Κάποτε ο όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης αφόρισε έναν αδελφό, και βέβαια δίκαια· ή, όχι μόνο δίκαια, αλλά και φιλάνθρωπα. Και τον αφόρισε, επειδή η νόσος του, πράγματι, ένα τέτοιο φάρμακο χρειαζόταν. Εκείνος όμως το καλό που του έκανε ο όσιος με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να θεραπευτεί, το ανταπέδωσε με το κακό. Δηλαδή, παραβαίνοντας συγχρόνως και την τάξη, επέβαλε το ίδιο επιτίμιο στον Όσιο, χωρίς αυτός να έχει υποπέσει σε κάποιο παράπτωμα… Επομένως ο αδελφός εκείνος περιέπεσε και σε άλλη χαλεπότατη νόσο, την αναισχυντία.
Τι έπραξε λοιπόν ο μέγας κατά τη μετριοφροσύνη και δια της ταπεινοφροσύνης του υψηλότατος και ουράνιος; Δέχτηκε το επιτίμιο, σαν να του είχε επιβληθεί καλώς και σαν να είχε θέση σε αυτόν, και δεν κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, μέχρις ότου ο αδελφός που τον έδεσε με το επιτίμιο, αυτός ο ίδιος και τον έλυσε. Ήταν δηλαδή ο όσιος Θεοδόσιος καταφανώς μιμητής του Μωυσή: φοβερός μεν και αμείλικτος στους αμαρτάνοντες προς τον Θεόν, επιεικέστατος δε και ανεκτικότατος προς εκείνους που έφταιγαν σε αυτόν. Έτσι δεν ήταν ούτε ευκαταφρόνητος, για την πραότητα του, ούτε φορτικός, για την υπερβάλλουσα αυστηρότητά του…»(Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 120)