Σε κάποια από τις ελληνικές οικογένειες ανέφεραν στον ηγούμενο του Ρωσικού πατέρα Σάββα (+1821) για έναν συγγενή τους νεαρό έμπορο ο οποίος σχετιζόταν με τους αντιπροσώπους των
σουλτανικών χαρεμιών και προμήθευε στο προσωπικό τους ποικίλα εμπορεύματα. Πέραν τούτου, όμως, ο νεαρός έμπορος δημιούργησε και άλλου είδους σχέσεις με τις φυλακισμένες, τις οποίες επισκεπτόταν καθημερινά. Οι συγγενείς του, μιλώντας για αυτόν στον πατέρα Σάββα είπαν ότι θα τιμωρηθεί αυστηρά από τους Τούρκους σε περίπτωση κατά την οποία αυτό γίνει γνωστό. Έτσι, τον παρακάλεσαν να λυτρώσει με τη μεσολάβηση του το νεαρό από τέτοιο κίνδυνο.
Ο πατήρ Σάββας με πίστη στη βοήθεια της Χάρης του Θεού και με τη συνεργία της θείας κοινωνίας, άρχισε το έργο. Μετά από μακρές και ανεπιτυχείς προτροπές προς τον φιλήδονο νέο να εγκαταλείψει τις αμαρτωλές σχέσεις με τις μουσουλμάνες, πρότεινε εν τέλει τους ευκολότερους όρους από την πλευρά του, υποσχόμενος ότι δεν θα τον ενοχλήσει πλέον για να τον αποτρέψει από την αμαρτία. Τον παρακάλεσε, λοιπόν, να μην πάει στο χαρέμι μία ημέρα και κατά τη διάρκειά της να νηστέψει· μετά να του αναγνωσθεί ή συγχωρητική ευχή, να κοινωνήσει των αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν ας κάνει ό,τι θέλει!
Ο δυστυχής αμαρτωλός, ελκόμενος από την αμαρτία όπως ο σίδηρος από τον μαγνήτη, δυσκολεύτηκε αλλά δέχτηκε τη συμβουλή· ίσως εξαιτίας ντροπής ενώπιον του Γέροντα και των συγγενών του, περισσότερο, όμως, επειδή ο σοφός γέροντας δεν του ζητούσε παραίτηση από την αμαρτία αλλά στέρηση μόνο για μία ημέρα. Νήστεψε εκείνη την ημέρα, έλαβε τη συγχώρηση δια της ευχής και τη θεία κοινωνία, και μετά τη θεία λειτουργία γευμάτισε μαζί με τον πατέρα Σάββα και τους συγγενείς. Κατά τη διάρκεια του γεύματος και δήθεν τυχαία, ο γέροντας πρότεινε να προσπαθήσει και αυτή την ημέρα να μην πάει στο χαρέμι και να κοινωνήσει πάλι την επομένη. Επειδή δεν έβλεπε καμία αντίδραση, άρχισε εγκάρδια να τον παρακαλεί υποσχόμενος εκ νέου ότι μετά τη θεία κοινωνία θα τον αφήσει ελεύθερο να πράξει κατά την επιθυμία του. Αφού έλαβε τη συγκατάθεση, τον κοινώνησε και την άλλη ημέρα. Πρότεινε να τον ξανακοινωνήσει με τους ίδιους όρους, δηλαδή και εκείνη την ημέρα να μην πάει στο χαρέμι και τον κοινώνησε και την τρίτη ημέρα.
Τότε φάνηκε πως ενήργησε σωτηριωδώς η χάρη του Θεού, κατά τη ζώσα πίστη του γέροντα και τις προσευχές των συγγενών. Η καρδιά του νέου μαλάκωσε και άρχισε σιγά-σιγά μέσα του να αισθάνεται τη νέκρωση των φλογισμένων παθών.
Ο πατήρ Σάββας συνέχισε να τον κοινωνεί επί σαράντα ημέρες και την τελευταία φορά τού είπε:
- Τώρα πήγαινε όπου επιθυμείς, ακόμα και στο χαρέμι· δεν σε εμποδίζω!
Αλλά στην ψυχή του νεαρού είχε ήδη συντελεστεί η μεταστροφή.
- Ας κάνουν μαζί μου ό,τι θέλουν, είπε· μπορούν και να με κατακόψουν. Για τίποτα στον κόσμο δεν θα δεχτώ να πηγαίνω εκεί όπου νωρίτερα έτσι ασυγκράτητα έτρεχα!
Με αυτό τον τρόπο ο φιλεύσπλαχνος Κύριος που δεν επιθυμεί τον θάνατο του αμαρτωλού αλλά «να επιστρέψει και να ζει αυτός» έσωσε το απολωλός πρόβατό του. (Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Οδηγός Εξομολογητικής, Σταμάτα 2016, σελ.171-173 όπου και η πηγή)