Ένας μοναχός ρώτησε κάποιο μεγάλο γέροντα:
-Πώς ο διάβολος καταφέρνει και κινεί πόλεμο στους αγίους;
Κι εκείνος του διηγήθηκε το ακόλουθο επεισόδιο:
Στο όρος Σινά ασκήτευε ο μοναχός Νίκων. Έτυχε κάποτε ένας άνδρας να μπη στη σκηνή ενός φαρανίτη, όπου βρήκε την κόρη του μονάχη. Κι αφού αμάρτησε μαζί της, της παρήγγειλε:
-Να πης στους δικούς σου, πως ο αναχωρητής Νίκων ήρθε και σε διέφθειρε.
Όταν γύρισε στη σκηνή ο πατέρας και του είπε η κόρη αυτό το πράγμα, άρπαξε γρήγορα ένα σπαθί κι έτρεξε στο κελλί του γέροντα. Χτύπησε την πόρτα, και μόλις εκείνος βγήκε, όρμησε με το σπαθί να τον σκοτώση. Μα ξαφνικά το χέρι του ξεράθηκε! Φεύγει τότε και πάει στην εκκλησία, για να πη τα καθέκαστα στους πρεσβυτέρους. Εκείνοι κάλεσαν αμέσως τον ερημίτη. Μόλις ήρθε τον έδειραν τόσο πολύ, που το σώμα του γέμισε πληγές! Μετά ήθελαν να τον διώξουν. Εκείνος τους παρακάλεσε:
-Αφήστε με, πατέρες εδώ, να μετανοήσω.
Με τα πολλά, τον έβαλαν χωριστά απ’ όλους, κι έδωσαν εντολή, για τρία χρόνια να μην τον επισκεφθή κανείς!
Έκανε ο αββάς Νίκων τρία ολόκληρα χρόνια, ζώντας απομονωμένος. Μόνο τις Κυριακές ερχόταν στη σκήτη κι έδειχνε τη μετάνοιά του, παρακαλώντας όλους τους αδελφούς:
-Σας παρακαλώ, προσευχηθήτε για μένα!
Κάποτε όμως, εκείνος που είχε αμαρτήσει με την κόρη του φαρανίτη κι έριξε το κρίμα πάνω στον αναχωρητή, δαιμονίστηκε! Παρουσιάστηκε λοιπόν και ομολόγησε μπροστά σε όλους:
-Εγώ έκανα την αμαρτία, μα είπα στην κοπέλα να συκοφαντήση τον δούλο του Θεού.
Ξεκίνησαν όλοι τότε, πήγαν στον γέροντα Νίκωνα και του είπαν:
-Συγχώρεσε μας, σε παρακαλούμε, αββά Νίκων!
Κι εκείνος πρόθυμα τους συγχώρησε.
Τελειώνοντας την αφήγηση του επεισοδίου, λέει ο γέροντας στο μοναχό:
-Βλέπεις τώρα πώς καταφέρνει ο διάβολος και κινεί τον πόλεμο των πειρασμών στους αγίους;
(Έαρ της ερήμου)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ. 278-279)