Του Α β β ά Λουκίου
Πήγαν κάποτε μερικοί στον Αββά Λούκιο, οπού έμενε στο Ένατο, οι λεγόμενοι « ευκτίται », μοναχοί. Και τους ρώτησε ο γέρων : « Ποιο είναι το εργόχειρό σας ; ». Και εκείνοι του είπαν: « Εμείς δεν αγγίζουμε εργόχειρο, αλλά, καθώς λέγει ο απόστολος, αδιάλειπτα προσευχόμαστε ». Και τους λέγει ο γέρων : « Δεν τρώτε ; ». Και είπαν : «Ναι ». Και τους λέγει : « Όταν λοιπόν τρώτε, ποιος προσεύχεται για σας ; ». Πάλι λοιπόν τους είπε : « Δεν κοιμάστε ; ». Και είπαν : « Ναι ». Και λέγει ο γέρων : « 'Όταν λοιπόν κοιμάστε, ποιος προσεύχεται για σας ; ». Και δεν κατώρθωσαν να του αποκριθούν σ’ αυτά. Και τους είπε : « Με συμπαθάτε, να, δεν κάνετε καθώς λέτε. Και εγώ τώρα σας δείχνω, ότι, απασχολούμενος με το εργόχειρό μου, αδιάλειπτα προσεύχομαι. Κάθομαι, με τη βοήθεια του Θεού, αφού βρέξω τους λίγους μου φοινικοβλαστούς. Και φτιάχνοντας απ’ αυτούς πλεξούδα, λέγω : Ελέησον με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεος σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημα μου ». Και τους λέγει : « Δεν είναι προσευχή αυτό ; ». Και είπαν: «Ναι ». Και προσθέτει : « Όταν λοιπόν περάσω όλη τη μέρα δουλεύοντας και προσευχόμενος, κερδίζω πάνω από δεκαέξη μικρά νομίσματα. Διαθέτω απ’ αυτά στη θύρα δυο και τα λοιπά τα τρώγω. Και προσεύχεται για μένα όποιος πήρε τα δυο νομίσματα, όταν τρώγω η όταν κοιμάμαι. Και με τη χάρη του Θεού, εκπληρώνεται σ’ εμένα η εντολή της αδιάλειπτης προσευχής ».
Του Αββά Λώτ
α΄. Ήλθε κάποτε ένας από τους γέροντες στον Αββά Λώτ, στο μικρό έλος του Αρσενοΐτη, τον παρακάλεσε για κελλί και του έδωσε. Ήταν δε ο γέρων άρρωστος. Και τον περιποιήθηκε ο Αββάς Λώτ. Και αν έρχονταν κάποιοι να επισκεφθούν τον Αββά Λώτ, τους έκανε να πηγαίνουν και στον άρρωστο γέροντα. Και εκείνος άρχισε να τους λέγη λόγια του Ωριγένη. Και θλιβόταν ο Αββάς Λώτ, λέγοντας : « Μη και νομίσουν οι πατέρες ότι και εμείς έτσι είμαστε ». Και να τον βγάλη από εκεί φοβόταν, εξ αιτίας της εντολής. Σηκώθηκε λοιπόν ο Αββάς Λώτ και πήγε στον Αββά Αρσένιο και του εξέθεσε τα σχετικά με τον γέροντα. Του λέγει τότε ο Αββάς Αρσένιος : « Μη τον διώξης. Αλλά να του πης : Να, από όσα δίνει ο Θεός, φάγε, πιες όπως θέλεις, μόνο αυτά τα λόγια να μη λες. Και αν θέλη, διορθώνεται. Αλλά αν δεν θέλη να συμμορφωθή, μόνος του θα ζητήση να φύγη από εκείνο τον τόπο. Και δεν θα σταθής αιτία συ ». Έφυγε λοιπόν ο Αββάς Λώτ και έκαμε έτσι. Και ο γέρων, μόλις τα άκουσε αυτά, δεν ήθελε να συμμορφωθή. Αλλά άρχισε να παρακαλή, λέγοντας : « Για το όνομα του Κυρίου, αφήστε με να φύγω από εδώ, γιατί δεν μπορώ πλέον να υπομείνω την έρημο ». Και έτσι, σηκώθηκε και έφυγε, προπεμπόμενος με αγάπη.
β'. Διηγήθηκε κάποιος για έναν αδελφό, οπού έπεσε σε αμαρτία, ότι, σαν πήγε να επισκεφθή τον Αββά Λώτ, βρισκόταν σε ανησυχία, μπαίνοντας και βγαίνοντας και μη μπορώντας να καθίση. Και του λέγει ο Αββάς Λώτ : « Τι έχεις, αδελφέ ; ». Και εκείνος είπε : « Αμαρτία μεγάλη έκαμα και δεν μπορώ να την εξαγορεύσω στους πατέρες ». Λέγει ο γέρων : « Εξομολογήσου τη σ’ εμένα και εγώ την παίρνω επάνω μου ». Τότε του είπε : « Σε σαρκικό αμάρτημα έπεσα και θυσίασα για να το επιτύχω ». Και ο γέρων του λέγει : « Έχε θάρρος, γιατί υπάρχει μετάνοια. Πήγαινε, μείνε στο σπήλαιο και νήστευε κάθε δυο μέρες και εγώ βαστάω μαζί σου το μισό της αμαρτίας ». Αφού συμπληρώθηκαν λοιπόν οι τρεις εβδομάδες, πληροφορήθηκε ο γέρων ότι ο Θεός δέχθηκε τη μετάνοια του αδελφού. Και έμεινε υποτασσόμενος στον γέροντα έως την κοίμησή του.
Του Αββά Λογγίνου
α΄. Συμβουλεύτηκε ο Αββάς Λογγίνος τον Αββά Λούκιο κάποτε για τρεις λογισμούς, λέγοντας : « Θέλω να ξενιτευθώ ». Του λέγει ο γέρων : « Αν δεν κυριαρχήσης στη γλώσσα σου, δεν είσαι ξένος, οπού και αν πας. Και εδώ λοιπόν κυριάρχησε στη γλώσσα σου και ξένος είσαι ». Του λέγει πάλι : « θέλω να νηστεύσω ». Αποκρίθηκε ο γέρων : « Είπε ο προφήτης Ησαΐας, ότι αν κάμψης σαν κλοιό και κρίκο τον τράχηλό σου, ούτε έτσι δεν πρόκειται για δεκτή νηστεία. Αλλά μάλλον κυριάρχησε στους πονηρούς λογισμούς ». Του λέγει για τρίτη φορά : « θέλω να αποφύγω τους ανθρώπους ». Και ο γέρων του αποκρίνεται: « Αν πρώτα δεν πραγματοποιήσης την αρετή ζώντας ανάμεσα στους ανθρώπους, ούτε μόνος σου ζώντας θα την πραγματοποιήσης ».
β'. Είπε ο Αββάς Λογγίνος : « Μια φορά αν κακοπαθήσης, λέγε στον εαυτό σου : Και κακοπάθησε και πέθανε. Και αν μου ζητήσης πάρωρα να φας, ούτε την καθημερινή σου τροφή δεν θα σου προσφέρω ».
γ'. Μια γυναίκα, έχοντας στον μαστό της την αρρώστια όπου λέγεται καρκίνος, άκουσε για τον Αββά Λογγίνο και ζήτησε να τον συναντήση. Έμενε λοιπόν αυτός σε κάποια απόσταση από την Αλεξάνδρεια. Ενώ δε η γυναίκα τον αναζητούσε, συνέβη ο μακάριος εκείνος να μαζεύη ξύλα πλάι στη θάλασσα. Και βρίσκοντάς τον, του λέγει : « Αββά, που μένει ο Αββάς Λογγίνος, ο δούλος του Θεού ; ». Δεν ήξερε, βέβαια, ότι ήταν ο ίδιος. Και αυτός της λέγει : « Τι τον θέλεις αυτόν τον απατεώνα ; Μη πας να τον συνάντησης. Είναι ψεύτης. Αλλά τι σου συμβαίνει ; ». Και τότε η γυναίκα του φανέρωσε την πάθηση της. Και εκείνος, σταυρώνοντας το σημείο, την άφησε να φύγη, λέγοντας : « Πήγαινε και ο Θεός σε κάνει καλά. Γιατί ο Λογγίνος σε τίποτε δεν μπορεί να σε ωφελήση ». Έφυγε λοιπόν η γυναίκα, πιστεύοντας στα λόγια του. Και έγινε καλά παρευθύς. Αργότερα όμως, σαν διηγήθηκε σε μερικούς το γεγονός και ανέφερε τα χαρακτηριστικά του γέροντος, έμαθε ότι εκείνος ήταν ο Αββάς Λογγίνος.
δ'. Άλλοτε πάλι του φέρνουν κάποιον άνθρωπο δαιμονισμένο. Και ο γέρων τους λέγει : « Εγώ δεν μπορώ να σας κάμω τίποτε. Καλύτερα, πηγαίνετε στον Αββά Ζήνωνα ». 'Ύστερα ο Αββάς Ζήνων άρχισε να ασχολήται με τον δαίμονα, προσπαθώντας να τον αποδιώξη. Και άρχισε να φωνάζη ο δαίμων : « Πιστεύεις λοιπόν, Αββά Ζήνων, ότι εξ αιτίας σου βγαίνω ; Να, ο Αββάς Λογγίνος εκεί προσεύχεται, παρακαλώντας εναντίον μου. Και φοβούμενος τις δικές του προσευχές, βγαίνω. Εσένα ούτε σε λογαριάζω ».
ε΄. Είπε ο Αββάς Λογγίνος στον Αββά Ακάκιο : « Η γυναίκα τότε καταλαβαίνει ότι έπιασε παιδί, όταν σταματήση το αίμα της. Έτσι λοιπόν και η ψυχή, τότε καταλαβαίνει ότι έχει μέσα της Πνεύμα Άγιο, όταν σταματήσουν τα πάθη, οπού ρέουν απ’ αυτή κάτω. Όσο όμως είναι στην επιρροή τους, πώς μπορεί να κενοδοξή ότι είναι δήθεν απαθής ; Δίνοντας αίμα, παίρνεις πνεύμα ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)