"Να διαβάζεις σωστά"
"Όταν διαβάζεις, μου έλεγε μια μέρα ο π. Πορφύριος, να προσπαθείς να διαβάζεις καθαρά,
να ακούγεται και το τελευταίο νί ή σίγμα της λέξεως. Το ίδιο να κάνεις και στην προσευχή σου ή όταν ψάλλεις,
γιατί έτσι συνηθίζεις το σωστό, και να είσαι σε όλα ταπεινός, και στη σκέψη και στα λόγια, και στις κινήσεις σου".
"Μία μέρα στο Ησυχαστήριο μου λέει: -Πιάσε αυτό το βιβλίο και διάβασέ μου. Ήταν ένα απ' αυτά τα βιβλία που υπάρχουν
εκεί και αναφερόταν στην ημέρα των Χριστουγέννων. Το παίρνω εγώ και αρχίζω να διαβάζω.
Μόλις διάβασα τέσσερις πέντε προτάσεις, μου λέει. -Σταμάτα. Σταμάτησα εγώ. -Πώς το διαβάζεις έτσι; μου λέει.
-Πώς το διαβάζω, Παππούλη; του λέω. -Να! Κοίταξε να δείς, μου λέει. Πρέπει να βάζεις χρώμα στη φωνή σου.
Να ακούονται όλα τα φωνήεντα καθαρά. Να μην κόβεις σύμφωνα που έχουν στο τέλος οι λέξεις και να μη βιάζεσαι.
-Για ξεκίνα πάλι. Ξεκινώ. -Τίποτα, μου λέει. Άκου εμένα. Και άρχισε να μου διαβάζει μερικές προτάσεις.
Το είδες τώρα; -Το είδα, του είπα. -Ξεκίνα πάλι, μου λέει. Άρχισα και πάλι να διαβάζω,
περισσότερες προτάσεις αυτή τη φορά, κάπως καλύτερα. -Έ ! Τώρα κάτι κατάφερες, μου λέει.
Προσπάθησε να κάνεις πάντοτε την ανάγνωση έτσι, όπως σου την έμαθα, και το ίδιο να κάνεις όταν διαβάζεις τα αναγνώσματα και στην Εκκλησία.
Στο τέλος του μαθήματος μου λέει: "Για τον κόπο σου πάρ' το αυτό το βιβλίο, σου το χαρίζω".
Ευχαριστώ, Παππούλη μου, του λέω, για όλα, και έφυγα ευχαριστημένος.
[Τζ 138π.]
"Πώς έμαθα να διαβάζω"
"Διάβαζα πολύ, μου είπε μια μέρα ο Γέροντας. Ήμουν πολύ μελετηρός. Μυστικώς διάβαζα. Ξέκλεβα χρόνο, όπου μπορούσα.
Έμαθα απ' έξω το ευαγγέλιο του Ματθαίου, του Λουκά και το μισό του Ιωάννη. Επίσης τους Ψαλμούς. Μελετούσα τους Πατέρες. Πολύ διάβαζα.
Έκανα πνευματική εργασία. Και να ξέρεις ότι εγώ γράμματα δεν ήξερα. Μόλις την Β' δημοτικού ήμουνα.
Όταν πρωτοπήγα στο Μοναστήρι, μου δίνουν στον εσπερινό το Ψαλτήρι να διαβάσω.
Εγώ άρχισα να συλλαβίζω "Μα-κά-ρι-ος α-νήρ". -Καλά, μου λένε, φτάνει. Θα πάρεις το Ψαλτήρι, θα το διαβάσεις καλά να το μάθεις.
Θα διαβάζεις και τα συναξάρια των Αγίων. Τίποτε άλλο. Διάβαζα αλλά δεν καταλάβαινα. Λεξικά δεν είχα.
Π.χ. δεν ήξερα ότι οίκος θα πεί σπίτι. Έτσι έβρισκα την ίδια λέξη και αλλού, και από τα συμφραζόμενα εύρισκα το νόημα των λέξεων.
Απεστήθιζα κομμάτια ολόκληρα και όλη μέρα, καθώς έτρεχα στα βράχια, τα απήγγελα δυνατά, με νόημα.
Αργότερα έπιασα την Παρακλητική, το Τριώδιο, τα Μηναία. Διάβαζα με μανία".
Καθώς ο Γέροντας Πορφύριος έλεγε όλα αυτά από τη ζωή του, αισθανόμουν ότι τα λέει έμμεσα για να με παρακινήσει να κάνω το ίδιο,
πολύ περισσότερο που εγώ με τη βοήθεια του Θεού έμαθα και πέντε γράμματα, δεν ήμουνα αγράμματος.
Κάνοντας αυτή τη σκέψη βεβαιώθηκα και έμεινα πάλι έκπληκτος, για την ικανότητά του να διαβάζει την ψυχή μου
και να φωτίζει όλα τα σκοτεινά σημεία της, όταν σε λίγο πρόσθεσε: "Εκείνο που μου άρεσε απ' όλα περισσότερο,
ήταν ο Τριαδικός Κανόνας κάθε Κυριακή στο Μεσονυκτικό. Όταν τον διάβαζε ο αδελφός, εγώ συγκέντρωνα όλη την προσοχή μου.
Και αν καμιά φορά διάβαζε σιγανά ή γρήγορα και δεν καταλάβαινα ή δεν άκουγα, πολύ στεναχωριόμουνα.
Τότε αποτραβιόμουνα πίσω και βυθιζόμουνα στην ευχή". Εγώ, ακούγοντας αυτά, ελέγχθηκα πολύ.
Διότι κάθε φορά που διαβαζόταν ο Τριαδικός Κανών, εγώ έλεγα μέσα μου: -Ά! Αυτός είναι δύσκολος. Δεν τον καταλαβαίνω.
Και ώσπου να τελειώσει η ανάγνωσή του, δεν πρόσεχα, εσκεμμένα.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσα σε τί χάος αγνωσίας βρισκόμουν ο ταλαίπωρος εγώ.
Πλήν δεν τον διέκοψα, τον άφησα να συμπληρώσει ό,τι ήθελε. Η καρδιά μου είχε αρχίσει να φωτίζεται σαν να της άνοιξε ένα παράθυρο
ο διορατικός αυτός Γέροντας. Ένιωθα κοντά του απέραντη απλότητα και εμπιστοσύνη.
Πίστεψα χωρίς καμία αμφιβολία, ότι από το Θεό έχει χάρη να διαβάζει τις καρδιές μας,
και ξέρει όλα τα μυστικά μας πάθη και αδυναμίες.
[Ά 43π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιο Πορφύριος, σελ.136-139)