62. Τι δίδασκε ο Άρειος;
Ο Άρειος ήταν ο εισηγητής της αιρέσεως που φέρει όνομά του (Αρειανισμός), η οποία ήταν η σημαντικότερη αίρεση που συνεκλόνισε πέρα από κάθε άλλη την αρχαία Εκκλησία. Ήταν μαθητής του Λουκιανού Αντιόχειας και αμιγείς οπαδοί του ήταν ο Ευνόμιος και ο Αέτιος.
Ο Άρειος και οι οπαδοί του είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Επειδή ήταν μορφωμένοι (γνώριζαν διαλεκτική και φιλοσοφία), θεωρούσαν ανώτερους τους εαυτούς των και περιφρονούσαν τους «εκκλησιαστικούς», αυτούς δηλαδή που πίστευαν, χωρίς έρευνα και εμβάθυνση, τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Ο εγωισμός και η έπαρση είναι τα κύρια χαρακτηριστικά κάθε αιρέσεως. Ο άνθρωπος που αντιμάχεται το δόγμα της Εκκλησίας του πρέπει να είναι αυτάρεσκος, εγωιστής και υπερφίαλος.
Και τον Άρειο απασχολούσε η ενότητα του χριστιανικού Θεού. Ενώ δε οι προ αυτού απολογητές και οι τροπικοί Μοναρχιανοί προσπαθούσαν να λύσουν το πρόβλημα με την υποβάθμιση του Λόγου, αμφισβητώντας είτε την αιωνιότητα είτε το προσωπικό του αξίωμα, αυτός αρνήθηκε μια και καλή τη θεότητά του κι ησύχασε.
Ο Άρειος συμμεριζόταν την περί δύο καταστάσεων του Λόγου διδασκαλία των Απολογητών και των άλλων θεολόγων της αρχαίας Εκκλησίας. Αυτό δεν ενοχλούσε τότε την Εκκλησία, η οποία ουδέποτε κατεδίκασε τα διδάγματα αυτά. Ο Άρειος κατέστη επικίνδυνος μόλις πολέμησε τη θεότητα του Λόγου. Έγραφε: «Πάντων γαρ γενομένων εξ ουκ όντων... και αυτός ο του Θεού Λόγος εξ ούκ όντων γέγονε». «Ήν ποτέ, ότε ουκ ήν· και ουκ ήν πριν γένηται, αλλ΄ αρχήν του κτίζεσθαι έσχε και αυτός». Ο Λόγος επομένως δεν είναι πλήρης και τέλειος Θεός, αλλ’ απλώς «θείος». Τις επικίνδυνες αυτές διδασκαλίες του Αρείου κατεδίκασε η Εκκλησία στην πρώτη μεγάλη Σύνοδό της στη Νίκαια της Βιθυνίας (325).
Ο Λόγος, κατά τον Άρειο, δεν είναι αληθινός Θεός. Είναι κτίσμα του Πατρός, το τελειότερο βέβαια, «όν πεποιημένον», ανεξάρτητο και ξένο της ουσίας του Πατρός. «Ίδιον ουδέν έχει του Θεού καθ’ υπόστασιν ίδιότητος, ουδέ γαρ εστιν ίσος, αλλ΄ ουδέ όμοούσιος αυτώ». «Ξένος του υιού κατ’ ουσίαν ο Πατήρ υπάρχει, ότι άναρχος υπάρχει». Ο Λόγος, ως μία των δυνάμεων του Θεού (μεταξύ των οποίων η ακρίδα και η κάμπη) είναι αυτεξούσιος, τρεπτός και αλλοιωτός. Όμως δια της σταθερής προσκολλήσεώς του στο αγαθό, έγινε στρεπτός και αναλλοίωτος. Ο Λόγος εντούτοις είναι το τελειότερο των κτισμάτων, δεν είναι όπως τα υπόλοιπα κτίσματα και γεννήματα. Ο Θεός, προβλέποντας την αρετή του, του έδωσε τιμή και δόξα. Με τη χάρη του Θεού και τις δικές του δυνάμεις κατέστη «πλήρης Θεός μονογενής, αναλλοίωτος» (ηθική θεοποίηση).
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 84-85)