Υπάρχει σωτηρία έξω από την ορατή Εκκλησία;
Ερώτηση στην οποία δύσκολα μπορεί να δοθεί απάντηση. Το ζήτημα μπορούμε να το πλησιάσουμε καλύτερα, αν χωρίσουμε τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη σωτηρίας στους χριστιανούς ετερόδοξους και στους μη χριστιανούς απίστους.
Οι μη χριστιανοί βρίσκονται έξω από το σωστικό περίβολο της Εκκλησίας. Δεν έχουν επικοινωνία με τη λυτρωτική θεία αλήθεια. Επιπλέον φέρουν μέσα τους το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο, και στα νήπια ακόμη, εμποδίζει την είσοδο στην Βασιλεία των ουρανών. Μαζί με αυτό έχουν και πολλές άλλες προσωπικές αμαρτίες, που μένουν ασυγχώρητες, μια που δεν λειτουργεί σε αυτούς η χάρη της αφέσεως που χορηγείται στο ιερό μυστήριο της μετάνοιας, το οποίο αγνοούν. Πώς, λοιπόν, μπορούν να σωθούν, αφού βρίσκονται έξω από το λυτρωτικό μυστήριο του Χριστού; Αν υπήρχε μια τέτοια δυνατότητα σωτηρίας, δεν θα μειωνόταν η απολυτότητα και η δραστικότητα του μυστηρίου της θείας ενανθρωπήσεως; Όλοι οι ανωτέρω συλλογισμοί αποτελούν επιχειρήματα βάσιμα, ώστε να μην δεχθεί κανείς το δυνατό της σωτηρίας των απίστων.
Υπάρχουν όμως και άλλοι συλλογισμοί. Ο Θεός είναι πανάγαθος Πατέρας, ο οποίος δεν κάνει διακρίσεις στα τέκνα του σε σχέση με το ζήτημα της σωτηρίας τους. Θέλει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» ως Πατέρας αγαθός και φιλάνθρωπος «υπέρ πάντων απέθανε». Δε θυσιάστηκε επιλεκτικά για μια μερίδα ανθρώπων. Τέτοιες επιλεκτικές ενέργειες είναι ανάξιες της άπειρης αγάπης του Θεού, που σταυρώθηκε για το παραπλανημένο πλάσμα του. Μήπως οι άπιστοι δεν είναι «εικόνες» Θεού, παιδιά του αγαπητά, ώστε να έχουν και αυτοί μερίδιο, λίγα ψίχουλα έστω της λυτρωτικής του θείας ενέργειας; Στο κάτω κάτω φταίνε αυτοί γιατί βρίσκονται έξω από το σωστικό περίβολο της Εκκλησίας; Οι πλείστοι από αυτούς δεν ξέρουν καν το όνομα του Χριστού. Κανείς δεν τους το φανέρωσε. Δεν άκουσαν περί πίστεως της Εκκλησίας, περί ενανθρωπήσεως κλπ. Βρίσκονται παρά τη θέληση τους σε παχυλή άγνοια. Πως θα τους καταδικάσει en bloc ο Θεός, επειδή δεν τον γνώρισαν, αφού δεν είχαν την δυνατότητα να τον γνωρίσουν; Η άγνοια μήπως δεν υπεραπολογείται ενώπιον του Θεού; Πως θα με καταδικάσεις, Κύριε, αφού δεν έχω την αίσθηση ότι έδωσες την ευκαιρία να σε γνωρίσω και να λάβω προσωπικά υπεύθυνη θέση στο λυτρωτικό σου μυστήριο; Αυτό θέλει η άκρα δικαιοσύνη σου, να καταδικαστώ για κάτι, για το οποίο δεν φέρω προσωπική ενοχή;
Άσχετα όμως με όλα αυτά και παρά το γεγονός ότι extra ecclesiam nulla salus (έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία), δεν μπορεί η ακατάσχετη χάρη του Θεού να λειτουργήσει και έξω από τα όρια της ιστορικής Εκκλησίας, κατά τρόπο που μόνο ο Θεός γνωρίζει, στις ψυχές των απίστων, φωτίζοντας τη συνείδηση τους (σπερματικός λόγος) και διεγείροντας την ψυχή τους ώστε να θέλουν, αμυδρά έστω, τη σωτηρία; Και δεν υπάρχουν έξω του Χριστιανισμού άνθρωποι καλοπροαίρετοι και ενάρετοι, που έχουν και κρατούν τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις, στην συνείδηση των οποίων είναι έμφυτα χαραγμένος ο νόμος του Θεού, στη βάση του οποίου οικοδομούν της δικής τους προσωπική ζωή; Όλα αυτά σε μια θετική προοπτική δεν αποτελούν λόγους, ώστε ο πανάγαθος Θεός, εκτάκτως και κατ’ οικονομία, να χαρίσει, όπου και όπως αυτός γνωρίζει, στα «κυνάρια» της αγάπης του, λίγα ψίχουλα ελέους που πέφτουν από το τραπέζι των αληθινών τέκνων του; Ποιος μπορεί να πάρει τη θέση του Θεού και να κρίνει αυτά τα πράγματα;
Το αυτό περίπου πρέπει να λεχθεί και για τους ετερόδοξους χριστιανούς. Εδώ φυσικά υπάρχει αίρεση. Υπάρχει όμως και το μεγάλο ποσοστό της φανερωμένη θείας αλήθειας. Οι αιρετικοί βέβαια δεν ανήκουν στην Εκκλησία και εξυπακούεται, ότι η θεία χάρη δεν μπορεί να λειτουργήσει σε αυτούς λυτρωτικά. Δεν μπορεί όμως εκτάκτως ο Θεός να χορηγήσει και σ’ αυτούς τη σωτηρία με βάση όλα τα σημεία εκείνα στα οποία ορθοδοξούν, και επί των οποίων οικοδομούν τον χριστιανικό τους βίο; Πολύ περισσότερο αφού πολλοί από αυτούς βρίσκονται αναίτια στην πλάνη και δεν έχουν τη δύναμη να υπερπηδήσουν τους ομολογιακούς φραγμούς και να δουν το λυτρωτικό φως της Ορθοδοξίας; Άλλωστε η Ορθοδοξία δεν κάνει προσηλυτισμό στους ετερόδοξους λαούς. Το δυνατό της σωτηρίας σε όλες τις περιπτώσεις αυτές δεν αντικαθιστά και πολύ λιγότερο δεν καταργεί τη μοναδικότητα του λυτρωτικού αξιώματος της Εκκλησίας, έξω από την οποία δεν υπάρχει σωτηρία· είναι ενέργεια έκτακτη της χάριτος του Θεού, σαν ένα θαύμα της άπειρης του χρηστότητος, που ως εξαίρεση επιβεβαιώνει το γενικό κανόνα.
Ο ορθόδοξος χριστιανός είναι απόλυτα βέβαιος – εάν συντρέχουν φυσικά οι προς τούτο προϋποθέσεις – περί της σωτηρίας του. Είναι φυτεμένος στην αληθινή Εκκλησία, που είναι ταμειούχος της σώζουσας χάριτος του Θεού. Πέρα όμως από αυτά δεν πρέπει μικρόψυχα να λεπτολογεί και να προσπαθεί να εξιχνιάσει τις λυτρωτικές ενέργειες του Θεού, ο οποίος «φωτίζει και αγιάζει πάνταν άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμο» και θέλει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας έλθειν».
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 145
Έξω από την Εκκλησία υπάρχει σωτηρία;
Κατά σταθερή διδασκαλία της Εκκλησίας έξω απ’ αυτήν δεν υπάρχει σωτηρία. Extra ecclesiam nulla salus. Αυτός είναι ο καθιερωμένος τύπος προς έκφραση της μεγάλης αυτής αλήθειας. Στην Εκκλησία υπάρχει ο Σωτήρας και λειτουργεί η λυτρωτική χάρη του. Σ’ αυτήν ο άνθρωπος, όταν φυσικά λειτουργεί σωστά, είναι βέβαιο ότι θα σωθεί.
Η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων που δεν πιστεύουν στον Χριστό, όσοι δεν ανήκουν και δεν έχουν καμία σχέση με την ορατή ιστορική Εκκλησία του, θα καταδικαστούν στον αιώνιο θάνατο; Πως μπορούμε να ξέρουμε εμείς οι φτωχοί κι αδύνατοι άνθρωποι τις μυστηριώδεις βουλές του Υψίστου; Μόνον ορισμένες αρχές μπορούμε να διατυπώσουμε. Τα άλλα ανήκουν στο έλεος και την αγάπη του πανάγαθου Πατέρα.
Όλοι οι άνθρωποι είναι πλάσματα του Θεού, στα οποία υπάρχει χαραγμένη η εικόνα του δημιουργού. Είναι έμψυχες εικόνες του Θεού, άσχετα πόσο τις αμαυρώνει η απιστία και η ζωή μακριά από τον αληθινό Θεό. Όλα τα πλάσματα του τα αγαπά ο Θεός. Κι αυτούς ακόμα που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη και την αλήθεια του. Έτσι χωρίς να κάνει διακρίσεις, θέλει την σωτηρία όλων των ανθρώπων (Β΄ Τιμ.3,7). Όλοι είναι παιδιά του αγαπητά. Για να τα σώσει πέθανε πάνω στο σταυρό και ίδρυσε την Εκκλησία του.
Η Εκκλησία όμως που ίδρυσε ο Χριστός δεν έχει ακόμα εξαπλωθεί σε όλα τα μέρη της γης. Υπάρχουν συμπαγείς μάζες ανθρώπων που ούτε καν άκουσαν το όνομα του Χριστού, πολύ δε λιγότερο την ύπαρξη της Εκκλησίας του. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουν την αλήθεια, γιατί κανένας δεν τους μίλησε ποτέ γι’ αυτήν, ο Χριστός έδωσε εντολή στους μαθητές του να κηρύξουν το ευαγγέλιο σ’ όλα τα μέρη της γης (Ματθ. 28,19). Πέρασαν όμως είκοσι αιώνες από τότε και τα δυο τρίτα των ανθρώπων δεν είναι χριστιανοί. Και το άλλο τρίτο είναι μεταξύ τους διαιρεμένοι και χωρισμένοι. Οι Ορθόδοξοι είναι συντριπτική μειονότητα.
Πού οφείλεται τόσο μεγάλη καθυστέρηση στη διάδοση της λυτρωτικής θείας αλήθειας στον κόσμο; Να είναι άραγε στο σχέδιο του Θεού, ή αυτό οφείλεται στη δική μας αβελτηρία και νωθρότητα; Ποιος μπορεί να δώσει απάντηση στα ερωτήματα αυτά ή να γνωρίσει την απερινόητη θεία βουλή;
Η θεολογική δυσκολία είναι μεγάλη. Ως γνωστόν κάθε ποινή επιβάλλεται εκεί όπου υπάρχει ενοχή· κάθε δε ενοχή στοιχειοθετείται εκεί όπου υπάρχει αμαρτία, παράβαση προσωπική και ελεύθερη του νόμου του Θεού. Στην περίπτωση των απίστων δεν συντρέχει η κατάσταση αυτή. Δεν είναι ένοχοι γιατί δεν πίστεψαν στον Χριστό, αφού κανένας δεν τους δίδαξε. Πως θα τους τιμωρήσει ο Θεός για την αναίτια αυτή πλάνη τους; Είναι κάτι τέτοιο άξιο της δικαιοσύνης και την αγάπης του; Δεν απολογείται η αναίτια άγνοια ενώπιον του θείου κριτηρίου;
Είναι όμως και κάτι άλλο· η εξωτερική ιστορική Εκκλησία που δρα στην ιστορία και στον κόσμο, εξαντλεί τα όρια της σωστικής ενέργειας του Θεού; Δεν μπορεί να σώσει ο Θεός μερικούς και έξω από την ορατή Εκκλησία του; Το Πνεύμα το άγιο, του οποίου η χάρη είναι απροσδιόριστη και ακατάσχετη («όπου θέλει πνει»· Ιωαν. 3,9) δεν μπορεί να χαρίσει σε μερικούς την σωτηρία έξω από τα γεωγραφικά όρια της Εκκλησίας; Είναι ανάρμοστο αυτό προς την αγάπη του Θεού, που πέθανε για όλους και θέλει την σωτηρία όλων; Ποιος παίρνει το βάρος για μια απάντηση αρνητική;
Σε περίπτωση όμως που μπορεί να υπάρχει σωτηρία δια τους απίστους, τότε που πάει το αξίωμα της Εκκλησίας ως της μόνης σώζουσας της χάριτος κιβωτού; Δεν έχουμε εδώ αντίφαση και αυταναίρεση; Για να προσεγγίσουμε το δύσκολο αυτό ερώτημα, πρέπει να κάνουμε μια απαραίτητη διευκρίνιση. Άλλο είναι το αξίωμα της σώζουσας Εκκλησίας και άλλη η περίπτωση σωτηρίας των απίστων. Η Εκκλησία είναι όντως το μοναδικό βέβαιο και αναντίρρητο κατάστημα της σωτηρίας.
Όποιος είναι άξιος στους κόλπους της σώζεται. Στην περίπτωση όμως της σωτηρίας των απίστων, αυτή είναι κάτι το πολύ σκοτεινό και αβέβαιο. Αν δε γίνεται, είναι γεγονός έκτακτο, ένα θαύμα της χάριτος του Θεού, το οποίο δεν καταλύει το λυτρωτικό αξίωμα της Εκκλησίας.
Σώζει αναντίρρητα τους ανθρώπους στην Εκκλησία του ο Χριστός· εκτάκτως δε και έξω από αυτήν, τους σώζει όπου συντρέχουν κάποιοι λόγοι, τους οποίους γνωρίζει μονάχα ο Θεός, κυρίως η ηθική ποιότητα της ζωής των ανθρώπων (γιατί υπάρχουν και καλοί άνθρωποι μεταξύ των απίστων) και τα ψήγματα αλήθειας των φυσικών θρησκευμάτων στα οποία ανήκουν οι άνθρωποι αυτοί, επί τη βάση των οποίων ρυθμίζουν τη ζωή τους. Ας αναφέρουμε κάποιο παράδειγμα. Η δυνατότητα σωτηρίας των καλών χριστιανών μοιάζει με ένα καράβι ολοκαίνουργιο και γερό στα σκαριά του, το οποίο είναι ακατάβλητο από τις θύελλες και τους ανέμους, και το οποίο θα προσορμιστεί με ασφάλεια στο λιμάνι του ουρανού. Αντίθετα, το καράβι στο οποίο πλέουν οι άπιστοι είναι κατερειπωμένο και παμπάλαιο, το οποίο παρουσιάζει ρήγματα και μπάζει από παντού ανήμπορο ν’ αντέξει στις κακοκαιρίες και το οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να φτάσει στο λιμάνι του προορισμού του.
Το ίδιο ισχύει, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, και για τους αιρετικούς. Δεν παραγνωρίζουμε φυσικά τους πολλούς θεολογικούς λόγους, για τους οποίους η σωτηρία δεν είναι δυνατή έξω από τα όρια της ιστορικής Εκκλησίας.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα δισεπίλυτο πρόβλημα, οι δε πιστοί δεν πρέπει να προσπαθούν σχολαστικά να εξιχνιάσουν τις βουλές του Υψίστου, ο οποίος «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας έλθειν» (Α’ Τιμ. 2,4).
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Σωτηριολογικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 166