Του Αββά Νισθερώου, οπού ήταν σε Κοινόβιο
α. Έλεγε ο Αββάς Ποιμήν για τον Αββά Νισθερώο, ότι καθώς το χάλκινο φίδι, οπού έφτιαξε ο Μωϋσής για να θεραπεύεται ο λαός, έτσι ήταν ο γέρων. Τον στόλιζε κάθε αρετή και σιωπώντας, όλους τους θεράπευε.
β’. Ρωτήθηκε δέ ο Αββάς Νισθερώος από τον Αββά Ποιμένα, από που απόχτησε εκείνη την αρετή, οπού, όσες φορές συνέβη κάποια θλίψη στο Κοινόβιο, δεν μιλούσε, ούτε έμπαινε στη μέση. Και αποκρίθηκε: « Συγχώρησέ με, Αββά. Όταν πρωτοεισήλθα στο Κοινόβιο, είπα στον λογισμό μου, ότι συ και ο όνος είσθε ένα. Όπως ο όνος, τον δέρνουν και δεν μιλά, τον υβρίζουν και τίποτε δεν αποκρίνεται, έτσι και σύ. Καθώς και ο ψαλμός λέγει: Κτηνώδης εγενήθην παρά σοί, καγώ διαπαντός μετά σου ».
Τ ο υ Αββά Νίκωνος
α΄. Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον από τους πατέρες, λέγοντας: « Πώς ο διάβολος φέρνει τους πειρασμούς εναντίον των αγίων ; ». Και του λέγει ο γέρων: « Ήταν ένας από τους πατέρες, ονόματι Νίκων, οπού έμενε στο όρος Σινά. Και να, κάποιος, πήγε στη σκηνή ενός Φαρανίτη, βρήκε εκεί τη θυγατέρα του μόνη και έπεσε μαζί της. Και της λέγει: Να πής, ότι ο αναχωρητής Αββάς Νίκων μου το έκαμε αυτό. Και σαν ήλθε ο πατέρας της και το έμαθε, πήρε ένα μαχαίρι και πήγε εναντίον του γέροντος. Χτύπησε την πόρτα και βγήκε ο γέρων. Απλώνει τότε το μαχαίρι για να τον σκοτώση, αλλά έμεινε το χέρι του ξερό. Και πηγαίνοντας ο Φαρανίτης στην εκκλησία, στους πρεσβυτέρους λέγει τι συνέβη. Έστειλαν λοιπόν και κάλεσαν τον γέροντα. Και ήλθε. Τον χτύπησαν τότε πολύ και ήθελαν να τον διώξουν. Και τους παρακάλεσε, λέγοντας: Αφήστε με εδώ για χάρη του Θεού, να μετανοήσω. Και αφού τον χώρισαν για τρία χρόνια, πρόσταξαν κανείς να μη πηγαίνη σ’ αυτόν. Και πέρασε τρία χρόνια, ερχόμενος κάθε Κυριακή στην Εκκλησία, μετανοώντας. Και τους παρακαλούσε όλους, λέγοντας: Προσευχηθήτε για μένα. Ύστερα δε, μπήκε δαιμόνιο σ’ εκείνον οπού είχε κάμει την αμαρτία και ρίξει τον πειρασμό επάνω στον αναχωρητή. Και ωμολόγησε στην εκκλησία ότι αυτός είχε κάμει την αμαρτία και συκοφάντησε τον δούλο του Θεού. Τότε, πήγαν όλοι οι μοναχοί και μετενόησαν μπροστά στον γέροντα, λέγοντας: Συγχώρησε μας, Αββά. Και τους λέγει : Όσο για να σας συγχωρήσω, σας έχω συγχωρήσει. Αλλά για να μείνω, δεν μένω πλέον εδώ μαζί σας, γιατί δεν βρέθηκε ούτε ένας έχοντας διάκριση, για να με συμπονέση. Και έτσι, έφυγε από εκεί». Και είπε ο γέρων στον αδελφό: « Βλέπεις πώς ο διάβολος φέρνει τους πειρασμούς εναντίον των αγίων ; ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)