Αφού ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Α το 511 μ.Χ. επανήλθε στην αρχική του (αιρετική) στάση, όλοι βρίσκονταν σε αμηχανία και απορία τι να πράξουν. Έτσι άλλοι υποστήριζαν τη βλασφημία, ενώ άλλοι, από το άλλο μέρος, φοβούνταν και δεν προέβαλλαν ούτε τον παραμικρό αντίλογο· και τούτο, διότι ίσως και στην υπόθεση αυτή παραχωρούσαν την πρωτοβουλία και παρρησία στον κοινό Πατέρα (τον Θεοδόσιο) και περίμεναν από αυτόν, σαν από στρατηγό, το σύνθημα. Τότε λοιπόν, τότε έγινε φανερό πόσο πολύ και τα γηρατειά όταν ενισχύονται και ενδυναμώνονται από τον ζήλο, ενεργούν νεανικά και γενναία εναντίον εκείνων που αποτελούν κίνδυνο για το καλό και την αλήθεια. Δηλαδή ο όσιος δεν λογάριασε εκείνα τα αυτοκρατορικά γράμματα και θεσπίσματα, ούτε τις μύριες απειλές, ούτε τους όχλους που ευλαβούνταν τα θεσπίσματα του βασιλιά εξίσου προς τα θεία, ούτε τους στρατιώτες που περιφρουρούσαν εκείνους που είχαν μεταφέρει τα βασιλικά παραγγέλματα· όλα αυτά τα καταφρόνησε σαν να επρόκειτο για κακόγουστος ήχους, και είπε ότι τέτοιες βροντές τρομάζουν τα παιδιά και όχι τον ίδιο.
Έτσι λοιπόν όρμησε σαν λέοντας, μπήκε στον Ιερό Ναό, ανέβηκε στο βήμα, πάνω στο οποίο οι ιερείς διαβάζουν συνήθως τα αναγνώσματα, και, αφού έκανε νόημα με το χέρι του στο πλήθος να σταματήσει να μιλάει, ύψωσε τη φωνή του και είπε: «Αν κάποιος απορρίπτει τις τέσσερις άγιες Συνόδους και δεν τις θεωρεί σαν τα τέσσερα Ευαγγέλια, να είναι ανάθεμα, δηλαδή καταραμένος και αφορισμένος». Αυτά μόνο είπε, και κατέπληξε το πλήθος σαν άγγελος και με το μέγεθος της θαυμαστής του ενέργειας, τους άφησε όλους άφωνους. Ακολούθως εξήλθε από τον Ιερό Ναό προχωρώντας ανάμεσά τους αμίλητος. Αλλά και εκείνοι σιωπούσαν και κατά κάποιο τρόπο κοιμούνταν και νόμιζαν πως έβλεπαν όνειρο, σαν να μην ήταν πραγματικό εκείνο που έγινε. Και βέβαια υπήρξε τέτοιο το στρατήγημα εκείνο του ανδρός, που νόμισαν πως από αυτό κατέταξαν στα ιερά δίπτυχα τις άγιες Συνόδους.
Μετά από αυτά ο Όσιος Θεοδόσιος χωρίς καμία χρονοτριβή και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, περιερχόταν τις πόλεις που ήταν ολόγυρα, τους μαθητές και άλλους ζηλωτές από την ερημιά και τους καθοδηγούσε, επιβάλλοντας τη γνώμη του σαν άλλος στρατηγός· Ο πρώτος στην πολιά (στις άσπρες τρίχες, στη γεροντική ηλικία) δείχνοντας και πρώτος στην προθυμία. Τριγύρισε σε όλους και έγινε στους πάντες τα πάντα· πληροφορούσε και ενημέρωνε εκείνους που είχαν αμφιβολίες· στήριζε ακόμη περισσότερο τους ευσταθείς, ξεσήκωνε τους νωθρούς και ράθυμους, επέτεινε την επιμέλεια των προθύμων, ενθάρρυνε και ενίσχυε εκείνους που δείλιαζαν, παραινούσε τους αγωνιζόμενους, κατατρόμαζε τους αντιπάλους με την εξαιρετική του γενναιότητα, προλάμβανε κάθε αιρετική νόσο με την ταχύτητα της ιατρείας» (Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 94-95)