Kαθώς λοιπόν η πυρκαγιά του διωγμού αυξανόταν και μύριοι ήρωες στεφανώνονταν με μαρτυρικά στεφάνια, τέτοιος έρωτας για το μαρτύριο κυρίευσε την ψυχή του Ωριγένη, ο οποίος ήταν ακόμη εντελώς παιδί, ώστε να προχωρεί ακράτητος προς τους κινδύνους, να αναπηδά και να ορμά με προθυμία προς τον αγώνα.
Παρ’ ολίγον δεν θα απέφευγε την ευκαιρία να απαλλαχτεί από τον βίο, εάν η θεία και ουράνια πρόνοια, χάριν της ωφέλειας των πολλών, δεν είχε προβάλλει εμπόδια στην προθυμία του διαμέσου της μητέρας του.
Αυτή λοιπόν κατά πρώτον μεν τον παρακαλούσε με ικετευτικά λόγια να λυπηθεί τη μητρική της διάθεση, καθώς όμως τον είδε να ερεθίζεται περισσότερο από τον πόθο, όταν, αφού έμαθε αυτός τη σύλληψη και φυλάκιση στο δεσμωτήριο του πατέρα του, κυριεύτηκε ολόκληρος από την ορμή προς το μαρτύριο, αφού έκρυψε όλα τα ενδύματά του, τον ανάγκασε να μείνει στο σπίτι.
Αυτός λοιπόν αφού δεν είχε τι άλλο να κάνει, επειδή η προθυμία του υπερέβαλλε την ηλικία του, εξαιτίας του οποίου και δεν μπορούσε να ηρεμήσει, στέλνει στον πατέρα προτρεπτική επιστολή για το μαρτύριο, στην οποία τον συμβουλεύει κατά λέξη:
«Πρόσεχε μην αλλάξεις γνώμη για χάρη μας»
(Εκκλησιαστική Ιστορία Ευσεβίου, ΕΠΕ 2, σ. 221)