«Πρέπει και αυτό να προστεθεί για να γίνει γνωστό σε ποιο ύψος ταπεινώσεως έφτασε ο όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης. Λοιπόν, κάποτε διαπληκτίζονταν και αλληλοδέρνονταν δύο αδελφοί. Εκείνος τους συμβούλευε να σταματήσουν την έχθρα και να συμφιλιωθούν όπως είναι πρέπον σε κάθε χριστιανό, πολύ δε περισσότερο στους μοναχούς. Όμως, παρά τις παραινέσεις του, εκείνοι δεν πείθονταν και το μεταξύ τους μίσος αποδεικνυόταν ισχυρότερο από τις συμβουλές του.
Τότε ο όσιος έγινε ικέτης και, ο ποιμένας των προβάτων, ο διδάσκαλος των μαθητών, ο πατέρας των τέκνων, τους ζητούσε το καλό τους, σαν να επρόκειτο για ευεργεσία δική του· και, ο ιατρός, τους παρακαλούσε να τους θεραπεύσει πληγή και την ασθένειά.
Τους παρακαλούσε δε όχι απλώς και αμελώς, αλλά μέσα από τα βάθη της ψυχής του και με ταπείνωση που ξεπερνούσε κάθε όριο και μέτρο. Πράγματι, έπεσε κάτω και κειτόταν στο έδαφος, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό, τρόπο άκρας ταπείνωσης, θα μαλάξει τη σκληρότητα της έχθρας. Και δεν σταμάτησε να τους παρακαλεί, μέχρις ότου και με μαλαξε και διέλυσε το μίσος που υπήρχε ανάμεσα τους. Έτσι λοιπόν ο όσιος τους δύο εκείνους αδελφούς, που τους χώριζε ένα άσπονδο μίσος, τους συνέδεσε με τα δεσμά της φιλίας». (Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 119)