Έτσι λοιπόν, όταν μετά από λίγο καιρό συνέβη να πάει στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου ο βασιλιάς των Λαζών για τη σύναψη συνθηκών, εκείνος παραθεώρησε όλα τα άλλα και τον πήρε και πήγαν μαζί στον Όσιο Δανιήλ τον Στυλίτη (409-493 μ.Χ.). Μόλις δε έφτασαν εκεί, είπε στον βασιλιά:
«Τούτο είναι το θαύμα της αυτοκρατορίας μου».
Εκείνος δε, βλέποντας την καρτερία του Οσίου, εξεπλάγη τόσο πολύ ώστε προσκύνησε με δάκρυα στα μάτια όχι μόνο τον Όσιο αλλά και τον στύλο πάνω στον οποίο αυτός στεκόταν. Και μάλιστα ο βάρβαρος εκείνος έβγαλε πολλές φωνές πνεύματος καλλιεργημένου και πολυμαθούς λέγοντας: «Σε ευχαριστώ επουράνιε Βασιλεύ, διότι, μόλις έφτασα στον επίγειο βασιλιά, μου έδειξες την πολιτεία ουράνιου άνδρα και με αξιώσεις να γίνω θεατής τέτοιων μυστηρίων». Τόσο δε αξιοθαύμαστος θεωρήθηκε και από τους δύο ο Μέγας εκείνος άνδρας, ο Όσιος Δανιήλ δηλαδή, ώστε του ανέθεσαν και οι δύο τους να καθορίσει εκείνος τις συνθήκες.
Μετά ταύτα ο Γουβάζιος, ο βασιλιάς των Λαζών, επέστρεψε στην πατρίδα του και διηγούνταν στους υπηκόους του το θαύμα. Και δεν έπραττε μόνον αυτό, αλλά και το εξής: κάθε φορά που έστελνε γράμματα στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, τα περάτωνε με τις προσρήσεις του (τους χαιρετισμούς του) προς τον Όσιο και τη θερμή παράκληση να τον θυμάται και να προσεύχεται υπέρ της βασιλείας του. Έτσι λοιπόν οι πάντες θαύμαζαν την υπομονή του δικαίου, του Δανιήλ, και οι οικείοι και οι ξένοι και οι απλοί άνθρωποι και οι βασιλιάδες και οι Έλληνες και οι βάρβαροι. (Βίος Συμεών και Δανιήλ των Στυλιτών, εκδ. Αποστολ. Διακονία σελ. 142)