Η θεία Κοινωνία που βλάστησε στάχυα
Στην πόλη Σελεύκεια της Συρίας, όταν επίσκοπος ήταν ο Διονύσιος ( 6ος αι.), ζούσε ένας πραματευτής πολύ πλούσιος και ευλαβής. Ήταν όμως αιρετικός και πίστευε στα δόγματα του Σεβήρου. Αυτός είχε έναν υπάλληλο, που ήταν ορθόδοξος κι ακολουθούσε την αγία και αποστολική Εκκλησία. Ο ορθόδοξος, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής, πήρε τη Μεγάλη Πέμπτη τη θεία Κοινωνία, την τοποθέτησε σε μια μικρή θήκη και την ασφάλισε σ’ ένα ντουλάπι. Μετά το Πάσχα έφυγε για εμπόριο στην Κωνσταντινούπολη, ξεχνώντας στο ντουλάπι, τις άγιες μερίδες. Είχε όμως αφήσει το κλειδί στο αφεντικό του.
Κάποια μέρα ο αιρετικός άνοιξε το ντουλάπι και βρήκε μέσα το κουτί με τις άγιες μερίδες. Λυπήθηκε γι’ αυτό και δεν ήξερε τι να τις κάνει, γιατί ανήκαν στην ορθόδοξη Εκκλησία, και ο ίδιος δεν ήθελε να μεταλάβει απ’ αυτές. Τις άφησε λοιπόν στο ντουλάπι με τη σκέψη ότι όπου να ναι έρχεται ο υπάλληλος του και μεταλαμβάνει. Πέρασε ένας χρόνος. Ήρθε πάλι η Μεγάλη Πέμπτη, αλλά ο υπάλληλος δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Το αφεντικό αποφάσισε τότε να κάψει τις μερίδες για να μη μείνουν και δεύτερο χρόνο. Ανοίγει το ντουλάπι, και τι να δει! Όλες είχαν βλαστήσει στάχυα!
Φόβος και τρόμος τον κυρίεψε. Τις πήρε αμέσως κι έτρεξε στον επίσκοπο Διονύσιο, φωνάζοντας το «Κύριε ελέησον». Το θαύμα το είδαν όλοι οι ορθόδοξοι και δόξασαν το Θεό. Αυτό μάλιστα έγινε αφορμή να πιστέψουν πολλοί και να προσέλθουν στην αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία.
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.68-69)