρόπο, τις τρίχες τους;» (Κ). «Ο λόγος αυτός φανερώνει ταυτόχρονα και την πρόνοια και την γνώση» (Χ). Οσοδήποτε και αν δεν το περιμένετε, ακόμη και οι τρίχες του κεφαλιού σας είναι μετρημένες (p). Η γνώση του Θεού εκτείνεται όχι μόνο στο πρόσωπό μας, αλλά και στα πλέον ασήμαντα μέρη του σώματός μας, και σε αυτές ακόμη τις 140.000 τρίχες του κεφαλιού μας, από τις οποίες κάθε μέρα χάνουμε μερικές χωρίς εμείς που τις χάνουμε να παίρνουμε είδηση, ή να δίνουμε προσοχή σε αυτήν την απώλεια (g). Εκείνοι, οι οποίοι με φροντίδα πολλή μετρούν τα χρήματά τους και το πλήθος των αγαθών τους και των ζώων, από τα οποία αποτελούνται τα ποίμνιά τους και οι αγέλες τους, δεν φροντίζουν ποτέ να μετρήσουν τις τρίχες του κεφαλιού τους οι οποίες πέφτουν και χάνονται, χωρίς συνήθως η πτώση τους να γίνεται αισθητή σε αυτούς. Αλλά ο Θεός έχει μετρήσει όλες τις τρίχες των κεφαλιών του λαού του και ούτε μία τρίχα από τα κεφάλια «δεν θα χαθεί» (Λουκ. κα 18). Εάν όμως οι τρίχες των διακόνων του Θεού και των πιστών παιδιών του είναι μετρημένες, πολύ περισσότερο μετριούνται από το Θεό οι στεναγμοί τους και τα δάκρυά τους και οι σταγόνες του αίματός τους, το οποίο χύνουν για τον Χριστό. Όλες αυτές οι απώλειές τους καταγράφονται και αναμφίβολα θα ανταμειφθούν γενναιόδωρα από τον Θεό που τις μετράει.
(2) «Διότι δεν πρόκειται να πεθάνετε σαν να εγκαταλείπεστε από εμένα… Διότι τόσο πολύ προνοώ για σας, ώστε το καθένα από τα δικά σας να το γνωρίζω λεπτομερώς… Και αν ακόμη λοιπόν, σας αφήσω να μπείτε σε πειρασμό, θα σας χορηγήσω οπωσδήποτε και τη δύναμη να υπομείνετε… Διότι αφού είμαι κηδεμόνας και όλα τα γνωρίζω και έχω μετρημένα και τα πιο λεπτά, σχεδιάζω για τον καθένα αυτό που είναι σύμφωνο με την αξία του και που τον συμφέρει» (Θφ).
(3) «Αν δεν ξεχνώ κανένα ακόμη και από τα σπουργίτια που πωλούνται, πολύ περισσότερο ο δικός σας θάνατος, των δικών μου φίλων, δεν θα συμβεί χωρίς τη δική μου πρόνοια για σας» (Θφ).
12.8 Λέγω δὲ ὑμῖν, πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήσῃ(1) ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁμολογήσει(2) ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τῶν ἀγγέλων τοῦ θεοῦ(3)·
8 »Σας βεβαιώνω πως όποιος ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους ότι ανήκει σ’ εμένα, το ίδιο θα κάνει γι’ αυτόν και ο Υιός του Ανθρώπου κατά την τελική κρίση, μπροστά στους αγγέλους του Θεού.
(1) Η ομολογία του ευαγγελίου αναμφίβολα μπορεί να κοστίσει στους μαθητές θυσίες σοβαρές. Αλλά εάν εμείνουν στην ομολογία αυτή, θα εξασφαλιστεί σε αυτούς ανταμοιβή μεγαλοπρεπής (g). «Τώρα προσθέτει το έπαθλο της μαρτυρίας» (Θφ). Είναι καθήκον μας όχι μόνο να πιστεύουμε στο Χριστό αλλά και να ομολογούμε την πίστη μας αυτή, μη διστάζοντας όταν οι περιστάσεις το καλούν και να διωχτούμε για αυτήν. Δεν πρέπει ποτέ να ντρεπόμαστε, να φανερώσουμε και να ομολογήσουμε τη σχέση μας με το Χριστό, διότι μόνο έτσι αποδεικνύεται μεν η ειλικρίνεια της πίστης μας και δοξάζεται από εμάς το όνομα του Χριστού και οικοδομούνται και οι άλλοι.
(2) Και ο Ιησούς θα ομολογήσει αυτούς που ομολόγησαν αυτόν. Θα ομολογήσει ότι όχι μόνο αυτός έπαθε για αυτούς και υπέστη τα παθήματά του για ευεργεσία τους, αλλά και ότι έπαθαν και αυτοί για αυτόν, και η βασιλεία του πάνω στη γη στερεώθηκε και επεκτάθηκε και με τα δικά τους παθήματα. Ποια μεγαλύτερη τιμή από αυτήν μπορεί να υπάρξει;
(3) Στον μεν Ματθαίο «είπε «μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου»· ενώ εδώ «μπροστά στους αγγέλους του Θεού». Αλλά δεν υπάρχει διαφορά. Διότι μαζί με τον Πατέρα του και τον ίδιο (τον Υιό) και το Άγιο Πνεύμα, θα είναι παρόντες οι άγγελοι κατά τον καιρό της κρίσης» (Ζ). «Διότι εκείνο τον καιρό, θα κατέβει μαζί με τους αγγέλους με τη δόξα του Πατέρα του, για την συντέλεια του παρόντος αιώνα. Εκεί θα στεφανώσει τον γνήσιο ομολογητή» (Κ).
12.9 ὁ δὲ ἀρνησάμενός με ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ἀπαρνηθήσεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ θεοῦ(1).
9 Όποιος όμως με απαρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον απαρνηθεί και ο Υιός του Ανθρώπου μπροστά στους αγγέλους του Θεού, κατά την τελική κρίση.
(1) «Οι άλλοι όμως, δηλαδή αυτοί που αρνήθηκαν και ατίμασαν, θα τους αρνηθεί· είναι σχεδόν σαν να πει ο Κριτής σε αυτούς, αυτό που έλεγαν οι άγιοι προφήτες σε κάποιους. Όπως έπραξες, έτσι θα σου συμβεί. Αυτό που ανταπέδωσες, θα ανταποδοθεί στο κεφάλι σου (Οβδιού 15). Θα αρνηθεί λοιπόν αυτούς, λέγοντας εκείνο· Φύγετε από εμένα, εργάτες της ανομίας. Δεν σας ξέρω (Λουκ. ιγ 27). Και ποιοι θα μπορούσε να είναι αυτοί; Πρώτον μεν, αυτοί που, όταν ξέσπασε διωγμός, απέβαλαν την πίστη. Αρνούνται επίσης αυτόν οι αιρετικοί και οι διδάσκαλοί τους» (Κ). Η πρόθεση «από» στο απαρνηθήσεται, το οποίο λαμβάνεται με καθαρά παθητική έννοια, σημαίνει το ολοκληρωτικά, τελείως=θα τον αρνηθώ τελείως (δ).
12.10 καὶ πᾶς ὃς ἐρεῖ λόγον εἰς τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(1), ἀφεθήσεται αὐτῷ· τῷ δὲ εἰς τὸ ἅγιον πνεῦμα βλασφημήσαντι(2) οὐκ ἀφεθήσεται(3).
10 Όποιος μιλήσει προσβλητικά κατά του Υιού του Ανθρώπου, ο Θεός θα τον συγχωρήσει· όποιος όμως προσβάλει το Άγιο Πνεύμα, ο Θεός δε θα τον συγχωρήσει.
(1) «Όταν κάποιος, που δεν έχει μάθει ακόμη την δύναμη του μυστηρίου σχετικά με αυτόν (το Χριστό), ούτε βέβαια έχει καταλάβει ότι, ενώ είναι Θεός από τη φύση του, κατέβασε τον εαυτό του στη δική μας κατάσταση και έγινε άνθρωπος, πει κάτι για αυτόν που είναι μέτριο [κατώτερο] σε σχέση με την αξία του και όσα είναι άξια συγγνώμης, αυτά ο Θεός θα τα συγχωρέσει σε όσους αμάρτησαν από άγνοια» (Κ). Δες Ματθ. ιβ 31,32 και Μάρκ. γ 28,29 και τις εκεί σημειώσεις. Για να καταστήσει ο Κύριος εμφανέστερο το βάρος του αμαρτήματος της βλασφημίας κατά του Πνεύματος, τοποθετεί αυτό παράλληλα με ύβρη ή βλασφημία που έγινε στο πρόσωπό του ως υιού του ανθρώπου. Την ύβρη και βλασφημία αυτή αποκαλεί «λόγο». Αποτελεί βεβαίως και αυτό αμαρτία, η οποία όμως ενδέχεται να μην προέρχεται αποκλειστικά και μόνο από κακία και για αυτό μπορεί να συγχωρεθεί. Παράδειγμα ο Παύλος κατά την περίοδο της απιστίας του. Αλλά και η ίδια η ιστορία του Ισραήλ επιβεβαιώνει αυτό. Πόσοι από τους σταυρωτές ή τουλάχιστον από αυτούς που κραύγασαν «Αρον άρον σταύρωσον αυτόν» μετανόησαν κατά την ημέρα της Πεντηκοστής με το κήρυγμα του Πέτρου και βαπτίστηκαν. Η Ιερουσαλήμ δεν καταστράφηκε αμέσως μετά το δράμα της Μεγάλης Παρασκευής, αλλά αφού οι Ιουδαίοι επέδειξαν πεισματική αντίσταση στην ενέργεια του Πνεύματος της Πεντηκοστής (g). Όσοι βλασφημούσαν το Χριστό, όταν ήταν στη γη, και τον ονόμαζαν φαγά και κρασοπότη, πλάνο και βλάσφημο, είχαν κάποια σκιά δικαιολογίας, διότι ο Κύριος εμφανίστηκε σαν ένας άσημος και φτωχός, στερημένος από κάθε προστασία και οι αποδείξεις της θείας του αποστολής φανερώθηκαν τέλειες μετά την ανάληψή του. Λόγω αυτού, σε κάποιο βαθμό περιλαμβάνονταν και αυτοί στην δικαιολογία, την οποία υπέρ των σταυρωτών του πρόβαλλε ο Κύριος λέγοντας στον Πατέρα του: Πατέρα, συγχώρεσέ τους διότι δεν ξέρουν τι κάνουν. Οπότε εφόσον αυτοί θα έδειχναν μετάνοια, θα συγχωρούνταν. Υπήρχε λοιπόν ελπίδα για αυτούς, όταν κατά την ημέρα της Πεντηκοστής θα ξεχυνόταν το Άγιο Πνεύμα, να επιστρέψουν, όπως επέστρεψαν και τόσοι άλλοι, και αφού επιστρέψουν να ελεηθούν.
(2) Το να αποδίδουν στον Βεελζεβούλ τα έργα στα οποία λάμπει η αγιότητα και η δύναμη του Πνεύματος, ισοδυναμούσε με το να βρίζουν με επίγνωση και θεληματικά το θείο αυτό Πρόσωπο από το οποίο πηγάζει και ξεχύνεται κάθε φως και κάθε αγαθό στο πνεύμα του ανθρώπου. Η αμαρτία λοιπόν η οποία δεν συγχωρείται ποτέ, δεν είναι η από απλή παρανόηση απόρριψη της αλήθειας. Είναι το μίσος κατά της αγιότητας ως αγιότητα, μίσος το οποίο θα ωθούσε για παράδειγμα να αποδίδει κάποιος το ευαγγέλιο στην αγυρτεία και απάτη και με μία λέξη στο πνεύμα του κακού. Δεν είναι αυτή κάποια αμαρτία μεμονωμένη, αλλά είναι κατάσταση μόνιμη της ψυχής (g).
(3) Σταθερή και πλήρης αντίσταση στην επίδραση του Αγίου Πνεύματος, που οφείλεται στην ελεύθερη, από αυτόν που αντιστέκεται, προτίμηση του σκότους από το φως, καθιστά τη μετάνοια, άρα επομένως και την συγχώρηση, αδύνατη. Η χάρη, παρόμοια με τη σωματική τροφή, μπορεί να απορρίπτεται μέχρις ότου η δύναμη του να δεχτεί κάποιος αυτήν χαθεί (p).
12.11 ὅταν(1) δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας(2), μὴ μεριμνάτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε(3)·
11 Όταν σας οδηγήσουν μπροστά στις συναγωγές ή στις πολιτικές αρχές, μην αγωνιάτε για το πώς θα απολογηθείτε ή τι θα πείτε,
(1) Δες Ματθ. ι 19,20 και Μάρκ. ιγ 11 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Συναγωγές=ιουδαϊκά δικαστήρια που έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα· αρχές=πολιτικές ειδωλολατρικές, από τον έπαρχο μέχρι τον αυτοκράτορα· εξουσίες=γενικώς κάθε οποιαδήποτε κοσμική εξουσία (g).
(3) «Θεράπευσε, από τη μία, τον φόβο για τις τιμωρίες, με το να πει «Μη φοβηθείτε αυτούς που φονεύουν το σώμα»· θεραπεύει, από την άλλη, τώρα και τον φόβο του ότι δεν ήταν μορφωμένοι. Επειδή δηλαδή, δεν πίστεψαν πολλοί που ήταν ανθρωπίνως σοφοί, αλλά οι περισσότεροι ήταν απλοί άνθρωποι του λαού, Μη φοβάσαι, λέει, εσύ που είσαι αμόρφωτος και άσημος, ούτε να μεριμνάς πως ή τι θα πεις· διότι το Άγιο Πνεύμα θα σας διδάξει… αυτά που πρέπει να πείτε… Έτσι λοιπόν και από τις δύο μεριές, μάς ετοιμάζει για το μαρτύριο, θεραπεύοντας τον φόβο και για τη σωματική αδυναμία και για την έλλειψη μόρφωσης» (Θφ).
12.12 τὸ γὰρ ἅγιον πνεῦμα(1) διδάξει(2) ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν(3).
12 γιατί το Άγιο Πνεύμα θα σας φωτίσει εκείνη τη στιγμή τι θα πρέπει να πείτε».
(1) Ο λόγος αυτός του Κυρίου επιβεβαιώνει την πραγματικότητα του ψυχολογικού θαύματος της θεοπνευστίας. Ο Ιησούς βεβαιώνει, ότι το Πνεύμα του Θεού μπορεί πραγματικά να επικοινωνήσει με το πνεύμα του ανθρώπου, έτσι ώστε αυτό να είναι διερμηνέας του Αγίου Πνεύματος (g).
(2) «Σε αυτούς που έχουν σχέση πίστης και αγάπης, ενεργεί το Πνεύμα τα κατάλληλα λόγια, σαν ακριβώς διδάσκαλος που κατοικεί μέσα τους» (Κ). Έτσι ο Πέτρος και ο Στέφανος ενώπιον του συνεδρίου, ο Παύλος ενώπιον του Φήλικος και του Φήστου, αφού διδάχτηκαν από το Πνεύμα, δεν περιορίστηκαν στο να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους, αλλά και ευαγγελίστηκαν τη χριστιανική αλήθεια (g).
(3) «Έτσι βεβαίως τους γέμιζε με υψηλό φρόνημα και θάρρος, με το να υπόσχεται ότι θα μετέχουν αυτοί στο θείο Πνεύμα· διότι με αυτό ήταν λογικό να πάρουν δύναμη. Διότι πώς δεν επρόκειτο να γεμίσουν με παράστημα και θάρρος και αγαθή προθυμία, πώς επίσης να μην προχωρήσουν θαρραλέα σε ηγεμονικά και βασιλικά δικαστήρια, αυτοί που είχαν μάθει από πριν, ότι δεν θα ήταν οι ίδιοι που επρόκειτο να απολογηθούν με τρόπο φροντισμένο στους άρχοντες, αλλά μία άλλη ένθεη δύναμη μέσα τους, με την οποία επρόκειτο άφοβα να μιλούν και σε ηγεμόνες και στους ίδιους τους βασιλιάδες;» (Ε).
Στίχ. 13-21. Η πλεονεξία και η παραβολή του άφρονος πλουσίου.
12.13 Εἶπε δέ τις ἐκ τοῦ ὄχλου(1) αὐτῷ, Διδάσκαλε(2), εἰπὲ τῷ ἀδελφῷ μου μερίσασθαι(3) μετ᾽ ἐμοῦ τὴν κληρονομίαν(4).
13 Κάποιος από το πλήθος είπε στον Ιησού: «Διδάσκαλε, πες στον αδερφό μου να μοιράσουμε την κληρονομιά μας».
(1) Το επεισόδιο που ακολουθεί εδώ μαζί με την παραβολή διασώθηκε σε μας από μόνο τον Λουκά. Αυτός που απευθύνθηκε στον Κύριο βρισκόταν ανάμεσα στο λαό και αφού επωφελήθηκε από κάποια διακοπή που μεσολάβησε, υπέβαλε στον Κύριο το ζήτημα που τον απασχολούσε, για το οποίο πιθανώς είχε έλθει και για να τον συναντήσει. Σύμφωνα με το ιουδαϊκό αστικό δίκαιο σε περίπτωση κληρονομιάς, ο μεγαλύτερος αδελφός έπαιρνε διπλή μερίδα, υποχρεούμενος να φροντίσει αυτός για την μητέρα του και τις ανύπαντρες αδελφές του. Εάν κρίνουμε από την παραβολή του ασώτου, ο νεότερος γιος έπαιρνε αυτό που του αναλογούσε σε χρήμα. Ίσως λοιπόν αυτός που απευθύνεται τώρα στον Κύριο να ήταν κάποιος από τους νεότερους αδελφούς, ο οποίος δεν έμενε ικανοποιημένος από την μερίδα που του υπολογίστηκε ή αφού την ξόδεψε τελείως, είχε αξίωση για νέα διανομή (g).
(2) Οι ραββίνοι είχαν συνηθίσει τους Ιουδαίους να καταφεύγουν σε αυτούς για επίλυση διαφορών, οι οποίες έπρεπε να κριθούν με βάση τις αρχές του δικαίου. Ο άγνωστος αυτός επικαλείται τον Κύριο με την ιδιότητά του ως ραββίνου ή διδασκάλου, το οποίο υποδηλώνει και ότι η διδασκαλία του Κυρίου είχε κατακτήσει ήδη αρκετό έδαφος σε κύρος (L).
(3) Δεν ζητά από τον Ιησού να κρίνει διαιτητικά μεταξύ αυτού και του αδελφού του, αλλά να βγάλει απόφαση εναντίον του αδελφού του, ενώ αυτός ήταν απών και δεν κατέφυγε και αυτός στον Ιησού (p).
(4) «Επειδή αγαπούσε τα χρήματα και την απόκτηση αγαθών, άφησε μεν το να ζητήσει κάτι αναγκαίο για την ψυχή και χρήσιμο για τη σωτηρία της, αλλά ζήτησε σωματικό, φροντίζοντας περισσότερο για το σώμα παρά για την ψυχή» (Ζ). Την ώρα που ο Κύριος μιλούσε για τόσο κρίσιμα και σπουδαία ζητήματα, ο ανόητος αυτός και ιδιοτελής άνθρωπος σκεφτόταν πως θα εξασφάλιζε συμφέρουσα σε αυτόν διανομή της πατρικής κληρονομιάς. Τίποτα το άτοπο δεν θα έκρυβε το αίτημά του αυτό, αν βλεπόταν ξεχωριστά από τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε. Αλλά το να διακόψει ο άνθρωπος αυτός τον Κύριο σε τόσο ακατάλληλη περίσταση, αποδείκνυε ότι δεν είχε αντιληφθεί την πνευματική αποστολή του Κυρίου και δεν εκτιμούσε το ύψος και την πνευματικότητα της διδασκαλίας του εκείνη τη στιγμή. Η μεγάλη του πλάνη λοιπόν συνίστατο στο ότι είχε απορροφηθεί πλήρως από υλικά ενδιαφέροντα, ενώ παρέμενε ξένος με τις πνευματικές αλήθειες, τις οποίες ο Κύριος τότε ανέπτυσσε και τις οποίες αυτός δεν πρόσεχε διόλου (ο).
12.14 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ(1), ῎Ανθρωπε(2), τίς με κατέστησε(3) δικαστήν ἢ μεριστὴν ἐφ᾽ ὑμᾶς;
14 Κι ο Ιησούς του απάντησε: «Άνθρωπέ μου, εγώ δεν είμαι δικαστής για να χωρίζω την περιουσία σας».
(1) «Κατηγόρησε το αίτημά του ο Κύριος, απαντώντας ότι, δεν είμαι μοιραστής χρημάτων, αλλά έχω έλθει να κληροδοτήσω ουράνια βασιλεία» (Ζ). «Επομένως σε αυτούς μεν που σκύβουν υπάκουα σε αυτόν τον αυχένα της διάνοιας και διατάζει και νομοθετεί και μοιράζει την ουράνια κληρονομιά, και διανέμει τις πνευματικές ευλογίες· σε αυτούς όμως που φρονούν μόνα τα γήινα, εύλογα θα πει: Ποιος με έβαλε άρχοντα ή μοιραστή για σας;» (Κ).
(2) Αυστηρή μορφή προσφώνησης, που υποδηλώνει μάλλον αποδοκιμασία παρά επιθυμία μη ανάμιξης. Δες Λουκ. κβ 58,60,Ρωμ. β 1,θ 20 (p). Απευθύνεται σε αυτόν σαν σε ξένο (b). «Τον διώχνει ως ενοχλητικό και που δεν θέλει να μάθει τίποτα από αυτά που πρέπει να γνωρίζει» (Κ). Υπάρχει μεγάλη αντίθεση μεταξύ αυτής της προσφώνησης (άνθρωπε) και αυτής στο στίχο 4 (σε σας τους φίλους μου). Εάν και αυτός περιλαμβανόταν μεταξύ των προσώπων, τα οποία ο Κύριος χαρακτήρισε φίλους του, το άκαιρο αυτό και ιδιοτελές αίτημα τον χώρισε από τον κύκλο αυτόν των φίλων και περιόρισε τις αξιώσεις του στην προσοχή και εκτίμηση του Κυρίου, σε μόνο το ότι ήταν και αυτός μέλος της γενικής ανθρωπότητας (ο).
(3) Όπως στην περίπτωση των θεραπευμένων από αυτόν λεπρών (Λουκ. ε 14,ιζ 14) ο Ιησούς αποφεύγει να αναμιχθεί στο έργο των αρχών και εξουσιών. Για την φράση δες Εξοδ. β 14 (p). Πιθανώς ο Κύριος να έλαβε υπ’ όψιν αυτό που συνέβη στον Μωϋσή στην Αίγυπτο, όταν «βλέποντας κάποιον που αδικούνταν» από τους αδελφούς του «υπερασπίστηκε και πήρε εκδίκηση χάριν του αδικουμένου, χτυπώντας τον Αιγύπτιο». (Δες και Πράξ. ζ 24 και εξής) και άκουσε την επόμενη ημέρα «Ποιος σε έβαλε άρχοντα και δικαστή σε μας;» (Εξοδ. β 14). Εάν αυτός που αποτάθηκε σε αυτόν εκδήλωνε ενδιαφέρον για την ουράνια κληρονομία, ο Κύριος θα παρείχε σε αυτόν την άριστη βοήθεια. Σε κοσμικές όμως διαφορές και υποθέσεις ο Κύριος ουδέποτε δείχτηκε σφετεριστής εξουσίας άλλων και δεν έλαβε ποτέ τιμή ή εξουσία για τον εαυτό του άλλη, παρά αυτήν που δόθηκε σε αυτόν σύμφωνα με το Εβρ. ε 5. Για καθετί το οποίο ενεργούσε μπορούσε να πει με τη δύναμη ποιας εξουσίας έκανε αυτό και ποιος έδωσε σε αυτόν αυτήν την εξουσία. Με την απάντησή του όμως αυτή ο Κύριος δείχνει και τι είδους είναι η φύση της βασιλείας του. Αυτή είναι καθαρά πνευματική και δεν είναι από τον κόσμο αυτόν. Για αυτό και ο Κύριος δεν αναμιγνύεται σε αστικές υποθέσεις, αφήνοντας στις επίγειες αρχές την επίλυση των διαφορών για αυτές και δεν ενθάρρυνε στους ακολούθους του την προσδοκία κοσμικών πλεονεκτημάτων και ωφελημάτων από τη θρησκευτική τους ιδιότητα ούτε την με τους αδελφούς τους διάσταση και φιλονεικία για υλικά κέρδη, τα οποία οι οπαδοί του οφείλουν να θυσιάζουν για διατήρηση της ειρήνης. Με το παράδειγμά του λοιπόν αυτό διδάσκει και τους διακόνους του να μην αναμιγνύονται «στις υποθέσεις της ζωής» (Β΄Τιμ. β 4) και να μην αφήνουν το λόγο του Θεού για να υπηρετούν τραπέζια.
(4) Ίσως το μεν «δικαστής» σημαίνει αυτόν που βγάζει την απόφαση της διανομής, ενώ το «μεριστής» αυτόν που επιβλέπει την εκτέλεση της απόφασης και την πραγματοποίηση της διανομής (g).
12.15 εἶπεν δὲ πρὸς αὐτούς(1), ῾Ορᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας(2), ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ(3) ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων(4) αὐτῷ.
15 Και στο πλήθος είπε: «Να προσέχετε και να φυλάγεστε από κάθε είδους πλεονεξία, γιατί τα πλούτη, όσο περίσσια κι αν είναι, δε δίνουν στον άνθρωπο την αληθινή ζωή».
(1) «Δεν μας αφήνει όμως χωρίς συμβουλή, αλλά παίρνοντας κατά κάποιο τρόπο ακριβώς την κατάλληλη αφορμή, πλέκει λόγο και σχεδόν διαμαρτύρεται. Διότι μας υπέδειξε ότι η πλεονεξία είναι λάκκος διαβολικός» (Κ). Ο Κύριος αν και δεν ήλθε για να γίνει μοιραστής των ανθρώπινων περιουσιών, ήλθε όμως για να είναι καθοδηγός των συνειδήσεων σε σχέση με τα ζητήματα που προκύπτουν από αυτό το μοίρασμα. Για αυτό λοιπόν και εφιστά αμέσως την προσοχή των ακροατών του στο πάθος εκείνο, το οποίο αποτελεί την ρίζα όλων των κακών.
(2) Πλεονεξία λέει την επιθυμία «του να έχει κάποιος περισσότερο από το αρκετό, δηλαδή το αναγκαίο» (Ζ). «Από κάθε πλεονεξία, δηλαδή και μικρή και μεγάλη» (Κ), από κάθε είδους πλεονεξία (δ), «την οποία βεβαίως ο σοφός Παύλος την ονομάζει και ειδωλολατρία, διότι αρμόζει ίσως σε μόνους όσους δεν ξέρουν το Θεό ή και είναι βέβηλη στον ίδιο βαθμό με το να λατρεύει κάποιος ξύλα και πέτρες» (Κ). «Είναι λοιπόν όμοιος με τους ειδωλολάτρες ο πλεονέκτης· διότι την ίδια ύλη προσκυνούν και τιμούν και οι δύο» (Θφ).
(3) Η ζωή ενός ανθρώπου δεν συντηρείται με το να έχει περίσσευμα· δεν διατηρείται με το περίσσευμα, από το οποίο γίνονται τα υπάρχοντά του, αλλά το αίτιο της συντήρησης είναι η θέληση του Θεού (δ). Δεν «παραμένει η ζωή του από αυτού τους είδους την περιουσία του» (Ζ) «ούτε το μέτρο της ζωής εκτείνεται μαζί με την περιουσία. Διότι βεβαίως όχι αυτός που έχει πολλά, αυτός θα ζήσει και πολύ, ούτε η μακροζωΐα ακολουθεί το πλήθος του πλούτου» (Θφ). Αξιόλογη και η επόμενη ερμηνεία: Είναι απίθανο ότι το «ζωή» εδώ σημαίνει την αιώνια ζωή· περιλαμβάνει όμως την ανώτερη ζωή που διακρίνεται από τον βίο=Η ζωή του ανθρώπου και η πραγματική απόλαυση και αξία της δεν εξαρτάται από τα πλούτη που πλεονάζουν (p). Ότι βεβαίως η ζωή της ψυχής δεν εξαρτάται από την περίσσεια των υλικών αγαθών, είναι αναμφισβήτητο. Αλλά και η ζωή του σώματος και η ευτυχία του ανθρώπου στη γη δεν στηρίζονται στην αφθονία αυτής. Διότι πολλοί έζησαν με ολιγάρκεια και εύκολα και πέρασαν με σχετική άνεση την επίγεια ζωή τους, παρόλο που είχαν λίγο πλούτο. Ξερό ψωμί που τρώγεται με ειρήνη και αγάπη είναι πολύ καλύτερο από εδέσματα άφθονα και πολυτελή που προσφέρονται χωρίς εγκαρδιότητα και ήρεμη διάθεση. Για αυτό και πολλοί έζησαν άθλια ζωή, παρόλο που είχαν στη διάθεσή τους πλεόνασμα υλικών αγαθών. Η ακόλουθη παραβολή παρουσιάζει την ανοησία ανθρώπου που είναι κυκλωμένος από αφθονία υλικών αγαθών, ο οποίος έζησε με μόχθο και πέθανε με αθλιότητα.
(4) Το «από τα υπάρχοντά του» ορίζει το «περισσεύει», ως την περιουσία, την οποία ο άνθρωπος μαζεύει και διατηρεί για να έχει τα προς συντήρηση μέσα (δ). Ή, δεν είναι απλώς συνώνυμο με το περισσεύειν. Σημαίνει το να εξαρτά κάποιος τη ζωή του από τα υπάρχοντά του (L). Δεν είναι λοιπόν ο πλούτος ευλογία; Αναμφίβολα ναι· αλλά μόνο, εφόσον παρέχει την δυνατότητα να δειχνόμαστε ευεργετικοί προς τους άλλους και να εξυπηρετούμε αυτούς με αυτόν (ο).
12.16 Εἶπεν δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων, ᾽Ανθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν(1) ἡ χώρα(2).
16 Τους είπε μάλιστα την εξής παραβολή: «Κάποιου πλούσιου ανθρώπου τα χωράφια έδωσαν άφθονη σοδειά.
(1) Η λέξη λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ. Ο Ιώσηπος χρησιμοποιεί το ρήμα για τη Γαλιλαία ως περιοχή που παράγει λάδι (Ιουδ. Πολ. ΙΙ 21,2). Αλλού χρησιμοποιείται με την έννοια αυτή από τους γιατρούς συγγραφείς (p).
(2) «Εσύ όμως πρόσεξε, σε παρακαλώ, ώστε να θαυμάσεις την τέχνη του λόγου. Διότι δεν μας έδειξε ένα χωράφι που έκανε πλούσια σοδειά, αλλά είπε ότι ολόκληρη έκταση γης έδωσε καλούς καρπούς στον κάτοχό της, για να μάθεις το βάθος του πλούτου» (Κ). Τα πλούτη του ανθρώπου αυτού δεν προέρχονται από επιχείρηση ή από αυστηρή οικονομία ή από αδικίες, ή κακή διανομή, ή από σωματικούς κόπους και προσπάθεια πολλή, αλλά από ευφορία των καρπών της γης, η οποία αυτόματα, κατά κάποιο τρόπο, παρήγαγε αφθονία. Και όμως πλούτη που προήλθαν από τέτοια πηγή, χωρίς αδικία ή απάτη, αλλά που πλήθυναν από την ευλογία του Θεού, δεν έκαναν ευτυχή τον πλούσιο. Πόσο μάλλον δεν μπορούν τα πλούτη που αποκτήθηκαν με άνομα μέσα να καταστήσουν ευτυχείς τους κατόχους τους; (ο). Και «ο Θεός, από τη μία, έκανε όσα εξαρτιόντουσαν από αυτόν και έδειχνε την δική του ευσπλαχνία· διότι δεν ευφόρησε ένα μικρό κομμάτι γης του πλουσίου, αλλά όλη η εκτεταμένη γη του. Αυτός όμως ήταν τόσο πολύ άκαρπος ως προς την ευσπλαχνία, ώστε πριν ακόμη πάρει μάζευε» (Θφ). «Γιατί λοιπόν έδωσε πλούσια σοδειά η γη ανθρώπου που δεν επρόκειτο να κάνει τίποτα από την ευφορία αυτή; Για να φανεί περισσότερο η μακροθυμία του Θεού και ότι η αγαθότητά του εκτείνεται μέχρι και σε τέτοιους ανθρώπους. Διότι βρέχει σε δίκαιους και άδικους και ανατέλλει τον ήλιό του σε πονηρούς και αγαθούς. Η τέτοια όμως αγαθότητα του Θεού, μαζεύει για τους πονηρούς μεγαλύτερη την τιμωρία» (Β). Η ευφορία της γης είναι μεγάλη ευλογία, αλλά την ευλογία αυτή παρέχει συχνά ο Θεός μέσα στην αγαθότητά του και στους πονηρούς, στους οποίους όμως γίνεται αυτή παγίδα, λόγω της κακής προαίρεσής τους.
12.17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ(1) λέγων, Τί ποιήσω(2), ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω(3) τοὺς καρπούς μου(4);
17 Τότε εκείνος σκεφτόταν και έλεγε: “τι να κάνω; Δεν έχω μέρος να συγκεντρώσω τα γεννήματά μου!
(1) «Επειδή ήθελε, λόγω πλεονεξίας να έχει όλους τους καρπούς, αλλά δεν μπορούσε λόγω του πλήθους τους, βρίσκεται σε αδιέξοδο και στενοχωρείται… Διότι ξέρει να φέρνει στενοχώρια όχι η φτώχια μόνο, αλλά και ο πλούτος· η μεν φτώχια λόγω της έλλειψης των αναγκαίων, ο δε πλούτος λόγω της αφθονίας των περιττών, όταν δεν έχουν κυβερνήτη τη λογική» (Ζ). Μάθε και από εδώ ότι ο Θεός γνωρίζει και παρακολουθεί ό,τι μέσα μας σκεφτόμαστε και είμαστε δοσίλογοι μπροστά του και για τις απόκρυφες αυτές σκέψεις μας. Πλανιόμαστε εάν φανταζόμαστε, ότι αυτές διαφεύγουν από το Μάτι του που εξετάζει τα πάντα.
(2) «Ο πλούσιος, που είναι προσκολλημένος σε τόσο πολλά και αμέτρητα αγαθά, στενοχωρείται με την φροντίδα για αυτά, και λέει τα λόγια του φτωχού. Διότι «τι να κάνω», λέει εκείνος, όταν του σπανίζουν τα αναγκαία. Πάντα ξεστομίζει τον τόσο άθλιο λόγο. Αλλά να που τα ίδια λόγια χρησιμοποιεί ο πλούσιος, που θλίβεται και πάσχει πάρα πολύ» (Κ). Αντί να ευχαριστήσει το Θεό για την ευφορία αυτή και αντί να χαρεί για τη δυνατότητα που αυτή του παρέχει ώστε να φανεί περισσότερο ευεργετικός και στον πλησίον, στενοχωρεί τον εαυτό του με τις βασανιστικές σκέψεις, τις οποίες του γεννά το ερώτημα: Τι να κάνω; «Τι μαζεύουμε λοιπόν από το να μαζεύουμε περισσότερα; Διότι ανάπαυση μεν δεν κερδίζουμε. Και είναι φανερό αυτό από τις φροντίδες. Αλλά μόνο πλήθος αμαρτιών συγκεντρώνουμε για τους εαυτούς μας» (Θφ).
(3) «Δες, σε παρακαλώ, βαθιά ανοησία! Διότι ενώ έπρεπε να αδειάσει τους παλιούς καρπούς στις κοιλιές των φτωχών, ή και από την πρόσφατη σοδειά να δώσει μερίδιο στους φτωχούς και έτσι να δημιουργήσει, από τη μία, και ευρυχωρία και να ευχαριστήσει και το Θεό, από την άλλη, που του έδωσε την ευφορία, αυτό μεν δεν το σκέφτηκε, επειδή τυφλώθηκε από την πλεονεξία· αλλά σκέφτεται άλλο τρόπο αντάξιο της πλεονεξίας» (Ζ). Ανήσυχες και βασανιστικές φροντίδες για τους ανθρώπους του κόσμου είναι ο καρπός του πλούτου που πλεονάζει και το κοινό σφάλμα στο οποίο παρασύρονται αυτοί. Όσο περισσότερα αυτοί αποκτούν, τόσο περισσότερο και βυθίζονται σε συλλογισμούς και ανησυχίες, εμπλεκόμενοι σε φροντίδες για το πώς θα διατηρήσουν τα αποκτηθέντα και πως θα προσθέσουν και άλλα σε αυτά. Και συμβαίνει ώστε να διώχνεται από αυτούς συχνά και ο ύπνος, διότι συγκεντρώνουν την εναγώνια σκέψη τους στο πρόβλημα για λύση που πάντοτε ανακύπτει μπροστά τους: Τι να κάνω; Και αν τους ρωτήσετε γιατί προβάλλεται σε αυτούς αυτό το ερώτημα, η απάντηση θα είναι: επειδή έχουν αφθονία αγαθών και δεν έχουν που να τοποθετήσουν αυτά.
(4) Είναι αξιοσημείωτη η πυκνή επανάληψη του μου «τους καρπούς μου, τι αποθήκες μου, τα γενήματά μου, τα αγαθά μου, στην ψυχή μου» (p). Μιλά για τα γενήματά του και τα αγαθά του σαν να ήταν αυτά αποκλειστικά και μόνο δικά του. Είναι όμως αλήθεια, ότι σε κάθε τομέα της ζωής προπαντός όμως στη γεωργία και την καλλιέργεια της γης, γίνεται εμφανές ότι ο κύριος παράγοντας της επιτυχίας είναι ο Θεός. Αυτός έδωσε την αρχική ικανότητα και δεξιότητα στον άνθρωπο· και η πρόνοιά του δημιουργεί τις ευτυχείς συμπτώσεις και περιστάσεις, των οποίων η έκβαση μας κάνει πλούσιους· πολλές φορές μάλιστα τα πλούτη και τα κέρδη έρχονται σε μας από εκεί από όπου δεν τα περιμένουμε. Ως προς την πλούσια επίσης συγκομιδή δεν καταστρέφεται πολλές φορές αυτή την τελευταία στιγμή από κάποια επιδείνωση του καιρού ή και από θύελλα που ξέσπασε απροσδόκητα;
12.18 καὶ εἶπεν, Τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας(1) καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τα γενήματά μου(2) καὶ τὰ ἀγαθά(3) μου(4),
18 Αλλά να τι θα κάνω”, είπε. “Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες για να συγκεντρώσω εκεί όλη τη σοδειά μου και τ’ αγαθά μου.
(1) «Σκεφτόταν να χτίσει πλατύτερες αποθήκες, θέλοντας να απολαύσει μόνος του τα υπάρχοντά του. Δεν αγαπά την φιλοπτωχία· δεν επιθυμεί την δόξα που αυτή δίνει. Αλλά λέει: Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου» (Κ). «Εάν λοιπόν στο μέλλον ευφορήσει περισσότερο η γη, πάλι θα γκρεμίσεις και πάλι θα χτίσεις;» (Θφ).
(2) Διαφορετικές γραφές: «σίτον» «γεννήματα». Πρόσεξε λοιπόν και άλλο ανόητο λόγο του· Διότι λέει: θα μαζέψω τα γενήματά μου. Δεν νόμιζε ότι αυτά τα έχει από το Θεό, όπως ο Ιώβ· διότι τότε θα συμπεριφερόταν σαν διαχειριστής του Θεού ως προς αυτά· αλλά τα θεωρούσε ως προϊόντα δικών του κόπων. Το ότι βεβαίως δεν νομίζει ότι η ευπραγία του είναι από το Θεό, το δείχνει με σαφήνεια από όσα λέει. Διότι θα μαζέψω, λέει, τα γενήματά μου και τα αγαθά μου δεν θα τα μεταδώσω σε κανέναν, αλλά όλα θα τα φυλάξω για τον εαυτό μου και τη δική μου κοιλιά. Διότι ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί έτσι για αυτούς που έχουν ανάγκη, ξέροντας ότι ο Θεός είναι ο χορηγός αυτών που κατέχει;» (Κ). «Κανείς, λέει, δεν θα συμμετέχει μαζί μου σε αυτά, κανένας δεν θα πάρει μερίδιο. Δεν είναι του Θεού, αλλά δικά μου. Μόνος λοιπόν θα τα απολαύσω. Δεν θα πάρω μαζί μου το Θεό στην απόλαυσή τους» (Θφ).
(3) Αγαθά δεν είναι μόνο όσα βγάζει η γη, αλλά και οι ποικίλες συγκομιδές, και τα ποίμνια και τα από αυτά εισοδήματα και τα υγρά που αποθηκεύονται σε δοχεία, κρασί, λάδι κλπ.
(4) Δες την ανοησία του πλουσίου. Θεωρεί τα γενήματα και τα αγαθά ως εξ’ ολοκλήρου δικά του, λησμονώντας ότι η ευλογία του Θεού έδωσε σε αυτόν αυτά και ότι αυτός είναι απλός διαχειριστής αυτών των αγαθών. Αποφασίζει να γκρεμίσει τις αποθήκες του. Νέα ανοησία. Και αν το επόμενο έτος απέδιδαν τα χωράφια του νέα πλούσια παραγωγή, πάλι θα γκρέμιζε τις πρόσφατα χτισμένες αποθήκες; Αποφασίζει να χτίσει νέες αποθήκες. Και αυτό ανοησία. Όσοι έχτισαν σπίτια ή αποθήκες, γνωρίζουν πόσο φόρτο φροντίδων και ανησυχιών προκαλεί η επιχείρηση αυτή. Τέλος εξαρτά τα πάντα από τον εαυτό του σαν αυτός μόνος να ήταν απόλυτος κύριος της ζωής του. Αυτό θα κάνω εγώ· θα γκρεμίσω, θα χτίσω, θα μαζέψω και θα πω, χωρίς να πει: «Εάν ο Κύριος θελήσει και ζήσω, θα κάνω αυτό ή εκείνο» (Ιακ. δ 15).
12.19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ(1) μου, Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ(2) κείμενα εἰς ἔτη πολλά(3)· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου(4).
19 Μετά θα πω στον εαυτό μου: τώρα έχεις πολλά αγαθά, που αρκούν για χρόνια πολλά· ξεκουράσου, τρώγε, πίνε, διασκέδαζε”.
(1) Η ψυχή εδώ θεωρείται ως έδρα της επιθυμίας του σώματος (δ).
(2) «Έχεις πολλά αγαθά· διότι σαν να κείτονταν κάτω έλεγε, έχεις αγαθά που κείτονται για πολλά χρόνια, έχοντας πλανεμένη κρίση σχετικά με τα αγαθά. Διότι αγνοούσε ότι τα όντως αγαθά δεν είναι στην καταραμένη γη, αλλά στον ουρανό. Όπου όχι για πολλά χρόνια, αλλά για απέραντους αιώνες υπάρχει η ανάπαυση των μακάριων και η ευφροσύνη με τον Ιησού Χριστό» (Ω).
(3) «Ορίζει για τον εαυτό του μήκος ζωής, λες και το θέρισε και αυτό από τη γη… Αλλά πλούσιε, θα μπορούσε κάποιος να πει, τους μεν καρπούς τους έχεις στις αποθήκες, αλλά τα πολλά χρόνια από πού θα τα πάρεις;» (Κ). «Διότι μήπως και αυτό είναι γένημα δικό σου, μήπως και αυτό είναι αγαθό δικό σου;» (Θφ). Εκτός όμως από αυτό, οι πλήρεις αποθήκες ήταν λοιπόν αρραγές θεμέλιο ευτυχίας; Δεν ήταν αυτές υποκείμενες σε κατάρρευση από σεισμό ή σε αποτέφρωση από κεραυνό ή από άλλη πυρκαγιά; Να και σε αυτό βρίσκεται η ανοησία του πλουσίου.
(4) «Τι παραλογισμός! Αν λοιπόν είχες γουρουνίσια ψυχή, τι άλλο παρά αυτό θα ευαγγελιζόσουν σε αυτήν; Τόσο κτηνώδης είσαι, τόσο δεν σκέφτεσαι τα αγαθά της ψυχής, αφού της κάνεις τραπέζι με τα φαγητά της σάρκας· και όσα υποδέχεται η τουαλέτα, αυτά στέλνεις στην ψυχή;» (Β). «Μπράβο αγαθά της ψυχής! Διότι το φαγητό και το ποτό είναι αγαθά ψυχής χωρίς λογικό» (Θφ). «Τέτοιος είναι και ο τωρινός πλούσιος, αφού είναι σκυμμένος στην κοιλιά του και στη θέση της σκέψης έχει λαιμό και δεν ζει σύμφωνα με την εικόνα του μόνου αγαθού· για αυτό παραθέτει γεύμα στην ψυχή του με τις τροφές της σάρκας… Αλλά βεβαίως έπρεπε να τρώει για να ζει, όχι όμως να ζει για να τρώει, όπως αυτοί που θεοποιούν την κοιλιά και λένε: ας φάμε και ας πιούμε, διότι αύριο πεθαίνουμε» (Κ). Αλλά επιπλέον ο πλούσιος μέσα στην ανοησία του δεν σκέφτεται ότι δεν αρκεί η αφθονία του φαγητού να κάνει αδιατάρακτη την ευφροσύνη του. Υπάρχουν και πολλά άλλα ικανά να στενοχωρήσουν αυτόν που κάθεται κάθε μέρα σε πλούσιο τραπέζι. Κούραση ή ασθένεια του σώματος, δυσαρέσκεια με συγγενείς και υπηρέτες και προπαντός ταραγμένη συνείδηση, μπορούν να αφαιρέσουν κάθε άνεση από τον άνθρωπο που κατέχει όλα τα πλούτη του κόσμου.
12.20 εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ θεός(1), ῎Αφρον(2), ταύτῃ τῇ νυκτὶ(3) τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν(4) ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι(5) ἔσται;
20 Τότε του είπε ο Θεός: “ανόητε. Αυτή τη νύχτα θα παραδώσεις τη ζωή σου. Αυτά, λοιπόν, που ετοίμασες σε ποιον θα ανήκουν;”
(1) «Είπε σε αυτόν αυτά μέσω της συνείδησης. Διότι τότε η συνείδηση, αισθανόμενη τον θάνατο, λέει τέτοια λόγια» (Ζ). Είπε σε αυτόν ο Θεός μέσω της μυστικής του κρίσης (b). Άλλωστε λέει αυτό «όχι επειδή ο Θεός μίλησε στον πλούσιο», αλλά «τα επινοεί αυτά η παραβολή» (Θφ).
(2) «Μπορεί κάποιος να πει ότι ανόητος έχει ονομαστεί αυτός που ζει σαν εθνικός (ειδωλολάτρης)… Σε αυτόν δηλαδή τον ανόητο είπε ο Θεός εξαιτίας της αθεΐας που είχε μέσα του: Ανόητε, αυτή τη νύχτα…» (Β). «Τον ονομάζει λοιπόν ανόητο, επειδή σκέφτηκε τελείως ανόητα… Διότι πώς δεν είναι ανόητος, αυτός που δεν ξέρει ότι τα μέτρα της ζωής τα καθορίζει μόνος ο Θεός και δεν ορίζει ο καθένας αυτός ο ίδιος για τον εαυτό του τη ζωή;» (Θφ). «Επειδή φρονείς τα επίγεια και έχεις για Θεό την κοιλιά και είσαι ολόκληρος σαρκικός, δούλος στα πάθη, άκου τον χαρακτηρισμό που σου ταιριάζει, τον οποίο δεν σου τον απέδωσε κανείς άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος» (Β).
(3) Λέγεται με έμφαση σε αντίθεση με το προηγούμενο «εις έτη πολλά» (p). «Διότι αυτήν τη νύχτα παίρνουν την ψυχή σου. Είναι άδηλη η έξοδος από τη ζωή, άστατη η απόκτηση, αμέτρητοι γκρεμοί, από παντού κύματα» (Χ). Αυτή τη νύχτα την οποία προ πολλού ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας, κατά την οποία πλέον θα κοιμόσουν ήσυχος με την πεποίθηση, ότι θα είχες αγαθά φυλαγμένα για έτη πολλά. Η νύχτα αυτή γίνεται τώρα νύχτα αγωνίας και τρόμου για σένα. Η ώρα του θανάτου για τους δίκαιους, είναι ανατολή ημέρας ευφρόσυνης και χωρίς δύση. Αλίμονο! Για τους ανόητους είναι ώρα νύχτας φοβερής διότι σκοτάδι απόγνωσης απλώνεται μπροστά τους και κατεβαίνουν στο σκοτεινό άδη στερημένοι κάθε ελπίδας.
(4) Μαθαίνει τώρα ότι η ψυχή του δεν ανήκε σε αυτόν. Το «απαιτούν» λέγεται σε αντίθεση με το προηγούμενο «(θα πω) στην ψυχή μου» (g). Ποιοι απαιτούν; Ή, λέγεται απρόσωπα και αόριστα (p. g). Ή, «σαν ακριβώς κάποιοι φοβεροί εφοριακοί, φοβεροί άγγελοι απαιτούν την ψυχή σου χωρίς να το θες εσύ, επειδή από αγάπη για την παρούσα ζωή, επιζητούσες τα επίγεια. Διότι από τον δίκαιο δεν απαιτείται η ψυχή, αλλά παραδίδει αυτήν στο Θεό και Πατέρα των πνευμάτων, με χαρά και αγαλλίαση… Ο αμαρτωλός όμως, που έκανε όλη σάρκα την ψυχή του… και την μετέτρεψε σε γη, την έκανε να μην μπορεί εύκολα να αποσπαστεί από το σώμα. Για αυτό και λέγεται ότι του την απαιτούσαν και την παρέδωσε σαν χρεώστης ανυπάκουος σε άγριους πράκτορες. Πρόσεξε όμως πώς δεν είπε· Απαιτώ την ψυχή σου, αλλά απαιτούν. Διότι μόνο των δικαίων οι ψυχές είναι στο χέρι του Θεού» (Θφ).
(5) «Αυτά που θησαύρισες, δεν θα υπάρχουν για σένα, δικά σου δεν θα γίνουν» (Ζ), «διότι σαν σκόνη θα φύγουν και θα σταλούν σε άλλους» (Κ). «Αλλά ούτε και ποιανού θα είναι αυτά δεν θα ξέρεις, είτε κληρονόμου, είτε ξένου, είτε εχθρού, το οποίο και αυτό είναι προσθήκη λύπης» (Ζ). Εγκαταλείπουν οι ανόητοι πίσω τους όλα εκείνα για τα οποία μόχθησαν και τα οποία με πολλές αγωνιώδεις φροντίδες μάζεψαν και φεύγουν γυμνοί. Καθετί που θεώρησαν ότι συντελεί στην ευτυχία τους και πάνω στο οποίο στήριξαν το οικοδόμημά τους και όλη την ελπίδα τους, εγκαταλείπεται σε άλλους. «Εκείνη την ημέρα θα χαθούν όλες οι σκέψεις τους» (Ψαλμ. ρμε 4). «Διότι δεν θα πάρουν τα πάντα όταν πεθαίνουν, ούτε θα κατέβει μαζί τους στον τάφο η δόξα τους» (Ψαλμ. μη 18). Ποιοι όμως θα είναι αυτοί οι οποίοι θα κατακτήσουν αυτά που εγκαταλείφθηκαν; Θα είναι άραγε κληρονόμοι οι οποίοι θα ευλογούν τη μνήμη τους ή οι οποίοι θα καταριούνται αυτήν; Θα είναι συνετοί ή ανόητοι, όπως υπήρξαν και εκείνοι τους οποίους κληρονόμησαν; Θα είναι πρόσωπα που συμπαθούσαν ή πρόσωπα ανεπιθύμητα και μισητά σε αυτούς;
12.21 οὕτως(1) ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ(2) καὶ μὴ εἰς θεὸν(3) πλουτῶν(4).
21 »Αυτά, λοιπόν, παθαίνει όποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυρούς και δεν πλουτίζει τον εαυτό του με ό,τι θέλει ο Θεός».
(1) Εξυπακούεται το «θα συμβεί» (b). Τέτοιο τέλος θα έχει (δ).
(2) Που θησαυρίζει για την ψυχή του με το πνεύμα των στίχων 19,22 (b)· χάριν των ηδονών του (δ), «αυτός που αποθηκεύει για τον εαυτό του τα πρόσκαιρα» (Ζ).
(3) Δεν λέει πλουτίζει για τον Θεό, όπως είπε θησαυρίζει για τον εαυτό του. Διότι τίποτα από εμάς δεν μπορεί να προστεθεί ή να αφαιρεθεί από την μακαριότητα του Θεού (b).
(4) «Πλούτος κατά Θεόν είναι η απόκτηση των αρετών» (Ζ). Και πλουτίζω για το Θεό, σημαίνει να είναι κάποιος πλούσιος σε εκείνα τα οποία αρέσουν στο Θεό (p), να χρησιμοποιεί τα θεία χαρίσματα και τις θείες δωρεές όχι για ιδιοτελείς σκοπούς και αποκλειστικά για δική του ικανοποίηση, αλλά με τρόπο χρήσιμο και για ωφέλεια και του πλησίον (ο). «Αυτός μεν που δαπάνησε τον εαυτό του στις φροντίδες της γης, έχει επιζήμιο το τέλος και θα πάει στο Θεό φτωχός. Αυτός όμως που μεριμνά τα του Κυρίου, θα πλουτίσει μεν σε έργα αγαθά και θα έχει θησαυρό ασύλητο στους ουρανούς» (Κ).
Στίχ. 22-34. Η πρόνοια του Θεού και η ολιγοπιστία των ανθρώπων.
12.22 Εἶπεν δὲ(1) πρὸς τοὺς μαθητάς(2) αυτού, Διὰ τοῦτο(3) λέγω(4) ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε(5) τῇ ψυχῇ(6) υμών τί φάγητε, μηδὲ τῷ σώματι υμών τί ἐνδύσησθε.
22 Είπε τότε ο Ιησούς στους μαθητές του: «Γι’ αυτό σας λέω να μην αγωνιάτε για τη ζωή σας τι θα φάτε και για το σώμα σας τι θα ντυθείτε.
(1) Για τους σ. 22-32 δες Ματθ. στ 25-34 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Οι οποίοι δεν είχαν πολλά πλούτη (b) και οι οποίοι μπορούσαν να σκεφτούν ότι δεν διέτρεχαν τον κίνδυνο του άφρονα πλούσιου, διότι δεν είχαν περίσσεια υλικών αγαθών. Εφιστά λοιπόν την προσοχή τους σε άλλο κλάδο πλεονεξίας, στον πειρασμό του οποίου ήταν υποκείμενοι. Επειδή είχαν λίγα ή δεν είχαν τίποτα, επόμενο ήταν να απασχοληθούν από τη σκέψη, πως θα ζήσω και πως θα βρω τα αναγκαία για συντήρηση. Εάν η αγωνιώδης αυτή σκέψη τούς αιχμαλώτιζε, επόμενο ήταν σιγά-σιγά να παρασυρθούν από αυτήν και σε πλεονεξία.
(3) «Ο Κύριος πηγαίνει τη διδασκαλία από τα μικρότερα στα τελειότερα. Διότι πρόσεξε τη σειρά. Δίδαξε να φυλάγονται από την πλεονεξία και πρόσθεσε την παραβολή για τον πλούσιο… έρχεται και στην ρίζα της πλεονεξίας, εννοώ βεβαίως τη μέριμνα (αγχώδης φροντίδα) και λέει· Για αυτό σας λέω· επειδή, λέει, είναι ανόητος αυτός που ορίζει για τον εαυτό του περισσότερα μέτρα ζωής και εξαπατάται με το να επιθυμεί περισσότερα εδώ στη γη, όπως ήταν ο πλούσιος, για αυτό σας λέω» (Θφ).
(4) Σας λέω ως νομοθέτης και κυρίαρχος των καρδιών σας· ως παράκλητος και συντελεστής της χαράς σας.
(5) «Μη δαπανάτε φροντίδα με ιδιαίτερο ζήλο για αυτά, αλλά χαρίστε τον ζήλο σας στα ανώτερα» (Κ). Υπάρχει και φροντίδα για τα πράγματα της παρούσας ζωής, η οποία δεν είναι μόνο επιτρεπόμενη αλλά αποτελεί και καθήκον μας. Τέτοια είναι αυτή που επαινείται στην αγαθή γυναίκα στο Παροιμ. λα 13, η οποία δεν περνά το χρόνο της σε ανόητα λόγια και ματαιότητες αλλά με την εργατικότητά της γίνεται βοηθός πολύτιμος του συζύγου της. Η απαγορευμένη εδώ φροντίδα είναι η ανήσυχη και βασανιστική, η οποία περισπά τη διάνοια εδώ και εκεί και την κρατά μετέωρη και σε αγωνία. Είναι η φροντίδα που συμπνίγει την εν Κυρίω χαρά μας και αποξηραίνει την προς αυτόν ελπίδα μας· αυτή που αφαιρεί τον ύπνο από εμάς και μας εμποδίζει να χαρούμε και τους εαυτούς μας και τους φίλους μας και κάθε άλλο που ο Θεός έδωσε σε μας. Το να εργάζεται όμως ο καθένας είναι καθήκον. Οφείλουμε να είμαστε επιμελείς στην άσκηση του επαγγέλματός μας, διότι αλλιώς πειράζουμε το Θεό.
(6) Αναφέρεται άμεσα στο «ψυχή, φάε» της παραβολής και συνεπώς παίρνει την ψυχή ως την πηγή της φυσικής ζωής και της φυσικής απόλαυσης (p). Μην αγωνιάτε για την παράταση της ζωής σας. Εμπιστευτείτε στο Θεό το να επιμηκύνει ή να επιταχύνει αυτήν, όπως αρέσει σε αυτόν. Τα χρόνια μου είναι στα χέρια σου. Και είναι τόσο καλά τα χέρια αυτά. Μην αγωνιάτε για την συντήρηση και τις ανέσεις της ζωής σας. Ούτε ακόμη για τον απαραίτητο για την συντήρησή σας άρτο. Αφήστε στο Θεό την φροντίδα να καταστήσει, όπως αυτός θέλει, την ζωή σας πικρή ή γλυκιά και να συντηρήσει αυτός αυτήν με όσα αγαθά ευαρεστείται.
12.23 ουχί(1) η ψυχὴ πλεῖόν ἐστιν τῆς τροφῆς(2) καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος(3).
23 Η ζωή σας είναι σπουδαιότερη από το φαγητό, και το σώμα σας από τα ρούχα.
(1) «Πρόσεξε πως δεν λέει απλά το «Μη μεριμνάτε», αλλά και εδώ ανακινεί συλλογισμούς από αυτά που ήδη υπάρχουν σε μας» (Κ). «Και δεν κάνει προτροπή που δεν έχει λογική, αλλά με παράδειγμα λογικό ενισχύει την διδασκαλία» (Ε). Η λογική απόδειξη είναι τεκμήριο από το ισχυρότερο (g).
(2) Αξιόλογη και η επόμενη: «Και αυτός μεν είναι ο πρώτος συλλογισμός από τον οποίο συμπεραίνουμε, ότι δεν πρέπει κάποιος να μεριμνά για τον εαυτό του. Διότι αν από την τροφή που φυτρώνει από τη γη, είναι ανώτερη και καλύτερη και τιμιότερη η ψυχή του ανθρώπου, που είναι λογική και νοερή ουσία, αλλά αυτήν (την ψυχή) που δεν υπήρχε την έφερε στην ύπαρξη ο Θεός και μας την έδωσε χωρίς να μεριμνήσουμε καθόλου, καθιστώντας μας έμψυχους και λογικούς, γιατί πρέπει να φροντίζουμε για το χειρότερο, το οποίο είναι η τροφή; Διότι αυτός που έχει δώσει το ανώτερο, δεν θα έχει αδυναμία να προσφέρει και όσα αυτό χρειάζεται» (Ε).
(3) «Και στο ντύσιμο του σώματος το ίδιο ισχύει. Διότι αν ομολογείται από όλους, ότι το σώμα του ζωντανού πλάσματος είναι, με ασύγκριτη σύγκριση, ανώτερο σε αξία από το ρούχο που το ντύνει εξωτερικά, αλλά αυτό το όλο σώμα που έχει ζωή και ψυχή ο Δημιουργός ο ίδιος το έφτιαξε, γιατί πρέπει κάποιος να αγωνιά μήπως άραγε φανεί αδύναμος να προσφέρει το κατώτερο, δηλαδή το ρούχο, αυτός που δημιούργησε το ανώτερο; Αυτός λοιπόν είναι ο πρώτος αποδεικτικός συλλογισμός» (Ε).
12.24 κατανοήσατε τοὺς κόρακας(1) ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν, οἷς οὐκ ἔστιν ταμεῖον οὐδὲ ἀποθήκη, καὶ ὁ θεὸς(2) τρέφει αὐτούς· πόσῳ μᾶλλον ὑμεῖς διαφέρετε τῶν πετεινῶν(3)
24 Παρατηρήστε τα κοράκια: ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν, και δεν έχουν ούτε κελάρι ούτε αποθήκη· κι όμως ο Θεός τα τρέφει. Εσείς αξίζετε πολύ περισσότερο από τα πουλιά.
(1) Μπορούσε μεν να φέρει ως παράδειγμα άγιους προφήτες, όπως τον Ηλία και τον Μωϋσή, αλλά φέρνει τα πουλιά για να ντραπούν περισσότερο» (Θφ). «Λέγοντας όμως ο Κύριος, Παρατηρήστε τα κοράκια, δείχνει κάτι περισσότερο. Διότι τα μεν πουλιά που μαζεύουν σπόρους έχουν πιο εύκολη την τροφή, ενώ τα σαρκοφάγα, όπως τα κοράκια, είναι πιο δύσκολο να την βρουν. Αλλά όμως ούτε αυτά στερούνται τροφής, λόγω της Πρόνοιας που εκτείνεται παντού» (Ε). Υπάρχουν ποικίλα είδη πτηνών, πολυάριθμα και μερικά από αυτά σαρκοβόρα και αρπαχτικά, που δύσκολα βρίσκουν τροφή και διώκονται από τους ανθρώπους. Και όμως όλα αυτά τρέφονται και βρίσκουν το κάθε είδος την κατάλληλη για αυτό τροφή. Διότι ό,τι τρέφει αυτό το είδος των πτηνών, δεν είναι κατάλληλη τροφή και για τα άλλα είδη. Σπάνια βρίσκονται πτηνά νεκρά από πείνα και έλλειψη τροφής ούτε και τον χειμώνα. Ο άνθρωπος εκτός από την φροντίδα του για την διατροφή των κατοικίδιων ζώων του –και πόσο του κοστίζει αυτή και σε χρήμα και σε φροντίδες- καμία πρόνοια δεν λαμβάνει για τα άλλα πουλιά, πολλά από τα οποία και κυνηγά ή ζητά να τα εξοντώσει. Και όμως όλα αυτά ζουν. Ο Πατέρας ο ουράνιος τρέφει αυτά. «Γνωρίζει όλα τα πουλιά του ουρανού» (Ψαλμ. μθ 11) και «όλα προσδοκούν σε αυτόν να τους δώσει την τροφή τους στον κατάλληλο καιρό» (Ψαλμ. ργ 27). Το ιδιαιτέρως όμως άξιο προσοχής εδώ είναι, ότι τρέφονται αυτά, χωρίς να λαμβάνουν κάποια ιδιαίτερη πρόνοια και χωρίς να απασχολούνται από κάποια αγωνιώδη φροντίδα. Δεν παραμένουν μεν αυτά χωρίς εργασία, ούτε αναμένουν την τροφή τους στις φωλιές, χωρίς και αυτά να αναζητήσουν αυτήν. Η μέριμνα όμως που μαστίζει τις ψυχές των ολιγόπιστων ανθρώπων, είναι ξένη και άγνωστη σε αυτά.
(2) Το Θεός αντικαθιστά το «ο πατέρας σας» στο Ματθ. στ 26. Η αντικατάσταση είναι σκόπιμη αφού πρόκειται για ζώα χωρίς λογικό (L). «Εάν για αυτά των οποίων δεν είναι πατέρας, προνόησε για την αυτάρκη τους τροφή ο κηδεμόνας και προνοητής των πάντων Θεός, σε σας που έχετε δημιουργηθεί κατ’ εικόνα του και είναι πατέρας λόγω της νοερής και λογικής ουσίας που έχετε μέσα σας, πώς δεν θα δείξει όλη τη φροντίδα για τη ζωή σας; Και θα σας θρέψει, βεβαίως, χωρίς μέριμνα, όπως ο πατέρας τα παιδιά που τους παρέχει έτοιμα όσα χρειάζονται, περισσότερο από ότι στα πουλιά του ουρανού, στα οποία χωρίς κόπο, χωρίς σπορά και καλλιέργεια προσφέρει την τροφή και ο Πατέρας σας δίνει σε αυτά και ζωή και τροφή ταυτόχρονα» (Ε).
(3) Είναι βεβαίως και των πουλιών κύριος και δημιουργός ο Θεός, όπως είναι και δικός σας. Για σας όμως είναι ακόμη και Πατέρας. Είστε παιδιά του. Πώς είναι δυνατόν αυτός, ο οποίος τόση πρόνοια λαμβάνει για τα άλογα πλάσματά του, να παραμελήσει τα παιδιά του;
12.25 τίς δὲ ἐξ ὑμῶν(1) μεριμνῶν(2) δύναται ἐπὶ τὴν ἡλικίαν(3) αὐτοῦ προσθεῖναι πῆχυν ένα;
25 Ποιος από σας μπορεί με τις φροντίδες του να προσθέσει έναν πήχυ στο ανάστημά του;
(1) Στη θεία δύναμη ο Κύριος αντιθέτει τώρα την ανθρώπινη αδυναμία, της οποίας ο αιφνίδιος θάνατος του άφρονος πλουσίου ήταν ζωντανή απόδειξη (g).
(2) «Χρησιμοποίησε και τρίτο συλλογισμό σε αυτό, λέγοντας: Ποιος όμως από σας μπορεί μεριμνώντας…» (Ε). Πόσο ανόητος θα θεωρούνταν κάποιος, εάν έχανε τον ύπνο του και πίεζε τον νου του με τη συνεχή σκέψη και φροντίδα να αυξήσει το ανάστημά του!
(3) Μπορούμε να το πάρουμε ότι λέγεται και για το μήκος της ζωής, αλλά εφόσον χρησιμοποιείται εδώ σε σχέση με την αύξηση των φυτών, που συντελείται μερικές φορές ραγδαία, λογικό και φυσικό είναι να πάρουμε τη λέξη με την έννοια του αναστήματος, όπως στο ιθ 3 (g). Με συνδυασμό και των δύο εννοιών.= «Αν κανείς ποτέ ως τώρα, δεν επινόησε με δική του φροντίδα προσθήκη στον εαυτό του του σώματος, αλλά ούτε στην προθεσμία του χρόνου της ζωής, και ποιος μεριμνώντας θα ήταν ικανός φτάνοντας στο τέλος της ζωής να επινοήσει για τον εαυτό του διάστημα μίας ημέρας ή πολύ σύντομο καιρό· γιατί χρειάζεται περιττά να μεριμνούμε, ενώ πρέπει αφήνοντάς τα όλα στο Θεό, να περιμένουμε το δικό του θέλημα; Διότι αν θελήσει αυτός να αυξηθούμε [σε ύψος] εμείς, ας αυξηθούμε, χωρίς να μεριμνήσουμε καθόλου· και αν θελήσει να ζούμε και να είμαστε μακρόβιοι, θα ζήσουμε και θα γίνουμε πολύχρονοι, χωρίς να μεριμνήσουμε καθόλου· αν όμως αυτός δεν θέλει να παραμένει κάποιος στη ζωή, είναι μάταιη κάθε φροντίδα ανθρώπου» (Ε).
12.26 εἰ οὖν οὐδὲ ἐλάχιστον(1) δύνασθε, τί περὶ τῶν λοιπῶν(2) μεριμνᾶτε(3);
26 Αν, λοιπόν, δεν έχετε τη δυνατότητα να πετύχετε ούτε τόσο λίγο, γιατί αγωνιάτε για τα υπόλοιπα;
(1) «Ελάχιστο λέει την προσθήκη στο ανάστημα ένα πήχυ» (Ζ).
(2) Από χρόνο σε χρόνο και από μέρα σε μέρα παράγει ο Θεός με την πρόνοιά του στάρι, κρασί, λάδι, καρπούς, λαχανικά, χλόη, πρόβατα, βόδια, άγρια ζώα, πτηνά και ψάρια και συντηρεί και στηρίζει ολόκληρο τον φυσικό κόσμο. Αυτά είναι «περὶ τῶν λοιπῶν», που απομένουν δηλαδή, τα οποία πολύ λιγότερο από το ανάστημά μας βρίσκονται υπό την εξουσία μας (b).
(3) «Τι κερδίζεις μεριμνώντας; Προσθέτεις στο ανάστημά σου έστω και το ελάχιστο; Όχι· μάλλον μεν λοιπόν αφαιρείς από τη σάρκα· διότι η μέριμνα λιώνει το σώμα. Αν λοιπόν το ελάχιστο δεν μπορείς να προσθέσεις, γιατί μεριμνάς για τα υπόλοιπα; Διότι είναι ολοφάνερο ότι, όπως ακριβώς την αύξηση την δίνει ο Θεός, έτσι και τα άλλα θα τα δώσει» (Θφ).
12.27 κατανοήσατε(1) τὰ κρίνα πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν, οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων(2).
27 Παρατηρήστε τα κρίνα πώς μεγαλώνουν: δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν· κι όμως σας βεβαιώνω πως ούτε ο Σολομών σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια δεν ντυνόταν όπως ένα απ’ αυτά.
(1) Κατανοήστε. Όχι απλώς παρατηρήστε για τέρψη μόνο των ματιών σας, αλλά μελετήστε και σκεφτείτε βαθύτερα πάνω στο φαινόμενο, το οποίο αυτά παρουσιάζουν. Φιλοσοφείστε πάνω σε αυτό. Πολλά μαθήματα σωτήρια μπορούμε να πάρουμε από τα δημιουργήματα του Θεού και πολλά μπορούμε να διδαχτούμε από όσα βλέπουμε στη φύση εάν τα παρατηρούμε όχι με επιπολαιότητα αλλά με σκέψη βαθύτερη. «οι μιλιές και τα λόγια, δεν είναι μιλιές και λόγια, των οποίων δεν ακούγονται οι φωνές» (Ψαλμ. ιη 3). «Ευλογούν τον Κύριο η γη, τα όρη και τα βουνά και όλα όσα φυτρώνουν σε αυτήν».
(2) «Δείτε, λέει, με τα μάτια, πως ο δημιουργός του παντός Θεός, απλώνοντας την πολυποίκιλη σοφία του μέχρι και τα άνθη που φυτρώνουν στη γη, τα στόλισε με κάθε είδους χρώματα και στολίδια, μετασχηματίζοντας, από τη μία, αυτήν την άψυχη γη και σκόνη και μεταβάλλοντας το είδος της με βαμβάκια πολύ καλύτερα από πορφύρα και χρυσάφι, με υμένες λεπτούς και ανθηρούς καταθέτοντας στη γη τον στολισμό του· ώστε σε κανέναν βασιλιά που ζούσε στην τρυφή, ούτε στον ίδιο τον Σολομώντα, που ήταν περιβόητος στους παλιούς για σοφία και πλούτο και τρυφή, να μην βρεθεί τόσο μεγάλη φιλόκαλη τέχνη, ώστε να έχει αυτός όμοια περιβολή με ένα από τα ωραία αυτά άνθη της γης» (Ε). Ο σ. ερμηνεύτηκε λεπτομερώς στο Ματθ. στ 28-29.
12.28 εἰ δὲ τον χόρτον του αγρού, σήμερον όντα(1) καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ θεὸς οὕτως αμφιέννυσι(2), πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι(3).
28 Κι αν ο Θεός ντύνει έτσι το αγριόχορτο, που σήμερα υπάρχει κι αύριο το ρίχνουν στη φωτιά, σκεφτείτε, ολιγόπιστοι, πόσο περισσότερο θα φροντίσει για σας!
(1) «Αν τα κρίνα έτσι τα ντύνει ο Θεός… και αυτά τη στιγμή που η ομορφιά των κρίνων δεν είναι αναγκαία, πόσο μάλλον εμάς δεν θα ντύσει, που είμαστε το τίμιο πλάσμα και μάλιστα τη στιγμή που είναι αναγκαίο το ρούχο για το σώμα μας;» (Θφ). Διαφορετική γραφή «ει δε εν αγρω τον χόρτον όντα σήμερον». =Μπαίνει μπροστά με έμφαση το «εν αγρω». Στον αγρό όπου τόση φροντίδα θα φαινόταν περιττή (p). Διδάξου παρ’ όλα αυτά από την παραβολή του κρίνου, το οποίο εντός ολίγου μαραίνεται, πόσο μάταιο είναι το να ασχολείται κάποιος με τη λαμπρή περιβολή και πόσο ανοητότερο είναι να υπερηφανεύεται κάποιος για το πολύτιμο και ωραίο ένδυμά του. Δεν μπορούμε εμείς να ντυθούμε τόσο θαυμάσια, όσο πολλά από τα άνθη που φυτρώνουν στον αγρό. Ο στολισμός τους όμως τόσο εύκολα εξαφανίζεται. Έτσι θα εξαφανιστεί και ο δικός μας, οσοδήποτε μεγαλοπρεπής και αν είναι. Και μαζί με αυτόν εντός ολίγου θα εξαφανιστεί και η ωραιότητά μας και όλη η δόξα μας καταλήγοντας στον τάφο, όπως και το χορτάρι του αγρού ποδοπατείται μαραινόμενο ή καίγεται ριπτόμενο στον κλίβανο. «Κάθε σάρκα είναι σαν χόρτο και κάθε δόξα ανθρώπου είναι σαν άνθος χόρτου. Ξεράθηκε το χορτάρι και το άνθος του ξέπεσε» (Α΄Πέτρ. α 24).
(2) Υπάρχει και η γραφή αμφιάζει, μεταγενέστερη λέξη, κοινώς αμφιέζω, στη δωρική αμφιάζω.
(3) Ας προσέξουμε, πώς ο Κύριος μάς χαρακτηρίζει Ολιγόπιστοι! Αυτό μπορούμε να το πάρουμε ως προτροπή για επαύξηση της πίστης μας. Η μεγάλη πίστη θα χορηγήσει σε μας μεγάλες δωρεές. Αλλά να που και τη λίγη πίστη μας δεν την απορρίπτει ο επουράνιος Πατέρας μας. Όπως τα μικρά παιδιά στην οικογένεια τρέφονται και ντύνονται από τους γονείς τους το ίδιο στοργικά όσο και τα μεγάλα, έτσι και ο ουράνιος Πατέρας ντύνει και τρέφει όχι μόνο τα ώριμα σε πίστη παιδιά του αλλά και τα ασθενέστερα από αυτά. Συγχρόνως όμως ο χαρακτηρισμός αυτός αποτελεί και μάλωμα για την ολιγοπιστία μας. Στο βάθος της η ανήσυχη για το ρούχο και την τροφή φροντίδα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά πίστη ασθενής. Εάν είχαμε πίστη ισχυρότερη, θα κυριευόμασταν και από λιγότερη μέριμνα. Πίστη λοιπόν ισχυρή και ακλόνητη, διώχνει κάθε μέριμνα.
12.29 καὶ ὑμεῖς(1) μὴ ζητεῖτε τί φάγητε καὶ τί πίητε(2), καὶ μὴ μετεωρίζεσθε(3)·
29 Μη σας απασχολεί, λοιπόν, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, και μη σας πιάνει άγχος.
(1) Και εσείς όπως τα πουλιά και τα κρίνα και αντιθέτως με τους εθνικούς (L).
(2) «Ας ρίξουμε στον Κύριο την φροντίδα· μη μεριμνήσουμε τι θα φάμε, τι θα πιούμε ή τι θα ντυθούμε· ας μην δαπανάται ο μεγάλος σε αξία λογισμός μας σε μικρά και ασήμαντα πράγματα· μην κάνουμε τον ελεύθερο νου δούλο ρούχου και τροφής» (Κ).
(3) Λέγεται μοναδική φορά. «Μετεωρισμό να εννοήσεις, σε παρακαλώ, τον περισπασμό, αυτόν από τα ουράνια στα γήινα» (Ζ), «και την άστατη μετακίνηση του λογισμού, που σκέφτεται άλλοτε άλλο και πηδάει από αυτό σε εκείνο» (Θφ). Πολλοί ερμηνευτές παίρνουν το ρήμα σαν μεταφορά από τα πλοία που σύρονται εδώ και εκεί στη θάλασσα. Δες και τη φράση «μετέωρο στο φόβο» (Ιωσήπου Ιουδ. Πολ. IV,2,5) για εγκληματία που αναμένει την ποινή (p).
12.30 ταῦτα γὰρ πάντα(1) τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου(2) επιζητεί(3)· ὑμῶν δὲ ὁ πατὴρ(4) οἶδεν ὅτι χρῄζετε(5) τούτων.
30 Για όλα αυτά αγωνιούν όσοι δεν εμπιστεύονται το Θεό. Ο Πατέρας σας όμως ξέρει καλά ότι έχετε ανάγκη απ’ αυτά.
(1) Το «πάντα» πρέπει να το συνδέσουμε με το ταῦτα (b).
(2) Οι εθνικοί ζητούν εναγώνια όλα αυτά, επειδή αγνοούν την πρόνοια του Θεού και την φροντίδα, την οποία ο Θεός λαμβάνει για εμάς. Η φράση «τα έθνη του κόσμου» δεν συναντιέται πουθενά αλλού στην Κ.Δ ή τους Ο΄, αποδίδει όμως αραμαϊκή έκφραση συνηθισμένη στα ραββινικά συγγράμματα (p). Τα έθνη επιζητούν αυτά, διότι δεν γνωρίζουν τα καλύτερα από αυτά, τα οποία ο αγαθός Πατέρας αποκάλυψε σε σας. Ζητούν αυτά εναγώνια διότι είναι χωρίς Θεό στον κόσμο και δεν έχουν κάποια ιδέα για την αγαθή πρόνοιά του. Φοβούνται και λατρεύουν τα είδωλά τους, αλλά αυτά είναι βουβά και άψυχα και για αυτό αδυνατούν οι εθνικοί να ρίξουν σε αυτά την εμπιστοσύνη τους και αγνοούν πώς να περιμένουν από αυτά στοργή και πατρική φροντίδα. Είναι όμως ντροπή για τους Χριστιανούς, οι οποίοι ομολογούν θρησκεία που τους διδάσκει ότι όχι μόνο υπάρχει Πρόνοια στοργική και πάνσοφη, αλλά δόθηκαν και ξεκάθαρες επαγγελίες και υποσχέσεις από τον ουράνιο Πατέρα που μαρτυρούν το πατρικό για τους ανθρώπους ενδιαφέρον του, και βεβαιώνουν αυτούς για την προστασία και άγρυπνη παρακολούθησή τους. Έτσι ώστε, όταν τέτοιες αγωνιώδεις φροντίδες μάς κυριεύουν, ενδείκνυται να ρωτά ο καθένας τον εαυτό του: Τι είμαι λοιπόν; Χριστιανός ή εθνικός; Βαπτισμένος ή αβάπτιστος; Εάν είμαι βαπτισμένος και πιστεύω σε Θεό Πατέρα «όλων των ανθρώπων, κατεξοχήν δε των πιστών», γιατί με τις μέριμνές μου εντάσσω και συναριθμώ τον εαυτό μου με τους εθνικούς;
(3) Το σύνθετο «επιζητεί» εκφράζει την αγωνία και την ένταση, με την οποία τα έθνη ζητούν (p).
(4) «Πατέρας είναι, λέει, και αν είναι Πατέρας πώς δεν θα δώσει;» (Θφ). «Σε πάρα πολύ κατάλληλη ώρα ονομάζει Πατέρα το Θεό, για να μάθουν, ότι δεν θα μπορούσε να ξεχάσει τα παιδιά του, αλλά θα είναι ως προς αυτούς αγαθός και με αγάπη στα παιδιά του» (Κ).
(5) «Αλλά βεβαίως και ξέρει· διότι μήπως αγνοεί; Αλλά και έχετε και ανάγκη. Διότι μήπως είναι περιττά;… Αν λοιπόν και Πατέρας είναι και εσείς έχετε ανάγκη και ξέρει εκείνος, πώς δεν θα δώσει; Φέρνει δηλαδή όχι ένα συλλογισμό, αλλά περισσότερους, για απόδειξη» (Θφ). Εάν ένας ειλικρινής και πιστός φίλος σας μάθαινε ότι βρίσκεστε σε ένδεια και ανάγκη δεν θα έσπευδε να σας βοηθήσει και ανακουφίσει; Ο Θεός γνωρίζει τις ανάγκες σας. Και είναι Πατέρας σας που σας αγαπά περισσότερο από κάθε φίλο σας και συγγενή σας. Πώς είναι δυνατόν ο Πανάγαθος αυτός να μην τρέξει σε βοήθειά σας;
12.31 πλὴν(1) ζητεῖτε τὴν βασιλείαν του Θεού(2), καὶ ταύτα πάντα(3) προστεθήσεται ὑμῖν.
31 Εσείς να επιζητείτε μόνο τη βασιλεία του Θεού, κι όλα αυτά θ’ ακολουθήσουν.
(1) Αφού απορριφθεί όλη αυτή η αγωνιώδης φροντίδα και ζήτηση, δεν απομένει παρά μόνο μία φροντίδα αντάξιά σας (g).
(2) Την κατάσταση εκείνη, την κατ’ αρχάς εσωτερική, έπειτα όμως και κοινωνική, στην οποία η ανθρώπινη θέληση είναι το ελεύθερο όργανο της θείας θέλησης (g). «Να ζητάτε αρχικά την βασιλεία του Θεού και να αρνείστε την μέριμνα για τα βιοτικά, επειδή σας εμποδίζει από αυτό. Βλέπεις το Θεό; Αν ζητάς τα μικρά, δεν κάνεις κάτι αρεστό σε αυτόν, διότι ντροπιάζεις την μεγαλοδωρία του. Αν όμως ζητάς τα μεγάλα, θα πάρεις και εκείνα και για προσθήκη θα πάρεις και τα μικρά» (Θφ). Έχετε εσείς ασύγκριτα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα στα οποία να συγκεντρωθούν όλες οι σκέψεις σας και οι πόθοι των καρδιών σας. Και είναι αυτά η ζωή των ψυχών σας, η αιώνια ευτυχία και μακαριότητά σας. Εάν με κάθε ζήλο επιδοθείτε στο έργο της αιώνιας σωτηρίας σας, ασφαλώς τότε οι καρδιές σας θα ελευθερωθούν από τις μέριμνες, στις οποίες η προσκόλληση στον υλικό κόσμο σας παρασύρει. Ζητάτε την βασιλεία του Θεού διότι εκεί και μόνο θα βρείτε την ασφάλεια και ευτυχία σας. Ζητάτε να γίνετε δεκτοί εκεί. Ζητάτε τη βασιλεία της χάρης για να γίνετε όντως ελεύθεροι σε αυτήν. Ζητάτε τη βασιλεία της δόξας για να γίνετε πρίγκηπες και ηγεμόνες σε αυτήν και όλα τα άλλα θα σας δοθούν τότε, χωρίς να στερηθείτε τίποτα από τα αναγκαία για συντήρηση της επίγειας ζωής σας.
(3) Και η τροφή και το ένδυμα.
12.32 Μὴ φοβοῦ(1), τὸ μικρὸν ποίμνιον(2), ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν(3) δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν(4).
32 »Μη φοβάσαι, μικρό μου ποίμνιο. Σ’ εσάς ευαρεστήθηκε ο Πατέρας σας να δώσει τη βασιλεία του.
(1) Ο στίχος αυτός δεν έχει παράλληλο στον Ματθαίο και είναι ο μόνος στίχος στην περικοπή αυτή, ο οποίος δεν έχει το αντίστοιχο στην επί του όρους ομιλία (p). Ο Ιησούς βλέπει αυτή την ώρα με το διορατικό του βλέμμα μέσα από τα έθνη του κόσμου, που είναι παραδομένα στην αναζήτηση των αγαθών της γης, να διακρίνεται ένας νέος λαός που ανήκει στη βασιλεία του Θεού και για αυτήν κυρίως ενδιαφέρεται, φτωχό όμως και ολιγάριθμο, τον λαό των πιστών. Αίσθημα συμπάθειας και τρυφερότητας κυριεύει στη θέα αυτή τον Ιησού (g). Η έννοια των λόγων αυτών τα οποία απευθύνει στο μικρό ποίμνιο, είναι η εξής: «Μη φοβάσαι, λέει, μικρό ποίμνιο και μην απιστήσεις ότι δεν θα προνοήσει για σένα ο Θεός, έστω και αν εσύ δεν μεριμνάς. Γιατί; Διότι ευαρεστήθηκε ο Πατέρας να σας δώσει την βασιλεία. Αφού λοιπόν δίνει τη βασιλεία, πολύ περισσότερο θα δώσει τα της γης» (Θφ).
(2) «Μικρό ποίμνιο ονομάζει τους αγίους… σε σχέση με το μέγεθος του πλήθους των απίστων ή και για την θεληματική ταπείνωση αυτού του ποιμνίου» (Κ). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «μικρό, σε σχέση με το μέγεθος του πλήθους των αγγέλων» (Ζ). Το μικρό λόγω του μικρού αριθμού του έχει λόγο να φοβάται. Αλλά ακριβώς επειδή είναι ολιγάριθμο με πολλή μεγαλύτερη αγαθότητα θα διατηρηθεί με ασφάλεια (b).
(3) Επειδή ευαρεστήθηκε ο πατέρας σας (b). Ως πατέρας «δεν θα παραβλέψει τους δικούς του· αλλά μάλλον θα ανοίξει σε αυτούς το χέρι του, το οποίο πάντοτε γεμίζει τα πάντα με αγαθότητα» (Κ). Χορηγεί την βασιλεία όχι ως χρέος οφειλόμενο, αλλά ως χάρη χρηστότητας και καλοκαγαθίας.
(4) «Παρόλο που είναι μικρό το ποίμνιο και από τη φύση του και στον αριθμό και στη δόξα σε σχέση με τις αμέτρητες αγέλες των ουράνιων πνευμάτων, αλλά η αγαθότητα του Πατέρα, που ξεπερνά κάθε λογική, έδωσε και σε αυτό την κληρονομιά των πνευμάτων που βρίσκονται ψηλά, δηλαδή την βασιλεία των ουρανών» (Κ). «Αν όμως δίνει την τόσο μεγάλη και εξαιρετική απόλαυση, θα δώσει οπωσδήποτε και τα αναγκαία και όσα αρκούν για τη ζωή» (Ζ).
12.33 Πωλήσατε(1) τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην(2)· ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλλάντια μὴ παλαιούμενα(3), θησαυρὸν ἀνέκλειπτον(4) ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει(5)·
33 Πουλήστε τα υπάρχοντά σας και δώστε τα χρήματα στους φτωχούς. Αποκτήστε πορτοφόλια που δεν παλιώνουν, πλούτη μόνιμα στον κόσμο του Θεού, όπου ούτε κλέφτης τα αγγίζει ούτε σκόρος τα καταστρέφει.
(1) Το πρώτο μισό αυτού του σ. (μέχρι το παλαιούμενα) δεν έχει παράλληλο στον Ματθαίο. Για το υπόλοιπο μαζί με τον επόμενο στίχο δες Ματθ. στ 19-21 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Σύμφωνα με τα συμφραζόμενα οι προστακτικές πωλήσατε και δότε δεν είναι παραγγελία απόλυτη, αλλά προτροπή ενθαρρυντική=Μη φοβάστε να πράξετε έτσι, εάν η βασιλεία του Θεού το απαιτεί· η θυσία αυτή δεν θα σας φτωχύνει, αλλά πραγματικά θα σας πλουτίσει. Αργότερα ο απόστολος Παύλος εφαρμόζει με άλλο τρόπο το σπουδαίο αυτό παράγγελμα της μη προσκόλλησης στα επίγεια αγαθά με την εμπιστοσύνης μας στη θεία πρόνοια. Λέει στο Α΄ Κορ. ζ 30 «και αυτοί που αγοράζουν ας νιώθουν ότι δεν κατέχουν». Επιτρέπει λοιπόν όχι μόνο το να έχει κάποιος ιδιοκτησία, αλλά και να αποκτά ιδιοκτησία. Ό,τι ζητά είναι το να παραμένει ο πιστός ελεύθερος εσωτερικά από κάθε προσκόλληση και να είναι έτοιμος ανάλογα με τις περιστάσεις, είτε να εγκαταλείψει την περιουσία του, είτε να την διαθέτει για το έργο του Θεού (g). Τις προτροπές άλλωστε αυτές ο Κύριος απηύθυνε όχι προς τα πλήθη, ούτε προς τους αποστόλους, οι οποίοι είχαν ήδη αφήσει τα πάντα, αλλά στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών (δες σ. 22,41), την ώρα που έφευγε από την Γαλιλαία και το πάθος του προσέγγιζε και για αυτό έπρεπε αυτοί να ετοιμαστούν για την μελλοντική αποστολή τους (b). Πώς ήταν δυνατόν άνθρωποι που είχαν περιουσίες και απασχολημένοι με την διαχείρισή τους να προσκολληθούν σε αυτόν και να γίνουν κατάλληλα όργανα για το έργο του; (g). «Για όσους έχουν βεβαίως σύνεση, δεν είναι ανώφελη η εντολή· διότι θησαυρίζουν για τον εαυτό τους την ελπίδα για το μέλλον· διότι είναι πρόσκαιρος ο παρών βίος και σύντομος και περιορισμένος, άπειρος όμως και μακρύς ο μετά από αυτά» (Κ).
(3) =ετοιμάστε στους εαυτούς σας θήκες των χρημάτων που είναι πάντοτε νέες· τέτοιες είναι οι διάφορες αγαθές πράξεις της ελεημοσύνης, οι οποίες αφήνουν στα μάτια του Θεού διαρκές αγαθό μνημόσυνο αυτού που τις έπραξε και με τις οποίες σαν με θήκες που δεν παλιώνουν, φυλάγεται ο πλούτος αιωνίως ανέπαφος (δ).
(4) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ. Θησαυρό που ποτέ δεν λιγοστεύει.
(5) «Αυτός που θησαυρίζει στους ουρανούς θα έχει την βασιλεία στον ουρανό, που δεν κυριεύεται από χέρια ληστών, ούτε καταστρέφεται από σκόρο· επειδή ο ουράνιος πλούτος είναι άσυλος και δεν παθαίνει τίποτα» (Κ).
12.34 ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται(1).
34 Γιατί όπου είναι τα πλούτη σας εκεί θα είναι και η καρδιά σας».
(1) Ο στίχος είναι ίδιος αυτολεξεί με το Ματθ. στ 21. «Φυσικό είναι κάθε άνθρωπος… εκεί να έχει όλο το νου, όπου έχει νομίσει ότι κατέχει την ωφέλεια… Αν δηλαδή κάποιος, λέει, συνέδεσε με την θνητή ζωή τα υπάρχοντα και όλη την ύπαρξή του, κρεμώντας όλη την ελπίδα του στα παρόντα πράγματα της ζωής, αναγκαστικά, αφού βεβαίως έχει δεθεί με τόσα δεσμά, όλο τον λογισμό του και όλη τη διάνοια, την οποία ονόμασε καρδιά, την έχει κάπου κάτω στη γη, και εκεί ανακατώνεται και κυλιέται, όπου νόμισε ότι απέκτησε τον θησαυρό του. Αν όμως τα κάνει όλα θρεμμένος με τα ουράνια μαθήματα και κρέμασε τον σκοπό του ψηλά και έριξε την ελπίδα στις ουράνιες υποσχέσεις… εύλογα αυτός, με το να εξοικειώνει τη διάνοια και τον λογισμό του με τα ουράνια, θα κερδίσει από αυτό την αγαθή ελπίδα. Διότι όπου έχει τον θησαυρό, εκεί θα έχει και τη διάνοια» (Ε). Από αυτό λοιπόν φαίνεται ότι έχουμε όντως θησαυρό στον ουρανό, από το εάν οι καρδιές μας βρίσκονται εκεί, την ώρα που εμείς είμαστε στη γη· εάν η διάνοιά μας σκέφτεται πολύ για τον ουρανό και εάν βρίσκεται προσηλωμένη σε αυτόν, εάν ο πόθος του ουρανού φλέγει το εσωτερικό μας και εάν ο φόβος μήπως χάσουμε τον ουρανό, μάς προκαλεί αγωνία και τρόμο. Εάν όμως οι καρδιές μας είναι προσκολλημένες στη γη και στα γήινα, τότε πρέπει να φοβόμαστε ότι ο θησαυρός μας δεν είναι στον ουρανό, αλλά στη γη και όταν λοιπόν φύγουμε από αυτήν, θα βρεθούμε γυμνοί και φτωχοί ανάμεσα στον ουράνιο κόσμο.
Στίχ. 35-48. Ο πιστός και φρόνιμος οικονόμος.
12.35 ῎Εστωσαν ὑμῶν(1) αἱ ὀσφύες περιεζωσμέναι(2) καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι(3),
35 «Να είστε συνεχώς έτοιμοι με δεμένο το ζωνάρι στη μέση σας και αναμμένα τα λυχνάρια σας.
(1) Στους σ. 35-48 διαπραγματεύεται το καθήκον της εγρήγορσης. Και για μεν τους σ. 35-38 δεν υπάρχουν παράλληλα στο Ματθαίο, όπως και για την ερώτηση του Πέτρου στο σ. 41. Αυτά είναι αποκλειστικά στον Λουκά. Αλλά για τους σ. 39, 40 και 42-46 υπάρχουν παράλληλα τα Ματθ. κδ 43-51. Ο λόγος παίρνει και πάλι τη μορφή παραβολής και η εγρήγορση τονίζεται με τις παραβολές της επιστροφής του κυρίου (35-38,42-48) και της έλευσης του κλέφτη (39,40)(p). «Αφού κατέστησε τον μαθητή του ο Κύριος λιτό και αφού τον απογύμνωσε από κάθε βιοτική μέριμνα και περισπασμό και τον έκανε ανάλαφρο, τώρα τον κάνει και υπηρέτη. Διότι πρέπει αυτός που θέλει να υπηρετεί, να είναι ανάλαφρος και με ελαφριά ενδυμασία. Για αυτό λέει· Η μέση σας να είναι ζωσμένη καλά, το οποίο σημαίνει, Να είστε πάντοτε έτοιμοι για τα έργα του Δεσπότη σας. Και τα λυχνάρια να καίνε» (Θφ).
(2) Τα μακριά ενδύματα της ανατολής αποτελούσαν εμπόδιο για ενέργεια και στο βάδισμα και στην ετοιμασία του τραπεζιού. Για αυτό η ζώνη ήταν αναγκαία για να κρατά τις πτυχές του χιτώνα (L).
(3) Και ο υπηρέτης που ανέμενε τον κύριο έπρεπε να έχει το λυχνάρι να καίει διότι τότε δεν υπήρχαν εύφλεκτα χημικά και εάν το σπίτι βρισκόταν στο σκοτάδι κατά την επιστροφή του οικοδεσπότη, θα προκαλούνταν μεγάλη αργοπορία και αταξία (L). «Εξηγεί λοιπόν πάλι, μέσω των φανερών και ορατών πραγμάτων, τα νοερά. Διότι δεν θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι θέλει να έχουμε τη μέση του σώματος ζωσμένη και αναμμένα στα χέρια τα λυχνάρια. Αλλά με το δέσιμο της ζώνης στη μέση, υποδηλώνει την ετοιμότητα του νου στην αγάπη για όλα τα έργα που είναι άξια επαίνου· το λυχνάρι βεβαίως, φαίνεται ότι σημαίνει ξεκάθαρα την εγρήγορση του νου και ότι πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι κατά τη διάρκεια της ημέρας για την αναχώρησή μας από εδώ, και να περιμένουμε το νεύμα του δεσπότη με προσηλωμένα μάτια. Ισχυριζόμαστε λοιπόν ότι ο ανθρώπινος νους είναι σε εγρήγορση, όταν διώχνει την κλίση προς τη ραθυμία, με την οποία οδηγείται σε κάθε είδος κακίας και σχεδόν σβήνει σαν το λυχνάρι» (Κ). Πάρα πολύ αξιόλογη και η επόμενη: «Αυτών που ζουν με αγνότητα, η μέση είναι ζωσμένη· επειδή όμως είναι και σαν νύχτα η ζωή μας, χρειαζόμαστε λυχνάρι, το οποίο είναι ο νους που αποτελεί το μάτι της ψυχής, και αν στον εσωτερικό άνθρωπο υπάρχει εγρήγορση, εύλογα στα πολλά ή σε όλα σε αυτήν τη ζωή έχουμε ανάγκη εγρήγορσης λόγω αυτών που μας παραμονεύουν για πόλεμο, τις αρχές εννοώ και τις εξουσίες [δαίμονες], με τις οποίες είναι η πάλη μας» (Ω). Ο Χριστός είναι ο κύριός μας και είμαστε δούλοι του· όχι μόνο εργαζόμενοι δούλοι, αλλά και αναμένοντες δούλοι. Εάν κάποιος με διακονεί, ας ακολουθεί εμένα, λέει ο Κύριος. Ας ακολουθεί το αρνί οπουδήποτε πάει, αλλά ας είναι και πρόθυμος να τιμά το αρνί περιμένοντας αυτό εάν αυτό αργοπορεί και υπάρχει ανάγκη να αναμένει την επάνοδό του.
12.36 καὶ ὑμεῖς ὅμοιοι ἀνθρώποις προσδεχομένοις(1) τὸν κύριον ἑαυτῶν πότε ἀναλύσει(2) ἐκ τῶν γάμων(3), ἵνα ἐλθόντος καὶ κρούσαντος εὐθέως(4) ἀνοίξωσιν αὐτῷ(5).
36 Να συμπεριφέρεστε σαν αυτούς που περιμένουν τον κύριό τους πότε θα γυρίσει από το γάμο, ώστε μόλις έρθει και χτυπήσει την πόρτα, να του ανοίξουν αμέσως.
(1) Με πόθο και χαρά (b).
(2) Η συνηθέστερη σημασία του αναλύω είναι διαλύω, αναχωρώ. Δες Φιλιπ. α 23,Ιουδείθ ιγ 1,Β Μακ. θ 1 (p).
(3) Στο Εσθήρ β 18, θ 22, χρησιμοποιείται η λέξη για να δηλώσει γεύμα ή εορτασμό. Εδώ η κατά γράμμα σημασία είναι η καλύτερη (p). «Ονομάζει λοιπόν γάμους, επειδή στη θεία και αμόλυντη φύση δεν υπάρχει τίποτα απολύτως στενόχωρο ή λυπηρό» (Σχ.). Αξιοσημείωτη και η επόμενη: Η ίδια συνήθεια που επικρατεί στους γάμους είναι η βάση και στην παρούσα παραβολή, όπως και στην παραβολή των 10 παρθένων. Στην τελευταία όμως αυτή παραβολή οι παρθένες όφειλαν να είναι έτοιμες με αναμμένες τις λαμπάδες για να προσκολληθούν στη συνοδεία του νυμφίου όταν θα γύριζε στο πατρικό σπίτι. Ενώ στην παρούσα παραβολή οι δούλοι βρίσκονται μέσα στο σπίτι με αναμμένες τις λαμπάδες, αναμένοντας να ανοίξουν τις πύλες στο χτύπημα του νυμφίου και να δεχτούν την όλη πομπή που συνοδεύει τον νυμφίο κατά την είσοδό του στο σπίτι (ο).
(4) Οι πιστοί αυτοί δούλοι, φοβούμενοι μήπως κάνουν τον κύριό τους να αναμένει, όταν θα επιστρέψει, παραμένουν άγρυπνοι με το λυχνάρι αναμμένο, ώστε αμέσως να τρέξουν με το που χτυπήσει η πόρτα και να την ανοίξουν (g).
(5) «Ότι πρέπει να προσδοκούμε το Χριστό που θα επιστρέψει από τον ουρανό… το δίδαξε λέγοντας: Και εσείς είστε όμοιοι με ανθρώπους, που αναμένουν τον κύριό τους πότε θα επιστρέψει από τους γάμους. Και πάλι σκέψου το εξής, σε παρακαλώ. Θα επιστρέψει δηλαδή ο Χριστός σαν από πανηγύρι. Με το οποίο δηλώνεται ξεκάθαρα, ότι πάντοτε το θείο είναι μέσα στις γιορτές που του πρέπουν· διότι εκεί δεν υπάρχει καθόλου καμία στενοχώρια. Διότι τίποτα δεν λυπεί την αμόλυντη φύση» (Κ). «Επιστρέφει όμως από τους ουράνιους γάμους, ίσως, από τη μία, για όλους στη γενική συντέλεια, όταν θα έλθει από τον ουρανό με τη δόξα του Πατέρα. Ίσως, από την άλλη, και κάθε ώρα στο μερικό τέλος του καθενός, που έρχεται ο Χριστός αόρατα και απροσδόκητα» (Θφ). «Επιστρέφει ο Κύριος στους ξάγρυπνους δούλους, οι οποίοι… όταν χτυπήσει αυτός την πόρτα της ψυχής, ετοιμότατα θα υπακούσουν και θα ανοίξουν, αφού διαρκώς είναι σε εγρήγορση και αναμένουν την παρουσία του» (Ε) και «πρόθυμα και με χαρά θα απαντήσουν, αφού δεν τους ελέγχει η συνείδησή τους για τίποτα πονηρό» (Ζ).
12.37 μακάριοι(1) οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, οὓς ἐλθὼν ὁ κύριος εὑρήσει γρηγοροῦντας(2)· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι περιζώσεται καὶ ἀνακλινεῖ(3) αὐτοὺς καὶ παρελθὼν διακονήσει αὐτοῖς(4).
37 Μακάριοι οι δούλοι εκείνοι που ο κύριός τους θα τους βρει ξύπνιους όταν έρθει. Σας βεβαιώνω πως θ’ ανασκουμπωθεί, θα τους βάλει να καθίσουν και θα τους περιποιηθεί.
(1) «Διότι πώς δεν είναι μακάριοι, αυτοί που πρόκειται να αξιωθούν τόσο μεγάλης τιμής; Δίνει όρκο λοιπόν σε αυτούς, λέγοντας: Αλήθεια σας λέω» (Ε).
(2) «Λέει ότι θα αγρυπνούν ακόμη, επειδή πέθαναν με εγρήγορση. Επειδή δηλαδή η εγρήγορση είναι αρετή της ψυχής, παραμένει μαζί με αυτήν [και μετά θάνατον]» (Ζ).
(3) Δες Αποκ. γ 20,21. Ο Χριστός ενήργησε έτσι, όταν έπλυνε τα πόδια των μαθητών, όχι τότε για ανταμοιβή για την πιστή τους εγρήγορση, αλλά για να διδάξει αυτούς την ταπεινοφροσύνη. Όχι λιγότερο όμως εκείνο ήταν τύπος αυτού, το οποίο υπόσχεται εδώ. Δες Αποκ. ιθ 9 (p). «Αυτούς που διαρκώς είναι σε εγρήγορση, μιας και είναι άδηλο το τέλος του καθενός, τους χαρακτηρίζει μακάριους· ποια όμως θα μπορούσε να είναι ανώτερη από αυτήν την προτροπή, όπου ο δεσπότης υπόσχεται στους δούλους ότι ο ίδιος θα τους υπηρετήσει, ενώ οι δούλοι θα παρακαθίσουν στη βασιλεία του, δηλαδή θα αναπαυτούν;» (Ε). «Θα τους βάλει να καθίσουν σε ανάπαυση αιώνια, επειδή για αυτόν κοπίασαν και θα τους υπηρετήσει μοιράζοντας τις άξιες αμοιβές» (Ζ).
(4) «Γίνεται ο Κύριος υπηρέτης σε αυτού του είδους τον υπηρέτη… Υπηρετεί βεβαίως τους άξιους, αμείβοντάς τους στον ίδιο βαθμό, και όπως ακριβώς αυτοί τον υπηρέτησαν, έτσι και αυτός τους υπηρετεί και τους παρέχει πλούσιο τραπέζι και τους χαρίζει την απόλαυση των πνευματικών χαρισμάτων» (Θφ). Το παράδειγμα και η εικόνα δεν έχει παρθεί από την συνηθισμένη συμπεριφορά των κυρίων προς τους δούλους, διότι η συγκατάβαση και η δωρεά του κυρίου, η οποία με αυτήν την εικόνα εμφανίζεται, δεν έχει κάτι το παράλληλο στη γη (ο). Ο ίδιος ο Κύριος εκείνη την μεγάλη ημέρα της δόξας του –κατά το γαμήλιο δείπνο του Αρνίου- θα αντιστρέψει την τάξη των ανθρώπινων αναγκών και απαιτήσεων και με το πλεόνασμα της χάρης και αγάπης του, θα υπηρετεί τους αδελφούς. Ο Λυτρωτής αυτούς που λυτρώθηκαν από αυτόν, ο Ποιμένας το ποίμνιό του (Alford). Δες και Αποκ. γ 20.
12.38 και εάν έλθη(1) εν τη δευτέρα(2) φυλακή και εν τη τρίτη(2) φυλακή έλθη καὶ εὕρῃ οὕτω, μακάριοί εἰσιν οι δούλοι ἐκεῖνοι.
38 Χαρά σ’ εκείνους μάλιστα τους δούλους, που όταν ο κύριός τους επιστρέψει τα μεσάνυχτα ή τα ξημερώματα, θα τους βρει να τον περιμένουν.
(1) Όσο αργότερα επιστρέφει ο οικοδεσπότης και βρίσκει ξάγρυπνους τους δούλους του, τόσο ζωηρότερη είναι η από αυτόν αναγνώριση της υπηρεσίας τους και τόσο πλουσιότερες οι εκδηλώσεις της ικανοποίησής του (g).
(2) Η πρώτη φύλαξη δεν αναφέρεται, διότι τότε οι γάμοι γίνονταν σε προχωρημένη ώρα. Η δεύτερη και τρίτη φύλαξη είναι οι δύο τελευταίες από τις τρεις, στις οποίες, σύμφωνα με τους Ιουδαίους, διαιρούνταν η νύχτα και όχι οι δύο μεσαίες, στις οποίες διαιρούνταν αυτή στους Ρωμαίους (p). Παρ’ όλα αυτά είναι δυνατόν και εδώ να έχει υπ’ όψη ο Κύριος την διαίρεση της νύχτας σε 4 φυλάξεις και να παραλείπει την τέταρτη, διότι η επιστροφή σε τόσο προχωρημένη ώρα που συμπίπτει με τα ξημερώματα, θα ήταν τελείως απίθανη (ο). «Συγκρίνοντας την ανθρώπινη ζωή με νύχτα, διότι πράγματι έχει σχέση με το σκοτάδι και την άγνοια, παρομοιάζει τον χρόνο της ανθρώπινης ζωής με διαφορετικές φυλάξεις, δηλαδή ώρες και καιρούς της νύχτας» (Ε). «Φύλαξη λοιπόν δεύτερη και τρίτη να εννοήσεις τις διάφορες ώρες της ζωής μας. Να τι εννοώ· Όπως ακριβώς αυτός που αγρυπνεί στη δεύτερη και τρίτη φύλαξη, φαίνεται ότι έχει πολύ μεγάλη εγρήγορση… έτσι να εννοήσεις, σε παρακαλώ, στην διαφορετική κατάσταση της ζωής μας ότι υπάρχουν ώρες οι οποίες μας καθιστούν μακάριους, εάν βρεθούμε να έχουμε εγρήγορση» (Θφ). Εννοεί εδώ «αυτούς που πάντα έχουν εγρήγορση» (Ε).
12.39 τοῦτο δὲ(1) γινώσκετε(2) ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ ὥρᾳ ὁ κλέπτης ἔρχεται(3), εγρηγόρησεν αν οὐκ ἂν ἀφῆκεν διορυγῆναι τὸν οἶκον αὐτοῦ.
39 Και να ξέρετε τούτο: αν ο ιδιοκτήτης ενός σπιτιού ήξερε ποια ώρα θα έρθει ο κλέφτης, θα ήταν άγρυπνος και δε θα άφηνε να του διαρρήξουν το σπίτι.
(1) Δες Ματθ. κδ 43 και εξής και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Είναι οριστική πτώση μάλλον, διότι πρόκειται για γεγονός γνωστό.
(3) Ο κλέφτης στη νύχτα, είναι παροιμία για απροσδόκητα γεγονότα (Α΄Θεσ. ε 2,Β΄Πέτρ. γ 10,Αποκ. γ 3,ιστ 15)(p). «Χρειαζόμαστε εγρήγορση. Διότι μοιάζουμε με οικοδεσπότη, ο οποίος, αν μεν αγρυπνεί, ο κλέφτης δεν μπορεί να κάνει τίποτα εναντίον των χρημάτων του· αν όμως είναι υπναράς, αφού τα πάρει όλα ο κλέφτης θα φύγει… Με κλέφτη λοιπόν εδώ συγκρίνεται η παρουσία του Κυρίου, επειδή είναι απροσδόκητη, όπως και κάποιος από τους αποστόλους λέει· Διότι η ημέρα Κυρίου θα είναι σαν κλέφτης στη νύχτα» (Θφ). Αξιοσημείωτη και η επόμενη: «Με πολλά παραδείγματα μας προστάζει να είμαστε νηφάλιοι και ξάγρυπνοι, όχι μόνο λόγω της απότομης και απροσδόκητης άφιξης της ημέρας του Κυρίου, αλλά και λόγω του κλέφτη που παραμονεύει εναντίον αυτών που είναι πλούσιοι κατά Θεόν και οικοδεσπότες. Αυτός βεβαίως ο κλέφτης είναι ο καιρός του θανάτου του καθενός ή και ο άγγελος που πρόκειται, κατά τον καιρό του θανάτου, να πάρει την ψυχή του καθενός. Αν λοιπόν γνωρίζαμε μεν τον καιρό της παρουσίας του κλέφτη, μόνο την ώρα εκείνη θα έπρεπε να προσέχουμε, ώστε να μην τον αφήσουμε να ανοίξει τρύπα για να μπει στο σπίτι. Επειδή όμως είναι άδηλος αυτός, θα χρειαστεί να είμαστε πάντοτε άγρυπνοι» (Ε)
12.40 καὶ ὑμεῖς ουν γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται(1).
40 Να είστε, λοιπόν, κι εσείς έτοιμοι, γιατί ο Υιός του Ανθρώπου θα έρθει την ώρα που δεν τον περιμένετε».
(1) Αξιόλογα και τα επόμενα: «Για αυτό να είσαι άγρυπνος, ώστε αν, από τη μία, έλθει ο κλέφτης και βρει τον οικοδεσπότη άγρυπνο, δεν θα του ανοίξει τρύπα στο σπίτι· αν όμως, από την άλλη, έρθει ο υιός του ανθρώπου, αφού του χτυπήσει, αμέσως να του ανοίξει. Διότι αν τον βρει να κοιμάται και χτυπήσει και εκείνος δεν ανοίξει, θα φύγει αφήνοντας αυτόν… Έρχεται βεβαίως τον καιρό που θα απαιτηθεί από κάποιον η ψυχή, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός. Διότι αν πήγε σε αυτόν που είπε· Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες, και του είπε· ανόητε αυτή τη νύχτα απαιτούν από σένα την ψυχή σου, πόσο μάλλον θα πάει στους μακάριους και αγίους, που μετά το θάνατο θα είναι μαζί με τον Κύριο;» (Ω).
12.41 Εἶπε δὲ αυτώ ὁ Πέτρος, Κύριε, πρὸς ἡμᾶς τὴν παραβολὴν ταύτην(1) λέγεις ἢ καὶ πρὸς πάντας(2);
41 Τότε ο Πέτρος του είπε: «Κύριε, για μας την είπες αυτή την παραβολή ή για όλους;»
(1) Η παραβολή που απασχολεί τον Πέτρο είναι αυτή στους σ. 36-38 και ιδιαίτερα η πρωτάκουστη υπόσχεση του στίχου 37 (g). Θέλει λοιπόν να πληροφορηθεί, εάν το μεγαλοπρεπές αυτό προνόμιο που αναγγέλλεται στο στίχο 37, επιφυλάσσεται σε μόνους τους αποστόλους (p).
(2) Ο Πέτρος είναι βέβαιος για το ότι οι 12 περιλαμβάνονται στους προνομιούχους, η ερώτησή του όμως αφορά στο να μάθει, εάν εκτός των 12 περιλαμβάνονται και άλλοι. Το πνεύμα της ερώτησης μοιάζει με το Ιωάννου κα 21 και η απάντηση με το Ιωαν. κα 22 (p). Ο Κύριος εξακολουθεί να μιλά σαν να μην έλαβε καθόλου υπ’ όψη την ερώτηση του Πέτρου. Στην πραγματικότητα όμως δίνει στην ακόλουθη προτροπή για εγρήγορση τέτοια τροπή, ώστε ο Πέτρος να μπορεί να βρει την απάντηση στο ερώτημά του (g).
12.42 εἶπε δε ὁ κύριος(1), Τίς ἄρα ἐστὶν ὁ πιστὸς οἰκονόμος(2) και φρόνιμος, ὃν καταστήσει ὁ κύριος ἐπὶ τῆς θεραπείας αὐτοῦ τοῦ διδόναι ἐν καιρῷ τὸ σιτομέτριον(3);
42 Κι ο Κύριος απάντησε: «Ποιος είναι ο έμπιστος και συνετός δούλος, που ο κύριός του θα τον αφήσει επιστάτη των υπηρετών του, για να τους μοιράζει την αμοιβή τους την κατάλληλη στιγμή;
(1) Δες Ματθ. κδ 45 και εξής και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Οικονόμοι με την ύψιστη έννοια υπήρξαν οι απόστολοι (p). Παρόλο βεβαίως που ήταν αυτοί δούλοι, κατείχαν όμως διακεκριμένη θέση μεταξύ των συνδούλων τους (g). «Χρησιμοποιεί σαφές και ολοκάθαρο παράδειγμα, διακηρύττοντας ότι αυτή η εντολή αρμόζει σε αυτούς που ανέλαβαν τη θέση των μυσταγωγών (να μυούν στα μυστήρια). Ας υποθέσουμε, λέει, ότι υπάρχει ένας άνθρωπος οικοδεσπότης, ο οποίος πρόκειται να αποδημήσει και παρέδωσε σε έναν από τους γνήσιους υπηρέτες την διαχείριση όλου του σπιτιού, ώστε να δίνει στο προσωπικό του, δηλαδή στους υπηρέτες στον κατάλληλο καιρό την κανονισμένη μερίδα… Ας μάθουμε λοιπόν ακριβώς τι υποδηλώνεται εδώ. Χειροτόνησε ο Σωτήρας οικονόμους κατά κάποιο τρόπο των δούλων του, δηλαδή αυτών που κλήθηκαν μέσω της πίστης στην επίγνωση της δόξας του… για να δίνουν στους συνδούλους τους τις μερίδες· και όχι τυχαία και χωρίς εξέταση, αλλά μάλλον στον καιρό τον πρέποντα, δηλαδή την αρκετή και πρέπουσα τροφή στον καθένα, την πνευματική εννοείται» (Κ)· «αφού πήραν από τον δεσπότη τους σαν ακριβώς παρακαταθήκη την φροντίδα των συνδούλων, αρμόζει να φυλάσσουν την πίστη και να γίνουν πιστοί και συνετοί τόσο, ώστε να διανέμουν τις μερίδες στους συνδούλους όχι άκαιρα, αλλά πάντα στον κατάλληλο καιρό και ούτε να παραβλέπουν και να αναβάλλουν, όταν πρέπει, ούτε όταν δεν έχουν ανάγκη να παρέχουν άκαιρα, αλλά να το κάνουν αυτό και στον κατάλληλο χρόνο και όχι χωρίς μέτρο» (Ε). Ποια είναι η θέση και ποιο το καθήκον των οικονόμων; Είναι διαχειριστές στον οίκο του Θεού, κάτω από τις διαταγές του Χριστού στον οποίο ανήκει η εκκλησία. Είναι οικονόμοι και όχι ηγεμόνες και κυρίαρχοι· είναι οδηγοί που δέχονται και αυτοί οδηγίες από τον κοινό Κύριο και εντεταλμένοι από αυτόν να κηρύττουν το ευαγγέλιό του και να υπηρετούν τα παιδιά του Θεού στις πνευματικές ανάγκες τους. Το έργο τους είναι να παρέχουν την κατάλληλη και οφειλόμενη τροφή στους συνδούλους τους. Στον καθένα αυτό που του ανήκει. Αυτό λοιπόν είναι «το να ορθοτομεί τον λόγο της αλήθειας» (Β΄Τιμ. β 15). Να παρέχουν όμως την τροφή αυτή στον κατάλληλο χρόνο με μέθοδο και σε ώρα πρόσφορη με την ιδιοσυγκρασία, τον χαρακτήρα και τις διαφορετικές συνθήκες των τρεφομένων. Το έργο τους είναι να δίνουν και όχι να παίρνουν, να υπηρετούν και όχι να υπηρετούνται και να τυραννούν. Για αυτό πρέπει να αποδεικνύουν τους εαυτούς τους πιστούς ακόμη και συνετούς. Πιστούς στον Κύριό τους, ο οποίος μία τόσο μεγάλη παρακαταθήκη εμπιστεύτηκε σε αυτούς· πιστούς και προς τους συνδούλους τους, διότι για χάρη τους καταστάθηκαν από τον κοινό Κύριο οικονόμοι. Αλλά και συνετούς ώστε να αξιοποιούν κάθε ευκαιρία να τιμήσουν τον Κύριό τους και να φανούν εξυπηρετικοί σε όσους είναι στο σπίτι του. Συνετούς στην καθοδήγηση του ποιμνίου, όπου είναι αναγκαίο και χρήσιμο. Η πίστη και τιμιότητα είναι αρκετή για έναν καλό δούλο. Αλλά η σύνεση και φρόνηση είναι εξίσου αναγκαία να συνυπάρχει για έναν καλό οικονόμο. Ως προς την ερωτηματική μορφή; «Ποιος άραγε είναι…» της απάντησης= «Επειδή λοιπόν υπάρχουν πολλοί οικονόμοι των εκκλησιών πιστοί μεν, αλλά όχι και συνετοί και κάποιοι το αντίθετο, για αυτό ερωτηματικά εξέφρασε τον λόγο ο Κύριος, για να δείξει ξεκάθαρα το σπάνιο και δυσεύρετο των πιστών και συνετών ταυτόχρονα οικονόμων· αυτόν βεβαίως που δεν βρέθηκε (να είναι τέτοιος) τον τοποθέτησε ο κύριος πάνω στους δούλους του, όπως και τον Ιούδα ο Σωτήρας διάλεξε, όχι επειδή αγνοούσε αυτό που θα ερχόταν ύστερα, αλλά χρησιμοποιώντας από αυτόν τον χρόνο πριν την παράβαση και την διάθεσή του που τότε ήταν στο δρόμο της αρετής, για το έργο της αποστολικής διακονίας» (Ω). Με την ερώτηση, με άλλα λόγια, λέει ο Κύριος: «Αναρωτιέμαι, ποιος θα βρεθεί να έχει αυτά, και πίστη και φρόνηση· διότι είναι σπάνιος αυτός και δυσεύρετος. Διότι όπως ακριβώς στις χρηματικές διαχειρίσεις αν κάποιος είναι πιστός στον δεσπότη του, αλλά όχι συνετός, χάνονται αυτά που έχει ο δεσπότης, αφού δεν μπορεί να διοικήσει αυτά όπως πρέπει… πάλι, αν είναι συνετός μεν και φέρνει κέρδος, αλλά είναι αναξιόπιστος, θα είναι κλέφτης και όσο πιο πολύ συνετός είναι, τόσο περισσότερο δύσκολος θα είναι να ανακαλυφθεί, έτσι βεβαίως και στα θεία χρειάζεται ταυτόχρονα και πίστη και φρόνηση» έτσι ώστε «να μην συμβεί, από χωρίς μέτρο μάλωμα ή από άκαιρη πραότητα, να καταστραφεί αυτός που έφταιξε και να μην θεραπευτεί, αλλά να αφανιστεί» (Θφ).
(3) Λέγεται μοναδική φορά=το μέτρο του σταριού και η σιτοδοσία ή τροφοδοσία (δ) μετρημένη μερίδα τροφής, η ημερήσια τροφή (p).
12.43 μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, ὃν ἐλθὼν ὁ κύριος αὐτοῦ εὑρήσει οὕτω ποιοῦντα(1)·
43 Μακάριος είναι εκείνος ο δούλος, που όταν επιστρέψει ο κύριός του, θα τον βρει να συμπεριφέρεται μ’ αυτόν τον τρόπο.
(1) «Έτσι να κάνει, έτσι να διανέμει στους συνδούλους και να μην αποκλείει με πόρτες και κλειδαριές, αλλά να παρηγορεί την έλλειψη των φτωχών και να γίνεται καλός και πιστός οικονόμος αυτών που χορήγησε ο δεσπότης» (Χ). Να κάνει έτσι, όπως απαιτεί το αξίωμά του. Η διακονία είναι «καλό έργο», έργο και όχι ανάπαυση· έργο στο οποίο πάντοτε αυτός που διακονεί θα έχει κάτι σοβαρό να ενεργήσει· έργο που απαιτεί μόχθους και φροντίδες και επιμέλεια άοκνη και ακούραστη. Οφείλουν λοιπόν οι οικονόμοι να μην αφήνουν ανεκτέλεστο από ραθυμία ή αφροντισιά τίποτα από όσα απαιτεί η διακονία τους. Να κάνει έτσι, δηλαδή να παρέχει τροφή σε όσους είναι στο σπίτι και πάντοτε να σκέφτεται το δικό του έργο και να μην περισπάται σε ξένα. Να κάνει έτσι, όπως ο Κύριος παρήγγειλε, όπως το αξίωμα απαιτεί, όπως οι ανάγκες του σπιτιού αξιώνουν. Είσαι διάκονος του λόγου. Μην το κάνεις απλά και ως έτυχε. Αλλά να το κάνεις έτσι όπως ο Κύριος απαιτεί. Πρόσεχε λοιπόν ώστε και ο Κύριος να σε βρει έτσι να κάνεις. Το οποίο σημαίνει σε οποιαδήποτε ώρα και αν έλθει ο Κύριος, να σε βρει εργαζόμενο, όπως αυτός παρήγγειλε και να μην σε βρει αμελή και αργό. Οι οικονόμοι λοιπόν και διάκονοι του Κυρίου πρέπει να μην αφήνουν κενό και χωρίς προσήλωση στο έργο τους κανένα χρονικό διάστημα της ζωής τους, από φόβο μήπως έλθει ο Κύριός τους στα κενά αυτά διαλείμματα και τους βρει «να μην κάνουν έτσι».
12.44 ἀληθῶς λέγω ὑμῖν ὅτι ἐπὶ πᾶσιν τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ καταστήσει αὐτόν(1).
44 Σας βεβαιώνω πως θα τον βάλει υπεύθυνο σ’ όλα του τα υπάρχοντα.
(1) «Σε αυτόν που κατορθώνει αυτά, δίνει υπόσχεση πολλαπλάσια από του προηγούμενου (αυτού στον σ. 37). Διότι σε αυτόν μεν που αγρυπνεί και περιμένει πάντοτε την παρουσία του, υποσχέθηκε ότι θα τον βάλει να καθίσει και θα τον υπηρετήσει ο ίδιος αφού ζωστεί. Στην πιστή όμως και συνετή διαχείριση και στην διανομή της τροφής στον κατάλληλο καιρό, αφού τους ανακηρύσσει ως αληθινά τρισμακάριους, επιβεβαίωσε με την προσθήκη του αμήν (=αληθινά), ότι θα εγκαταστήσει αυτόν που μακαρίζει διαχειριστή όχι σε ένα μέρος, αλλά σε όλα τα υπάρχοντα» (Ε)
12.45 ἐὰν δὲ εἴπῃ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος(1) ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, Χρονίζει ὁ κύριός μου ἔρχεσθαι(2), καὶ ἄρξηται(3) τύπτειν τοὺς παῖδας καὶ τὰς παιδίσκας(4), ἐσθίειν τε καὶ πίνειν καὶ μεθύσκεσθαι(5),
45 Αν όμως ο δούλος εκείνος σκεφτεί μέσα του: “θ’ αργήσει να επιστρέψει ο κύριός μου”, κι αρχίσει να δέρνει τους άλλους υπηρέτες και τις υπηρέτριες, να τρώει και να πίνει και να μεθάει,
(1) Οι δύο αυτοί σ (45-46) παρουσιάζουν την εικόνα του ασυνείδητου δούλου, ο οποίος χωρίς κάποια τύψη παραδίδεται στις εγωιστικές του διαθέσεις (g).
(2) «Αυτά συμβαίνουν στον πονηρό δούλο, λόγω του ότι είπε ότι: ο Κύριός μου αργεί να έλθει. Αυτά δηλαδή γίνονται από ραθυμία και από το ότι δεν συλλογιζόμαστε την ώρα του θανάτου. Διότι αν συνειδητοποιούσαμε ότι πλησιάζει ο Κύριος και είναι στα πρόθυρα ο θάνατος και το τέλος της ζωής μας, θα αμαρτάναμε λιγότερο» (Θφ). Δες Β Πέτρ. γ 3-4. Η αιτία της πονηρίας καθενός που υπηρετεί με κακό τρόπο στην εκκλησία, είναι η στην πράξη απιστία στη δεύτερη έλευση του Χριστού και εξαιτίας αυτής αρχίζει να σκέφτεται ότι, ο Κύριος δεν θα έλθει και λησμόνησε ολοτελώς την εκκλησία Του. Και η αναβολή της έλευσης του Κυρίου, παρόλο που με αυτήν δείχνεται η μακρόθυμη αγαθότητά του, γίνεται αφορμή στον πονηρό δούλο να εκτραπεί σε καταχρήσεις εις βάρος των πιστών στην εκκλησία. Συμπεριφέρεται ως άνθρωπος που δουλεύει στη σάρκα του και τις αισθήσεις και είναι έτοιμος να πει για τον αόρατο Ιησού ό,τι άλλοτε είπαν οι Ισραηλίτες για τον Μωϋσή που αργούσε στο όρος Σινά: «δεν ξέρουμε τι του συνέβη». «Φτιάξε μας θεούς» (Εξοδ. λβ 1). Έτσι λοιπόν ο κόσμος και η κοιλιά του γίνεται θεός, στον οποίο ο πονηρός δούλος δουλεύει.
(3) Καθορίζει πράξη, την οποία αρχίζει να πράττει ο δούλος, αλλά στην οποία θα μπει ασφαλώς τέλος με το που αφιχθεί ο κύριος (p).
(4) Ο Ιησούς εφιστά την προσοχή των προϊσταμένων της εκκλησίας σε κάθε εποχή, εναντίον κάθε κατάχρησης της θέσης τους, με την επιβολή για παράδειγμα στην εκκλησία των δικών τους διδασκαλιών και θελήσεων, αντί για τη διδασκαλία και το θέλημα του Κυρίου και με την κατατυράννηση των ψυχών, αντί να υπηρετούν αυτές (g). Δεν αποτελεί κάτι νέο το να βλέπει κάποιος στην εκκλησία δούλους πονηρούς να διώκουν και να τυραννούν τους συνδούλους τους, είτε απλοί Χριστιανοί είτε διάκονοι του Χριστού είναι αυτοί. Τους καταδιώκουν είτε διότι αυτοί αποδοκιμάζουν την συμπεριφορά τους, είτε διότι δεν θέλουν να υποκύψουν στις παράνομες αξιώσεις τους με το να γίνουν συνεργάτες τους. Τους χτυπούν με τη γλώσσα ή και με κατάχρηση της εξουσίας τους. Πράττουν μάλιστα αυτά ως αντιπρόσωποι του Κυρίου και εξ’ ονόματός του. Πρέπει όμως να γνωρίζουν, ότι η κατάχρηση αυτή αποτελεί την χειρότερη και ασεβέστερη ύβρη κατά του Κυρίου.
(5) «Και πίνουν μεν και μεθούν, ακόμα και αν θες να τα εννοήσεις με αισθητό τρόπο. Διότι συμβαίνει και αυτό στους κακούς ηγεμόνες των εκκλησιών… ή και αν θες να εννοήσεις ως μεθύσι, το ότι παραφέρεται ο νους και στα δόγματα και στα χρήματα. Χτυπούν λοιπόν αυτού του είδους οι προστάτες τους υπηρέτες και τις υπηρέτριες, εννοώ βεβαίως τους ασθενέστερους στην εκκλησία, και σκανδαλίζοντάς τους, χτυπούν τη συνείδησή τους. Διότι ο αδύναμος και μικρόψυχος αν δεν εμένα τον αρχιερέα να περνώ τη ζωή με κακό τρόπο, χτυπιέται η συνείδησή του με το να σκανδαλίζεται και δέχεται πληγές στην καρδιά και γίνεται ασθενέστερος» (Θφ). Οι μέθυσοι, τους οποίους ο πονηρός δούλος μιμείται και τους οποίους κάνει συντρόφους του, είναι η φαιδρή, αμέριμνη και οργιαστική συντροφιά, με την οποία η συναναστροφή και διασκέδαση σκληρύνει περισσότερο τον πονηρό δούλο. Οι μέθυσοι δεν είναι ποτέ κύριοι του εαυτού τους και παρασύρονται σε κάθε υπερβολή για ικανοποίηση των αισθήσεων. Ο ασυνείδητος δούλος, που μεταβλήθηκε σε διώκτη και τύραννο των συνδούλων του, συναριθμείται μεταξύ των πιο ανήθικων και εμπαθών ανθρώπων. Τι μπορεί να περιμένει κάποιος από αυτούς που μεθούν από το αίμα των αγίων; Αυτή είναι η εικόνα του κακού και πονηρού λειτουργού της εκκλησίας, ο οποίος ενδέχεται να έχει ικανότητες και μάθηση που τον ξεχωρίζουν από πολλούς και μπορεί να κηρύττει από τον άμβωνα καλά, ζει όμως τόσο κακά, ώστε καλύτερο θα ήταν να μην ανέβαινε ουδέποτε στον άμβωνα.
12.46 ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἐν ἡμέρᾳ ᾗ οὐ προσδοκᾷ καὶ ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει(1), καὶ διχοτομήσει(2) αὐτὸν καὶ τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀπίστων(3) θήσει.
46 τότε θα έρθει ο κύριός του μια μέρα που αυτός δε θα τον περιμένει και σε ώρα που δε θα την ξέρει. Θα τον τιμωρήσει πολύ αυστηρά και θα τον ρίξει στον τόπο όπου τιμωρούνται οι άπιστοι.
(1) Η σκέψη του πονηρού δούλου, ότι αργεί ο κύριός του, δεν συντελεί ώστε να αναβληθεί επ’ άπειρον η έλευση του κυρίου. Οσοδήποτε και αν τα φανταστικά του όνειρα παραπλανούν τον πονηρό δούλο, ο Κύριος θα έλθει. Και θα έλθει αιφνίδια, για να είναι η έλευσή του φοβερή έκπληξη στον αχαλίνωτο δούλο. Εφόσον αυτός παραθεώρησε τις προειδοποιήσεις του λόγου του Θεού για επικείμενη έλευση του Κυρίου, και εφόσον σίγασε τις διαμαρτυρίες της συνείδησής του, που υπενθύμιζαν σε αυτόν αυτήν την έλευση, καμία άλλη ειδοποίηση δεν θα γίνει σε αυτόν. Και ο Κύριος θα έλθει αιφνίδια για να επιβάλλει σε αυτόν σκληρή και αδυσώπητη τιμωρία.
(2) Πρέπει να εννοηθεί όχι μόνο μεταφορικά, αλλά και κατά γράμμα. Διότι το ότι παίρνει το μέρος του μαζί με τους άπιστους, δεν υπονοεί ότι εξακολουθεί να ζει και στη γη. Η μερίδα των απίστων είναι βίαιος θάνατος. Θα του αφαιρεθεί λοιπόν βίαια και η πρόσκαιρη ζωή, ανεξαρτήτως των ποινών στη μέλλουσα ζωή. Για τη λέξη διχοτομώ δες Εξόδ. κθ 17 και για την τιμωρία Β΄Βασ. ιβ 31,Α΄Παραλ. κ 3,Αμώς α 3,Εβρ. ια 37 (p). Σημαίνει τιμωρία σκληρή που ήταν σε χρήση στους περισσότερους από τους αρχαίους λαούς, στους Αιγύπτιους (Ηρόδοτος), στους Χαλδαίους (Δανιήλ β), στους Έλληνες (Διόδωρος), στους Ρωμαίους (Τίτος Λίβιος-Σουετώνιος) και στους Ιουδαίους (g). «Ο μεν πιστός και συνετός θα τύχει τέτοιων (δωρεών). Ο αντίθετος όμως με αυτόν, θα δοκιμάσει την οργή του δεσπότη… και θα λάβει κληρονομιά και μερίδα μαζί με τους υποκριτές ή τους άπιστους… Όσα δηλαδή κατέτρωγε με τα δόντια του και όσα αμάρτανε πάνω στο μεθύσι, αυτά θα τα κλάψει και θα υποστεί την αρμόζουσα τιμωρία και για την παρανομία εναντίον των συνδούλων και για την ακόλαστη τρυφή και για την περιφρόνηση στο δεσπότη, τον οποίο ομολογούσε μεν ότι δεν τον αγνοεί και ήξερε επομένως ότι έχει Κύριο, αλλά θεωρώντας ότι αναβάλλει αυτός την κρίση για πολλά χρόνια, απατούσε τον εαυτό του» (Ε). Θα τον διχοτομήσει. Θα τον αποκόψει από τη χώρα των ζωντανών, από την συγκέντρωση των δικαίων και θα τον αφορίσει μαζί με τους πονηρούς. Ο θάνατος αποκόπτει και τους αγαθούς, για να μεταφυτευτούν όμως ως εκλεκτά δέντρα στη μέση του παραδείσου. Ο πονηρός δούλος θα αποκοπεί ως δέντρο ξεραμένο, για να ριχτεί στη φωτιά. Διχοτόμησε τον εαυτό του, όταν ζούσε, ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο· μοίρασε τον εαυτό του ανάμεσα σε Χριστό και Βελίαλ, ανάμεσα στο αξίωμά του και τις ακάθαρτες επιθυμίες και πάθη του. Θα διχοτομηθεί λοιπόν και τώρα αιωνίως, διότι η διχοτόμηση αυτή δεν θα επιφέρει και τον πλήρη εξαφανισμό και τη διάλυσή του, όπως γίνεται σε κάθε διχοτομούμενο οργανισμό, διότι «το μέρος του θα το τοποθετήσει μαζί με τους άπιστους» ο Κύριος.
(3) Μαζί με τους δούλους οι οποίοι δεν δείχτηκαν πιστοί στην διαχείριση των υπαρχόντων που τους εμπιστεύτηκε ο κύριος.
12.47 ἐκεῖνος δὲ(1) ὁ δοῦλος ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου(2) εαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας(3) μηδέ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ δαρήσεται πολλάς(4)·
47 »Εκείνος ο δούλος που ξέρει τι θέλει ο κύριός του, δεν είναι όμως έτοιμος και δεν κάνει αυτό που θέλει ο κύριός του, θα τιμωρηθεί αυστηρά.
(1) Από την τάξη των οικονόμων έρχεται τώρα στην τάξη των δούλων γενικά. Και το «δε» σημειώνει την αντίθεση μεταξύ του δούλου αυτού, στον παρόντα στίχο, και του άπιστου οικονόμου, διότι το «μη ετοιμάσας μηδέ ποιήσας…» αποτελεί παράβαση μικρότερη από εκείνες, για τις οποίες διχοτομήθηκε ο άπιστος οικονόμος (p). Το εκείνος λοιπόν δεν αναφέρεται αποκλειστικά στον δούλο στους στίχους 45-46, αν και περιλαμβάνει και αυτόν, αλλά σημαίνει όλη την τάξη των δούλων, στην οποία αυτός ανήκει (g).
(2) Το πλήθος των δούλων ενός σπιτιού, μένει ξένο με τις σκέψεις και τις ιδιαίτερες υποθέσεις του κυρίου, που ανακοινώνει αυτές σε λίγους από αυτούς ή και μόνο στον δούλο που είναι ο προϊστάμενος των υπόλοιπων συνδούλων του. Για αυτό και φέρει αυτός την μεγαλύτερη ευθύνη (g).
(3) «Δεν έκανε όπως άρεσε στον κύριο» (Ζ).
(4) «Που σημαίνει πολλές πληγές, δηλαδή θα τιμωρηθούν πολύ άσχημα, διότι αν και ήξεραν, περιφρόνησαν» (Ζ). «Το «θα δαρθεί με πολλές» και το «θα δαρθεί με λίγες» δεν φανερώνει ότι έχει τέλος η τιμωρία, αλλά διαφορά τιμωρίας. Διότι αν ο Θεός είναι δίκαιος κριτής, όχι μόνο για τους αγαθούς αλλά και για τους πονηρούς και ανταποδίδει στον καθένα σύμφωνα με την πράξη του, μπορεί να είναι κάποιος μεν άξιος άσβηστης φωτιάς, μιας φωτιάς που καίει μαλακότερα ή πιο πολύ· άλλος πάλι να είναι άξιος ατελείωτου σκουληκιού, που και αυτό πάλι προκαλεί πόνο πιο ήρεμα ή πιο έντονα… Επομένως το ότι θα δαρθεί με «πολλές» και «λίγες», δεν γίνεται με την παράταση ή συμπλήρωση του χρόνου, αλλά με τη διαφορά της τιμωρίας» (Β). Η εφαρμογή των λόγων αυτών και στους αποστόλους είναι αυτονόητη (g). Η προνομιούχος θέση τους κοντά στον διδάσκαλο και οι έκτακτες ευκαιρίες, των οποίων έτυχαν, που τους διευκόλυναν ώστε να γνωρίσουν το θέλημα του Κυρίου, τους έκαναν και εξόχως υπεύθυνους και την τιμωρία τους, σε περίπτωση αθέτησης από αυτούς του θελήματος του Κυρίου που γνώρισαν, βαριά και ανυπόφορη (ο). Και «αυτός ο λόγος είναι και για αυτούς που πρόκειται να είναι ποιμένες» (Ζ).
12.48 ὁ δὲ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ ἄξια πληγῶν(1), δαρήσεται ὀλίγας(2). παντὶ δὲ ᾧ ἐδόθη(3) πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρ᾽ αὐτοῦ, καὶ ᾧ παρέθεντο(3) πολύ, περισσότερον(4) αἰτήσουσιν αὐτόν(5).
48 Αντίθετα, εκείνος που δεν ξέρει το θέλημα του κυρίου του και κάνει κάτι αξιόποινο, θα τιμωρηθεί ελαφρότερα. Σ’ όποιον δόθηκαν πολλά, θα ζητηθούν πολλά απ’ αυτόν· και σ’ όποιον δόθηκαν περισσότερα, θα του ζητηθούν περισσότερα».
(1) «Θα μπορούσε κάποιος να πει: Πώς αυτός που δεν γνώρισε, θα δώσει λόγο; Διότι δεν θέλησε να ξέρει, παρόλο που είχε τη δυνατότητα να μάθει» (Κ).
(2) «Όμως δεν θα δαρθεί τόσο πολύ» όσο αυτός που γνώρισε. «Διότι εκείνος μεν περιφρόνησε· ενώ αυτός έδειξε ραθυμία. Είναι χειρότερη όμως η περιφρόνηση από τη ραθυμία. Φανερώνει λοιπόν τον πιστό, που αγνοεί το θέλημα του Θεού, λόγω αμάθειας. Διότι οι άπιστοι δεν αγνοούν το θέλημα του Θεού από ραθυμία, αλλά από αυθαίρετη πλάνη και αμετανόητη κακία» (Ζ).
(3) Το μεν «δόθηκε» αναφέρεται είτε σε θέση είτε σε γνώση που πάρθηκε, ενώ το μέσο «παρέθεντο» φαίνεται να αναφέρεται σε ποσό που εμπιστεύτηκε ο κύριος ως παρακαταθήκη (g)=Εκείνος ο οποίος έλαβε κάποιο χάρισμα, υποχρεώνεται σε ανάλογη ανταπόδοση και εκείνος που έλαβε κάποια παρακαταθήκη, πρέπει να δώσει πίσω περισσότερα από εκείνα που έλαβε (p). Το αξίωμα αυτό αποτελείται από δύο παράλληλα μέλη. Πιθανότατα ο παραλληλισμός αυτός είναι καθαρά συνωνυμικός. Όμως μπορούμε να πάρουμε το μεν «εδόθη» ότι λέγεται για το χάρισμα της εξουσίας, ενώ το «παρέθεντο» για την παρακαταθήκη της διδασκαλίας (L). «Ο λόγος λέγεται με παράδειγμα… όπως ακριβώς δηλαδή, σε όποιον έδωσαν κάποιοι πολύ κεφάλαιο για εμπόριο, θα απαιτήσουν περισσότερο από αυτόν λόγω του κέρδους από το εμπόριο, έτσι και ο Θεός, σε αυτόν που έδωσε πολύ χάρισμα, περισσότερο θα απαιτήσει από αυτόν» (Ζ).
(4) Περισσότερο από όσο θα ζητηθεί από εκείνους οι οποίοι έλαβαν λιγότερα (g).
(5) «Επειδή έδωσε πολλά ο Σωτήρας, πολλά ζητά από αυτόν. Και ποια είναι αυτά; Η σταθερότητα στην πίστη, η μύηση στα θεία μυστήρια χωρίς πλάνη, η πρόοδος στην ελπίδα, το αμετακίνητο στην υπομονή, το άθραυστο στην δύναμη την πνευματική, η προθυμία και το καλό σθένος σε οποιοδήποτε από τα άριστα ανδραγαθήματα, ώστε και σε άλλους να είναι παράδειγμα αγγελικού τρόπου ζωής» (Κ).
Στίχ. 49-53. Διχασμός εξαιτίας του Χριστού.
12.49 Πῦρ(1) ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν(2), καὶ τί θέλω(3) εἰ ἤδη ἀνήφθη.
49 «Φωτιά ήρθα να βάλω στη γη και τι άλλο θέλω αν έχει κιόλας ανάψει!
(1) Ή «είναι συνήθεια στη θεία Γραφή, να ονομάζει μερικές φορές φωτιά τα θεία και ιερά λόγια και την ενέργεια και δύναμη του Αγίου Πνεύματος… Λέμε λοιπόν, ότι η δύναμη του θείου κηρύγματος μοιάζει με κάρβουνο και φωτιά, της οποίας το άναμμα επισπεύδει ο Κύριος… Διότι άπαξ και άναψε η φωτιά, επρόκειτο να αρπάξει όλη τη γη» (Κ). Σχετική και η: «Εννοεί το φως που προέρχεται από αυτόν· διότι από τη γνώση του Χριστού προηγείται το νοητό φως της πίστης, του οποίου τύπος ήταν ο στύλος που οδήγησε τον Ισραήλ τη νύχτα» (Α). Κάπως διαφορετική ερμηνεία που καταλήγει όμως στο ίδιο και η επόμενη: «Η άυλη και θεϊκή φωτιά φωτίζει, από τη μία, τις ψυχές και τις δοκιμάζει εσωτερικά, όπως το καθαρό χρυσάφι στο καμίνι, κατακαίει, από την άλλη, την κακία, όπως ακριβώς το καλάμι και τα αγκάθια. Διότι ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει και τιμωρεί με πύρινη φλόγα αυτούς που δεν γνωρίζουν αυτόν και δεν υπακούουν στο ευαγγέλιό του» (Β). Ή, εννοεί την διαίρεση και αντίθεση, την οποία προκαλεί αναπόφευκτα η διδασκαλία του Κυρίου μεταξύ των ανθρώπων που την αποδέχονται και εκείνων που δεν την δέχονται (p). Ή «Επειδή ακριβώς ο διάβολος έσπειρε μέσα στις καρδιές των ανθρώπων αγκάθια και τριβόλια αμαρτημάτων, ήλθα να ανάψω φωτιά στη γη και τι άλλο θέλω αν έχει κιόλας ανάψει; Διότι πρέπει να καθαρίσω τη γη μου· πρέπει μαζί με τον διάβολο να αφανίσω με φωτιά τα πικρά και βλαβερά βλαστάρια για να είναι καθαρή η ψυχή και να δεχτεί καθαρό τον ουράνιο σπόρο. Διότι δεν ήλθα να βάλω ειρήνη, αλλά μαχαίρι. Εάν δεν αφανίσω τον εχθρό σας με μαχαίρι, δεν θα έχετε ειρήνη» (Σχ). Ή, η φωτιά είναι η νέα ζωή, ο έρωτας των ουρανίων, τα οποία ο Ιησούς ανάβει στις καρδιές των πιστών με τον λόγο του και την χάρη του Πνεύματός του, και τα οποία αυτοί προσπαθούν να διαδώσουν, αλλά τα οποία προκαλούν την αντίθεση των αντιπάλων, οι οποίοι προσπαθούν να τα σβήσουν (g). «Εμάς που ήμασταν παγωμένοι από κάθε αμαρτία, μας αναζωπύρωσε ο Σωτήρας ώστε να έχουμε προθυμία για κάθε αγαθό, βάζοντας σαν ακριβώς άλλη νοητή φωτιά την μετοχή του Αγίου Πνεύματος. Είπε βεβαίως ότι, Φωτιά ήλθα να βάλω στη γη· διότι γίναμε ζωντανοί στο πνεύμα όσοι αξιωθήκαμε αυτής της χάριτος» (Α). «Η χάρη του Πνεύματος σήκωσε από κάτω τις ψυχές μας και τις θέρμανε και η φωτιά εκείνη για την οποία έλεγε παλιά ο Χριστός… αυτήν βλέπω να έχει μπει και να καίει στις ψυχές σας» (Χ). Όλες οι ερμηνείες είναι σοβαρές. Η τέταρτη είναι πιο πιθανή. Σε αυτήν μπορεί να ενταχθεί και η επόμενη: «Φωτιά λέει τώρα την αγάπη και πίστη σε αυτόν, δείχνοντας πόσο σφοδρή και δραστήρια είναι αυτή» (Ζ)· «μπορούμε επίσης να εννοήσουμε και τον ζήλο υπέρ του καλού, που ανάβει στον καθένα μας» (Θφ).
(2) Να ρίξω από τον ουρανό στη γη. Η φωτιά αυτή δεν είναι φυσική στη γη και δεν ξεπηδά από αυτήν. Για αυτό δεν λέει «στη γη» αλλά «πάνω στη γη» (b).
(3) Ή «αντί να πει: πόσο θέλω, αν ήδη άναψε; Επισπεύδει δηλαδή το άναμμα αυτής της φωτιάς» (Θφ)= Πόσο ήθελα να ήταν τώρα αναμμένη. Ή, πιο φυσικά: «Και τι περισσότερο θέλω, εάν άναψε; Τι περισσότερο αναμένω στον κόσμο; Λέγοντας βεβαίως αυτά έδειχνε, ότι ήδη άναψε στους μαθητές και αφού άναψε δεν θα σβήσει πλέον» (Ζ).
12.50 βάπτισμα δὲ(1) ἔχω βαπτισθῆναι, καὶ πῶς συνέχομαι(2) ἕως ὅτου τελεσθῇ.
50 Έχω όμως να περάσω μια δοκιμασία και με κατέχει ανυπομονησία ωσότου την υποστώ!
(1) «Επειδή όμως η φωτιά αυτή δεν επρόκειτο αλλιώς» (Θφ), «να αρπάξει σε όλη την οικουμένη εάν δεν ολοκληρωνόταν όλο το θείο σχέδιο της σωτηρίας» (Κ) και «μετά τον θάνατό του· διότι πράγματι, από τότε αυξήθηκε το κήρυγμα και ο ζήλος· για αυτό προσθέτει και για το θάνατο, ονομάζοντας αυτόν βάπτισμα» (Θφ). Το «δε» λοιπόν είναι αντιθετικό=Αλλά για να ανάψει πραγματικά αυτή η φωτιά (g). Αποκαλεί το πάθημά του βάπτισμα χρησιμοποιώντας λέξη, η οποία το παρουσιάζει με πιο μέτριο τρόπο. Πρόκειται για βάπτισμα και όχι για κατακλυσμό. Πρόκειται να βουτηχτώ στο νερό, αλλά όχι και να πνιγώ σε αυτό.
(2) «Αντί να πει: πόσο φροντίζω και θλίβομαι έως ότου τελεστεί» (Θφ)· «σαν να αγωνιώ λόγω της αργοπορίας» (Ζ). Από πού προερχόταν η βιασύνη αυτή και αγωνιώδης ανυπομονησία; Ή, διότι «διψώ τον θάνατο υπέρ της σωτηρίας όλων» (Θφ)· «φανέρωσε λοιπόν, ότι βιάζεται να σφαχτεί για μας, και εκούσια παραδίδει τον εαυτό του» (Ζ). Ή, έχουμε εδώ το πάθος, που υφίστατο ο Κύριος πριν το πάθος του. Κάτι ανάλογο δηλαδή με το Ιω. ιβ 27. «Τώρα η ψυχή μου έχει ταραχτεί και τι να πω;» (g). Η πρόβλεψη των παθημάτων του ήταν μία συνεχής Γεθσημανή (p). Και ήθελε, ως άνθρωπος, το γρηγορότερο να εκπληρώσει το έργο αυτό και να απαλλαχτεί από την επικρεμάμενη φοβερότατη τιμωρία (δ). Και οι δύο ερμηνείες είναι σοβαρές. Επιθυμούσε το βάπτισμα, διότι προέβλεπε τις σωτηριώδεις συνέπειες, οι οποίες θα προέρχονταν από αυτό. Ήταν λοιπόν αυτές τόσο ένδοξες από το Θεό, τόσο αιώνια ευλογημένες, ώστε δεν ήταν δυνατόν παρά να επιθυμεί, να συντελεστεί το ταχύτερο το βάπτισμα αυτό. Και τόσο περισσότερο όσο δοκίμαζε την φυσική αγωνία, την οποία ο θάνατος προκαλεί στην ανθρώπινη φύση. Ήταν αληθινός άνθρωπος και στο σώμα και στην ψυχή. Ως άνθρωπος αποστρεφόταν τον πόνο, ήταν υποκείμενος στη λύπη και αντίκρυζε τον θάνατο σαν εχθρό δικό του και της ανθρώπινης φύσης. Για αυτό και πρόσφερε δεήσεις και ικεσίες σε αυτόν που μπορούσε να τον σώσει από το θάνατο (Εβρ. ε 7). Η θεία του φύση λοιπόν δεν επισκίασε το πάθημά του, αλλά έδωσε σε αυτόν μόνο τόσο βαθμό ανακούφισης και βοήθειας, όσος θα παρεχόταν και στον πρώτο Αδάμ, εάν δεν αμάρτανε.
12.51 δοκεῖτε(1) ὅτι εἰρήνην παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ; οὐχί, λέγω ὑμῖν(2), ἀλλ᾽ ἢ(3) διαμερισμόν(4).
51 Νομίζετε πως ήρθα για να επιβάλω αναγκαστική ομόνοια μεταξύ των ανθρώπων; Κάθε άλλο· σας βεβαιώνω πως ο ερχομός μου θα φέρει διαιρέσεις.
(1) Δες Ματθ. ι 34-35 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. δοκεῖτε=Επικρατούσε γενικώς η ιδέα στους Ιουδαίους ότι ο Μεσσίας θα εγκαθίδρυε αμέσως βασιλεία ειρήνης και ευδαιμονίας. Ο Ιησούς λοιπόν δεν θέλει οι μαθητές του να ζουν σε φανταστικό παράδεισο και προειδοποιεί αυτούς ότι στον κόσμο αυτόν θα αντιμετωπίσουν αντιδράσεις και διωγμούς (p). Όχι λέει ο Κύριος. Δεν ήλθα για να δώσω τέτοια ειρήνη. Ήλθα να ειρηνεύσω τους ανθρώπους με το Θεό και με τη συνείδησή τους και με τους αδελφούς τους. Αλλά στον κόσμο θα υπάρχει ταραχή και σάλος. Εάν όλος ο κόσμος δεχόταν το Χριστό, βεβαίως θα επακολουθούσε τότε παγκόσμια και καθολική ειρήνη. Εφόσον όμως πολλοί απορρίπτουν το ευαγγέλιό του, τα παιδιά του Θεού, τα οποία κλήθηκαν και χωρίστηκαν από τον κόσμο, πρέπει να περιμένουν τις συνέπειες της έχθρας, η οποία ανέκαθεν υπάρχει εκ μέρους του σπέρματος του φιδιού εναντίον των παιδιών του Θεού.
(2) «Τι λες, Δέσποτά μας; Δεν ήλθες να βάλεις ειρήνη; Παρόλο που έγινες για μας η ειρήνη μας, γκρέμισες το μεσότοιχο του φράγματος, αφάνισες την αμαρτία που μας διαχώριζε, ευαγγελίστηκες σε αυτούς που ήταν μακριά και σε αυτούς που ήταν κοντά· ένωσες κοπάδια με κοπάδια, τους Ιουδαίους με τους εθνικούς, ειρήνευσες μέσω του σταυρού τα ουράνια και τα επίγεια, όπως έχει γραφτεί· έγινες για μας συμφιλιωτής και μεσίτης και διώχνοντας την αμαρτία που στεκόταν στη μέση, μας ένωσες μέσω του εαυτού σου με τον Θεό και Πατέρα» (Κ). «Οπότε μοιάζει με αίνιγμα ο λόγος. Λέμε λοιπόν ότι δεν είναι κάθε ειρήνη ακατηγόρητη και καλή, αλλά πολλές φορές δεν φέρνει ασφάλεια και ρίχνει μακριά από την θεία αγάπη· για παράδειγμα όταν ειρηνεύουμε και συμφωνούμε με σκοπό την κατάργηση της αλήθειας. Αυτήν λοιπόν την ειρήνη δεν ήλθε να δώσει ο Χριστός. Αντιθέτως λοιπόν, μάς θέλει να διαφωνούμε μεταξύ μας χάριν του καλού, πράγμα που έγινε και στον διωγμό» (Θφ). «Για αυτό και οι πιστοί απομακρύνονται από τις γήινες αγάπες και συγγενείς αγνοούν και πατέρας αρνείται την αγάπη του γιου και γιος αγνοεί την τιμή στον πατέρα και μητέρα απέκρουσε την αγάπη της κόρης» (Κ).
(3) ἀλλ᾽ ἢ. Η έννοια μάλλον είναι: άλλο ἢ =Δεν ήλθα να δώσω στη γη κάτι άλλο παρά διαχωρισμό (p.g). Αλλά ούτε τόνο έχει (δεν είναι δηλ. άλλ’ ἢ) ούτε στο γράμμα ο γίνεται έκλθιψη. Συνεπώς η ορθή γραφή είναι «αλλά ἢ» όπως πράγματι ο κώδικας του Βέζα και κάποιοι μικρογράμματοι γράφουν χωρίς έκθλιψη και το οποίο και στους έξω κλασικούς συγγραφείς είναι συνηθέστατο με την έννοια του: αλλά μόνο, παρά μόνο (δ).
(4) Λέγεται μοναδική φορά. Το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι σφάλμα του ευαγγελίου, αλλά σφάλμα εκείνων, οι οποίοι δεν αποδέχονται το ευαγγέλιο. Όταν μερικοί μόνο πιστεύουν στα κηρυττόμενα, οι άλλοι όμως δεν πιστεύουν, αυτομάτως γεννιέται ο διαμερισμός αυτός. Οι περισσότερο μάλιστα αδιάλλακτες και βίαιες έριδες και φιλονικίες προκαλούνται από τις θρησκευτικές διαφορές και διαφωνίες. Ουδέποτε η έχθρα κορυφώνεται τόσο, όσο στους διώκτες της θρησκείας. Και ουδέποτε η αποφασιστικότητα εξωθείται σε τέτοιες ακρότητες όσο στους θρησκευτικούς διωγμούς.
12.52 ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν(1) πέντε(2) ἐν ἑνὶ(3) οἴκῳ διαμεμερισμένοι, τρεῖς ἐπὶ δυσὶν(4) καὶ δύο ἐπὶ(5) τρισί(4),
52 Από τώρα και στο εξής μία οικογένεια με πέντε μέλη θα χωριστεί σε δύο παρατάξεις: τρεις εναντίον δύο και δύο εναντίον τριών.
(1) Από τον τωρινό χρόνο. Δείχνει ότι μπήκαν οι αρχές, αλλά όχι και η πλήρης ανάπτυξη του γεγονότος που εξαγγέλλεται, το οποίο θα πραγματοποιηθεί πλήρως σύμφωνα με τον σ. 50 μετά το πάθος (L). Με εξαίρεση το Β΄Κορ. ε 16 η φράση είναι χαρακτηριστική μόνου του Λουκά (α 48,ε 10,κβ 18,69,Πράξ. ιη 6), αλλά συναντιέται συχνά στους Ο΄, ιδιαίτερα στους Ψαλμούς (p).
(2) Δηλαδή ο πατέρας, η μητέρα, ο γιος, η κόρη και η νύφη. Ο γαμπρός στην περίπτωση κόρης δεν προστίθεται, διότι αυτός έχει πλέον δικό του σπίτι (b).
(3) Κατά τον «διαχωρισμό των πιστών και των απίστων, θα διαιρεθούν και οι γνησιότατες σχέσεις του ανθρωπίνου γένους» (Ζ)
(4) Τα σπίτια θα διαιρεθούν σε πλειοψηφία και μειοψηφία. Και αλλού μεν η πλειοψηφία θα είναι χριστιανική, αλλού όμως άπιστη. Αναφέρει λοιπόν τον αριθμό αυτόν, διότι με αυτόν γίνεται ολοφάνερη και επίμονη η διχόνοια, εφόσον εάν γίνουν 4 προς 1, ο ένας αυτός ή θα υποχωρήσει ή θα αναγκαστεί να φύγει. Όταν όμως είναι 3 προς 2 είναι δυνατή η εξακολούθηση της διχόνοιας (δ).
(5) Η «επί» δείχνει την εχθρότητα (g).
12.53 διαμερισθήσονται(1) πατὴρ ἐπὶ υἱῷ καὶ υἱὸς ἐπὶ πατρί, μήτηρ ἐπὶ θυγατρί(2) καὶ θυγάτηρ ἐπὶ μητρί, πενθερὰ ἐπὶ τὴν νύμφην αὐτῆς καὶ νύμφη ἐπὶ τὴν πενθεράν αυτής.
53 »Ο πατέρας θα είναι αντίθετος με το γιο του κι ο γιος με τον πατέρα του·
η μάνα με την κόρη της κι η κόρη με τη μάνα της· η πεθερά με τη νύφη της κι η νύφη με την πεθερά της».
(1) Επεξηγεί το 3 εναντίον 2 και το 2 εναντίον 3. Φαίνεται όμως να απαριθμεί τώρα 6 πρόσωπα αντί για τα 5 που καθορίστηκαν στον προηγ. στίχο. «Πώς λοιπόν ενώ είπε ότι θα είναι πέντε σε ένα σπίτι οι διαχωρισμένοι, στην αρίθμηση έβαλε έξι πρόσωπα; Λέμε λοιπόν ότι ένα πρόσωπο το πήρε δύο φορές» (Θφ). Η μητέρα και η πεθερά είναι ένα και το ίδιο πρόσωπο (p). Η νύφη που είναι σύζυγος του γιου μένει στο ίδιο σπίτι με την πεθερά.
(2) Διαφορετικές γραφές: μήτηρ επί θυγατέρα και θυγάτηρ επί μητέρα. Ενώ η πρόθεση «επί» όταν πρόκειται για άνδρες συντάσσεται με δοτική, όταν πρόκειται για γυναίκες συντάσσεται με αιτιατική. Πιθανώς για να δηλωθεί ότι η έχθρα μεταξύ γυναικών είναι εντονότερη. Ίσως όμως να οφείλεται η αλλαγή της σύνταξης στο Μιχ. ζ 6 όπου υπάρχει η φράση «επί την» στην περίπτωση γυναικών, αλλά «υιός ατιμάζει πατέρα» στην περίπτωση ανδρών (p).
Στίχ. 54-59.Η ερμηνεία των καιρών. Συνδιαλλαγή αμέσως.
12.54 ῎Ελεγεν δὲ καὶ(1) τοῖς ὄχλοις(2), ῞Οταν ἴδητε τὴν νεφέλην ἀνατέλλουσαν από δυσμῶν(3), εὐθέως(4) λέγετε ὅτι ῎Ομβρος(5) ἔρχεται(4), καὶ γίνεται οὕτω·
54 Έλεγε ακόμη ο Ιησούς στα πλήθη: «Όταν δείτε τα σύννεφα να έρχονται από τη δύση, αμέσως λέτε πως έρχεται βροχή, κι έτσι γίνεται.
(1) Η φράση «έλεγε δε και» είναι κατάλληλη για εισαγωγή κάποιου τελικού λόγου που έχει ιδιάζουσα σημασία και σοβαρότητα. Δες Λουκ. ε 36,θ 23,ιστ 1,ιη 1 (p). Η τελική ιδέα εδώ, με την οποία κατακλείεται ο όλος λόγος είναι ο επείγων χαρακτήρας της επιστροφής (g).
(2) Στους όχλους, διότι είχε απευθύνει τα προηγούμενα λόγια στους αποστόλους (b). Για τα ακόλουθα λόγια στους σ. 54-56 δες και Ματθ. ιστ 1-3 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Εκεί όμως ο Κύριος λέει τα λόγια αυτά απαντώντας σε αυτούς που του ζητούσαν θαύμα από τον ουρανό, βεβαιώνοντας, ότι τα θαύματα δεν έλειψαν, αλλά είχαν δοθεί και αρκούσε να προσέξουν σε αυτά και να μελετήσουν αυτά, όπως προσέχουν και εξηγούν τα φυσικά φαινόμενα, για να αντιληφθούν αυτά (g).
(3) Υπάρχει και η γραφή: επί δυσμών. Η εκ δυσμών της Παλαιστίνης, δηλαδή από τη Μεσόγειο θάλασσα, έλευση και ανύψωση σύννεφου, ήταν σημάδι βροχής. Δες Γ Βασ. ιη 44 (δ).
(4) Και το «ευθέως» και ο ενεστώτας «έρχεται» φανερώνουν την πεποίθηση με την οποία γίνεται η προαναγγελία της βροχής (p).
(5) Όμβρος=ισχυρή βροχή με κεραυνούς και αστραπές. Δες Δευτ. λβ 2,Σοφ. Σολ. ιστ 16,Σοφ. Σειράχ μθ 9 (p).
12.55 καὶ ὅταν νότον πνέοντα(1), λέγετε ὅτι καύσων(2) ἔσται, καὶ γίνεται.
55 Κι όταν φυσάει νοτιάς, λέτε πως θ’ ακολουθήσει καύσωνας, κι έτσι γίνεται.
(1) Εξυπακούεται το «δείτε». Βλέπει λοιπόν κάποιος την προέλευση και κατεύθυνση του ανέμου από τα αντικείμενα, τα οποία το φύσημά του κουνάει. Μόνος ο Λουκάς χρησιμοποιεί τη λέξη νότος για άνεμο. Δες Πράξ. κζ 13,κη 13. Αλλού στην Κ.Δ. σημαίνει όπως και τους Ο΄ το νότιο σημείο του ορίζοντα (p). Πρόκειται για τον σιμούν, τον άνεμο της ερήμου (g), που προέρχεται από την Αραβία (δ).
(2) Η λέξη καύσωνας χρησιμοποιείται μερικές φορές για να δηλώσει τον καυστικό ανατολικό άνεμο (Ιώβ κζ 21,Ωσηέ ιβ 1). Αλλά εδώ ο νότιος άνεμος είναι το προγνωστικό του καύσωνα. Συνεπώς η λέξη καύσων σημαίνει τον θερμό καιρό (b).
12.56 ὑποκριταί(1), τὸ πρόσωπον τῆς γῆς(2) καὶ τοῦ οὐρανοῦ οἴδατε δοκιμάζειν(3), τὸν καιρὸν δὲ τοῦτον(4) πῶς οὐ δοκιμάζετε(5);
56 Υποκριτές! Τα σημάδια του ουρανού και της γης ξέρετε να τα διακρίνετε. Πώς δεν ξέρετε να διακρίνετε τα σημάδια των καιρών;»
(1) Ομολογούσαν ότι δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν σημάδια, όπως η γέννηση, το κήρυγμα και ο θάνατος του Βαπτιστή, το κήρυγμα και τα θαύματα του Ιησού. Αλλά η ικανότητά τους για την πρόγνωση και διάγνωση του καιρού αποδείκνυε, ότι είχαν αρκετή αντίληψη, όσες φορές επρόκειτο για τα επίγεια συμφέροντά τους (p). Την ικανότητα διάγνωσης δεν την χρησιμοποιούσαν προκειμένου για τα υψηλότερα συμφέροντα. Δεν τους έλειπε το μάτι, αλλά η διάθεση και η καλή θέληση να δουν. Για αυτό και ο Κύριος χαρακτηρίζοντας την αντίφαση αυτή στη συμπεριφορά τους, τους αποκαλεί υποκριτές (g).
(2) «Πρόσωπο της γης και του ουρανού είναι η επιφάνεια αυτής και εκείνου» (Ζ). Ο υλικός και ο ηθικός κόσμος βρίσκονται και οι δύο κάτω από την ίδια κυβέρνηση και βρίσκονται και οι δύο κάτω από την παρατήρηση των ανθρώπων, έτσι ώστε μπορούμε μέσω αυτών να βρούμε τους δρόμους του Θεού (ο).
(3) Δοκιμάζω=εκτιμώ τη φύση, την αξία, τη σημασία κάποιου πράγματος (g). «Την επιφάνεια της γης και του ουρανού ξέρετε να τα διακρίνετε και από την παρατήρησή της να προλέγετε το μέλλον» (Ζ).
(4) «Τον καιρό της δικής μου παρουσίας δηλαδή» (Ζ). Υπάρχουν σημεία των καιρών, με τα οποία οι συνετοί και καλοδιάθετοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν ηθικές προγνώσεις και να διαγνώσουν τις κινήσεις και μεθόδους της θείας Πρόνοιας και σύμφωνα με αυτές να κανονίσουν και να συμμορφώσουν την συμπεριφορά τους. Ο Θεός μιλά στα παιδιά του πάντοτε με τις εκάστοτε περιστάσεις. Και τα υπάκουα από αυτά ακούνε τη φωνή του και συμμορφώνονται με αυτήν. Υπάρχουν όμως πολλοί ικανότατοι και με μεγάλη αντίληψη σε άλλα, οι οποίοι παρ’ όλα αυτά δεν μπορούν να διακρίνουν τις ευκαιρίες για σωτηρία τους, που παρέχονται σε αυτούς από το Θεό.
(5) «Πώς δεν διακρίνετε από την εξέταση των νομικών και προφητικών βιβλίων, στα οποία υπάρχουν σημάδια και σύμβολα σχετικά με αυτόν, από τα οποία εύκολα αυτός αναγνωρίζεται σε όσους προσέχουν» (Ζ), αλλά και «από αυτά που εγώ λέω και πράττω» (Θφ). Η βασιλεία χάθηκε ήδη από τη φυλή του Ιούδα, οι εβδομάδες επίσης του Δανιήλ είναι στην συμπλήρωσή τους. Και όμως δεν αντιλαμβάνεστε αυτό. Τα θαύματα τα οποία έκανε ο υιός του ανθρώπου και η διδασκαλία του, όπως και η συρροή του πλήθους που σημειώνεται γύρω του, είναι σαφείς ενδείξεις, ότι η βασιλεία του Θεού ήλθε σε σας. Και όμως εσείς δεν θέλετε να αισθανθείτε αυτό. Ο Συμεών και η Άννα και άλλοι ευσεβείς Ισραηλίτες ανέμεναν την έλευση του Μεσσία οδηγούμενοι από τα σημάδια των καιρών, τα οποία κάτω από το φως της προφητείας παρατηρούσαν και διέκριναν.
12.57 Τί δὲ καὶ ἀφ᾽ ἑαυτῶν(1) οὐ κρίνετε τὸ δίκαιον(2);
57 «Γιατί δεν κρίνετε κι από μόνοι σας ποιο είναι το σωστό;
(1) Γιατί λοιπόν δεν κρίνετε από μόνοι σας, οδηγούμενοι από τη συνείδηση και καρδιά σας και όχι από εξωτερικά σημάδια (p) και χωρίς άλλος κανείς να σας οδηγήσει ή να σας πληροφορήσει για αυτό (g).
(2) «Γιατί και από μόνοι σας δεν κατανοείτε το καλό, παρόλο που είναι ευδιάκριτο;» (Ζ). Δίκαιο δεν είναι μόνο το πρέπον, αλλά και ό,τι απαιτεί η δικαιοσύνη (L)· το αληθινό και δίκαιο και που οδηγεί στην αληθινή ειρήνη (b). Ή, λέγεται γενικά=Γιατί δεν φροντίζετε να συμμορφωθείτε με το θέλημα του Θεού, απομακρυνόμενοι από την αμαρτία, στην οποία ζείτε και προσπαθώντας να κάνετε ευμενή προς εσάς το Θεό, τον οποίο με τον αμαρτωλό βίο σας εξοργίσατε. Ή, αναφέρεται ειδικά στην εντύπωση, την οποία η διδασκαλία και ο βίος του Ιησού προκαλεί σε κάθε ευθεία καρδιά. Ο Χριστιανισμός έχει να μαρτυρεί υπέρ του η λογική και η φυσική συνείδηση. Και εάν οι άνθρωποι αφήσουν τους εαυτούς τους απροκατάληπτα να κρίνουν το σωστό, οδηγούνται στο συμπέρασμα, ότι τα παραγγέλματα του Χριστού είναι δίκαια και τίποτα άλλο δεν αρμόζει στον άνθρωπο παρά να υποταχτεί ολόψυχα σε αυτά. Η πρώτη ερμηνεία είναι πιο σωστή, διότι είναι περισσότερο σύμφωνη με όσα ακολουθούν στους σ. 58 και 59. Ο σ. αυτός χρησιμεύει ως μετάβαση (L). Και τα ακόλουθα λόγια αναπτύσσουν ποιο είναι το δίκαιο σε αυτήν την περίπτωση (g).
12.58 ὡς(1) γὰρ ὑπάγεις μετὰ τοῦ ἀντιδίκου σου ἐπ᾽ ἄρχοντα(2), ἐν τῇ ὁδῷ δὸς ἐργασίαν(3) ἀπηλλάχθαι ἀπ᾽ αὐτοῦ(4), μήποτε κατασύρῃ(5) σε πρὸς τὸν κριτήν, καὶ ὁ κριτής σε παραδώσει τῷ πράκτορι(6), καὶ ὁ πράκτωρ σε βαλεῖ εἰς φυλακήν.
58 Όταν για παράδειγμα, πηγαίνεις με τον αντίδικό σου στο δικαστή, φρόντισε όσο βρίσκεσαι ακόμη στο δρόμο να συμφιλιωθείς μαζί του· γιατί αλλιώς, αν σε πάει στο δικαστή, ο δικαστής θα σε παραδώσει στο δεσμοφύλακα και ο δεσμοφύλακας θα σε κλείσει στη φυλακή.
(1) Το ως είναι χρονικό=όταν πηγαίνεις (δ). «Αυτό το νόημα το χρησιμοποίησε ο Χριστός με άλλο σκοπό στο πέμπτο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον» (Ζ). Δες Ματθ. ε 25-26 και τις εκεί σημειώσεις. Αλλά εκεί ο λόγος αυτός αναφέρεται στη συμφιλίωση αδελφού με αδελφό, ενώ εδώ εφαρμόζεται στη συμφιλίωση των Ιουδαίων με το Θεό (g). Οι Ιουδαίοι όφειλαν να μετανοήσουν χωρίς να περιμένουν να αρχίσει το ξέσπασμα της θείας οργής και τιμωρίας (L). Από τις ποινές για τις οποίες γίνεται λόγος στον σ. αυτόν, «θα είναι μακριά αυτοί που εξετάζουν τον καιρό της παρουσίας του Χριστού και δεν αγνόησαν το μυστήριο σχετικά με αυτόν» (Κ). Πρόκειται για παραβολή, της οποίας δεν είναι ανάγκη να ερμηνεύσουμε όλες τις λεπτομέρειες (p).
(2) Ο άρχοντας είναι ο ίδιος με τον κριτή. Παριστάνει τον χρεωφειλέτη να οδηγείται από τον δανειστή στον δικαστή. «Διότι δρόμος μεν είναι η ζωή μας» (Β). «Όσο λοιπόν είσαι μαζί του στο δρόμο, δηλαδή πριν φτάσεις προς τον κριτή, εργάσου, με την έννοια μην αμελήσεις να δείξεις κάθε ζήλο ώστε να απαλλαχτείς από αυτόν. Αν όμως δεν γίνει αυτό, θα σε παραδώσει στον κριτή» (Κ).
(3) «Δώσε εργασία», είναι λατινικός τρόπος έκφρασης που χρησιμοποιούνταν τότε γενικώς αντί για το: προσπάθησε, φρόντισε (δ).
(4) «Ας διώξουμε αυτά για τα οποία είμαστε αξιοκατάκριτοι, ας αρπάξουμε την χάρη που δίνεται μέσω του Χριστού, που μας ελευθερώνει από κάθε οφειλή και μας γλυτώνει από την τιμωρία, την κόλαση και το φόβο» (Κ). Κάθε άνθρωπος έχει μπροστά του σοβαρότατη υπόθεση: να διευθετήσει τις σχέσεις του με το Θεό. Ο διακανονισμός της υπόθεσης αυτής εάν δεν προλάβει την ώρα της κρίσης, θα καταλήξει σε καταδίκη. Τα σημάδια των καιρών δείχνουν ότι το δικαστικό βήμα στήθηκε για τους Ιουδαίους που άκουγαν τα λόγια αυτά του Κυρίου. Ήταν λοιπόν επείγον να αντιληφθούν αυτό και να σπεύσουν να συμφιλιωθούν με τον δανειστή τους (g).
(5) «Είναι καλή η λέξη, δηλαδή η λέξη «να σε κατασύρει», για να δείξει ότι χωρίς τη θέλησή μας τραβιόμαστε να πορευτούμε σαν σε καταδίκη χωρίς να το θέλουμε» (Ω). Λέγεται η λέξη μοναδική φορά.
(6) Δηλαδή τον εισπράκτορα, που εισπράττει τα οφειλόμενα· στην Αθήνα ονομάζονταν έτσι αυτοί που εισέπρατταν τα πρόστιμα και τα δικαστικά έξοδα (δ). Και η λέξη αυτή λέγεται μοναδική φορά. «Να… μην οδηγηθούμε προς τον κριτή και παραδοθούμε στους εισπράκτορες, δηλαδή αυτούς που τιμωρούν, των οποίων δεν θα μπορούσε κάποιος να διαφύγει την αγριότητα» (Κ). Κάναμε με την αμαρτία το Θεό αντίδικό μας και προκαλέσαμε εναντίον μας την δυσμένειά του. Έχει λοιπόν και το δίκαιο και τη δύναμη στα χέρια του, έτσι ώστε ούτε σκέψη δεν επιτρέπεται να χωρέσει σε κάθε συνετό, για το ότι μπορούμε να έλθουμε σε κρίση μαζί του. Για αυτό ας σπεύσουμε να ελευθερωθούμε από τα χέρια του Θεού ως αντιδίκου και να ρίξουμε τους εαυτούς μας στα χέρια του Θεού Πατέρα. Ας κάνουμε όμως αυτό, για όσο βρισκόμαστε στο δρόμο. Όσο ζούμε είμαστε στο δρόμο και τώρα είναι ο καιρός μας, κατά τον οποίο με την μετάνοια και την πίστη να λύσουμε διαμέσου του Χριστού τις διαφορές μας με τον Ύψιστο και να δικαιωθούμε από αυτόν.
12.59 λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν ἕως καὶ τὸ ἔσχατον λεπτὸν(1) ἀποδῷς(2).
59 Να ξέρεις πως δεν πρόκειται να βγεις από ’κει, αν δεν επιστρέψεις και το τελευταίο λεπτό».
(1) Λεπτό είναι το μισό του κοδράντου. ««λεπτό» είναι το ελάχιστο αμάρτημα» (Ω). «Θα του απαιτηθούν περισσότερο οι τιμωρίες για κάθε σφάλμα, μικρό και μεγάλο» (Κ).
(2) Μπορεί η πληρωμή και εξόφληση να γίνει στη φυλακή; Η παραβολή δεν δίνει καμία απάντηση στο ερώτημα αυτό (p). Μπορούμε το «ἀποδῷς» να το ερμηνεύσουμε: «Μέχρις ότου τιμωρηθούμε και για τα λεπτά αμαρτήματα και συμπληρώσουμε το μέτρο της κόλασης. Αλλά ποτέ δεν ολοκληρώνεται το μέτρο της κόλασης. Άρα θα κολαζόμαστε για πάντα» (Θφ). Η θεία δικαιοσύνη θα ικανοποιείται αιωνίως, αλλά ουδέποτε η ικανοποίηση θα βρίσκεται επαρκής.