39. Ποια είναι η περί αρχέγονης δικαιοσύνης διδασκαλία των Ρωμαιοκαθολικών;
'Αν και στο σημείο της αρχέγονης καταστάσεως του ανθρώπου στη ρωμαιοκαθολική θεολογία υπάρχουν πολλές ποικίλλουσες αποχρώσεις και διακυμάνσεις, εντούτοις θεμελιώδης ιδέα είναι ότι ο πρώτος άνθρωπος, όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού του και τοποθετήθηκε στον παράδεισο, αποτελούνταν από δύο συστατικά μέρη, ένα φυσικό και ένα υπερφυσικό.
Φυσικό ήταν η φύση καθ’ εαυτήν, η οποία αποτελείται από σώμα υλικό, που δεν είναι ούτε θνητό ούτε αθάνατο, και από τη νοερά ψυχή, η οποία συμπίπτει με το «κατ’ εικόνα». Στη φύση αυτή υπήρχαν αντίρροπες ορέξεις, οι σωματικές και οι ψυχικές, οι οποίες όφειλαν να υποτάσσονται και να καθοδηγούνται από τον ορθό λόγο.
Υπερφυσικό ήταν τα υπερφυσικά δώρα της χάριτος του Θεού, τα οποία συνιστούσαν το διάκοσμο της αρχέγονης δικαιοσύνης (Justitia originalis). Τα δώρα αυτά δόθηκαν στον άνθρωπο από το Θεό με σκοπό να εξισορροπούν τις ορμές της φύσεως (σαρκικές και ψυχικές) και να ενισχύουν τον άνθρωπο στην επιτυχία του σκοπού της ζωής του. Τα δώρα αυτά ήταν: η απάθεια (απαλλαγή από τα πάθη και τις ασθένειες) και η αθανασία του σώματος, η εναρμόνιση των ορμών και των ορέξεων της ψυχής υποτασσόμενων στο λόγο, η κυριαρχία επί των ζώων και της φύσεως και η υπέροχη διανοητική και ηθική τελειότητα του πρώτου ανθρώπου.
Αν τα δώρα αυτά της αρχέγονης δικαιοσύνης ήταν οργανικά συνδεδεμένα με τη φύση, ή αν προστέθηκαν κατόπιν στη φύση (αφού δηλ. πλάστηκε πρώτα αυτή), δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των θεολόγων της Δύσεως. Στο μεσαίωνα ιδίως το θέμα συζητιόταν ζωηρά. Μάλλον επικρατέστερη θεωρείται η δευτέρα άποψη, ότι ο υπερφυσικός διάκοσμος της αρχέγονης δικαιοσύνης ήταν δώρο πρόσθετο (donum superadditum), εξωτερικά και χαλαρά συνδεδεμένο με τη φύση.
40. Υπάρχει διαφορά στη διδασκαλία περί αρχέγονης δικαιοσύνης μεταξύ της ορθόδοξης και της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας;
Ναι, υπάρχει.
1. Ενώ εμείς πιστεύουμε, ότι στην πρωτόκτιστη φύση δεν υπήρχαν αντίρροπες σαρκικές και ψυχικές ορέξεις και ορμές, οι Ρωμαιοκαθολικοί πιστεύουν το αντίθετο, δεχόμενοι —όπως είδαμε — την ύπαρξη τέτοιων ορέξεων, οι οποίες έπρεπε να υποτάσσονται στον ορθό λόγο και να εξισορροπούνται στο πλέγμα της αρχέγονης δικαιοσύνης.
2. Υπάρχει διαφορά στον τρόπο συνδέσεως της αρχέγονης δικαιοσύνης με την πνευματική φύση του ανθρώπου (το «κατ’ εικόνα»). Ενώ η ορθόδοξη ανθρωπολογία φρονεί ότι τα πνευματικά δώρα της αρχέγονης δικαιοσύνης βρίσκονταν σε εσωτερική σχέση και οργανικό σύνδεσμό με τη θεία εικόνα στον άνθρωπο, η ρωμαιοκαθολική τα θεωρεί μάλλον ως πρόσθετα δώρα, ως προσθήκη στη φύση εξωτερική και χαλαρή.
Οι ιδέες αυτές των Ρωμαιοκαθολικών δημιουργούν όντως προβλήματα. Η αντίθεση μεταξύ της καθαρής φύσεως (Status purae naturae), της υποκείμενης στη διαπάλη των αντίρροπων ορέξεων και ορμών, και της ακεραίας φύσεως (Status purae integrae), δηλαδή της αρχέγονης δικαιοσύνης (Justitia originalis), εξισορροπούσης τις ορμές αυτές, μειώνει την αξία της πρωτόκτιστης φύσεως, εισάγουσα διαρχία σ’ αυτή μεταξύ ύλης και πνεύματος, που μπορεί να καταλήξει σε ιδέες μανιχαϊκές.
Κατόπιν ο χωρισμός της πρώτης φύσεως σε δύο ημίσυ χαλαρώς συνδεδεμένα μεταξύ τους και η έξαρση της αρχέγονης δικαιοσύνης, υπέρ τη φύση, της πρώτης συνέχουσης και εξισορροπούσης τις ορμές της δεύτερης, κάνει ακατανόητη την πτώση οδηγώντας στο ερώτημα: Πώς ο πρώτος άνθρωπος απώθησε τα συνέχοντα αυτόν αγαθά της χάριτος του Θεού, ή πώς τα υπερφυσικά δώρα εγκατέλειψαν τον άνθρωπο;
Τέλος και το λυτρωτικό έργο του Χριστού που σαν κύριο σκοπό είχε την ανάπλαση της φθαρείσας εικόνας του Θεού, θα έπρεπε στο πλαίσιο των δυτικών αντιλήψεων να εκληφθεί ομοίως ως κάτι εξωτερικό και μηχανικό, πράγμα φυσικά που δε δέχεται η δυτική Εκκλησία.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 57-59)