δ'. Πήγε ο Αββάς Μακάριος ο μέγας στον Αββά Αντώνιο, στο όρος. Και σαν χτύπησε στη θύρα, βγήκε, τον είδε και του είπε : «Συ ποιος είσαι;». Και εκείνος αποκρίθηκε : « Είμαι ο Μακάριος ». Έκλεισε τότε τη θύρα, εισήλθε και τον άφησε απ’ έξω. Βλέποντας δε την υπομονή του, του άνοιξε και χαριτολογώντας έλεγε : « Από πολύ καιρό επιθυμούσα να σε δω, ακούοντας τα σχετικά με σένα ». Και τον φιλοξένησε και τον περιποιήθηκε. Γιατί ήταν πολύ κουρασμένος. Σαν έγινε δε βράδι, έβρεξε για τον εαυτό του ο Αββάς Αντώνιος φοινικοβλαστούς και του λέγει ο Αββάς Μακάριος : « Πρόσταξε, να βρέξω και εγώ για τον εαυτό μου ». Και του είπε : « Βρέξε ». Κάνοντας δε μεγάλο δεμάτι, το έβρεξε. Και καθισμένοι αποβραδίς, μιλώντας δε για ψυχική σωτηρία, έπλεκαν. Και η πλεξούδα, περνώντας από τη θυρίδα, στο σπήλαιο κατέβαινε. Και μπαίνοντας πρωί ο μακάριος Αντώνιος, είδε το μάκρος της πλεξούδας του Αββά Μακαρίου και έλεγε: « Πολλή δύναμη από τα χέρια τούτα βγαίνει ».
ε'. Έλεγε ο Αββάς Μακάριος στους αδελφούς για την ερήμωση της Σκήτης : « Όταν δήτε κελλί να χτίζεται κοντά στο έλος, μάθετε ότι σιμά είναι η ερήμωση της. Όταν δήτε δένδρα, όπου να ναι έρχεται. Και όταν δήτε πολύ νέους, πάρτε τους μανδύες σας και φύγετε ».
στ'.Έλεγε πάλι, θέλοντας να στηρίξη τους αδελφούς : « Ήλθε εδώ παιδί δαιμονισμένο με τη μητέρα του και της έλεγε : Σήκω, γριά, να πάμε από εδώ. Και εκείνη είπε : Δεν μπορώ να πάω με τα πόδια. Και της λέγει το παιδί : Εγώ θα σε υποβαστάζω. Και θαύμασα την πονηριά του δαίμονος, πώς θέλησε να τους απομακρύνη ».
ζ'.Έλεγε ο Αββάς Σισώης : « Όταν ήμουν σε Σκήτη με τον Μακάριο, ανεβήκαμε να θερίσουμε μαζί εφτά ονόματα. Και να, μια χήρα σταχομαζώχτρα πίσω μας έκλαιε ασταμάτητα. Φώναξε λοιπόν ο γέρων τον κάτοχο του χωραφιού και του είπε : Τι έχει αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα και όλο κλαίει ; Του απαντά : Στον άνδρα της είχε εμπιστευθή κάποιος ένα ποσό, αλλά πέθανε ξαφνικά και δεν είπε που το είχε κρύψει. Θέλει λοιπόν τώρα ο κύριος του ποσού να πάρη αυτήν και τα παιδιά της και να τους κάμη δούλους του. Του λέγει ο γέρων : Πες της να έλθη σ’ εμάς, εκεί οπού αναπαυόμαστε από το λιοπύρι. Και σαν ήλθε η γυναίκα, της είπε ο γέρων : Γιατί κλαις έτσι ασταμάτητα ; Και απαντά : Στον άνδρα μου εμπιστεύτηκε κάποιος ένα ποσό. Αλλά πέθανε και δεν πρόλαβε να πη που το είχε βάλει. Και της λέγει ο γέρων : Πάμε, να μου δείξης που τον έθαψες. Και παίρνοντας τους αδελφούς κοντά του, βγήκε μαζί μ’ εκείνη. Σαν ήλθαν δε στον τάφο, της είπε ο γέρων : Πήγαινε στο σπίτι σου. Και αφού προσευχήθηκαν, φώναξε ο γέρων τον νεκρό και του λέγει : Που έβαλες το ποσό οπού σου εμπιστεύτηκαν ; Και εκείνος αποκρίνεται και λέγει : Στο σπίτι μου είναι κρυμμένο, κάτω από το πόδι του κρεββατιού. Και του λέγει ο γέρων : Κοιμήσου πάλι έως τη μέρα της αναστάσεως. Βλέποντας δε οι αδελφοί, από τον φόβο τους, έπεσαν στα πόδια του. Και τους είπε ο γέρων : Δεν έγινε για μένα αυτό. Γιατί δεν είμαι τίποτε. Αλλά για τη χήρα και τα ορφανά ο Θεός έκαμε το θαύμα. Και αυτό είναι το σπουδαίο, ότι αναμάρτητη θέλει ο Θεός την ψυχή. Και ότι ζητήση, το παίρνει. Πηγαίνοντας δε, φανέρωσε στη χήρα που βρισκόταν το ποσό. Και εκείνη, παίρνοντάς το, το έδωσε στον κύριό της και ελευθέρωσε τα παιδιά της. Και όλοι όσοι το άκουσαν, δόξασαν τον Θεό ».
η΄.Έλεγε ο Αββάς Πέτρος για τον άγιο Μακάριο :
« Κάποτε πήγε σε έναν αναχωρητή και βλέποντάς τον να υποφέρη, του ζήτησε να του πη τι ήθελε να βάλη στο στόμα του γιατί κανείς δεν ήταν στο κελλί του. Και εκείνος του είπε παστέλλι. Δεν δίστασε τότε ο γενναιόκαρδος να πάη στην Αλεξάνδρεια για να το φέρη στον ταλαίπωρο. Και το θαυμαστό γεγονός δεν έγινε φανερό σε κανέναν ».
θ'.Είπε πάλι : « Βλέποντάς τον να συμπεριφέρεται με ακακία σε όλους τους αδελφούς, είπαν κάποιοι στον Αββά Μακάριο : Γιατί κάνεις έτσι τον εαυτό σου ; Και τους αποκρίθηκε : Δώδεκα χρόνια υπηρέτησα τον Κύριό μου, για να μου δώση αυτό το χάρισμα. Και όλοι με συμβουλεύετε να το αποβάλω;».
ι'.Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο, ότι, αν τύχαινε με αδελφούς, έθετε στον εαυτό του όρο, λέγοντας μέσα του : « Αν βρεθή κρασί, για χάρη των αδελφών πίνε. Και αντί για ένα ποτήρι κρασί, μια μέρα μη πιής νερό ». Οι αδελφοί λοιπόν, για να τον περιποιηθούν, του έδιναν. Ο δε γέρων μετά χαράς το έπαιρνε, για να δοκιμάση τον εαυτό του. Ο μαθητής του όμως, ξέροντας το μυστικό, έλεγε στους αδελφούς : «Για χάρη του Κυρίου, μη του δίνετε. Γιατί αλλοιώς, στο κελλί πρόκειται να δαμάζη τον εαυτό του». Και μαθαίνοντάς το οι αδελφοί, δεν του έδιναν πλέον.
ια΄.Ενώ ο Αββάς Μακάριος πήγαινε κάποτε από το έλος στο κελλί του, φορτωμένος φοινικοβλαστούς, τον συνάντησε ο διάβολος στον δρόμο, με δρεπάνι. Και καθώς θέλησε να τον χτυπήση, δεν μπόρεσε. Και του λέγει : « Πολλή αντίσταση βρίσκω σε σένα, Μακάριε, μη μπορώντας να σου κάμω κακό. Και όμως, ότι κάνεις το κάνω και εγώ. Συ νηστεύεις ; Και εγώ δεν τρώγω καθόλου. Αγρυπνείς ; Και εγώ δεν κοιμάμαι καθόλου. Ένα μονάχα έχεις και με νικάς ». Τον ρωτά ο Αββάς Μακάριος : « Ποιό είναι αυτό ; ». Και εκείνος αποκρίνεται : « Η ταπείνωσή σου. Αυτή με εξουδετερώνει ».
ιβ΄.Ρώτησαν μερικοί πατέρες τον Αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο, λέγοντας : « Πώς όταν τρως και όταν νηστεύης, το σώμα σου είναι μαραμένο ; ». Και τους λέγει ο γέρων : « Το ξύλο οπού στρέφει τα καιόμενα φρύγανα, κατατρώγεται από τη φωτιά. Έτσι και όταν ο άνθρωπος κρατά τον νου του καθαρό με τον φόβο του Θεού, ο ίδιος ο φόβος του Θεού κατατρώγει το σώμα του ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)