(Διηγήσεις από το Μέγα Γεροντικό)
1. Πήγαν κάποιοι στον αββά Αντώνιο και του είπαν:
- "Πές μας κάποιο λόγο πώς να σωθούμε".
Και ο Γέροντας τους λέει:
- "Ακούσατε τί λέει η Γραφή; Σας αρκεί αυτή".
Aλλά αυτοί είπαν:
- "Θέλουμε και από σένα, πάτερ, να ακούσουμε".
Και ο Γέροντας τους είπε:
- "Το Ευαγγέλιο λέει: Άν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξί μάγουλο, γύρισέ του και το άλλο".
- "Δεν μπορούμε -του λένε- να το κάνουμε αυτό".
- "Εάν δεν μπορείτε να στρέψετε και το άλλο -λέει ο Γέροντας- υπομείνετε τουλάχιστον το ράπισμα στο ένα".
- "Ούτε αυτό μπορούμε", του απαντούν.
Ξαναμιλάει ο Γέροντας:
- "Εάν ούτε αυτό μπορείτε, μήν ανταποδίδετε τα ίσα".
Λένε πάλι:
- "Ούτε αυτό μπορούμε".
Τότε ο Γέροντας γυρνάει και λέει στον μαθητή του:
- "Κάνε τους λίγο κουρκούτι, γιατί είναι άρρωστοι. Εάν το ένα δεν μπορείτε και το άλλο δεν θέλετε, τί να σας κάνω;"
2. Είπε πάλι ότι κάποιος Γέροντας έμεινε σε κάποιο ιερό ειδωλολατρικό.
Πήγαν λοιπόν οι δαίμονες και του λένε: "Φύγε από τον τόπο μας".
Και ο Γέροντας τους είπε: "Εσείς δεν έχετε τόπο".
Άρχισαν τότε να του σκορπίζουν εντελώς τα βάϊα του κι ο Γέροντας επέμενε να τα μαζεύει.
Κατόπιν τον έπιασε ο δαίμονας από το χέρι και τον έσυρε έξω.
Μόλις έφτασε στην πόρτα ο Γέροντας, με το άλλο του το χέρι έπιασε την πόρτα κράζοντας:
"Ιησού, βοήθησέ με" και ευθύς ο δαίμονας εξαφανίστηκε και ο Γέροντας αναλύθηκε στα δάκρυα.
Τον ρώτησε τότε ο Κύριος: "Γιατί κλαίς;"
"Γιατί τολμούν -είπε ο Γέροντας- να πιάσουν τον άνθρωπο και να τον μεταχειρίζονται έτσι".
"Εσύ αμέλησες -του παρατήρησε ο Κύριος- γιατί μόλις με ζήτησες, να πώς σου βρέθηκα".
Και αυτά που λέω σημαίνουν ότι χρειάζεται πολύς κόπος.
Εάν δεν κοπιάσει κανείς, δεν μπορεί να έχει τον Θεό μαζί του.
Γιατί Αυτός για χάρη μας σταυρώθηκε.
3. Είπε η αμμάς Θεοδώρα ότι κάποτε ένας ευλαβής δεχόταν βρισιές από κάποιον και του λέει:
"Μπορούσα κι εγώ με τον ίδιο τρόπο να σου μιλήσω, αλλά η εντολή του Θεού μου κλείνει το στόμα".
4. Έλεγε ο αββάς Ματόης:
"Προτιμώ εργασία ελαφριά και συνεχή παρά εξουθενωτική εξαρχής που γρήγορα όμως σταματάει".
5. Ένας Γέροντας μόναζε στην έρημο και το διάστημα που περπατούσε για να προμηθεύεται το νερό ήταν δώδεκα μίλια.
Κάποια φορά λοιπόν που πήγε να πάρει νερό, βαρέθηκε και είπε:
"Τι χρειάζεται αυτός ο κόπος; Θα ΄ρθω να μείνω κοντά στο νερό".
Μόλις το΄πε αυτό, στρέφει το κεφάλι και βλέπει κάποιον να τον ακολουθεί και να μετράει τα βήματά του.
Τον ρωτάει ευθύς: "Ποιος είσαι εσύ;"
"Άγγελος Κυρίου -του απαντά- σταλμένος να μετρήσω τα βήματά σου για να σου δώσω τον μισθό σου".
Μόλις τ΄άκουσε αυτό ο Γέροντας, ενθαρρύνθηκε, έγινε προθυμότερος και πήγε άλλα πέντε μίλια πιο βαθιά στην έρημο.
6. Ήταν ένας Γέροντας στη Θηβαϊδα που έμενε σ΄ένα σπήλαιο και είχε έναν υποτακτικό μαθητευόμενο. Συνήθιζε ο Γέροντας κάθε βράδυ να του δίνει ωφέλιμες συμβουλές και μετά από τη νουθεσία, έκανε προσευχή και τον έστελνε να κοιμηθεί. Κάποτε συνέβη μερικοί ευλαβείς λαϊκοί, επειδή γνώριζαν τη μεγάλη άσκηση του Γέροντα, να τους επισκεφθούν και να προσφέρουν σ΄αυτούς κάποιο φαγητό να φάνε. Αφού έφυγαν αυτοί, κάθισε πάλι ο Γέροντας το βραδάκι, όπως το συνήθιζε, και νουθετούσε τον αδελφό. Την ώρα όμως που του μιλούσε, τον πήρε ο ύπνος. Και ο αδελφός έμεινε κοντά του, έως ότου ξυπνήσει και του κάνει την ευχή. Καθώς λοιπόν καθόταν πολλή ώρα και ο Γέροντας δεν ξυπνούσε, ενοχλήθηκε από τους λογισμούς του να πάει να κοιμηθεί χωρίς να του κάνει την απόλυση. Αλλά βίασε τον εαυτό του και αντιστάθηκε στον λογισμό και παρέμεινε. Πάλι όμως ενοχλήθηκε και δεν έφυγε. Κατά τον ίδιο τρόπο ενοχλήθηκε επτά φορές και αντιστάθηκε στον λογισμό. Αργότερα, αφού είχε προχωρήσει η νύκτα, ξύπνησε ο Γέροντας και τον βρήκε να κάθεται δίπλα του και του λέει:
- "Δεν έφυγες μέχρι αυτή την ώρα;"
Κι εκείνος είπε:
- "Όχι, αββά, γιατί δεν μου΄κανες απόλυση".
- "Και γιατί -τον ρωτάει ο Γέροντας- δεν με ξύπνησες;"
- "Δεν τόλμησα -απαντά ο μαθητής- να σε σκουντήσω για να μη σου διακόψω τον ύπνο".
Σηκώθηκαν ευθύς, άρχισαν τον όρθρο και όταν τελείωσε η ακολουθία, απέλυσε τον αδελφό ο Γέροντας. Και την ώρα που καθόταν μόνος, ήρθε σε έκσταση και βλέπει κάποιον να του δείχνει έναν τόπο λαμπρό στον οποίο υπήρχε ένας θρόνος και επάνω στον θρόνο ήταν τοποθετημένα επτά στεφάνια.
Και ρώτησε αυτόν που του τα έδειχνε:
- "Τίνος είναι αυτά;"
Κι εκείνος είπε:
- "Του μαθητή σου. Τον τόπο και τον θρόνο του τα χάρισε ο Θεός για την υπακοή του. Και τα επτά στεφάνια τα κέρδισε αυτή τη νύκτα".
Απόρησε ο Γέροντας γι΄αυτό που άκουσε και γεμάτος από δέος καλεί τον αδελφό και του λέει:
- "Πές μου, τι έκανες τη νύκτα αυτή;"
- "Συγχώρα με, αββά -απάντησε εκείνος- δεν έκανα τίποτε".
Ο Γέροντας νομίζοντας ότι από ταπεινοφροσύνη δεν ομολογεί, του είπε:
- "Δεν θα σ΄αφήσω να φύγεις, εάν δεν μου πεις τι έκανες ή τι σκέφτηκες τη νύκτα αυτή".
Αλλά ο αδελφός επειδή γνώριζε καλά ότι τίποτε δεν έχει κάνει, δεν είχε τι να πει. Και λέει στον πατέρα:
- "Αββά, δεν έκανα τίποτε, παρά μόνο ότι ενοχλήθηκα από λογισμούς επτά φορές να φύγω χωρίς να μου κάνεις την απόλυση, αλλά δεν έφυγα".
Όταν τ΄άκουσε αυτό ο Γέροντας, κατάλαβε ότι κάθε φορά που πάλευε και νικούσε τον λογισμό του, κέρδιζε ένα στεφάνι από τον Θεό. Στον αδελφό βέβαια δεν είπε τίποτε, αλλά τα διηγήθηκε αυτά σε ανθρώπους πνευματικούς χάριν ωφελείας, για να γνωρίζουμε ότι και για λογισμούς πού δεν έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα ο Θεός μας στεφανώνει.
Καλό λοιπόν είναι να βιάζουμε πάντοτε τον εαυτό μας από αγάπη για τον Θεό.
Γιατί η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται και την αρπάζουν αυτοί που αγωνίζονται.
7. Είπε ένας Γέροντας:
"Εάν σε βρει αρρώστια σωματική, μη χάνεις το θάρρος σου.
Γιατί αν θέλησε ο Κύριός σου να υποφέρεις στο σώμα, ποιος είσαι σύ πού θα δυσφορήσεις;
Αυτός δεν σε φροντίζει για όλα;
Μήπως ζεις εν τη απουσία του;
Να είσαι καρτερικός λοιπόν και να Τον παρακαλείς να σου δίνει αυτά που σου συμφέρουν, δηλαδή να γίνεται το θέλημά Του.
Να ζεις με καρτερία και να τρέφεσαι από ελεημοσύνη (όσο είσαι άρρωστος)".
8. Έλεγε κάποιος από τους Γέροντες για τον φτωχό Λάζαρο:
"Δεν βρίσκουμε να ΄χει κάνει αυτός καμιά αρετή, μόνο πού δεν γόγγυσε ποτέ κατά του Θεού ότι δεν τον σπλαχνίστηκε,
αντίθετα, σήκωσε τον πόνο του με ευγνωμοσύνη και δεν κατέκρινε τον πλούσιο. Γι΄αυτό ο Θεός τον δέχθηκε ως δικό του".
9. Είπε άλλος Γέροντας:
"Ο λόγος για τον οποίο δεν προκόβουμε είναι ότι δεν γνωρίζουμε τα μέτρα μας, ούτε έχουμε υπομονή στο έργο που αρχίζουμε αλλά θέλουμε άκοπα να αποκτούμε αρετή.
Επιπλέον πηγαίνουμε από τόπο σε τόπο νομίζοντας ότι θα βρούμε κάποιον τόπο πού δεν υπάρχει διάβολος".
Επιπλέον πηγαίνουμε από τόπο σε τόπο νομίζοντας ότι θα βρούμε κάποιον τόπο πού δεν υπάρχει διάβολος".