Στο ναό των ειδώλων
Ο όσιος Δανιήλ ο Στυλίτης (409-493) άκουσε κάποτε να συζητούν για κάποιον ειδωλολατρικό ναό στον οποίο κατοικούσαν δαιμόνια. Κανείς δεν τολμούσε να περάση κοντά του ούτε την ημέρα ούτε την νύχτα. Οι δαίμονες έκαναν πολλά κακά στους κατοίκους της περιοχής και τους είχαν φέρει σε απόγνωσι. Ο όσιος άκουσε τα βάσανά τους και σκέφθηκε να τους βοηθήση. Θυμήθηκε τον Μ. Αντώνιο που, ενώ υπέφερε πολλά από τους δαίμονες, στο τέλος πάντα τους νικούσε. Παρακάλεσε λοιπόν κάποιον να του δώση περισσότερες πληροφορίες και να του δείξη πού ήταν κτισμένος ο ναός.
Όταν έφθασε στον επικίνδυνο τόπο, έμοιαζε με γενναίο πολεμιστή, που δεν δειλιάζει από το πλήθος των αντιπάλων, αλλά ακάθεκτος ορμά εναντίον τους. Μπήκε μέσα στον ναό άφοβος με πολεμικό θούριο τα λόγια του ψαλμού: « Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσω;» Με το ακαταμάχητο όπλο του Σταυρού γυρίζει από γωνιά σε γωνιά του ναού, γονατίζει και προσεύχεται. Την νύχτα άκουσε δυνατούς χτύπους και θόρυβο από πολλούς. Αυτός όμως έμεινε ατάραχος στην προσευχή. Αγρύπνησε προσευχόμενος και την δεύτερη νύχτα. Την τρίτη νύσταξε και κοιμήθηκε. Είδε στον ύπνο του θεόρατα φαντάσματα να πλησιάζουν και να λένε:
-Άθλιε, ποιος σ’ έστειλε εδώ, να μας πάρης την κατοικία; Θέλεις να βρης σκληρό θάνατο; Θα σε σύρουμε και θα σε πνίξουμε στο ποτάμι!
Άλλα δαιμόνια κρατούσαν μεγάλες πέτρες επάνω από το κεφάλι του απειλώντας να το συντρίψουν. Ξύπνησε ο αθλητής του Χριστού και άρχισε πάλι να γυρίζη τις γωνιές του ναού ψάλλοντας στον Θεό και φοβερίζοντας τα δαιμόνια:
-Φύγετε γρήγορα, γιατί σε λίγο θα είναι αργά! Φωτιά από τον Σταυρό του Χριστού θα πέση πάνω σας και θα σας κάψη. Φύγετε να προλάβετε.
Εκείνα τότε θορυβούσαν περισσότερο. Ο όσιος έμεινε ατάραχος! Με υπομονή και καρτερία κατοίκησε στον τόπο που άλλοτε κυριαρχούσαν. Το έμαθαν αυτό οι περίοικοι και απορούσαν. Πλήθη ανδρών, γυναικών και παιδιών έτρεχαν να δουν τον όσιο και να θαυμάσουν το απίστευτο, πώς τόσο άγριος και επικίνδυνος τόπος ημέρεψε και έγινε τόπος ειρήνης, πως δοξάζεται νύχτα και μέρα ο Χριστός εκεί που προηγουμένως χόρευαν τα δαιμόνια! Έβλεπαν όμως την κοσμοσυρροή οι πονηροί και ξανάρχισαν τις επιθέσεις. Παρουσιάζονται να ορμούν εναντίον του με κοφτερά σπαθιά και να κραυγάζουν.
-Εδώ είναι δική μας κατοικία από χρόνια πολλά. Φύγε, γιατί θα σε κομματιάσουμε!
Άλλοτε πάλι φώναζαν μεταξύ τους:
-Ας μην τον κομματιάσουμε, ας τον τραβήξουμε έξω και ας τον πνίξουμε στο ποτάμι!
Ένιωσε τότε ο όσιος να τον τραβούν και να τον σέρνουν. Δεν δείλιασε όμως, αλλά προσευχήθηκε και φώναξε στους δαίμονες:
-Ο Χριστός ο Σωτήρας μου, θα καταποντίση εσάς στην φοβερή άβυσσο!
Ένα ουρλιαχτό και μια τρομερή κραυγή ακούσθηκε, και οι σκοτεινοί εχθροί εξαφανίσθηκαν. Η δύναμις της προσευχής και η απειλή του οσίου τούς κατεδίωξε.
(Βίος οσίου Δανιήλ)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ. 201-203)