41. Τί διδάσκουν περί αρχεγόνου δικαιοσύνης οι Διαμαρτυρόμενοι;
Οι Διαμαρτυρόμενοι δέχονται όλα τα δώρα της αρχέγονης δικαιοσύνης, τα οποία εκάλλυναν την πρωτόκτιστη φύση. Με επουσιώδεις αποχρώσεις και παραλλαγές δέχονται ό,τι και οι Ορθόδοξοι και οι Ρωμαιοκαθολικοί.
Διαφορά αναφύεται ως προς τον τρόπο σύνδεσης της αρχέγονης δικαιοσύνης με τη θεία εικόνα στον άνθρωπο. Αποφεύγοντας τη διάκριση μεταξύ καθαράς και ακεραίας φύσεως στον άνθρωπο και της ιδέας ότι τα δώρα της αρχέγονης δικαιοσύνης ήταν προσθήκη εξωτερική στην εικόνα του Θεού, που κάνει η ρωμαιοκαθολική ανθρωπολογία, και φρονώντας ορθώς με τους ’Ορθοδόξους ότι η αρχέγονη δικαιοσύνη βρισκόταν σε εσωτερική σχέση με το «κατ’ εικόνα», προχωρούν όμως ένα βήμα περισσότερο, φθάνοντας στην ακραία τοποθέτηση ότι η αρχέγονη δικαιοσύνη ταυτιζόταν κατ’ ουσίαν με τη θεία εικόνα. Κατά τη φυσιοκρατική αυτή αντίληψη ο πρώτος άνθρωπος ήταν στη φύση του πλήρης και τέλειος, μη έχοντας ανάγκη της θείας χάριτος για να πετύχει το σκοπό και το τέλος της δημιουργίας του.
Τα διδάγματα αυτά δημιουργούν αρκετά προβλήματα. Αν η θεία χάρη δεν έχει μέρος στην πρωτόκτιστη φύση, χάνει την αληθινή σημασία της σαν δύναμη, η οποία δεν συμπληρώνει μόνο τη φύση αλλά και την καθοδηγεί στο υπερφυές τέλος της.
Κατόπιν η ταύτιση αρχέγονης δικαιοσύνης και εικόνος σαν αποτέλεσμα, με την πτώση του ανθρώπου, να αφανισθούν όχι μόνο τα δώρα της αρχέγονης δικαιοσύνης, αλλά μαζί με αυτά να καταστραφεί και το «κατ’ εικόνα» με το οποίο εκείνη (η αρχέγονη δικαιοσύνη) ταυτίζεται, σε σημείο ώστε ο μεταπτωτικός άνθρωπος να γίνει πνευματικά νεκρός, ακίνητος προς το αγαθό και την αγάπη του Θεού.
Έτσι καταλήγουμε στο παράδοξο, ο μεν προπτωτικός άνθρωπος να μην έχει ανάγκη της χάριτος του Θεού, ο μεταπτωτικός να εξαρτάται απόλυτα και να σώζεται μόνο με τη χάρη του Θεού (sola gratia).
42. Γιατί το αμάρτημα του Αδάμ καλείται προπατορικό; Τι ήταν στην ουσία του το αμάρτημα αυτό;
Καλείται προπατορικό, διότι ήταν το αμάρτημα του προπάτορα. Ως προς την ουσία του ήταν ανυπακοή στο θέλημα του Θεού, παράβαση της θείας εντολής, η οποία προερχόταν από φιλαυτία του Αδάμ. Ενώ δηλαδή ο γενάρχης στον παράδεισο όφειλε με τη βοήθεια της χάριτος του Θεού και ελεύθερα να προχωρήσει στην τελείωση της φύσεώς του (τη θέωσή του), αντίθετα αυτός επεδίωξε τη θέωσή του αυτοτελώς και με τις δικές του φυσικές δυνάμεις, χωρίς τη βοήθεια της χάριτος του Θεού.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 59-60)