Του Αββά Μάρκου,
μαθητή του Αββά Σιλουανού
α'. Έλεγαν για τον Αββά Σιλουανό, ότι είχε μαθητή σε Σκήτη, ονόματι Μάρκο, οπού είχε υπακοή μεγάλη και ήταν καλλιγράφος. Τον αγαπούσε δε ο γέρων για την υπακοή του. Είχε δε άλλους ένδεκα μαθητές, όπου θλίβονταν, γιατί τον αγαπούσε περισσότερο απ’ αυτούς. Και ακούοντας οι γέροντες, λυπήθηκαν. Ήρθαν λοιπόν κάποτε οι γέροντες και τον κατηγορούσαν. Τους πήρε τότε, βγήκε και χτυπώντας την πόρτα κάθε κελλιού, έλεγε: «Αδελφέ δείνα, έλα γιατί σε χρειάζομαι». Αλλά ούτε ένας τους δεν τον ακολούθησε ευθύς. Και φτάνοντας στο κελλί του Μάρκου, χτύπησε, λέγοντας: «Μάρκε». Και εκείνος, ακούοντας τη φωνή του γέροντος, ευθύς πετάχθηκε έξω. Και τον έστειλε σε διακονία. Τότε, λέγει στους γέροντες: «Πατέρες, που είναι οι άλλοι αδελφοί;». Μπαίνοντας δε στο κελλί του, εξέτασε το χαρτί οπού έγραφε. Και βρήκε ότι είχε αρχίσει να φτιάχνη το γράμμα ω. Και ακούοντας τον γέροντα, δεν ολοκλήρωσε το ψηφίο. Λέγουν λοιπόν οι γέροντες: «Αληθινά, αυτόν οπού συ αγαπάς, Αββά, τον αγαπάμε και εμείς, γιατί και ο Θεός τον αγαπά».
β’ Έλεγαν για τον Αββά Σιλουανό, ότι, περνώντας κάποτε στη Σκήτη με τους γέροντες και θέλοντας να τους δείξη την υπακοή του μαθητή του Μάρκου και γιατί τον αγαπούσε, μόλις είδε ένα μικρό αγριόχοιρο, του λέγει: «Βλέπεις, τέκνο μου, εκείνο το μικρό βουβάλι;». Του λέγει: «Ναι, Αββά». «Και τα κέρατά του τι μεγάλα είναι;». Λέγει: «Ναι, Αββά». Και θαύμασαν οι γέροντες την απόκρισή του και οικοδομήθηκαν με την υπακοή του.
γ’ Κατέβηκε κάποτε η μητέρα του Αββά Μάρκου για να τον δη. Και είχε πολύ φανταχτερή εμφάνιση. Και βγήκε ο γέρων να τη συναντήση. Και του λέγει: «Αββά, πες στον γυιο μου να βγή, για να τον δω». Μπαίνοντας δε ο γέρων, Του λέγει: «Βγες, να σε δη η μητέρα σου». Φορούσε δε παλιό μανδύα και ήταν γανωμένος από το μαγείρεμα. Και βγαίνοντας για χάρη της υπακοής, μισόκλεισε τα μάτια. Και τους είπε τρεις φορές: «Είθε να σωθήτε». Και δεν τους είδε. Αλλά και η μητέρα του δεν τον ανεγνώρισε. Πάλι λοιπόν μηνά στον γέροντα, λέγοντας: «Αββά, στείλε μου τον γυιο μου, για να τον δω». Και είπε στον Μάρκο: «Δεν σου είπα να βγης, για να σε δη η μητέρα σου;». Και του απαντά ο Μάρκος: «Βγήκα όπως με πρόσταξες, Αββά. Πλην σε παρακαλώ, μη μου ξαναπής να βγω, για να μη σε παρακούσω». Βγαίνει τότε ο γέρων και της λέγει: Εκείνος ήταν όπου σας συνάντησε, λέγοντας: Είθε να σωθήτε». Και αφού την παρηγόρησε, την έστειλε στο καλό.
δ'. ’Άλλοτε του συνέβη να βγη από Σκήτη και να παη στο όρος Σινά και να μείνη εκεί. Και του εμήνυσε η μητέρα του Μάρκου, εξορκίζοντάς τον με δάκρια να βγη ο γυιος της και να τον δη. Ο δε γέρων του έδωσε την άδεια. Και καθώς ετοίμαζε τον μανδύα του για να βγη και πήγε στον γέροντα να τον χαιρετήση, ευθύς έβαλε τα κλάμματα και δεν έβγαινε.
ε . Έλεγαν για τον Αββά Σιλουανό, ότι, καθώς ήθελε να βγη στη Συρία, του είπε ο μαθητής του Μάρκος: «Πάτερ, δεν θέλω να φύγω από εδώ. Αλλά ούτε και σένα, Αββά, σε αφήνω να φυγής. Μείνε εδώ άλλες τρεις μέρες». Και την τρίτη μέρα, κοιμήθηκε.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)