Ο υποτακτικός κάποιου μεγάλου γέροντα ήρθε στη μονή του οσίου Σερίδου, στη Γάζα. Είχε εντολή να γυρίση το βράδυ στο κελλί του. Αλλά μέχρι να φύγη χάλασε πολύ ο καιρός, κι έπιασαν βροχές και αστραπόβροντα. Πλημμύρισε και ο γειτονικός χείμαρρος.Παρ’ όλη την κακοκαιρία ο μοναχός θέλησε να επιστρέψη σύμφωνα με την εντολή του γέροντα του. Οι αδελφοί της μονής τον παρακάλεσαν να μείνη, πιστεύοντας ότι ήταν αδύνατο να περάση τον αφρισμένο και ορμητικό χείμαρρο. Εκείνος όμως επέμενε να κάνη την υπακοή του.
Οι αδελφοί βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να τον πείσουν, τον συνόδευσαν μέχρι τον χείμαρρο με τη σκέψη ότι θα φοβηθή και θα καταλάβη ότι είναι αδύνατο να τον περάση. Εκείνος όμως, ασυγκράτητος, έπεσε στο φοβερό ρεύμα. Έκπληκτοι οι αδελφοί τον παρακολουθούσαν. Τον βλέπουν να κολυμπά για λίγο και ξαφνικά να βρίσκεται στην απέναντι όχθη! Τους έβαλε από κει μετάνοια και συνέχισε τρέχοντας τον δρόμο του. Επέστρεψαν θαυμάζοντας τη χάρη της υπακοής.
( Έργα αββά Δωροθέου)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.257-258)