43. Αλήθεια, πώς υπήρξε φιλαυτία στον προπάτορα;
Αγνοούμε. Αν η φιλαυτία είναι η νοσηρά στροφή του ανθρώπου προς το ίδιο εγώ, μια κατάσταση εσωτερικής φαυλότητας και φθοράς, τότε δεν κατανοούμε πώς το σπέρμα αυτό το ταπεινό μπορούσε να υπάρχει σε φύση που δεν είχε κλίση προς το κακό, ήταν καλή και αγνή και θετικά φερόταν προς το αγαθό και το Θεό.
44. Γιατί ο Θεός υπέβαλε σε δοκιμασία τον Αδάμ;
Όπως στα προηγούμενα είπαμε, ο πρωτόπλαστος στον παράδεισο ήταν αγαθός και καλός. Όμως δεν ήταν τέλειος πνευματικά. Δεν είχε πείρα πνευματική, αυτήν έπρεπε να την αποκτήσει βαθμηδόν με το ελεύθερο έργο της βουλήσεώς του και σε συνεργασία πάντοτε με τη χάρη ταυ Θεού. Έπρεπε να φθάσει σε σημείο, δια της υπακοής και της αφοσιώσεώς του στο Θεό, να διακρίνει τη δική του θέληση, από τη θέληση του Θεού, δηλαδή να γνωρίσει τα όρια της ηθικής του φύσεως. Με αλλά λόγια έπρεπε ενσυνείδητα να γνωρίσει το Θεό και ελεύθερα να εργάζεται την αρετή και το αγαθό. Γι' αυτό του δόθηκε, σαν δοκιμασία, η εντολή από το Θεό.
45. Ποια εντολή του Θεού παρέβη ο Αδάμ;
Κατά τη διήγηση της Γραφής η εντολή του Θεού πάρθηκε από το περιβάλλον της φυσικής του ανθρώπου ζωής. Στον παράδεισο ήταν φυτεμένα πολλά δένδρα που εξυπηρετούσαν τον άνθρωπο, μεταξύ των οποίων ήταν και το δένδρο γνώσεως του καλού και του κακού. Δηλαδή όποιος το έτρωγε μπορούσε να διακρίνει το καλό από το κακό. Η διάκριση αυτή καθ’ εαυτήν ήταν κακή για τον πρωτόπλαστο; Ασφαλώς, όχι. Ως φαίνεται, κακή ήταν η πρόωρη σπουδή για την απόκτησή της. Άλλωστε σ’ αυτό απέβλεπε η δόση της εντολής: Ο Αδάμ σιγά σιγά με τις δικές του ηθικές δυνάμεις και βοηθούμενος από τη χάρη του Θεού, να γευθεί ελεύθερα τον τέλειο καρπό της γνώσεως, που ήταν υπέρτατο αγαθό. Εν πάση περιπτώσει ποιά ήταν ουσιαστικά η φύση της θείας εντολής, αν ήταν κάτι φυσικό και πραγματικό ή κάτι πνευματικότερο και συμβολικό, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε.
Το βέβαιο είναι ότι, με την πραγματιστική έννοια της εντολής, η τήρησή της ήταν πολύ εύκολη. Πρώτον, γιατί στον παράδεισο ο Αδάμ είχε αφθονία καρπών, ώστε η στέρηση της βρώσεως των καρπών του δένδρου εκείνου να μη του ήταν αισθητή και πιεστική και δεύτερον, γιατί η φύση του σχετικώς τέλεια όπως ήταν, είχε όλες τις δυνάμεις να τηρήσει εύκολα την απαγόρευση του Θεού. Γι’ αυτό το παράπτωμα του γενάρχη ήταν πολύ μεγάλο.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 60-62)