Ἕνα ἄλλο θέμα ποὺ ἀπασχόλησε τὸν Γέροντα, ἦταν τὸ θέμα τοῦ ἡμερολογίου. Πονοῦσε γιὰ τὸ χωρισμὸ καὶ προσευχόταν. Λυπόταν γιὰ τὶς παρατάξεις τῶν παλαιοημερολογιτῶν ποὺ εἶναι ξεκομμένες σὰν τὰ κλήματα ἀπὸ τὴν Ἄμπελο, καὶ δὲν ἔχουν κοινωνία μὲ τὰ Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καὶ τὶς κατὰ τόπους αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Μερικὲς τέτοιες ἐνορίες στὴν Ἀθήνα καὶ στὴ Θεσσαλονίκη ἑνώθηκαν καθ’ ὑπόδειξή του μὲ τὴν Ἐκκλησία κρατώντας τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο.
Ἔλεγε, λοιπὸν ὁ Γέροντας: «Καλὸ ἦταν νὰ μὴν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ ἐορτολογικὴ διαφορά, ἀλλὰ δὲν εἶναι θέμα πίστεως». Στὶς ἐνστάσεις ὅτι τὸ νέο ἡμερολόγιο τὸ ἔκανε Πάπας, ἀπαντοῦσε: «Τὸ νέο ἡμερολόγιο τὸ ἔκανε Πάπας καὶ τὸ παλιὸ εἰδωλολάτρης», ἐννοώντας τὸν Ἰούλιο Καίσαρα.
Γιὰ νὰ φανεῖ καλύτερα ἡ τοποθέτηση τοῦ Γέροντα στὸ θέμα τοῦ ἡμερολογίου, παρατίθεται στὴ συνέχεια μία σχετικὴ μαρτυρία:
Ὀρθόδοξος Ἕλληνας μὲ τὴν οἰκογένειά του ζοῦσε χρόνια στὴν Ἀμερική. Εἶχε ὅμως σοβαρὸ πρόβλημα. Ὁ ἴδιος ἦταν ζηλωτὴς (παλαιοημερολογίτης), ἐνῶ ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιὰ του ἦταν μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο. «Δὲν μπορούσαμε νὰ γιορτάσουμε μιά γιορτὴ σὰν οἰκογένεια μαζί», ἔλεγε. «Αὐτοὶ εἶχαν Χριστούγεννα, ἐγὼ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Ἐγὼ Χριστούγεννα, αὐτοὶ τοῦ Ἀϊ-Γιαννιοῦ. Καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ λιγότερο. Τὸ χειρότερο ἦταν τὸ νὰ ξέρεις, ὅπως μᾶς δίδασκαν, ὅτι οἱ νεοημερολογίτες εἶναι αἱρετικοὶ καὶ θὰ κολασθοῦν. Μικρὸ πράγμα εἶναι νὰ ἀκοῦς συνέχεια ὅτι ἡ γυναίκα σου καὶ τὰ παιδιά σου πρόδωσαν τὴν πίστη τους, πῆγαν μὲ τὸν Πάπα, τὰ μυστήριά τους δὲν ἔχουν χάρη, κ.α.π. Ὧρες συζητούσαμε μὲ τὴ γυναίκα μου, ἀλλὰ ἄκρη δὲ βρίσκαμε.
Γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, κάτι δὲ μοῦ ἄρεσε καὶ στοὺς παλαιοημερολογίτες. Ἰδίως ὅταν ἔρχονταν κάποιοι δεσποτάδες καὶ μᾶς μιλοῦσαν. Δὲ μιλοῦσαν μὲ ἀγάπη καὶ μὲ πόνο γιὰ τοὺς πλανεμένους (ὅπως τοὺς θεωροῦσαν) νεοημερολογίτες. Ἀλλὰ θαρρεῖς πὼς εἶχαν ἕνα μίσος καὶ χαίρονταν, ὅταν ἔλεγαν ὅτι θὰ κολασθοῦν. Ἦταν πολὺ φανατικοί. Ὅταν τελείωνε ἡ ὁμιλία τους, ἔνιωθα μέσα μου μία ταραχή. Ἔχανα τὴν εἰρήνη μου. Ὅμως, οὔτε σκέψη νὰ φύγω ἀπὸ τὴν παράδοσή μας. Πήγαινα νὰ σκάσω. Σίγουρα θὰ πάθαινα κάτι ἀπὸ τὴ στενοχώρια.
Σ’ ἕνα ταξίδι μου στὴν Ἑλλάδα, εἶπα τὸν προβληματισμό μου στὸν ξάδερφό μου Γιάννη. Ἐκεῖνος μοῦ μίλησε γιὰ κάποιον γέροντα Παΐσιο. Ἀποφασίσαμε νὰ πᾶμε στὸ Ἅγιον Ὅρος, γιὰ νὰ τὸν συναντήσω. Φθάσαμε στὴν «Παναγούδα». Ὁ Γέροντας μᾶς κέρασε μὲ γελαστὸ πρόσωπο καὶ μὲ ἔβαλε νὰ καθήσω δίπλα του. Τὰ εἶχα χαμένα. Ἐνίωθα, ὅπως μοῦ συμπεριφερόταν, σὰ νὰ μὲ γνώριζε ἀπὸ καιρό, σὰ νὰ ἤξερε τὰ πάντα γιὰ μένα.
«Πῶς τὰ πᾶς μὲ τ’ αὐτοκίνητα ἐκεῖ στὴν Ἀμερική;» Ἦταν ἡ πρώτη κουβέντα του. Σάστισα. Ξέχασα νὰ ἀναφέρω πὼς ἡ δουλειά μου ἦταν στοὺς χώρους σταθμεύσεως αὐτοκινήτων, καὶ φυσικὰ ὅλο μὲ αὐτοκίνητα ἀσχολούμουν.
«Καλὰ τὰ πάω», ἦταν τὸ μόνο ποὺ μπόρεσα νὰ ψελλίσω, κοιτώντας σὰ χαμένος τὸ Γέροντα.
«Πόσες Ἐκκλησίες ἔχετε ἐκεῖ ποὺ μένεις»;
«Τέσσερις», ἀπάντησα καὶ δεύτερο κύμα ἔκπληξης μὲ κατέλαβε.
«Μὲ τὸ παλιὸ ἢ μὲ τὸ νέο»; Ἦρθε ὁ τρίτος κεραυνός, ποὺ ὅμως, ἀντὶ νὰ μεγαλώσει τὴ σαστιμάρα μου, κάπως μὲ ἐξοικείωσε, μὲ ...προσγείωσε, θὰ ἔλεγα, μὲ τὸ χάρισμα τοῦ Γέροντα.
«Δύο μὲ τὸ παλιὸ καὶ δύο μὲ τὸ νέο», τοῦ ἀποκρίθηκα.
«Ἐσὺ ποῦ πᾶς»;
«Ἐγὼ μὲ τὸ παλιὸ καὶ ἡ γυναίκα μου μὲ τὸ νέο», ἀπάντησα.
«Κοίτα. Νὰ πᾶς κι ἐσὺ ἐκεῖ ποὺ πηγαίνει καὶ ἡ γυναίκα σου», μοῦ εἶπε μὲ μία αὐθεντικότητα, καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ μοῦ δώσει ἐξηγήσεις. Ἀλλὰ γιὰ μένα τὸ θέμα εἶχε τελειώσει. Δὲ χρειαζόμουν ἐξηγήσεις καὶ ἐπιχειρήματα. Κάτι τὸ ἀνεξήγητο συνέβη μέσα μου, κάτι τὸ θεϊκό. Ἕνα βάρος ἔφυγε καὶ τινάχτηκε μακριά μου. Ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα καὶ ὅλες οἱ ἀπειλὲς καὶ οἱ ἀφορισμοὶ γιὰ τοὺς νεοημερολογίτες, ποὺ χρόνια ἄκουγα, ἐξανεμίστηκαν. Ἐνίωθα τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μέσω τοῦ Ἁγίου του δροῦσε ἐπάνω μου καὶ μὲ πλημμύριζε μὲ μία εἰρήνη ποὺ χρόνια ἀναζητοῦσα. Ἡ κατάσταση ποὺ ζοῦσα θὰ ἐκδηλώθηκε στὸ πρόσωπό του...
Ἐκεῖνο ποὺ θυμᾶμαι εἶναι ὅτι αὐτὸ μᾶλλον ἔκανε τὸν Γέροντα νὰ σταματήσει γιὰ λίγο. Ἀλλὰ ἔπειτα συνέχισε μὲ μερικὲς ἐξηγήσεις. Ἴσως γιὰ νὰ τὶς λέω σὲ ἄλλους. Ἴσως καὶ γιὰ νὰ τὶς χρησιμοποιήσω γιὰ τὸν ἑαυτό μου σὲ καιρὸ πειρασμοῦ, ὅταν θὰ περνοῦσε ἐκείνη ἡ οὐράνια κατάσταση.
«Καὶ ἐμεῖς βέβαια ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὅρος μὲ τὸ παλιὸ πᾶμε. Ἀλλὰ εἶναι ἄλλη περίπτωση. Εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα, καὶ μ’ αὐτὰ ποὺ ἔχουν τὸ νέο ἡμερολόγιο καὶ μ’ αὐτὰ ποὺ ἔχουν τὸ παλιὸ ἡμερολόγιο. Ἀναγνωρίζομε τὰ μυστήριά τους καὶ αὐτοὶ τὰ δικά μας. Οἱ ἱερεῖς τους συλλειτουργοῦν μὲ τοὺς ἱερεῖς μας.
Ἐνῶ αὐτοὶ οἱ καημένοι ξεκόπηκαν. Οἱ περισσότεροι καὶ εὐλάβεια ἔχουν καὶ ἀκρίβεια καὶ ἀγωνιστικότητα καὶ ζῆλο Θεοῦ. Μόνο ποὺ εἶναι ἀδιάκριτος, «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν». Ἄλλοι ἀπὸ ἁπλότητα, ἄλλοι ἀπὸ ἀμάθεια, ἄλλοι ἀπὸ ἐγωισμό, παρασύρθηκαν.
Θεώρησαν τὶς 13 μέρες θέμα δογματικὸ καὶ ὅλους ἐμᾶς πλανεμένους, καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν ἔχουν κοινωνία οὔτε μὲ τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ πᾶνε μὲ τὸ νέο, ἀλλὰ οὔτε καὶ μὲ τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ πᾶνε μὲ τὸ παλιό, γιατί δῆθεν μολύνθηκαν ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς νεοημερολογίτες. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Καὶ αὐτοὶ οἱ λίγοι ποὺ ἔμειναν, ἔγιναν, δὲν ξέρω καὶ ἐγώ, πόσα κομμάτια. Καὶ ὅλο καὶ κομματιάζονται καὶ ἀλληλοαναθεματίζονται καὶ ἀλληλοαφορίζονται καὶ ἀλληλοκαθαιροῦνται.
Δὲν ξέρεις πόσο ἔχω πονέσει καὶ πόσο ἔχω προσευχηθεῖ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Χρειάζεται νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε καὶ νὰ τοὺς πονᾶμε καὶ ὄχι νὰ τοὺς κατακρίνουμε, καὶ πιὸ πολὺ νὰ προσευχόμαστε γι’ αὐτοὺς νὰ τοὺς φωτίσει ὁ Θεός, καὶ ἂν τύχει καμιὰ φορὰ καὶ μᾶς ζητήσει κανεὶς μὲ καλὴ διάθεση βοήθεια, νὰ λέμε καμιὰ κουβέντα».
Πέρασαν πάνω ἀπὸ πέντε χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντα. Ὁ κ. Χ. ἦλθε στὴν «Παναγούδα» νὰ εὐχαριστήσει τὸν Γέροντα, γιατί ἔκτοτε βρῆκε τὴν πνευματική, ἀλλὰ καὶ τὴν οἰκογενειακή του σωτηρία καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια διηγήθηκε τὰ ἀνωτέρω.
Μὲ τὴν ἀγάπη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν διάκρισή του, γνώριζε πότε νὰ μιλᾶ, πῶς νὰ ἐνεργεῖ καὶ νὰ βοηθᾶ ἀθόρυβα τὴ μητέρα Ἐκκλησία, ἀποφεύγοντας τὰ ἄκρα καὶ θεραπεύοντας πληγὲς ποὺ ταλαιπωροῦν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ σκανδαλίζουν τοὺς πιστούς. (Βίος Γέροντος Παϊσίου, ιερομονάχου Ισαάκ, σελ. 691-696)