37. Ποιά είναι η έννοια της αρχέγονης δικαιοσύνης με την οποία ήταν προικισμένος ο πρώτος άνθρωπος;
Η αρχέγονη δικαιοσύνη (justitia originalis) ήταν μια σειρά δώρων με τα οποία η χάρη του Θεού διακόσμησε τη θεία εικόνα στον άνθρωπο, ώστε αυτή ευκολότερα να πετύχει τον τελικό προορισμό της, την ομοίωση του ανθρώπου με το Θεό. Τα δώρα αυτά ήταν —εκτός από την κυριαρχία του ανθρώπου επάνω στη ζωική και φυσική κτίση—, η απάθεια και η αθανασία του ανθρώπινου σώματος, η θεογνωσία και η ευθύτητα της θελήσεως των πρωτοπλάστων.
Και η μεν απάθεια και αθανασία του Αδάμ δεν πρέπει να νοηθούν ως κατάσταση τέλεια και απροϋπόθετη, αλλά σχετική και υπό όρους. Ο Αδάμ στον παράδεισο είχε τη δυνατότητα να μην αποθάνει (posse non mori) όχι και το αδύνατο να αποθάνει (non posse mori), και αυτό ανάλογα με τη στροφή της βουλήσεώς του στο αγαθό (αν δεν αμάρτανε) και τη στροφή της μακριά από το Θεό (που πραγματικά έγινε και απέφερε την πτώση του). Με αλλά λόγια η αθανασία του προπάτορα δεν ήταν απόλυτη, αλλά σχετική και υπό όρους.
Η δε θεογνωσία εκινείτο μεν σε έναν ευρύ κύκλο γνώσεων, χωρίς όμως να είναι και παγγνωσία, ιδίωμα αποκλειστικό της θείας φύσεως. Οτι ο Αδάμ γνώριζε πολλά, φαίνεται από τις διάφορες ονομασίες που έδωσε στα ζώα, τα οποία του παρουσίασε ο Θεός να ονομάσει. Επίσης και από την προφητεία την οποία είπε μόλις είδε τη γυναίκα του (Εύα), που του έδωσε ο Θεός σαν συμπλήρωμα και βοηθό του.
Τέλος, ως προς την ευθύτητα της βουλήσεως των πρωτοπλάστων, πρώτο στοιχείο της ήταν η αθωότητα, η αγνότητα και το απονήρευτο. Πριν από την πτώση οι πρωτόπλαστοι ήταν γυμνοί στον παράδεισο χωρίς να ντρέπονται. Την ντροπή την ένιωσαν ευθύς μετά την πτώση, όταν η χάρη του Θεού, που τους έντυνε σαν ιμάτιο, τους εγκατέλειψε. Ένοχοι τότε κατανόησαν τη γύμνια τους και έραψαν φύλλα συκής να τη σκεπάσουν.
Άλλο στοιχείο ήταν η ακακία των προπατόρων. Στη φύση τους δεν υπήρχε το κακό, ούτε η θέλησή τους έρεπε προς αυτό. Άλλο βέβαια το ζήτημα ότι οι πρωτόπλαστοι μπορούσαν να διακρίνουν στοιχειωδώς το καλό (την υπακοή στο Θεό), από το κακό (την παρακοή). Ο άνθρωπος το γνωρίζει το κακό, δε σημαίνει ότι είναι κατ’ ανάγκην κακός. Άλλωστε στη στερέωση της διακρίσεως αυτής απέβλεπε και η απαγόρευση της βρώσεως του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, που ήταν φυτευμένο στον παράδεισο. Ομοίως πρέπει να σημειωθεί ότι η αθωότητα και η νηπιακή προς τα πνευματικά κατάσταση των πρωτοπλάστων δεν πρέπει να εκληφθεί ως ηθική αδιαφορία, η οποία, θέτοντας σε ίση μοίρα τα κατώτερα και τα ανώτερα, τις απαιτήσεις της σάρκας και τα αιτήματα του πνεύματος, είναι εύκολο να οδηγήσει τη βούληση προς το κακό. Άλλωστε, στοιχείο της θείας εικόνος στον άνθρωπο -όπως είδαμε- ήταν η θετική φορά της προς το αγαθό. Στη βάση αυτή και στη βοήθεια της θείας χάριτος η εικόνα έμελλε, καλλιεργούμενη και προκόπτουσα, να φθάσει στην ομοίωση του Θεού.
Την αυτή, τέλος, έννοια έχουν η αρετή και η αγιότητα του πρώτου ανθρώπου. Οι καταστάσεις αυτές δεν ήταν τέλειες και ολοκληρωμένες στον προπάτορα, αλλά σχετικές. Αρετή απηρτισμένη είναι έννοια αντιφατική. Για να κατακτήσεις την αρετή και να γίνεις άγιος, πρέπει να δουλέψεις ελεύθερα, να παλαίψεις. Με αυτό τον τρόπο η εικόνα μπορούσε να γίνει ομοίωση.
38. Ποιά ήταν η σχέση της αρχέγονης δικαιοσύνης προς τη θεία εικόνα στον άνθρωπο;
Ο διάκοσμος της θείας δικαιοσύνης δεν ήταν δώρο πρόσθετο της χάριτος του Θεού, χαλαρά και εξωτερικά συνδεδεμένο με την εικόνα (Ρωμαιοκαθολικοί) ούτε ταυτιζόταν εσωτερικά με την πνευματική φύση του ανθρώπου (Προτεστάντες), αλλά κάτι το ενδιάμεσο, δωρεά σε εσωτερική σχέση και οργανικό σύνδεσμο με το «κατ’ εικόνα» (Ορθόδοξοι).
Το σημείο αυτό είναι πολύ σημαντικό για το ανθρωπολογικό δόγμα των διαφόρων Εκκλησιών, στο οποίο παρατηρούνται αρκετές δογματικές διαφορές, τις οποίες θα δούμε στη συνέχεια.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 54-56)