Το φθινόπωρο του 371 οι ορθόδοξοι της Καππαδοκίας αποτελούσαν ένα νησάκι μέσα στον ωκεανό των αρειανών. Ο αυτοκράτωρ Ουάλης προσπαθούσε ν’ απλώση την αίρεση του Αρείου παντού. Και τώρα πολιορκούσε ασφυκτικά την Καισάρεια, που ήταν η μητροπολιτική έδρα του Μ. Βασιλείου.
Τα άλλα κέντρα της αυτοκρατορίας υποτάχτηκαν στη θέληση του. Αυτό όμως έγινε με διωγμούς, δημεύσεις περιουσιών, βασανιστήρια, ακόμη και με θανατώσεις. Η Καππαδοκία απέμεινε τελευταίο φρούριο αντιστάσεως της Ορθοδοξίας. Ο αυτοκράτωρ έστειλε τότε εναντίον του Μ. Βασιλείου τον έπαρχο Μόδεστο. Ο Μόδεστος πήρε αρκετούς πραιτωριανούς, μπήκε στην Καισάρεια, εγκαταστάθηκε στο διοικητήριο της και διέταξε να παρουσιαστή την επόμενη μέρα ο επίσκοπος ενώπιον του.
Ο Μ. Βασίλειος, έπειτα από μια νύχτα αγρυπνίας και φλογερής προσευχής, ξεκίνησε… Το κρύο του πρωινού περόνιαζε το ασθενικό του σώμα, η ψυχή του όμως ήταν θερμή. Βάδιζε γαλήνιος και αποφασιστικός για τη μεγάλη αναμέτρηση. Τον ακολουθούσαν αρκετοί αφοσιωμένοι πιστοί. Οι πραιτωριανοί όμως του Μοδέστου πρότειναν τα δόρατα και άφησαν να περάση ο επίσκοπος μόνος.
Ο έπαρχος τον περίμενε με ύφος προκλητικό και απειλητικό στην επίσημη αίθουσα. Τον περιστοίχιζαν αξιωματούχοι και φρουροί. Με φωνή βαριά είπε:
-Βασίλειε, πώς τολμάς – μόνον εσύ – να εναντιώνεσαι στο θέλημα του βασιλιά; Πώς τολμάς να τον περιφρονής; Ποιος νομίζεις ότι είσαι;
Ο άγιος δεν δείλιασε με όσα έβλεπε και άκουγε. Με απόλυτη ηρεμία ρώτησε:
-Για ποιο πράγμα με κατηγορείς; Ποιο είναι το σφάλμα μου;
-Δεν ακολουθείς την πίστη του βασιλιά. Είσαι ο μόνος ανυπότακτος.
-Ο βασιλιάς δεν έχει τη σωστή πίστη! Πιστεύει πως ο Υιός του Θεού είναι κτίσμα. Εγώ όμως προσκυνώ τον Υιό σαν Θεό.
-Τότε εμείς τί είμαστε, που ακολουθούμε τον αυτοκράτορα;
-Αιρετικοί!
Ο έπαρχος τα είχε κυριολεκτικά χαμένα. Δεν περίμενε τέτοια παρρησία από τον Μ. Βασίλειο.
-Μα δεν θέλεις να είσαι με το μέρος μας; Να μας έχης φίλους;
-Σαν χριστιανός που είμαι, θέλω να έχω φίλους με πίστη, όχι με αξιώματα.
-Δεν φοβάσαι την εξουσία μου;
-Μα γιατί να φοβηθώ; Τί μπορείς να μου κάνης;
-Τί μπορώ; έκανε εξαγριωμένος. Δήμευση της περιουσίας σου, εξορία, βασανιστήρια, θάνατο!
-Αυτά δεν τα φοβάμαι. Τί άλλο έχεις;
-Δεν τα φοβάσαι; Γιατί;
-Η μόνη μου περιουσία είναι λίγα τριμμένα ρούχα και κάτι παλαιά βιβλία. Γι’ αυτό δεν φοβάμαι τη δήμευση. Η εξορία πάλι δεν με τρομάζει. « Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής». Άλλωστε, σ’ αυτή τη γη είμαι πάροικος και παρεπίδημος. Όσο για τα βασανιστήρια, μάθε ότι το σώμα μου είναι πολύ ασθενικό και σύντομα θα υποκύψη. Με απειλείς τέλος με τον θάνατο; Θα μου γίνης ευεργέτης! Αυτόν ποθώ κι εγώ, για να ενωθώ το συντομώτερο με τον Θεό μου.
Ο έπαρχος έπεσε σε βαθιά συλλογή. Κατόπιν σήκωσε αργά το κεφάλι και ομολόγησε:
-Βασίλειε, κανείς επίσκοπος δεν μου μίλησε μέχρι τώρα με τόσο θάρρος.
-Ναι, γιατί ποτέ μέχρι τώρα δεν συνάντησες αληθινό επίσκοπο!
Ο Μόδεστος βρέθηκε σε δύσκολη θέση και αναγκάστηκε ν’ αφήση τον άγιο ελεύθερο. « Μεγαλειότατε, ηττηθήκαμε!» ομολόγησε αργότερα στον αυτοκράτορα Ουάλη.
( Η ζωή ενός μεγάλου )
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.68-70)