Του Α β β ά Μακαρίου του Αιγυπτίου
α΄. Διηγήθηκε για τον εαυτό του ο Αββάς Μακάριος, λέγοντας: « Όταν ήμουν νεώτερος και έμενα σε κελλί, στην Αίγυπτο, με έκαμαν διά της βίας κληρικό στην κώμη. Και μη θέλοντας να αναλάβω, έφυγα σε άλλο τόπο. Και ήλθε σ’ έμενα ένας ευλαβής λαϊκός και έπαιρνε το εργόχειρό μου και με διακονούσε. Συνέβη δε, από πειρασμό, μια παρθένος, στην κώμη, να πέση σε αμαρτία. Και έχοντας μείνει έγκυος, τη ρωτούσαν ποιος της το έκαμε αυτό. Και εκείνη έλεγε : Ο αναχωρητής. Βγήκαν λοιπόν οι χωρικοί, με έπιασαν, μου κρέμασαν στον τράχηλο γανωμένες χύτρες και χερούλια από κοφίνια, με πόμπευσαν στα σταυροδρόμια της κώμης και με χτυπούσαν, λέγοντας : Αυτός ο καλόγερος μας διέφθειρε το κοράσι, πάρτε τον, πάρτε τον. Και με χτύπησαν τόσο, όπου παρά λίγο να πεθάνω. Ήλθε δε κάποιος από τους γέροντες και είπε : Ως πότε θα χτυπάτε τον ξένο μοναχό ; Αυτός δε όπου με διακονούσε, ακλουθούσε πίσω μου ντροπιασμένος. Γιατί και αυτόν τον έβριζαν πολύ και του έλεγαν : Να, βλέπεις τι έκαμε ο αναχωρητής, οπού συ καμάρωνες ; Και λέγουν οι γονείς της : Δεν τον αφήνουμε ώσπου να μας δώση εγγυητή ότι θα τη διατρέφη. Και είπα στον διακονητή μου και αυτός εγγυήθηκε. Και πήγα στο κελλί μου και του έδωσα όσα ζεμπίλια είχα, λέγοντάς του : Πούλησέ τα και δος στη γυναίκα μου να φάη. Και έλεγα στον λογισμό μου : Μακάριε, να, σου έλαχε γυναίκα. Πρέπει να εργάζεσαι κάπως πιο πολύ, για να την τρέφης. Και εργαζόμουν νύχτα και μέρα και της έστελνα. Και όταν ήλθε η ώρα της αθλίας να γέννηση, περνούσαν μέρες πολλές όπου βασανιζόταν χωρίς να γέννηση. Και της λέγουν : Τι σημαίνει αυτό ; Και τους αποκρίθηκε : Εγώ ξέρω. Γιατί συκοφάντησα τον αναχωρητή και τον κατηγόρησα λέγοντας ψέμματα. Δεν φταίει αυτός, αλλά ο δείνα νέος. Ήλθε λοιπόν αυτός οπού με διακονούσε, όλος χαρά. Και μου είπε ότι δεν μπόρεσε να γέννηση εκείνη η πρώην παρθένος, ωσότου ωμολόγησε : Δεν είναι ένοχος ο αναχωρητής, αλλά είπα ψέμματα εναντίον του. Και να, όλη η κώμη θέλει να έλθη εδώ με πομπή και παράταξη, για να σου υποβάλη τη μετάνοιά της. Εγώ όμως, ακούοντας τα αυτά, για να μη με θλίψουν οι άνθρωποι, σηκώθηκα και ήλθα εδώ σε Σκήτη. Αυτή ήταν η αφορμή όπου κατέφυγα εδώ ».
β΄. Ήλθε κάποτε ο Μακάριος ο Αιγύπτιος από Σκήτη στο όρος της Νιτρίας, στη σύναξη του Αββά Παμβώ. Και του λέγουν οι γέροντες : «Πες κάτι στους αδελφούς, πάτερ». Και εκείνος αποκρίθηκε : « Εγώ δεν έγινα ακόμη μοναχός, αλλά είδα μοναχούς. Ενώ έμενα κάποτε στο κελλί, σε Σκήτη, με πείραξαν οι λογισμοί, λέγοντας : Βγες στην έρημο και πες τι βλέπεις εκεί. Έμεινα δε, πολεμώντας τον λογισμό πέντε έτη, με την ιδέα μήπως προερχόταν από δαίμονες. Και επειδή επέμενε ο λογισμός, βγήκα στην έρημο. Και βρήκα εκεί μια λίμνη και νησί στη μέση της. Και ήλθαν τα ζωντανά της ερήμου να πιουν απ’ αυτή. Και είδα ανάμεσα τους δυο ανθρώπους γυμνούς. Και δείλιασε το σώμα μου. Γιατί νόμισα ότι είναι πνεύματα. Αυτοί όμως, σαν με είδαν δειλιασμένο, μου είπαν : Μη φοβάσαι. Και εμείς άνθρωποι είμαστε. Και τους λέγω : Από που είστε και πώς ήλθατε σ’ αυτή την έρημο ; Και μου απαντούν : Από Κοινόβιο είμαστε. Και συμφωνήσαμε και βγήκαμε εδώ. Να, σαράντα χρόνια έχουμε. Και ο μεν ένας είναι Αιγύπτιος, ο δε άλλος από τη Λιβύη. Και με ρώτησαν και αυτοί, λέγοντας : Τι γίνεται ο κόσμος ; Και αν έρχωνται τα νερά στον καιρό τους και αν πορεύη καλά ο κόσμος. Και τους αποκρίνομαι : Ναι. Αλλά και εγώ τους ρώτησα: Πώς μπορώ να γίνω μοναχός ; Και μου λέγουν : Αν τινάς δεν απαρνηθή όλα τα του κόσμου, δεν μπορεί να γίνη μοναχός. Και τους λέγω : Εγώ αδύνατος είμαι και δεν μπορώ να κάνω ότι σεις. Και αυτοί τότε μου λέγουν : Αν δεν μπορής σαν εμάς, ας κάθεσαι στο κελλί σου και κλάψε τις αμαρτίες σου. Και τους ρωτώ : Όταν γίνεται κακοκαιρία, δεν τρέμετε; Και όταν γίνεται καύσων, δεν καίεται το σώμα σας; Και μου αποκρίθηκαν : Ο Θεός τα οικονόμησε έτσι για μας. Και ούτε με τα κρύα τρέμουμε ούτε το καλοκαίρι η πολλή ζέστη μας βλάπτει. Γι’ αυτό σας είπα, ότι δεν έγινα ακόμη μοναχός, αλλά είδα μοναχούς. Συγχωρήστε με, αδελφοί ».
γ'. Ο Αββάς Μακάριος, όταν κατοικούσε στην πανέρημο, ήταν μόνος εκεί σαν αναχωρητής, παρά κάτω δε άλλη έρημος ήταν με περισσοτέρους αδελφούς. Παρατηρούσε δε ο γέρων την οδό. Και βλέπει τον σατανά να ανεβαίνη, με σχήμα ανθρώπου, για να περάση απ’ αυτόν. Φαινόταν δε σαν να φορούσε στιχάρι λινό, χιλιοτρυπημένο. Και από κάθε τρύπα, κρεμόταν μικρό δοχείο. Και του λέγει ο μεγάλος γέρων : «Που πας; ». Και του απαντά : «Πηγαίνω να πειράξω τους αδελφούς ». Ο δε γέρων είπε : « Και γιατί έχεις επάνω σου αυτά τα δοχεία; ». « Φαγητά κουβαλώ στους αδελφούς ». Και ο γέρων είπε : « Μα όλα αυτά ; ». Αποκρίθηκε : « Ναι. Αν το ένα δεν αρέση σε κάποιον, του φέρνω άλλο. Και αν ούτε αυτό, του δίνω άλλο. Οπωσδήποτε, ένα τουλάχιστο θα του αρέση ». Και λέγοντας αυτά, απομακρύνθηκε. Ο δε γέρων έμεινε φυλάγοντας με τα μάτια τους δρόμους, έως ότου εκείνος ξαναγύρισε. Και σαν τον είδε ο γέρων, του λέγει : « Είθε να σωθής ». Και εκείνος αποκρίθηκε : « Πώς μπορώ να σωθώ; ». Τον ρωτά ο γέρων : « Γιατί; ». Και του απαντά: «Αφού όλοι μου φέρθηκαν άσχημα και κανείς τους δεν με ανέχεται». Του λέγει ο γέρων: «Κανένα λοιπόν φίλο δεν έχεις εκεί;». Και εκείνος αποκρίθηκε : «Ναι, ένα μόνο έχω φίλο εκεί, αλλά παρ’ όλο ότι μου είναι ευνοϊκά διατεθειμένος, όταν με βλέπη, στρέφεται σαν ανέμη». Του λέγει ο γέρων : « Και ποιο είναι το όνομα του αδελφού αυτού; ». Απαντά : «Θεόπεμπτος ». Και λέγοντας, έφυγε. Σηκώνεται ο Αββάς Μακάριος και πηγαίνει στην παρά κάτω έρημο. Και σαν το άκουσαν οι αδελφοί, πήραν βάγια και βγήκαν να τον υποδεχθούν. Και, έτσι, ο καθένας τους ευτρεπιζόταν, νομίζοντας ότι στον ίδιο θα κατέλυε ο γέρων. Αλλά εκείνος ρωτούσε ποιος είχε το όνομα Θεόπεμπτος στο όρος. Και σαν τον βρήκε, εισήλθε στο κελλί του. Ο δε Θεόπεμπτος τον υποδέχθηκε με χαρά. Μόλις δε βρέθηκαν μόνοι, λέγει ο γέρων : «Πώς είσαι, αδελφέ;». Και αυτός αποκρίθηκε : « Καλά, με τις ευχές σου ». Του λέγει ο γέρων : «Μήπως έχεις πόλεμο από τους λογισμούς ; ». Και απαντά : « Καλά είμαι ». Γιατί ντρεπόταν να πη την αλήθεια. Του λέγει ο γέρων: «Να, τόσα έτη είμαι ασκητής και όλοι με τιμούν και όμως και εμένα τον γέροντα δεν με αφήνει ήσυχο το πνεύμα της σαρκικής αμαρτίας». Αποκρίθηκε λέγοντας και ο Θεόπεμπτος : «Πίστεψε, Αββά, και σ’ εμένα ». Ο δε γέρων προφασιζόταν ότι και άλλοι λογισμοί τον πολεμούσαν, έως ότου τον κάμη να ομολογήση. Ύστερα του λέγει : « Πώς νηστεύεις;». Και του απαντά : « Έως την ενάτη ώρα ». Του λέγει ο γέρων : « Να μένης στη νηστεία και στην άσκηση έως το βράδι. Και να αποστηθίζης το Ευαγγέλιο και τις άλλες Γραφές. Και αν σου ανεβή λογισμός, ποτέ μη προσέχεις κάτω, αλλά πάντοτε άνω. Και ευθύς ο Κύριος σε βοηθά ». Και αφού ευλόγησε ο γέρων τον αδελφό, βγήκε στη δική του έρημο. Και περιμένοντας με προσοχή, πάλι βλέπει εκείνο τον δαίμονα και του λέγει : « Που πηγαίνεις πάλι;». Και εκείνος απαντά : « Να πειράξω τους αδελφούς». Και έφυγε. Και σαν ξαναγύρισε, του λέγει ο άγιος :«Πώς τα πέρασες με τους αδελφούς; ». Του απαντά : « Άσχημα ». Και ο γέρων του λέγει : « Γιατί; ». Και εκείνος αποκρίνεται : « Επιθετικοί είναι όλοι. Και το μεγαλύτερο κακό είναι ότι και εκείνος όπου είχα φίλο και με υπάκουε, και αυτός δεν ξέρω πώς χάλασε και δεν με ακούει, αλλά έγινε πιο επιθετικός από όλους. Έτσι, ωρκίσθηκα να μη ξαναπατήσω εκεί, παρά ύστερα από καιρό ». Και λέγοντας έτσι, έφυγε, αφήνοντας τον γέροντα. Και ο άγιος εισήλθε στο κελλί του.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)