Ο μισθός από την γηροκόμηση
Πώς κατήντησε ο κόσμος! Και στα Φάρασα και στην Ήπειρο γηροκομούσαν ακόμη και τα ζώα.
Καλά τα μουλάρια, αλλά και αυτά τα ζώα που το κρέας τους τρωγόταν δεν τα έσφαζαν.
Τα γέρικα βόδια λ.χ. με τα οποία όργωναν, τα σέβονταν, τα περιποιούνταν, τα γηροκομούσαν, γιατί έλεγαν:
«Φάγαμε ψωμί από αυτά». Δηλαδή τα ζώα που ήταν εργατικά και δούλευαν στο χωράφι είχαν και καλά γεράματα.
Και τότε οι άνθρωποι δεν είχαν τα μέσα που έχουν σήμερα.
Έπρεπε με τον χειρόμυλο να αλέθουν το ρόβι, να το κάνουν ψιλό, για να μπορή το καημένο το γέρικο βόδι να το φάη.
Ο σημερινός όμως κόσμος ξέφυγε• ανθρώπους δεν γηροκομούν, που να γηροκομήσουν τα ζώα!
Εγώ ποτέ στην ζωή μου δεν αισθάνθηκα τόσο καλά, όσο εκείνες τις λίγες μέρες που μου είπαν να γηροκομήσω έναν Γέροντα.
Η γηροκόμηση έχει μεγάλο μισθό. Θυμάμαι που έλεγαν και για έναν δόκιμο στο Άγιον Όρος που είχε φοβερό δαιμόνιο
και τον έβαλαν να γηροκομήση έξι γεροντάκια στο γηροκομείο της Μονής. Τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολα• δεν είχαν ευκολίες.
Φορτωνόταν ο καημένος τα ρούχα στην πλάτη του με ένα ξύλο και τα πήγαινε μακριά σε μια γούρνα, για να τα πλύνη,
έβαζε αλισίβα... Έπειτα από λίγο καιρό απαλλάχτηκε από το δαιμόνιο και έγινε μοναχός.
Γιατί, εκτός του ότι ο ίδιος γινόταν θυσία, αλλά και τα γεροντάκια του έδιναν ευχές.
Πολλά ανδρόγυνα δυσανασχετούν για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην οικογένειά τους από τις ιδιοτροπίες
και την γκρίνια των παππούδων που γηροκομούν.
Ξεχνούν τις αταξίες που έκαναν οι ίδιοι ή την γκρίνια και τις παραξενιές που είχαν, όταν ήταν παιδιά.
Δεν θυμούνται που δεν άφηναν τους γονείς τους να ησυχάσουν με τα κλάματα και τα καμώματά τους.
Γι’ αυτό ο Θεός επιτρέπει να συναντούν αυτές τις δυσκολίες, για να ξεπληρώσουν κάπως τις δικές τους αταξίες.
Τώρα είναι η σειρά τους να συμπαρασταθούν και να φροντίσουν τους γέρους γονείς τους με ευγνωμοσύνη
για τις θυσίες που έκαναν εκείνοι γι’ αυτούς, όταν ήταν παιδιά.
Όσοι δεν νιώθουν αυτό το χρέος προς τους γονείς τους, θα κριθούν από τον Θεό ως άδικοι και αχάριστοι.
Και βλέπω ότι τα βάσανα που έχουν πολλοί κοσμικοί μερικές φορές οφείλονται και στο ότι οι γονείς τους είναι πικραμένοι μαζί τους.
Ταλαιπωρούνται οι οικογένειες, γιατί δεν φροντίζουν τους παππούδες. Όταν την φουκαριάρα την γριά ή τον καημένο τον γέρο τους πάνε
και τους εγκαταλείπουν σε ένα γηροκομείο, τους παίρνουν και την περιουσία, και δεν χαίρονται τα εγγονάκια τους,
αλλά πεθαίνουν με καημό, τί ευλογία θα έχουν μετά τα παιδιά;
Μου έλεγε σήμερα μια ηλικιωμένη γυναίκα ότι έχει τέσσερα αγόρια παντρεμένα που μένουν στο ίδιο τετράγωνο
και δεν μπορεί να τα δή, γιατί συμβούλεψε μια φορά τις νυφάδες: «Να έχετε αγάπη μεταξύ σας, να εκκλησιάζεσθε»!
Ού, έγιναν θηρία! «Να μην ξαναπατήσης, της είπαν, στα σπίτια μας».
Πέντε χρόνια είχε να δη τα παιδιά της και έκλαιγε η καημένη. «Κάνε προσευχή, Πάτερ μου, μου είπε, έχω και εγγονάκια•
τουλάχιστον να τα δώ στον ύπνο μου». Έ, τί προκοπή θα έχουν μετά τα παιδιά της;
Κι ενώ η γιαγιά στην οικογένεια είναι μεγάλη ευλογία, αυτοί οι άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουν αυτό.
Συνήθως ο άνδρας πέφτει πιο γρήγορα και τον υπηρετεί η γυναίκα του.
Όταν πεθάνη ο άνδρας, τότε, για να μην αισθάνεται άχρηστη η γυναίκα, αν την παίρνουν τα παιδιά στο σπίτι τους και φυλάη τα εγγόνια,
αυτό είναι πολύ καλό. Έτσι και αυτή αναπαύεται και το ζευγάρι οικονομείται.
Γιατί η μάνα δεν προφταίνει με τις δουλειές της να δώση στα παιδιά την απαραίτητη στοργή και αγάπη.
Την δίνει λοιπόν η γιαγιά, γιατί η ηλικία αυτή είναι η ηλικία της αγάπης και της στοργής.
Βλέπεις, όταν το παιδί κάνη αταξίες, η γιαγιά το χαϊδεύει, ενώ η μάνα το μαλώνει.
Με την φροντίδα της γιαγιάς και η μάνα κάνει τις δουλειές της, και τα παιδιά έχουν τα χάδια και την αγάπη,
αλλά και η γιαγιά αναπαύεται με την αγάπη των εγγονών.
Έχει μεγάλη ευλογία από τον Θεό όποιος κοιτάζει τους γονείς του. Μου είπε μια μέρα ένας νεαρός οικογενειάρχης:
«Γέροντα, σκέφτομαι στο σπίτι που θα χτίσω, να κάνω στον κάτω όροφο δύο διαμερισματάκια για τους γονείς και τα πεθερικά μου».
Πόσο με συγκίνησε! Πόσες ευχές του έδωσα! Απορώ, πώς δεν το καταλαβαίνουν αυτό τα ανδρόγυνα!
Πριν από λίγες μέρες ήρθε μια γυναίκα και μου είπε: «Η μάνα μου, Πάτερ, έχει ημιπληγία.
Βαρέθηκα οκτώ χρόνια να την γυρίζω από εδώ, από εκεί». Ακούς; Κόρη να μιλάη έτσι για την μάνα της!
«Ά, της λέω, είναι πολύ απλό! Τώρα θα κάνω προσευχή να πέσης εσύ οκτώ χρόνια από ημιπληγία και να γίνη καλά η μάνα σου,
για να σε περιποιήται». «Όχι, όχι, Πάτερ!», φώναζε. «Τέσσερα χρόνια τουλάχιστον, της λέω, τέσσερα χρόνια!
Βρέ, δεν ντρέπεσαι; Ποιό είναι προτιμότερο; Να έχη κανείς την υγεία του, να μην πονάη και να υπηρετή έναν άρρωστο,
να έχη και μισθό από τον Θεό, ή να υποφέρη, να μην μπορή να γυρίση το πόδι του, να ταπεινώνεται και να παρακαλάη:
"φέρε την πάπια, γύρνα με από εδώ, γύρνα με από εκεί";». Όταν τα άκουσε αυτά, συμμαζεύτηκε λίγο.
Αν έρθουν τα παιδιά στην θέση των γονέων τους που γέρασαν ή αν έρθη η νύφη στην θέση της πεθεράς της και σκεφθή:
«κι εγώ θα γεράσω και θα γίνω μια μέρα πεθερά• θα ήθελα να μη μου δίνη σημασία η νύφη μου;»,
τότε δεν θα υπάρχουν τέτοια προβλήματα.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 139-142)