ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
66. Ποιά είναι στον πυρήνα της η ορθόδοξη χριστολογία;
Το δόγμα περί Χρίστου είναι εξ ίσου σημαντικό, όσο και το δόγμα περί 'Αγίας Τριάδος. Είναι δόγμα πίστεως κορυφαίο, στο οποίο ανακλάται η οικονομική Τριάδα. Λέγοντας αυτό εννοούμε τον Τριαδικό Θεό στις εξωτερικές του ενέργειες, στη δημιουργία του κόσμου και την απολύτρωση. Ο Λόγος του Θεού που στη μεταφυσική Τριάδα (στο Θεό καθ' εαυτόν) σχετίζεται με την ουσία και τις άλλες δύο Τριαδικές υποστάσεις της θεότητας, αφήνει τους ουρανούς —χωρίς να χάσει το θεοπρεπες του αξίωμα— και κατεβαίνει στη γη, γίνεται άνθρωπος ιστορικός για να σώσει τον πεσμένο άνθρωπο από την αμαρτία. Η είσοδος αυτή στο πεδίο της ζωής και η ανάληψη της κακοπάθειας της ιστορικής στιγμής είναι γνωστή ως «κένωσις» του Λόγου. Ο Λόγος γίνεται άνθρωπος για να λυτρώσει τον άνθρωπο από το ζυγό της αμαρτίας και την οδύνη του πνευματικού θανάτου.
Στο Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη, και ένα πρόσωπο, του αιδίου Λόγου. Η ανθρώπινη φύση του δεν είχε δικό της πρόσωπο, ήταν ανυπόστατη.
Η θεία φύση του Χριστού ήταν η τέλεια φύση της θεότητας. Επίσης τέλεια ήταν και η ανθρώπινη φύση του, στην οποία υπήρχε ψυχή νοερά και λογική, ενωμένη με σώμα υλικό και αληθινό. Η ένωση των φύσεων έγινε στη μήτρα της Παρθένου «εξ άκρας συλλήψεως». Μόλις δηλαδή η Μαρία δέχτηκε τον ασπασμό του αγγέλου, το Πνεύμα του Θεού εμόρφωσε στην παρθενική μήτρα της το έμβρυο Χριστό, με το οποίο ενώθηκε αμέσως ο Λόγος του Θεού, χωρίς το ενωθέν (η ανθρώπινη φύση) να προφθάσει να ζήσει έστω και μία χρονική στιγμή έξω από την ένωση, ως πρόσωπο ξεχωριστό και ίδιο. Συνεπώς ως άνθρωπος ο Χριστός δεν είχε δικό του ξεχωριστό πρόσωπο, αλλά φερόταν στο αΐδιο πρόσωπο του Λόγου.
Η σύλληψη και η γέννηση του Χριστού ήταν υπερφυσικές. Σ’ αυτές δεν λειτούργησαν οι συνήθεις νόμοι της φύσεως. Η Μαρία δεν συνέλαβε με τη γνωστή σύμπραξη ανδρός και γυναικός, αλλά με τη δημιουργική ενέργεια του παναγίου Πνεύματος. Ο Χριστός ήταν «απάτωρ εκ μητρός», δεν είχε δηλαδή πατέρα σύζυγο της μητέρας του. Αφού δε δεν συνέπραξε άνδρας, η Μαρία συνέλαβε το Χριστό χωρίς να χάσει την παρθενία της. Στο αυτό μέτρο παρθενική και υπερφυσική ήταν και η γέννηση του Κυρίου, γέννηση ανώδυνη και αλόχευτη (χωρίς τα φυσικά λόχια). Η γέννηση του Σωτήρος δεν ακολούθησε τους ρυθμούς της φυσικής ανθρώπινης γεννήσεως. Γι’ αυτό και γεννήθηκε χωρίς το προπατορικό αμάρτημα, με το οποίο έρχονται στον κόσμο όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Στο Χριστό έσπασε η συνέχεια της αμαρτωλής φύσεως του Αδάμ, η οποία κληροδοτεί το προπατορικό αμάρτημα σε όσους εκφύονται απ’ αυτήν. Ο Χριστός είναι ο καινός Αδάμ της χάριτος, η νέα πνευματική ρίζα της ανθρωπότητος, η οποία κληροδοτεί την πνευματική αναγέννηση και τη σωτηρία στους πιστεύοντες.
Η ένωση των φύσεων στο Χριστό είναι υποστατική, ασύγχυτη και αδιαίρετη. Λέγοντας υποστατική ένωση εννοούμε ότι αυτή έγινε στην υπόσταση (εξ ου και το όνομα) ή το πρόσωπο του Λόγου. Επαναλαμβάνουμε και πάλι ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν ανυπόστατη, δηλαδή δεν έζησε ποτέ από μόνη της έξω Ααπό το πρόσωπο του Χριστού. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Στην ένωση οι φύσεις δεν επηρέασαν η μία την άλλη, δεν μετατράπηκες η μία στη φυσική ποιότητα της άλλης, αλλά παρέμειναν κάθε μια στη φυσική της ποιότητα και πληρότητα, χωρίς στο εξής ν’ αποχωρίζονται η μία από την άλλη. 'Ενώθηκαν «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως».
Ο Χριστός είχε δύο φυσικά θελήματα και δύο ενέργειες. Ήθελε και ενεργούσε ενιαία και ως άνθρωπος και ως Θεός. Το ανθρώπινό του θέλημα, αν και ελεύθερο, υποτασσόταν στο θείο του θέλημα, χωρίς να αντιπαλαίει και ν’ αντιπίπτει προς αυτό. Δεν είχε θέλημα γνωμικό. Δεν ήθελε ξεχωριστά ως άνθρωπος, πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη ανθρώπινου προσώπου και άφηνε ανοικτή τη δυνατότητα να υποπέσει ο Κύριος στην αμαρτία. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ενέργειες του Χριστού. Ο Χριστός ενεργούσε ενιαία και τα θεία και τα ανθρώπινα, χωρίς η μία του ενέργεια να αντιφέρεται προς την άλλη.
Από τη σύνθεση του θεανδρικού προσώπου του Χριστού έχουμε τις εξής ακολουθίες:
1) Την αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού. Η μία φύση αντιδίδει τα ιδιώματά της στην άλλη. Τα ιδιώματα δεν αντιδίδονται απ’ ευθείας στις φύσεις, δηλαδή καθ’ εαυτές, γιατί κάτι τέτοιο θα τις συνέχεε και θα οδηγούσε στο Μονοφυσιτισμό, αλλά αυστηρώς στο ένα του θεανδρικό πρόσωπο. Έτσι δεν λέμε ότι η θεότητα έπαθε ή ότι η ανθρωπότητα ήταν στους ουρανούς πριν δημιουργηθεί ο κόσμος, αλλ΄ ότι ο Χριστός, ως πρόσωπο ενιαίο και αδιαχώριστο, έπαθε ως Θεός (στη σάρκα του φυσικά: «σαρκί») και βρισκόταν ως άνθρωπος στους ουρανούς. Στην αντίδοση των ιδιωμάτων η θεία (ρύση αντιδίδει κυρίως τα δικά της στην ανθρώπινη και όχι το αντίθετο. Η πτυχή αυτή του δόγματος είναι πολύ σημαντική, γιατί αποτελεί τη λυδία λίθο αναγνωρίσεως και σταθμίσεως των χριστολογικών κακοδοξιών και αιρέσεων.
2) Τον όρο «Θεοτόκος» που αποδίδεται στη Μητέρα τον Χριστού. Η Μαρία γέννησε το Χριστό. Όχι βέβαια τη θεία φύση του καθ' εαυτήν, γιατί ο Θεός, ως το απειροτέλειο όν, δεν μπορεί να υπαχθεί στους φυσικούς νόμους, να γεννηθεί δηλαδή με τον ίδιο τρόπο που γεννιούνται οι άνθρωποι. Η Μαρία γέννησε το Θεό «σαρκί». Αυτό που γεννήθηκε, ήταν ο Χριστός, στον οποίο ο τέλειος Θεός ήταν ενωμένος «εξ άκρας συλλήψεως» με τον υιό του ανθρώπου στη θεοχώρητη μήτρα της πάναγνης Κόρης. Ο όρος «Θεοτόκος» αποτελεί συνοπτική εκφορά του χριστολογικού δόγματος, πάνω στον οποίο σαν σε κυματοθραύστη, προσέκρουσε και διαλύθηκε η νεστοριανή λαίλαπα.
3) Τη μια υιότητα και λατρεία τον Χριστού. Ο Χριστός είχε διπλή γέννηση, μία ως Υιός του Θεού και μία ως Υιός της Παρθένου. Η πρώτη ήταν η αΐδια γέννηση εκ του Πατρός (το υποστατικό ιδίωμα του Λόγου), η δεύτερη ήταν η έγχρονη εκ της Παρθένου δια της δυνάμεως του παναγίου Πνεύματος. Οι δύο αυτές γεννήσεις ήταν σαφείς και ξεχωριστές η μία από την άλλη. Δεν είχε όμως και δύο υίότητες. Δεν ήταν Υιός Θεού και Υιός της Παρθένου ξεχωριστά. Αυτό θα σήμαινε ότι είχε δύο πρόσωπα, ένα ως Θεός και ένα ως άνθρωπος. Αυτό δεν συνέβαινε. Ο Χριστός, όπως είπαμε, είχε ένα πρόσωπο, ήταν ένας και όχι πολλοί. Ως ένας είχε μία υίότητα, ως Θεός και ως άνθρωπος ο αυτός. Δεν υπήρχαν σ’ αυτόν δύο υιοί ξεχωριστοί, όπως έλεγε ο Νεστόριος. Στη μία υιότητα του Χριστού αναλογεί και μία λατρεία και προσκύνηση.
4) Την απόλυτη αναμαρτησία του Χριστού. Ο Χριστός όχι απλά δεν αμάρτησε κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, αλλά δεν μπορούσε καν να αμαρτήσει (non potuit peccare). Αυτό απαιτεί η σύνθεση του προσώπου του. Δεν μπορούσε ν’ άμαρτήσει, γιατί δεν ήταν απλός άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος. Η ιδέα ότι μπορούσε ν’ άμαρτήσει ο Κύριος, διχάζει το ένα του πρόσωπο σε δύο φυσικά πρόσωπα, κάτι που καταλύει το χριστολογικό μυστήριο. Η ιδέα είναι αλλόκοτη. Αν υποτεθεί ότι ο Χριστός μπορούσε ν’ αμαρτήσει σαν άνθρωπος, μπορούσε ν’ αμαρτήσει μαζί του κι ο Θεός, ιδέα ασεβής και βλάσφημη.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 91-96)