35. Τί είναι το «κατ’ εικόνα» και «καθ’ όμοίωσιν» με τα οποία πλάστηκε ο πρώτος άνθρωπος;
Κατά την Γραφή ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα» και «ομοίωσιν» αυτού.
Το «κατ’ είκόνα» σημαίνει ότι ο άνθρωπος εικονίζει το Θεό στη φύση του. Ο Θεός είναι το πρότυπο και ο άνθρωπος η εικόνα του. Η εικόνα φυσικά δεν αναφέρεται στο σώμα του ανθρώπου, γιατί ο Θεός, ως άπειρη πνευματική ουσία, δεν έχει σώμα αισθητό για να τον εξεικονίζει το υλικό σώμα του ανθρώπου. Αν ορισμένοι Πατέρες βάζουν το ανθρώπινο σώμα στο θείο εξεικονισμό, αυτό σημαίνει ότι το σώμα με τη βασιλική του παράσταση και μεγαλοπρέπεια εκφράζει τον όλο άνθρωπο ως εικόνα του Θεού.
Είναι φανερό, οτι τη θεία εικόνα στον άνθρωπο εκφράζει το πνευματικό του στοιχείο, η λογική, νοερά και ελεύθερη ψυχή του, κάτι που σε απόλυτο βαθμό έχει ο Θεός. Ο άνθρωπος εικονίζει το Θεό ως άυλη πνευματική οντότητα, ως ψυχή δηλαδή λογική και ελεύθερη. Η θεία εικόνα νοείται βέβαια, στη θετική της φορά προς το Θεό και το αγαθό. Είναι ελεύθερη στροφή εν αγάπη προς το θείο αρχέτυπό της.
Μία άλλη όψη της θείας εικόνας στον άνθρωπο είναι η κυριαρχία του λογικού πλάσματος επί των άλλων ζώων και της φυσικής κτίσεως. Αυτό το προνόμιο το έδωσε ο ίδιος ο Θεός στο λογικό του πλαστούργημα: «Και ηυλόγησεν αυτούς (το πρωτόπλαστο ζεύγος) ο Θεός λέγων· αύξανεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης».
Το «καθ’ ομοίωσιν» δε, ήταν μια δυνητική και εξελικτική κατάσταση. Η λογική εικόνα έπρεπε βαθμηδόν να γίνει ομοίωση Θεού. Αυτό θα γινόταν με τη σταθερή στροφή των λογικών και ηθικών δυνάμεων του ανθρώπου προς το Θεό, με τη βοήθεια πάντοτε της θείας χάριτος. Ο άνθρωπος δηλαδή έπρεπε με την επίμονη κατεργασία του αγαθού να πετύχει την ηθική του ατρεψία και να θεωθεί, μοιάζοντας με τον πανάγαθο πλαστουργό του.
Απο όσα ανωτέρω ειπώθηκαν, γίνεται σαφής η σχέση της εικόνος προς τη θεία ομοίωση. Η εικόνα είναι η ομοίωση δυνάμει. Σ’ αυτήν έπρεπε σιγά σιγά να καταλήξει διαπράττοντας το αγαθό. Ενώ η ομοίωση είναι η εικόνα εν ενεργεία, όταν δηλαδή η τελευταία θα έφθανε στα τέλεια ηθικά μέτρα της.
36. Πώς ζούσε στον παράδεισο ο πρωτόπλαστος;
Η ζωή του πρωτόπλαστου στον Παράδεισο ήταν ειρηνική και ευτυχής. Στον παράδεισο δεν υπήρχε το κακό που προκαλεί αναστατώσεις στη ζωή των ανθρώπων. Ο Αδάμ ειρήνευε με τον εαυτό του. Δεν υπήρχε στη φύση του ο πόλεμος της κατώτερης σφαίρας προς την ανώτερη, η διαπάλη σάρκας και πνεύματος, η οποία καθιστά δύσκολη την ανθρώπινη ζωή. Επίσης ειρήνευε με το φυσικό περιβάλλον του. Η γη τον υπηρετούσε στις ανάγκες του. Τα ζώα υποτάσσονταν πειθήνια στην κυριαρχία του. Η γη δεν είχε ταραχθεί ακόμα από την αμαρτία. Όλα ήταν ήρεμα στη ζωή του πρώτου ανθρώπου. Ο παράδεισος ήταν τόπος γαλήνης, χαράς και ευτυχίας. Τέλος ο άνθρωπος ειρήνευε με το Θεό, με τον οποίο είχε ελεύθερη επικοινωνία, σαν παιδί προς τον πατέρα του, και εντρυφούσε στις θείες δωρεές του.
Ο πρωτόπλαστος ζούσε στον παράδεισο της τρυφής αμέριμνος και άλυπος, χωρίς το μόχθο και το άγχος της μεταπτωτικής καθημερινότητας, χωρίς τη σωματική κάκωση και τις ασθένειες που κατέκλυσαν το βίο του ανθρώπου ευθύς μετά την πτώση του.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 52-54)