ιδ'. Είπε ο Αββάς Μωυσής: Οφείλει τινάς να πεθάνη απέναντι του συντρόφου του, ώστε να μη τον κατακρίνη σε τίποτε».
ιε΄. Είπε πάλι: Οφείλει τινάς να νέκρωση τον εαυτό του απέναντι σε κάθε αμαρτωλό πράγμα, πριν βγη από το σώμα, ώστε να μη κάμη κακό σε άλλον άνθρωπο».
ιστ΄. Είπε πάλι: Αν τινάς δεν το έχη στην καρδιά του ότι είναι αμαρτωλός, ο Θεός δεν τον εισακούει». Και είπε ένας αδελφός: «Τι σημαίνει το να έχη στην καρδιά του ότι είναι αμαρτωλός;». Και είπε ο γέρων: «Όποιος βαστάζει τις αμαρτίες του, δεν βλέπει τις αμαρτίες του πλησίον του».
ιζ'. Είπε πάλι: «Αν δεν συμφωνήση η πράξη με την ευχή, μάταια κοπιάζει ο άνθρωπος». Και είπε ένας αδελφός: «Τι σημαίνει να συμφωνήση η πράξη με την ευχή;». Και λέγει ο γέρων: «Το να μη ξανακάνουμε εκείνα, για τα οποία ευχόμαστε. "Ήγουν, όταν τινάς παρατήση τα δικά του θελήματα, τότε συμφιλιώνεται μαζί του ο Θεός και δέχεται την προσευχή του».
ιη΄ . Ρώτησε ο αδελφός: «Σε κάθε κόπο του ανθρώπου, τί είναι εκείνο οπού τον βοηθά;». Και λέγει ο γέρων: «Ο Θεός είναι όπου βοηθά. Γιατί είναι γραμμένο: Ο Θεός ημών καταφυγή και δύναμις, βοηθός εν θλίψεσι ταις ευρούσαις ημάς σφοδρά». Είπε ο αδελφός: «Και με τις νηστείες και τις αγρυπνίες, όπου κάνει τινάς, τί γίνεται;». Του αποκρίνεται ο γέρων: «Αυτές κάνουν την ψυχή να ταπεινωθή. Γιατί είναι γραμμένο: Ίδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας μου. Αν η ψυχή κάμη αυτούς τους καρπούς, τη σπλαχνίζεται ο Θεός εξ αιτίας τους». Λέγει ο αδελφός στον γέροντα: «Τι θα κάμη τινάς σε κάθε πειρασμό όπου έρχεται κατεπάνω του ή σε κάθε λογισμό του εχθρού; «Του λέγει ο γέρων: «Να κλαίη οφείλει ενώπιον της αγαθότητος του Θεού, για να βρή βοήθεια. Και αναπαύεται γρήγορα, αν παρακαλή με γνώση. Γιατί λέγει η Γραφή: Κύριος έμοί βοηθός και ού φοβηθήσομαι τί ποιήση μοι άνθρωπος». Ρώτησε ο αδελφός: «Να, ένας άνθρωπος δέρνει τον δούλο του για κάτι κακό οπού εκαμε. Τι θα πη ο δούλος;». Λέγει ο γέρων: Αν είναι δούλος καλός, θα πη: Λυπήσου με, αμάρτησα». Του λέγει ο αδελφός: «Τίποτε άλλο δεν θα πη;». Λέγει ο γέρων: «Τίποτε. Γιατί, αφού μεφθή τον εαυτό του και πη αμάρτησα, ευθύς θα τον σπλαχνισθή ο κύριός του. Η ουσία δε όλων αυτών είναι να μη κατακρίνουμε τον πλησίον. Παράδειγμα: Όταν το χέρι του Κυρίου θανάτωσε κάθε πρωτότοκο στη γη Αιγύπτου, δεν υπήρχε σπίτι όπου να μη ήταν νεκρός». Του λέγει ο αδελφός: «Τι σημαίνουν αυτά τα λόγια;». Του απαντά ο γέρων: «Ότι, αν κοιτάξουμε να δούμε τις αμαρτίες μας, δεν θα δούμε τις αμαρτίες του πλησίον. Γιατί δεν είναι λογικό, όταν τινάς έχη τον δικό του νεκρό, να τον αφήση και να πάη να κλάψη τον νεκρό του διπλανού του. Το να πεθάνης δε απέναντι στον πλησίον σου, αυτό είναι το να βαστάξης τις αμαρτίες σου και να μη ενδιαφέρεσαι για κάθε άνθρωπο, αν αυτός είναι καλός και εκείνος κακός. Μη κάμης κακό σε κανέναν άνθρωπο, μήτε να έχης αμαρτωλό λογισμό στην καρδιά σου για κανέναν. Μήτε να εξουδενώσης οποίον κάνει κακό, μήτε να παραδεχτής αυτόν όπου κάνει κακό στον πλησίον του, μήτε να χαίρης με όποιον κακοποιεί τον πλησίον του. Μη κατηγορήσης κάποιον. Αλλά λέγε: Ο Θεός γνωρίζει τον καθέναν. Μη συμφωνήσης με όποιον καταλαλεί, μήτε να βρής χαρά στην καταλαλιά του, μήτε να μισήσης όποιον καταλαλεί τον πλησίον του. Αυτό είναι το να μη κρίνης. Μη έχεις έχθρα για τον άλλο και μη κρατήσης έχθρα στην καρδιά σου. Μη μισήσης οποίον εχθρεύεται τον πλησίον του. Και αυτή είναι η ειρήνη. Σ’ αυτά να παρηγορήσαι. Λίγο καιρό διαρκεί ο κάματος και παντοτινή είναι η ανάπαυση, με τη χάρη του Θεού Λόγου. Αμήν».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)