ΈΛΕΓΑΝ οι Γέροντες για τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό πως δεν άφηνε ποτέ τον λογισμό του να ρεμβάζει στα γήινα ούτε συζητούσε για μάταια πράγματα.
Κάποτε πήγαν μερικοί συνασκητές του να τον δοκιμάσουν.
- Δόξα τω Θεώ, Αββά, του είπαν, έριξε αρκετή βροχή φέτος και ποτιστήκανε καλά οι φοίνικες. Θα βγάλουν έτσι απαλά φύλλα, για να βρίσκουν οι αδελφοί υλικό για το εργόχειρό τους.
- Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει στην ανθρώπινη ψυχή, όταν αρδευτεί από την Χάρη του Παναγίου Πνευματος. Αναζωογονείται και βλαστάνει αρετές, αποκρίθηκε ο Άγιος Γέροντας, που μόνο τα πνευματικά είχε διαρκώς στον νου του.
Ο ΆΓΙΟΣ Αθανάσιος, όταν βρισκόταν στον Πατριαρχικό Θρόνο της Αλεξανδρείας, προσκάλεσε τον Αββά Παμβώ να πάει στην πόλη για εκκλησιαστική υπόθεση. Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησε ο Όσιος περνώντας από τα τείχη της μεγαλουπόλεως, ήταν μια γυναίκα καλλωπισμένη για να παγιδέψει θύματα. Βλέποντάς την ο Γέροντας, δάκρυσε.
- Γιατί κλαίς, Αββά; τον ρώτησε ο αδελφός που τον συνόδευε.
- Για δυο λόγους, αποκρίθηκε στενάζοντας εκείνος. Πρώτα απ' όλα για την απώλεια της ψυχής αυτής και γιατί εγώ δεν έχω τόση επιμέλεια ν’ αρέσω στον Κύριό μου, όση αυτή για ν’ αρέσει σε ακόλαστους ανθρώπους.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ")