Του Αββά Καρίωνος
α΄. Είπε ο Αββάς Καρίων: «Πολλούς κόπους σωματικούς κατέβαλα παραπάνω από το τέκνο μου Ζαχαρία και δεν έφτασα στα δικά του μέτρα, ως προς την ταπείνωση και τη σιωπή του».
β'. Υπήρχε στη Σκήτη ένας μοναχός, όπου τον έλεγαν Αββά Καρίωνα. Αυτός, έχοντας δυο τέκνα, τα άφησε στη γυναίκα του και ακολούθησε τον αναχωρητικό βίο. Μετά από καιρό, συνέβη πείνα μεγάλη στην Αίγυπτο και η γυναίκα του, μη μπορώντας να τα βγάλη πέρα, ήλθε στη Σκήτη, έχοντας τα δυο παιδιά μαζί της. Το ένα ήταν αγόρι και λεγόταν Ζαχαρίας, το δε άλλο κοράσι. Και κάθισε η γυναίκα του μακριά από τον γέροντα, στο έλος. Γιατί έλος βρίσκεται κοντά στη Σκήτη, οπού και οι εκκλησίες έχουν οικοδομηθή και οι πηγές των νερών είναι. Και τέτοια συνήθεια επικρατούσε στη Σκήτη: "Αν ερχόταν κάποια γυναίκα να μιλήση με αδελφό της η άλλο ενδιαφέρον πρόσωπο, κάθονταν μακριά ο ένας από τον άλλο και έτσι συνωμιλούσαν. Τότε λέγει η γυναίκα στον Αββά Καρίωνα: «Να, έγινες μοναχός και πείνα μεγάλη έπεσε. Ποιος λοιπόν θα θρέψη τα παιδιά σου;». Της λέγει ο Αββάς Καρίων: «Στείλε μου τα εδώ». Λέγει η γυναίκα στα παιδιά: «Πηγαίνετε στον πατέρα σας». Καθώς λοιπόν πήγαιναν στον πατέρα τους, το κοράσι γύρισε στη μητέρα του, ενώ το αγόρι ήλθε στον πατέρα του. Τότε της λέγει:
«Καλά έτσι. Πάρε συ το κοράσι και πήγαινε και εγώ παίρνω το αγόρι». Το ανέτρεφε λοιπόν στη Σκήτη, όπου όλοι ήξεραν ότι παιδί του ήταν. Όταν όμως μεγάλωσε, έγινε γογγυσμός στην αδελφότητα γι’ αυτό. Και ακούοντας ο Αββάς Καρίων, λέγει στο παιδί του: «Ζαχαρία, σήκω να φύγουμε από εδώ, γιατί γογγύζουν οι πατέρες». Του λέγει ο μικρός: «Αββά, όλοι γνωρίζουν εδώ ότι γυιός σου είμαι. Αν πάμε όμως αλλού, δεν πρόκειται να λέγουν ότι είμαι γυιός σου». Και του λέγει ο γέρων: «Σήκω να φύγουμε από εδώ». Και πήγαν στη Θηβαΐδα. Σαν πήραν δε κελλί και κάθισαν λίγες μέρες, ο ίδιος γογγυσμός έγινε και εκεί για το παιδί. Τότε του λέγει ο πατέρας του: «Ζαχαρία, σήκω να γυρίσουμε στη Σκήτη». Ήλθαν στη Σκήτη, πέρασαν λίγες μέρες και πάλι γογγυσμός έγινε για το παιδί. Τότε ο Ζαχαρίας πήγε στη λίμνη του νίτρου, γδύθηκε και βυθίσθηκε έως τη μύτη του. Έμεινε έτσι πολλή ώρα, όσο μπορούσε, και αφάνισε το σώμα του. Ήγουν έγινε σαν λωβιασμένος. Και βγαίνοντας, φόρεσε τα ρούχα του και γύρισε στον πατέρα του. Και εκείνος, μόλις οπού τον ανεγνώρισε. Και αφού προσήλθε στην αγία κοινωνία, κατά το έθος, αποκαλύφθηκε στον άγιο Ισίδωρο τον πρεσβύτερο της Σκήτης αυτό οπού έκαμε. Και βλέποντάς τον και θαυμάζοντας, είπε: «Ο μικρός Ζαχαρίας, την περασμένη Κυριακή, ήλθε και κοινώνησε σαν άνθρωπος, τώρα δε σαν Άγγελος έγινε».
Του Αββά Κόπρη
α΄. Έλεγε ο Αββάς Ποιμήν για τον Αββά Κόπρη, ότι σε τέτοιο σημείο τελειότητος έφτασε, ώστε, ενώ αρρώστησε και βρισκόταν κατάκοιτος, ευχαριστούσε τον Θεό και εμπόδιζε το δικό του θέλημα.
β΄. Είπε ο Αββάς Κόπρης: «Μακάριος οποίος υπομένει κόπο, ευχαριστώντας τον Θεό».
γ’. Συνάχθηκαν κάποτε οι μοναχοί της Σκήτης, συζητώντας για τον Μελχισεδέκ. Και λησμόνησαν να καλέσουν τον Αββά Κόπρη. Ύστερα δε, αφού τον κάλεσαν, τον ρωτούσαν γι’ αυτό. Εκείνος δε, χτυπώντας το στόμα του τρεις φορές, είπε: «Αλλοίμονο σου, Κόπρη. Αλλοίμονο σου, Κόπρη. Αλλοίμονο σου Κόπρη. Γιατί, όσα ο Θεός σε πρόσταζε να κάμης, τα εγκατέλειψες. Και όσα δεν σου ζητά, τα ερευνάς». Και ακούοντας οι αδελφοί αυτά, έφυγαν και πήγαν στα κελλιά τους.
Του Αββά Κ ύ ρ ο υ
Σχετικά με τον λογισμό της σαρκικής αμαρτίας έχοντας ερωτηθή ο Αββάς Κύρος ο Αλεξανδρινός, αποκρίθηκε έτσι: Αν λογισμό δεν έχης, ελπίδα δεν έχεις. Αν λογισμούς δεν έχης, πράξη έχεις.
Η διάνοιά του δεν αγωνίζεται εναντίον της αμαρτίας και δεν της αντιλέγει, την πράττει σωματικά. Και όποιος έχει πράξεις, δεν ενοχλείται μες από τους λογισμούς ». Ρώτησε δε ο γέρων τον αδελφό, λέγοντας : « Μήπως συνηθίζεις να συναναστρέφεσαι γυναίκα ; ». Και είπε ο αδελφός : « Όχι. Παλαιοί και νέοι ζωγράφοι είναι οι λογισμοί μου. Μνήμες είναι οπού με ενοχλούν και γυναικών εικόνες ». Και ο γέρων του λέγει : « Νεκρούς μη φοβάσαι. Αλλά τους ζωντανούς απόφευγε και να προοδεύης σε προσευχή ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)