90. «Μακαρία η πιστεύσασα» (Λουκ. α΄ 45)
Η Ελισάβετ μακαρίζει την Παρθένο για την πίστι που έδειξε στον λόγο και την κλήσι του Θεού. Έτσι βλέπομε ότι η Ελισάβετ έκανε για το πρόσωπο της Θεοτόκου τα εξής: α) της απέδωσε τα πρωτεία τιμής και σεβασμού, β) την ονόμασε Μητέρα του Θεού και γ) την εμακάρισε για την πίστη της. Όλα αυτά συνθέτουν περιληπτικά τη στάση των πιστών έναντι της Θεοτόκου.
Και μόνο όσα άκουσε και έζησε η Παρθένος Μαρία στην πρώτη αυτή έξοδό της ήταν αρκετά να τη βοηθήσουν να εμβαθύνη πιο πολύ και να κατανοήση πιο βαθειά την κλήσι και την αποστολή της. Έτρεξε κοντά στην Ελισάβετ για να βρη ανακούφιση και ενθάρρυνση. Δεν πρόλαβε όμως να τη συναντήση και παίρνει απάντηση σ’ όλα τα θέματά της, πάρα πάνω απ’ ότι μπορούσε να σκεφθή ή να υπολογίση.
Όταν σε κορυφαίες στιγμές της ζωής μας καταφεύγωμε με εμπιστοσύνη σε ανθρώπους του Θεού θα βρούμε όχι μόνο απάντηση στα ερωτήματα μας, αλλά πλήρωση και ικανοποίηση της ψυχής μας. Πάμε κενοί και επιστρέφομε γεμάτοι. Ζητάμε ένα και παίρνομε «υπέρ εκ περισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» (Εφεσ. γ' 20) . Δεν είναι οι άνθρωποι που δίνουν. Πίσω τους στέκει ο Θεός. Εκείνος έχει και δίνει. Δίνει μέσω των δικών του ανθρώπων. Αυτό ακριβώς βεβαιώνει το πνεύμα του Θεού, όταν λέη: «Αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος, ως πόλις οχυρά» (Παροιμ. ιη' 19).
Η ΩΔΗ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ
Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον
και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρι μου,
ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού. Ιδού γαρ
από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί,
ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός και άγιον το όνομα αυτού,
και το έλεος αυτού εις γενεάς γενεών τοις φοβουμένοις αυτόν.
Εποίησε κράτος εν βραχίονι αυτού, διεσκόρπισεν υπερηφάνους
διανοία καρδίας αυτών·
καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς, πεινώντας ενέπλησεν αγαθών και πλουτούντας εξαπέστειλε κενούς.
Αντελάβετο Ισραήλ παιδός αυτού μνησθήναι ελέους, καθώς ελάλησε προς τους πατέρας ημών, τω Αβραάμ και τω σπέρματι αυτού εις τον αιώνα.
(Κατά Λουκάν α' 46 - 55)
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 117-118 )