Κάποιος ευσεβής νομικός από την Αντιόχεια πήγε σ’ έναν έγκλειστο γέροντα και τον παρακάλεσε επίμονα να τον δεχτή και να τον κάνη μοναχό. Του λέει λοιπόν ο γέροντας:
-Αν θέλης να σε δεχτώ, πήγαινε πούλησε όλα τα υπάρχοντα σου και μοίρασε τα στους φτωχούς, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου.
Έφυγε ο αδελφός και έκανε ό,τι του είπε ο γέροντας. Μετά του λέει εκείνος:
-Έχεις να φυλάξης κι άλλη μια εντολή: Να μη μιλάς καθόλου.
Κι εκείνος συμφώνησε! Πέρασαν έτσι πέντε χρόνια, χωρίς να βγάλη μιλιά από το στόμα του! Άρχισαν τότε να τον τιμούν μερικοί πάρα πολύ. Γι’ αυτό του λέει ο γέροντας:
-Εδώ δεν μπορής να ωφεληθής. Θα σε στείλω σε κοινόβιο, στην Αίγυπτο.
Και τον έστειλε. Όμως δεν αναίρεσε την εντολή που του είχε δώσει. Κι εκείνος, τηρώντας την, έμεινε σιωπηλός.
Ο ηγούμενος που τον δέχτηκε, θέλησε να τον δοκιμάση αν είναι πραγματικά άλαλος ή όχι. Τον στέλνει λοιπόν σ’ένα θέλημα. Για να φθάση όμως εκεί έπρεπε να περάση κάποιο πλημμυρισμένο ποτάμι. Έτσι θ’ αναγκαζόταν, γυρνώντας, να πη πως δεν μπόρεσε να το περάση.
Στέλνει όμως μετά από κείνον κι έναν άλλο μοναχό, για να δη τί θα κάνη. Όταν έφτασε στο ποτάμι ο αδελφός που δεν μιλούσε, μη μπορώντας να περάση, γονάτισε. Πλησιάζει τότε ένας κροκόδειλος, τον παίρνει στην πλάτη του και τον μεταφέρει στην απέναντι όχθη!
Ο μοναχός, που είχε σταλή να δη τί θα κάνη, μόλις είδε το θαύμα, τρέχει και το αναγγέλει στον αββά και στους αδελφούς. Το άκουσαν κατάπληκτοι!
Έπειτα από λίγο καιρό εκοιμήθη ο μοναχός που δεν μιλούσε, και ο ηγούμενος του μοναστηριού μήνυσε στον γέροντα του: « Αν και μας έστειλες ένα μουγκό, αυτός ήταν ωστόσο άγγελος Θεού».
Και ο έγκλειστος γέροντας του απάντησε πως δεν ήταν άλαλος, αλλά, φυλάγοντας την εντολή που του είχε δώσει, έμενε πάντα σιωπηλός.
( Έαρ της ερήμου)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.253-254)