48. Αφού ο Θεός προεγνώριζε την πτώση του Αδάμ, γιατί δεν τον εμπόδισε αλλά τον άφησε να πέσει στην καταστροφή;
Το ερώτημα μας βάζει δύσκολα. Βάζει σε μια άχαρη προσπάθεια εμάς, τα μικρά και ελάχιστα πλάσματα, να εισχωρήσουμε με το πενιχρό μυαλό που διαθέτουμε στο βάθος της άπειρης θείας βουλής και να εξερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η τριαδική θεία ενέργεια. Το τελευταίο δεν είναι για μας, αλλ΄ είναι προσωπική υπόθεση του Θεού. Ο Θεός λειτουργεί όπως θέλει —όχι φυσικά αυθαίρετα— και δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Μόνο ο ίδιος γνωρίζει πώς λειτουργεί η άπειρη φύση του και κανένας άλλος. Βεβαίως τις θείες ενέργειες τις γνωρίζουμε από τα εξωτερικά τους εκδηλώματα και από την αποκάλυψη του Θεού. Έως εδώ όμως και πάντα στο μέτρο των δυνατοτήτων της πεπερασμένης μας φύσεως. Κανένα πλάσμα σ’ οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκεται (άγγελος ή άνθρωπος) δεν μπορεί να εισχωρήσει στο βάθος της θείας απειρίας και να νοήσει τα ακατανόητα και ακατάληπτα.
Το ερώτημα, αν γίνεται από αγαθή συνείδηση, έχει καλώς. Πραγματικά είναι κάτι που τον καθένα μας μπορεί ν' απασχολήσει. Αν όμως προέρχεται από άλλα ελατήρια και έχει άλλους σκοπούς, θέλει δηλαδή να πουλήσει πνεύμα ή να επιφέρει σύγχυση στην πίστη των ανθρώπων, είναι κατάκριτο και πονηρό. Αρκεί ο μόχθος που έχουμε στον αγώνα της πίστης μας· να φορτίζουμε το μυαλό μας και με τόσο σκληρά ερωτήματα;
49. Κάτω από ποιες μορφές νοείται το προπατορικό αμάρτημα;
Κάτω από δύο: Ή είναι η προσωπική αμαρτία του Αδάμ, ή η μολυσμένη ατμόσφαιρα που επηγασε απ’ αυτήν και περιβάλλει κάθε άνθρωπο.
Το πρώτο είναι νοητό. Ο Αδάμ αμάρτησε προσωπικά και αυτόβουλα, κατέστη ένοχος μπροστά στη θεία δικαιοσύνη και τιμωρήθηκε από το Θεό.
Το δεύτερο είναι επίσης νοητό. Όπως εμείς, όταν κάνουμε ένα θανάσιμο αμάρτημα -ένα φόνο λόγου χάρη- πιεζόμαστε εφ όρου ζωής από την πικρή ανάμνηση της αμαρτίας, η οποία δεν λέει να μας εγκαταλείψει έστω κι αν συγχωρεθήκαμε από το Θεό, έτσι και από την αμαρτία του προπάτορα, ο οποίος ήταν η ρίζα του γένους, δημιουργήθηκε μια βαριά μολυσμένη κατάσταση, στην οποία περιέρχονται όλοι οι άνθρωποι που κατάγονται απ’ αυτόν. Με τη διαφορά ότι, ενώ στα προσωπικά μας αμαρτήματα έχουμε επίγνωση της αμαρτωλότητάς μας, στο προπατορικό αμάρτημα δεν διασώζουμε στη φύση μας καμιά συνενοχή.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 63-64)