50. Πώς καταλογίζεται η ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος στους απογόνους του Αδάμ;
Είτε καταλογίζεται η προσωπική ένοχή του Αδάμ είτε η ένοχή της μολυσμένης φύσεως του προπάτορα.
Ο πρώτος καταλογισμός δημιουργεί δυσεπίλυτα προβλήματα. Καλά, ο Αδάμ αμάρτησε γιατί έτσι θέλησε. Δικαίωμά του ήταν, αμάρτησε ελεύθερα και τιμωρήθηκε δίκαια. Εγώ όμως, ως άτομο ξεχωριστό και ελεύθερο, που έζησα τόσες χιλιάδες χρόνια μετά τον προπάτορα, γιατί να κληρονομώ την προσωπική ένοχή εκείνου; Αυτό δεν αντιβαίνει προς την ιδέα της αμαρτίας και της ένοχης, η οποία εκεί μόνον καταλογίζεται όπου υπάρχει η ελεύθερη επιλογή και ενέργεια του λογικού δημιουργήματος; Και πώς ο δίκαιος Θεός καταλογίζει ξένη ένοχή και τιμωρεί το πλάσμα του για κάτι για το οποίο δεν φέρει καμιά προσωπική ευθύνη και συμμετοχή; Η ιδέα δε, ότι ο άμεσος καταλογισμός της προσωπικής ενοχής του αμαρτήματος του Αδάμ στηρίζεται στο γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι βρίσκονταν ενσωματωμένοι στη φύση του γενάρχη και αμάρταναν μαζί του στον παράδεισο, όχι μόνο δεν επιλύει το πρόβλημα αλλά και το επιτείνει. Εγώ δεν θυμάμαι να ήμουνα ποτέ στον παράδεισο μαζί με τον προπάτορα και να μετείχα στο προσωπικό του αμάρτημα. Αλλά και αν ήμουνα, αποκλειόταν, ως ελεύθερο και λογικό δημιούργημα, να διεχώριζα τη βούλησή μου από τη βούληση εκείνου και να μην έπεφτα μαζί του στην αμαρτία;
Ο δεύτερος καταλογισμός, ο έμμεσος, είναι συμφωνότερος προς τις ανθρωπολογικές αντιλήψεις της ορθόδοξης θεολογίας. Η αμαρτωλή κατάσταση δεν υπήρχε στην πρωτόκτιστη φύση στην Εδέμ. Ήταν σαφώς απόρροια της αμαρτίας του Αδάμ. ‘Ως τέτοια δεν ήταν αρεστή στο Θεό, ήταν κάτι έναντιο στο θέλημά του, έναντιο στη φυσική τάξη της δημιουργίας. Ήταν συνεπώς αμαρτία, την οποία κληρονομεί ο άνθρωπος δια της φυσικής του γεννήσεως.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 65)