ιγ΄. Ανέβηκε κάποτε ο Αββάς Μακάριος από Σκήτη στο Τερενούθι. Και εισήλθε στο ιερό για να κοιμηθή. Ήταν δε εκεί σκελετοί παλαιοί, από νεκρούς ειδωλολάτρες. Και, παίρνοντας ένα, τον έβαλε κάτω από το κεφάλι του για μαξιλάρι. Οι δαίμονες λοιπόν, βλέποντας το θάρρος του, φθόνησαν. Και θέλοντας να τον τρομάξουν, φώναζαν τάχα σε μια γυναίκα, λέγοντας : « Καλή μας, έλα μαζί μας στο λουτρό ». Και αποκρίθηκε άλλος δαίμων, από κάτω του, σαν από τους νεκρούς, λέγοντας : « Ξένον έχω επάνω μου και δεν μπορώ να έλθω ». Αλλά ο γέρων δεν πτοήθηκε και με θάρρος χτυπούσε τον σκελετό, λέγοντας : « Σήκω, πήγαινε στο σκοτάδι, αν μπορής ». Και ακούοντας το οι δαίμονες, φώναξαν δυνατά : « Μας νίκησες!». Και έφυγαν καταντροπιασμένοι.
Ιδ΄. Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο, ότι, ανεβαίνοντας από Σκήτη και φορτωμένος ζεμπίλια, κουράστηκε και κάθισε. Και προσευχήθηκε, λέγοντας : « Θεέ μου, συ ξέρεις ότι δεν μπορώ πια ». Και, ευθύς, βρέθηκε στον ποταμό.
ιε΄. Είχε κάποιος γυιό παράλυτο στην Αίγυπτο. Και τον έφερε στο κελλί του Αββά Μακαρίου. Και, αφήνοντας τον μπροστά στην πόρτα να κλαίη, έφυγε μακριά. Σκύβοντας λοιπόν ο γέρων, είδε το παιδί και του λέγει : « Ποιος σε έφερε εδώ ; ». Και αποκρίνεται : « Ο πατέρας μου με έρριξε εδώ και έφυγε ». Του λέγει ο γέρων : « Σήκω και φθάσε τον ». Και, ευθύς, βρίσκοντας την υγεία του, σηκώθηκε και έφτασε στον πατέρα του. Και έτσι γύρισαν στο σπίτι τους.
ιστ'. Ο Αββάς Μακάριος ο μέγας έλεγε στους αδελφούς, στη Σκήτη, όταν απέλυε τη σύναξη: « Φεύγετε, αδελφοί ». Και του είπε ένας από τους γέροντες : « Που έχουμε να φύγουμε πιο πολύ από την έρημο αυτή ; ». Εκείνος δε έθετε το δάχτυλό του στο στόμα, λέγοντας : « Αυτό να φεύγετε ». Και έμπαινε στο κελλί του και έκλεινε τη θύρα και καθόταν.
ιζ'. Είπε ο ίδιος Αββάς Μακάριος : « Αν, επιτιμώντας κάποιον, κινηθής σε οργή, δικό σου πάθος ικανοποιείς. Δεν χρειάζεται να χάσης την ψυχή σου, για να σώσης άλλους ».
ιη΄. Ο ίδιος Αββάς Μακάριος, όταν ήταν στην Αίγυπτο, βρήκε κάποιον οπού είχε ζώο και του έκλεβε τα υπάρχοντα του. Και ο ίδιος, σαν να ήταν κανείς ξένος, συμπαραστάθηκε στον κλέφτη, φόρτωνε μαζί του το ζώο και πολύ ατάραχα τον ξεπροβόδιζε, λέγοντας τα έξης: «Τίποτε δεν φέραμε μέσα στον κόσμο, άρα και τίποτε δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας, φεύγοντας. Ο Κύριος έδωσε. Όπως Αυτός θέλησε, έτσι και έγινε. Ευλογητός ο Κύριος για όλα».
ιθ΄. Ρώτησαν κάποιοι τον Αββά Μακάριο, λέγοντας : « Πώς πρέπει να προσευχώμαστε ; ». Τους λέγει ο γέρων : « Δεν χρειάζονται περιττά λόγια, αλλά να απλώνετε τα χέρια και να λέτε : Κύριε, όπως θέλεις και όπως γνωρίζεις, ελέησέ με. Και αν έρχεται πειρασμός : Κύριε, βοήθησέ με. Εκείνος γνωρίζει τι είναι για καλό μας και μας ελεεί ».
κ΄. Είπε ο Αββάς Μακάριος: «Αν σου έχη γίνη η εξουδένωση σαν τον έπαινο και η φτώχεια σαν τον πλούτο και η ανέχεια σαν την αφθονία, δεν πεθαίνεις. Γιατί είναι αδύνατον, όποιος σωστά πιστεύει και εργάζεται με ευσέβεια, να πέση σε ακάθαρτα πάθη και σε πλάνη διαμόνων».
κα΄. Έλεγαν ότι αμάρτησαν δύο αδελφοί σε Σκήτη και τους χώρισε ο Αββάς Μακάριος, οπού καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και γι αυτό επωνομαζόταν «ο πολιτικός». Ήλθαν μερικοί και το ανέφεραν στον Αββά Μακάριο, τον μέγα, τον Αιγύπτιο. Και εκείνος είπε: «Δεν είναι οι αδελφοί χωρισμένοι, αλλά ο Μακάριος είναι χωρισμένος». Γιατί του έτρεφε αγάπη. Άκουσε ο Αββάς Μακάριος ότι τον χώρισε ο γέρων και έφυγε στο έλος. Βγήκε λοιπόν ο Αββάς Μακάριος ο μέγας. Και τον βρίσκει να τον τρώνε τα κουνούπια: «Συ χώρισες τους αδελφούς και να, ήταν να φύγουν και να πάνε στην κώμη. Εγώ χώρισα εσένα και συ, σαν καλή παρθένος, στον εσώτερο κοιτώνα έφυγες εδώ. Εγώ δε, καλώντας τους αδελφούς, έμαθα απ’ αυτούς και είπα : Τίποτε απ’ αυτά δεν έγινε. Βλέπε λοιπόν και συ, αδελφέ, μη από δαίμονες ξεγελάστηκες, γιατί τίποτε δεν είδες. Αλλά βάλε μετάνοια για το σφάλμα σου ». Και εκείνος είπε : « Αν θέλης, ορισέ μου μετάνοια ». Βλέποντας δε ο γέρων την ταπείνωση του, έλεγε : « Πήγαινε και νήστευσε τρεις εβδομάδες, τρώγοντας κάθε εβδομάδα». Γιατί αυτό ήταν πάντα το έργο του, να νηστεύη τις εβδομάδες.
Κβ΄. Είπε ο Αββάς Μωυσής στον Αββά Μακάριο, σε Σκήτη : « θέλω να ησυχάσω και δεν με αφήνουν οι αδελφοί ». Και του λέγει ο Αββάς Μακάριος : « Βλέπω ότι η ιδιοσυγκρασία σου είναι τρυφερή και δεν μπορείς να αποστραφής αδελφό. Αλλά αν θέλης να ησυχάσης, πήγαινε στα ενδότερα της ερήμου, στην Πέτρα. Και εκεί ησυχάζεις». Αυτό και έκαμε και βρήκε ανάπαυση.
κγ΄. Ένας αδελφός πήγε στον Αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο και του λέγει : « Αββά, πες μου κάτι, πώς να σωθώ ». Και του λέγει ο γέρων : « Πήγαινε στο κοιμητήρι και βρίσε τους νεκρούς». Πήγε λοιπόν ο αδελφός, ύβρισε και λιθοβόλησε. Και γυρίζοντας, το ανέφερε στον γέροντα. Και του λέγει : « Τίποτε δεν σου είπαν ; ». Και αποκρίνεται : « Τίποτε ». Και του λέγει ο γέρων : « Πήγαινε πάλι αύριο και εξύμνησε τους ». Έφυγε ο αδελφός λοιπόν και πήγε και τους εξύμνησε, λέγοντας : « Απόστολοι άγιοι και δίκαιοι ». Και ήλθε στον γέροντα και του είπε: « Τους εξύμνησα ». Και του λέγει : « Τίποτε δεν σου αποκρίθηκαν ; ». Είπε ο αδελφός : « Τίποτε ». Του λέγει ο γέρων : « Είδες πόσο τους εξευτέλισες και τίποτε δεν σου αποκρίθηκαν και πόσο τους εξύμνησες και καθόλου δεν σου μίλησαν ; Έτσι και συ γίνε νεκρός, αν θέλης να σωθής. Μήτε την αδικία των ανθρώπων μήτε τους ύμνους τους να λογαριάζης, όπως οι νεκροί. Και μπορείς να σωθής ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)