Ενώ λοιπόν η μετά δακρύων εκείνη δέηση [του λαού κάτω από τον στύλο, για να σταματήσει η θεομηνία του σεισμού] παρατεινόταν για πολύ, ο Όσιος Συμεών έκανε σημάδι με το χέρι του και επέβαλε σιωπή. Ευθύς, λοιπόν, αμέσως με βαθιά θλιμμένη τη φωνή και την ψυχή είπε: «Αδελφοί μου, αυτά που πρόκειται να σας πω έκαναν πρώτα τη δική μου καρδιά να πονέσει πολύ και μου πλήγωσαν βαθιά την ψυχή. Ξέρω βεβαίως ότι αυτά θα δημιουργήσουν και σε εσάς την ίδια ψυχική διάθεση· όμως θα τα πω. Λοιπόν, κοιτάτε πόσο πλήθος είστε και πόσα δάκρυα χύσατε και πόσες φορές κραυγάσατε το Κύριε ελέησον! Όμως ο Κύριος των πάντων σε έναν έστρεψε την ακοή Του και μόνο η δέηση αυτού ανέβηκε στα ώτα Του». Και αφού τους είπε αυτά, προσφώνησε τον άνδρα εκείνον ονομαστικά, τον κάλεσε κοντά του και εις επήκοον όλων τού είπε: «Η προσευχή σου σταματάει τη δίκαιη οργή του Θεού και το κακό όσον ούπω θα λάβει τέλος. Πες μου όμως, χωρίς να παραλείψεις τίποτα, τι πράττεις και ευαρέστησε τόσο πολύ τον Θεόν; Σου επιτάσσει, στα αλήθεια, ο Θεός να τα πεις όλα, ώστε και αυτοί να ζηλέψουν την αρετή σου και να υποκινηθούν προς επιτέλεση παρόμοιων έργων».
Εκείνος δε, φερόμενος με περισσότερη ευλάβεια και ταπείνωση, αποκαλούσε τον εαυτό του αμαρτωλό και γυμνό από κάθε αρετή· έλεγε μάλιστα ότι δεν είχε τη συνείδηση αν είχε πράξει ποτέ κάτι αγαθό στη ζωή του. Επειδή όμως ο θείος Συμεών επέμενε και τον πίεζε πάρα πολύ να απαντήσει οπωσδήποτε στο ερώτημά του, υποχώρησε στις πιέσεις και είπε: «Εγώ είμαι γεωργός και εργάζομαι στα χωράφια ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και τις εποχές του έτους. Καλλιεργώ ένα μικρό κτήμα δικό μου και στον χρόνο που μου μένει εργάζομαι επ’ αμοιβή σε κτήματα άλλον. Ό,τι συνάγω από το κτήμα μου και τα χρήματα που συγκεντρώνω από την εργασία μου σε κτήματα άλλων ανθρώπων, τα χωρίζω σε τρία μερίδια και το ένα μερίδιο το προσφέρω στους ενδεείς, το άλλο το δίνω στο κράτος για την πληρωμή του ετήσιου φόρου και το τρίτο το χρησιμοποιώ για τις ανάγκες μου. Και βέβαια με αυτό που κάνω δεν έχω τη συνείδηση ότι ευαρέστησα τον Θεό».
Το μεγάλο εκείνο πλήθος των ανθρώπων, μόλις άκουσαν αυτά που είπε ο γεωργός και είδαν ότι έπαυσε η οργή του Κυρίου και σταμάτησαν οι μάστιγες και τα επακόλουθά τους, έμειναν κατάπληκτοι όπως άλλωστε ήταν φυσικό. Μετά δε από το θαυμαστό αυτό γεγονός δοξολογούν τον Θεό δακρυσμένοι, εξέφρασαν με όλη τους την καρδιά ευχαριστίες στον ιερό Συμεών, επευφημούσαν τον αγρότη, ξεπροβόδιζαν, ασπάζονταν, αγκαλιάζονταν, ομολογούσαν ευγνωμοσύνη, ζήλευαν την αρετή, μέμφονταν τους εαυτούς τους για την αμέλειά τους σχετικά με τα αγαθά έργα· τέλος δε πολλοί επιδόθηκαν στον αγώνα για την επιτέλεση έργων καλύτερων, έχοντας πρόσφατο υπόδειγμα τον καλό εκείνο γεωργό» (Βίος και Πολιτεία Συμεών και Δανιήλ τον Στυλιτών, Αποστολική Διακονία, σελ. 79-80)