Οι εκπλήξεις της πρεσβυτέρας
Ο ουρανοφάντωρ αρχιεπίσκοπος της Καισαρείας Μ. Βασίλειος ( 330-378) υπήρξε, κατά τον άγιο αδελφό του επίσκοπο Νύσσης Γρηγόριο, το στόμα της Εκκλησίας και το χρυσόλαλο αηδόνι των θείων δογμάτων.
Από το θησαυροφυλάκιο των χαρισμάτων του θα προβάλουμε εδώ το διορατικό και το ιαματικό του χάρισμα.
Σε μια πόλι της Καππαδοκίας υπήρχε ένας ενάρετος ιερεύς ονομαζόμενος Αναστάσιος. Ήταν έγγαμος, αλλά διατηρούσε με τη σύζυγό του πρεσβυτέρα Θεογνωσία την παρθενία. Επιπλέον περιέθαλπε στο σπίτι του ένα λεπρό, χωρίς κανένας να το γνωρίζη.
Κάποτε ο Μ. Βασίλειος ήρθε στο σπίτι τους και συνήντησε την άγνωστή του πρεσβυτέρα. Την χαιρέτησε με το όνομα της! Εκείνη απόρησε πολύ γι’ αυτό. Στην συνέχεια την ρώτησε:
-Πού είναι ο π. Αναστάσιος , ο αδελφός σου;
Δεύτερη έκπληξις για την πρεσβυτέρα! Ακολούθησε όμως και τρίτη και τέταρτη και πέμπτη. Όταν του είπε ότι ο σύζυγος της πήγε στο χωράφι, ο άγιος της απήντησε:
-Ξέρεις; Έχει ήδη γυρίσει από το χωράφι και είναι μέσα στο σπίτι!
Η πρεσβυτέρα τότε, αναγνωρίζοντας την αγιότητα του αρχιεπισκόπου, έπεσε στα πόδια του και τον παρεκάλεσε να προσευχηθή γι’ αυτήν.
Στον πρεσβύτερο Αναστάσιο ο Μ. Βασίλειος είπε:
-Μην την ονομάζης σύζυγο, αλλά αδελφή, εφ’ όσον ζήτε σαν αδέλφια.
Έπειτα τον ρώτησε, ποια άλλη αρετή καλλιεργεί. Εκείνος δήλωσε κατηγορηματικά:
-Καμμιά αρετή δεν έχω, δέσποτα μου, και δεν έχω κάνει κανένα καλό.
-Ώστε έτσι; είπε ο άγιος. Για να δούμε αυτό το δωμάτιο.
Τού έδειξε το δωμάτιο, που είχε κλεισμένο τον λεπρό.
-Άνοιξε την πόρτα, τον διέταξε.
-Άγιε δέσποτα, να μην ανοίξουμε. Ο τόπος είναι μολυσμένος.
-Μα κι εγώ, τέτοιο τόπο χρειάζομαι.
Η πόρτα άνοιξε και εμφανίσθηκε ο λεπρός. Ο Μ. Βασίλειος είπε στον ιερέα:
-Γιατί μου κρύβεις αυτόν τον θησαυρό;… Αγωνίσθηκες γι’ αυτόν τόσα χρόνια. Άφησε με αυτή τη νύχτα να τον υπηρετήσω κι εγώ.
Έμεινε ο άγιος στο κελλί του λεπρού όλη την νύχτα προσευχόμενος θερμά στον Θεό! Το πρωί τον έβγαλε έξω εντελώς υγιή. Όλα τα σημάδια της φοβερής ασθένειας είχαν εξαφανισθή.
( Συναξαριστής Α΄)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ. 161-162)