ΈΝΑΣ Επίσκοπος κάποτε, περιοδεύοντας τα χωριά της επαρχίας του, έφτασε σ’ ένα πολύ μακρινό μικρό χωριουδακι. Ζήτησε να δει τον Ιερέα. Ύστερα από αρκετή ώρα παρουσιάστηκε μπροστά του ένας απλοϊκός χωρικός, που μόλις είχε γυρίσει από το χωράφι και φορούσε τα ρούχα της δουλειάς. Ήταν ο ιερέας του χωριού. Ο Επίσκοπος δεν έμεινε ικανοποιημένος. Ήθελε πιο ευπαρουσίαστο τον Λειτουργό του Υψίστου.
Η επομένη ήταν Κυριακή. Ο Ιερέας ετοιμάστηκε να λειτουργήσει κι ο Επίσκοπος δεν τον άφηνε από τα μάτια του. Ήθελε να τα παρακολουθήσει όλα. Θα έβρισκε ίσως πολλά σφάλματα στον αγροίκο εκείνο χωρικό.
Παράδοξο όμως! Από την στιγμή που άρχισε η Θεία Λειτουργία, ο Ιερέας κυκλώθηκε από ένα ουράνιο φώς, που τον θέρμαινε και τον λάμπρυνε χωρίς να τον καίει. Κι αυτό κράτησε ως το τέλος της Λειτουργίας.
Αφού μοίρασε ο Ιερέας το αντίδωρο στους χωρικούς, τον φώναξε στο Άγιο Βήμα ο Επίσκοπος και πέφτοντας στα γόνατα του ζήτησε να τον ευλογήσει. Ο απλοϊκός Ιερέας σάστισε.
- Πώς είναι δυνατόν ο ανώτερος να ευλογηθεί από τον κατώτερό του; Εσύ ευλόγησέ με, άγιε Δέσποτα.
- Αδύνατον να ευλογήσω εκείνον που στεκεται μέσα σε θεϊκή φλόγα και προσφέρει την αναίμακτη Θυσία. «Το έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται» (Εβρ. ζ' 7).
- Υπάρχει τάχα, άγιε Δέσποτα, Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος και Διακονος ακόμη που να πλησιάζει το άγιο Θυσιαστήριο και να μην περικυκλώνεται από ουράνιο φως; είπε με απορία ο απλοϊκός Ιερέας.
Τί να απαντήσει ο Επίσκοπος σ’ εκείνον που έβλεπε το υπερφυσικό σαν το φυσικώτερο πράγμα του κόσμου; Θαύμασε την καθαρότητα της καρδιάς του κι έφυγε από το μικρό χωριό ωφελημένος.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.145-146)