Επισκέφθηκα κάποτε, διηγήθηκε ο όσιος Σισώης, τον άρρωστο αββά Ωρ και τον αββά Αθρέ, που τον περιέθαλπε. Έμεινα μερικές μέρες κοντά τους για να διδαχθώ από τις αρετές τους. Μια φορά που κάποιος τους έφερε ένα μικρό ψάρι, ο αββάς Αθρέ θέλησε να το μαγειρέψη για τον αββά Ωρ. Κρατούσε το μαχαίρι κι έκοβε το ψάρι, όταν ο γέροντας τον κάλεσε. Εκείνος άφησε αμέσως το μαχαίρι, έτσι όπως το είχε μέσα στο ψάρι, χωρίς να κόψη το υπόλοιπο, κι έτρεξε γρήγορα κοντά του! Είδα και εθαύμασα τη μεγάλη υπακοή του, γιατί δεν είπε: « Περίμενε μια στιγμή, να κόψω το ψάρι». Ρώτησα τότε τον αββά Αθρέ:
-Πώς απέκτησες τέτοια υπακοή;
-Δεν είναι δική μου, απάντησε. Είναι του γέροντα.
Με τράβηξε λίγο παράμερα μετά, και μου λέει:
-Έλα να δης και μόνος σου τη μεγάλη υπακοή του. Παίρνει ένα κομμάτι ψάρι, το βάζει στη φωτιά και το αφήνει λίγο να καή. Το δίνει έπειτα στον γέροντα, κι εκείνος το τρώη χωρίς να πη τίποτε. Στο τέλος τον ρωτά:
-Ήταν καλό, γέροντα;
-Πολύ καλό, απάντησε.
Ύστερα του φέρνει άλλο ψάρι, πολύ προσεκτικά ψημένο, και του λέει:
-Αυτό το έκαψα λίγο, γέροντα.
-Ναι, το έκαψες λίγο, είπε εκείνος.
Μου λέει τότε ο αββάς Αθρέ:
-Είδες που, καθώς σου έλεγα, η υπακοή είναι του γέροντα;
Έφυγα τότε. Και ό,τι είδα τις ημέρες που έμεινα κοντά τους, προσπάθησα όσο μπορούσα να το φυλάξω και να το εφαρμόσω σε όλη μου τη ζωή.
( Έαρ της ερήμου)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ. 256-257)